"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

«Τὸν δὲ φόβον ὑμῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν»

Στὸ Μέγα Ἀπόδειπνον,  τὸ ὁποῖον τελεῖται καθημερινῶς αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὑπάρχει ὁ γνωστὸς ὕμνος «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Τὸν ὕμνον αὐτὸν κάποιοι ψάλλουμε σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ἁπλὰ τὸν ἀναγινώσκουμε. Πόσοι ὅμως τὸν κατανοοῦμε σὲ βάθος;

Σὲ αὐτὸν ὑπάρχει καὶ ἕνας στίχος ὁ ὁποῖος λέει: «Τὸν δὲ φόβον ὑμῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν». Τί νὰ ἐννοεῖ ἄραγε; Σὲ ποιὸν φόβο ἀναφέρεται ὁ ποιητής; Ὁ στίχος αὐτὸς βασίζεται στὸν Προφήτη Ἠσαΐα («τὸν δὲ φόβον αὐτοῦ οὐ μὴ φοβηθῆτε»[1]) - τὸν ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος («τὸν δὲ φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε»[2]) καὶ ὁ φόβος αὐτὸς ἑρμηνεύεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Ἄλλοι τὸν ἑρμηνεύουν ὡς φόβο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐπιβουλὲς εἴτε τῶν ἐθνῶν (Μέγας Βασίλειος), εἴτε τῶν Ἰουδαίων διὰ τὶς τάχα παραβάσεις - διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ χριστιανικοῦ βίου - τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἄλλοι δὲ ὡς φόβο γιὰ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ θανάτου (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς). Γενικῶς ὁ φόβος αὐτὸς θὰ λέγαμε πὼς περιλαμβάνει κάθε εἴδους κατακριτέας φοβίας (δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸν φόβο τῆς ἀσθενείας, τοῦ διωγμοῦ, τῆς αἰχμαλωσίας, τῆς πείνας, τῆς λοιδορίας κ.τ.λ.), καὶ λέμε κατακριτέας, διότι στὸν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο ὁ Προφήτης ἀναφέρει ποιὸς εἶναι ὁ μόνος ἐπαινετὸς καὶ ἀποδεκτὸς φόβος: «Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ αὐτὸς ἔσται σου φόβος»[3]. Μόνον ὁ φόβος Θεοῦ, δηλαδή ὁ φόβος νὰ ἀπωλέσουμε, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, εἶναι ὁ φόβος ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Κανέναν ἄλλον. Δύσκολο; Ἀναμφισβήτητα. Ἀκατόρθωτο; «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν»[4] καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τόνισε: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[5].

Στὶς ἡμέρες μας, μὲ ἀφορμὴ μία ἐπιδημία, βιώνουμε ἕνα τέτοιον φόβο - ὁ ὁποῖος εἶναι «φόβος ἐφήμερος καὶ παροδικός»[6] - μία φοβία ἄνευ προηγουμένου. Τὸ θλιβερὸ ὅμως εἶναι ὅτι τῆς φοβίας αὐτῆς μετέχουν καὶ Χριστιανοί. Καὶ τὸ λυπηρότερο; Καὶ θεολόγοι καὶ πνευματικοὶ καὶ Ἀρχιερεῖς ἀκόμη! Τί τραγικὸ νὰ βλέπεις νέους καὶ ἁπλοϊκοὺς οἰκογενειάρχες νὰ βρίσκουν τρόπους νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ νὰ κοινωνοῦν κρυφά, χωρὶς νὰ φοβοῦνται μήπως ἀφήσουν τὰ παιδιά τους - ἄραγε εἶναι δικά τους ἢ τοῦ Θεοῦ; - ὀρφανά, ἐνῶ ἄτεκνους καὶ μοναχικοὺς γεννάδες νὰ τρέμουν μήπως πεθάνουν ἢ μήπως χάσουν τοὺς ὑποτακτικοὺς καὶ τοὺς φίλους τους ἢ μήπως τοὺς διώξει τὸ ἄθεο Κράτος καὶ «χαλάσουν» τὴν καλὴ εἰκόνα γιὰ τὴν ὁποία κοπίασαν τόσο (τὴν ὁποία εἰκόνα ὅσο κοπίαζαν νὰ φτιάξουν, γιὰ νὰ ἀρέσουν στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, πέτυχαν νὰ γκρεμίσουν γιὰ τοὺς ἐντὸς Αὐτῆς ἀδελφούς τους)! Λὲς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ μιὰ συνεχῆ προετοιμασία γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ὁ κόσμος ὀνομάζει «θάνατο», ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ «αἰώνια ζωή»

Καὶ ἂν τὸν φόβο κρατοῦσαν γιὰ τὸν ἐαυτό τους, οὐδεὶς θὰ εἶχε δικαίωμα νὰ τοὺς κρίνει (διότι «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»[7]), ἀλλὰ ὅταν ὁ φόβος τους αὐτὸς - μασκοφορεμένος ὡς ἐφαρμογὴ δῆθεν τοῦ «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου»[8] - γίνεται ἀφορμὴ ὄχι ἁπλὰ νὰ καταπατοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ διώκουν τοὺς τηρητές των, τότε ὁ ἔλεγχος εἶναι ἐπιβεβλημένος. Καὶ ματαίως ἐπισείουν ὡς φόβητρο τὸ ἐπισκοπικὸ ἢ γενικὰ τὸ πνευματικό τους ἀξίωμα· «τὸν δὲ φόβον ὑμῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν»! Ἡ Ὀρθοδοξία «ἀλάθητα» καὶ «τυφλὴ ὑπακοὴ» δὲν γνωρίζει, οὔτε ἀναγνωρίζει, διότι πολὺ ἁπλὰ ἂν τὸ ἔκανε δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα.     

Ὁ μόνος φόβος λοιπὸν ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀπωλείας τῆς αἰωνίου καὶ ἀληθινῆς ζωῆς· ὁ ὁποῖος καὶ θὰ πραγματοποιηθεῖ - μὴ γένοιτο! - ἐὰν «φοβηθῶμεν τὸν φόβον αὐτῶν». Εἴθε νὰ μὴ ὑποκύψουμε καὶ νὰ θυμόμαστε «ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ἀλλὰ καὶ πὼς «παντὸς φόβου ἀφαίρεσις ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημία»[9]!   


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ

[1]  Ἠσ. η΄ 12.

[2]  Α΄ Πε. γ΄ 14.

[3]  Ἠσ. η΄ 13.

[4]  Λουκ. ιη΄ 27.

[5]  Ἰω. ιε΄ 5.

[6]  Θεοδώρου Ζωγράφου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρώτην καθολικὴν ἐπιστολὴν Πέτρου, Βόλος, 1932, σ. 99.

[7] Ἰω. η΄ 7.

[8] Ματθ. δ΄ 7.

[9] Ὠριγένους εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, P.G. 17, 320.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου