Σ. σ.: Ἐν συνεχείᾳ, παραθέτουμε καὶ ἄλλα σχετικὰ
ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀπεστάλησαν. Εὐχαριστοῦμε δὲ ἐκ καρδίας τὸν συγγραφέα
των.
[Πρὸ τοῦ τὰ παραθέσουμε ἂς σημειωθοῦν τὰ ἑξῆς:
Δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ σκανδαλισθέντες καὶ
διαμαρτυρόμενοι γιὰ τὴν εἰσβολὴ τῆς συγχρόνου Ψυχολογίας στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Ἁπλῶς οἱ περισσότεροι προτιμοῦν, γιὰ τὴν ὥρα, νὰ μὴ διαμαρτύρονται
φανερῶς καὶ ἐντόνως, καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ δὲν διαμαρτύρονται ἀκόμη, δὲν ἔχουν
συνειδητοποιήσει μέχρι στιγμῆς τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος, εἴτε ἴσως ἀπὸ ἄγνοια
τοῦ περιεχομένου τῆς Ψυχολογίας εἴτε ἀπὸ «καθυστερημένα ἀντανακλαστικά». Ἐμεῖς
κάνουμε τὴν ἐνημέρωσι διὰ τῆς ταπεινῆς αὐτῆς ἐργασίας (δὲν ἔχουμε πράγματι
δυνατότητες γιὰ κάτι καλύτερο· καὶ εὐχόμεθα νὰ ἀναλάβουν νουνεχέστεροι ἡμῶν τὸ ἀπολογητικὸ
αὐτὸ ἔργο) καὶ εὐχόμεθα στοὺς συμπαθοῦντες τὴν Ψυχολογία νὰ ἐπανεξετάσουν
ταπεινῶς τὴν στάσι τους. Δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ ψυχράνουμε τὴν σχέσι μας οὔτε νὰ
φανοῦμε ὡς ἐπικριτές τους. Ὁ συγγραφέας τῆς παρούσης ἐργασίας ἔχει σκοπό, σὺν
Θεῷ, νὰ συνεχίσῃ νὰ ὑποδεικνύῃ τὰ ἄτοπα τῆς Ψυχολογίας καὶ τὸ ἐσφαλμένον τῆς
χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀναμένων καλύτερες ἡμέρες. Ἐὰν ὅμως ἡ ἐκκοσμίκευσι
(ἐκφραζομένη καὶ διὰ τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ χρήσεως τῆς Ψυχολογίας) συνεχίσῃ ἀμείωτη,
ὁ καθεὶς ἂς ἀναλάβῃ ἐν ἀγάπῃ καὶ ταπεινώσει τὶς εὐθύνες του ὡς λογικὸ πρόβατο τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας.]
ιη΄. Τά ὄρια τῆς ψυχολογίας (ὡς «ἐπιστήμης»)
περιορίζονται στόν χῶρο τοῦ κτιστοῦ. Ἡ ψυχή μας ὅμως δὲν εἶναι ἐντελῶς ἄσχετη ὡς
πρός τό ἄκτιστον (σ.σ. ὡς δυναμένη νὰ μεθέξῃ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
μας). Καὶ ἡ Πίστη μας, ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι χῶρος ὑπέρβασης τῶν ἀνθρωπίνων
πραγμάτων καί κινεῖται στήν σφαίρα τοῦ ὑπερβατοῦ, τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Οὕτως ἐχόντων
τῶν πραγμάτων, οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις καί συμπεριφορές πρέπει νά
διαφέρουν ἀπό αὐτές τῶν κοσμικῶν ἐξωεκκλησιαστικῶν. Διότι, οἱ συμβουλές καί ὑποδείξεις τῶν ψυχολόγων περιορίζονται στά ἐπίγεια
πράγματα, ἐνῶ οἱ διαπροσωπικές σχέσεις πού μᾶς ὑποδεικνύει ὁ Εὐαγγελικός καί
Πατερικός Λόγος ἔχουν ὡς τελικό σκοπό νά μᾶς ὀδηγήσουν εἰς τἠν κοινωνία μετά τοῦ
ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τήν αἰώνια ζωή. (Σ.σ. Μποροῦμε, λοιπόν, ἆραγε νὰ τὰ συμβιβάσουμε αὐτὰ θεαρέστως;
Ρητορικόν τὸ ἐρώτημα…)
ιθ΄. Ἐάν κάποιος ὑποστήριζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δέν συγκρούεται μέ τήν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, τίθεται τό ἐρώτημα: Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται
ὅλες τίς ψυχολογικές σχολές καί
θεωρήσεις (πού εἶναι ἑκατοντάδες καί πολλές φορές ἀλληλοσυγκρουόμενες); Ἄν ἡ ἀπάντηση
εἶναι ὄτι ἀποδέχεται μόνον αὐτές πού ἡ φιλοσοφία τους δέν συγκρούεται μέ τήν Ὀρθόδοξη
πίστη μας, τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἱερά Παράδοση καί τόν Πατερικό λόγο, τότε
τίθεται τό ἐρώτημα: ποιά εἶναι αὐτά τά
συγκεκριμένα ρεύματα (σ.σ. «σχολές»)
τῆς ψυχολογίας; Πρέπει νά κατονομασθοῦν
(σ.σ.: ἐὰν ὑπάρχουν), ὥστε νά μήν
κινδυνεύει ἡ Ἐκκλησία νά ἐκτραπεῖ σέ ἀντιευαγγελικό λόγο, παρασυρόμενη ἀπό τά ὑπόλοιπα
κοσμικά καί ἄγευστα Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος ρεύματα. (Σ.σ. Καὶ ποιὸς ἔχει τὴν
θεία φώτισι νὰ κατονομάσῃ τὰ ὄντως συμβατά, ἐὰν ὑπάρχουν, μὲ τὴν Πίστι μας;)
Μήπως,
ἐπιπροσθέτως, ἀντί ἡ Ἐκκλησία νά εἰσαγάγει ἀνεξέλεγκτα τήν ψυχολογία γενικῶς
στήν διακονία της, πρέπει νά ἐντοπίση ὅσα
ἡ ψυχολογία δανείστηκε καί οἰκειοποιήθηκε (σ.σ. ὄχι ἀπαραιτήτως ἐνσυνειδήτως) ἀπό
τόν Εὐαγγελικό καί Πατερικό Λόγο καί νά τά ταυτοποιήση ἀποκαλύπτοντας τήν πηγή
τους; Ἐνσωματώνοντας στόν Λόγο της ὅσες (σ.σ. ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν) ψυχολογικές
θεωρήσεις στηρίζονται στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πνευματικότητα (σ.σ. καὶ ὄχι στὴν
κοσμικὴ καὶ δυτικὴ «πνευματικότητα»), καί δέν συγκρούονται ἐπ’ οὐδενὶ μέ αὐτήν;
κ΄.
Μήπως ἡ εἰσαγωγή ψυχολόγων στόν χῶρο τῆς ἐκκλησίας μπορεῖ νά θεωρηθῆ καί ὡς ἐκκοσμίκευση
τῆς ἐκκλησίας; Ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση μᾶς ἐπιτρέπει, ἆραγε, τήν ἐνσωμάτωση
καί προσφορά ἔργου ἐξωεκλησιαστικῶν ἐπιστημόνων ψυχολογίας στό ποιμαντικό ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἐάν δέν ὑπάρχει
κάποιο προηγούμενο παράδειγμα, μήπως οἱ ἄνθρωποι
τῆς Ἐκκλησίας συνεργαζόμενοι μέ ψυχολόγους καὶ ἀσπαζόμενοι τήν Ψυχολογία γενικῶς,
μπαίνουν σέ ἀχαρτογράφητα νερά καί κινδυνεύουν, ὄχι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ὁμάδες πιστῶν νά
καταποντισθοῦν ἀπό ἀγνώστους καί καλά κρυμμένους ὑφάλους (δηλ. αἱρετικές
δοξασίες);
κα΄. Ἡ ψυχολογία θέλει νά λέγει ὅτι εἶναι ἐπιστήμη. Πράγμα πού σημαίνει
ὅτι στηρίζεται στήν παρατήρηση, τό πείραμα καί τά προσωρινά καί μεταβλητά
συμπεράσματα πού ἐξάγονται ἐξ αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν. Καί λέμε μεταβλητά γιατί ἡ
κάθε ἐπιστήμη ἐξελίσεται, δημιουργεῖ
τίς θεωρίες της καί στήν διάρκεια τοῦ
χρόνου τίς προσαρμόζει- μεταβάλλει στά νέα δεδομένα της. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἀντιμετωπίζοντας τό θέμα τῆς
θεραπείας τῆς ψυχῆς, δέν στηρίζεται σέ θεωρίες μεταβαλλόμενες καί προσωρινές, ἀλλά
στόν αἰώνιο καί διαχρονικό Λόγο τοῦ Δημιουργοῦ καί τῶν φωτισμένων τέκνων Του, τῶν
Ἁγίων Του, πού δόθηκε σ᾿ αὐτούς ὄχι μέ παρατηρήσεις καί πειραματισμούς, ἀλλά ἐκ
θείας Ἀποκαλύψεως. (Σ.σ.: Δὲν καθίσταται φανερὴ ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἡ διαφορὰ στὶς
μεθόδους καὶ τὸν στόχο μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Ψυχολογίας; Δὲν καθίσταται φανερὸ ὅτι
εἶναι μεγάλη ἀστοχία ἡ προσπάθεια μείξεως τῶν μὴ ἐπιδεχομένων μείξεως;)
κβ΄. Ἡ ψυχολογία καί ἡ ψυχιατρική ἔχουν
ὡς ἀντικείμενο τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καθώς τό μαρτυρεῖ καί ἡ ὀνομασία τους. Πιστεύουν ὅμως στήν ψυχή (σ.σ. ὅποιοι ψυχίατροι
καὶ ψυχολόγοι πιστεύουν στὴν ὕπαρξί της) ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθοδοξία διά α) τό
τριμερές τῆς ψυχῆς, β) τό κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, γ) τήν ἐκ τοῦ Θεοῦ
προέλευσή της κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κ.ἄ. ἢ μήπως ἡ ἀντίληψίς των
περί ψυχῆς εἶναι διαμετρικά ἀντίθετη μέ τήν διδασκαλία περί ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ
μας καί τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας; Ὁπότε καί ἡ θεραπευτική προσέγγιση ἐκ μέρους τῶν ἐπιστημῶν
αὐτῶν εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διαφορετική ἀπό αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ συνεπῶς
ξένη καί ἀπορριπτέα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, πού εἶναι τό κεφάλαιον
τῆς σωτηρίας μας.
κγ΄. Οἱ δύο κύριες καί μεγάλες ἐντολές
τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι οἱ ἐντολές τῆς ἀγάπης, πρός Τόν Θεόν καί
πρός τόν πλησίον. Πολλοί ψυχολόγοι θεωροῦν,
θά λέγαμε, τήν ἀγάπη ὡς θεμέλιο λίθο στίς διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλά σέ ποιά «ἀγάπη» ἀναφέρονται; Στήν ἀγάπη πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας: τήν
θυσιαστική, τήν ἀνιδιοτελῆ, τήν ἁγνή, τήν ταπεινή, τήν ἀνεξίκακη, τήν
μακρόθυμη, τήν πάντα μένουσα, τήν ὑπομονετική, τήν διακριτική, ... αὐτήν πού
στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἔχει ἡ
Ψυχολογία ἕναν συγκεκριμένο καί σαφῆ προσδιορισμό-ὁρισμό τοῦ τί σημαίνει ἀγάπη,
ἢ ἀφήνει τήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως «ἀγάπη» ἀνοιχτή ὥστε ἡ κάθε μία ψυχολογική
θεώρηση νά τήν ἑρμηνεύει σύμφωνα μέ τήν προσέγγιση τῆς κοινωνικο-φιλοσοφικῆς ἄποψής
της; Καί φυσικά ἡ Ψυχολογία δέν ἀσχολεῖται
οὐδόλως μέ τό πρῶτο μέρος τῆς Κύριας καί Μεγάλης ἐντολῆς, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός
τόν Θεόν, ἡ ὁποία καί νοηματοδοτεῖ καί ἀσφαλίζει τήν δεύτερη καί Μεγάλη ἐντολή,
δηλ. τήν πρός τόν πλησίον ἀγάπη. (Αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ ἐπιστήμες τῆς
Ψυχολογίας καί πολλές ἄλλες, ἔχουν βασική ἀρχή τους τήν θρησκευτική οὐδετερότητα
γιά νά εἶναι «αὐτόνομες» καί «ἀντικειμενικές»). Αὐτός ὁ ἀκρωτηριασμός, δηλαδή τό νά ἀποκόπτη, νά ἀπομονώνη καί νά ἀποξενώνη
κανείς τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεόν, ἀπό τήν ὁποίαν ἀκριβῶς
παίρνει τήν δύναμή της, μήπως εἶναι προσβολή πρός τόν Δημιουργόν, τόν Θεόν τῆς ἀγάπης;
«Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΗ ΕΣΤΙ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου