ΠΗΓΗ:
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ
ΤΟΥ ΠΑΤΜΙΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ
ΤΩΝ ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΩΝ
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ
ΕΚ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΟΜΙΛΙΩΝ ΤΟΥ
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΑΛΠΙΓΞ»
ΕΚ ΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1867
Τίς Μακάριος οὗτος οὗ κλέος μέγα;
᾿Εν ὀρθοδόξοις καὶ σοφοῖς νήσου Πάτμου
῝Ος τήν δε βίβλον εὐφυῶς τάξεν φίλε;
Πάτμιος ἀνήρ· εὖγε τῆς εὐφυΐας.
Πρόλογος
῾Ο ἱεροδιάκονος Μακάριος Καλογερᾶς ὑπῆρξε γέννημα καὶ θρέμμα τῆς ἱερᾶς νήσου Πάτμου, στὴν ὁποία γεννήθηκε γύρω στὸ 1685 καὶ πέθανε τὸ 1737. Πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἀντλοῦμε κυρίως ἀπὸ τὸν μαθητή του καὶ ἐκδότη ὡρισμένων ἔργων του ᾿Εφραὶμ τὸν ἐξ ᾿Αθηνῶν, ἀπὸ τὸν Δημήτριο Προκοπίου, λόγιο μοναχὸ καὶ ἰατρὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ ἀπὸ ἀναφορὲς τοῦ νεωτέρου βυζαντινολόγου Νικολάου Βέη.
῾Ο Μακάριος σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἔλαβε εὐρύτατη μόρφωσι τόσο στὴν θεία ὅσο καὶ στὴν κατὰ κόσμο σοφία, καὶ ἀναδείχθηκε σὲ ἐπίσημο λόγιο τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰῶνος. Ἦταν ἐπίσης καλὸς γνώστης τῆς λατινικῆς γλώσσης. Μετὰ τὶς σπουδές του χειροτονήθηκε διάκονος, ἀλλὰ σύντομα ἐπέστρεψε στὴν γενέθλια νῆσο καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη Πατμιάδα ἑλληνικὴ σχολή, στὴν ὁποία διετέλεσε διδάσκαλος καὶ πρῶτος διευθυντής της μέχρι τὸν πρόωρο θάνατό του.
᾿Ανέδειξε πολλοὺς καὶ ἀξιόλογους μαθητές, οἱ ὁποῖοι διέδωσαν τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ κηρύγματά του σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐνῷ διακρίθηκε κατ᾿ ἐξοχὴν ὡς ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ ξεπερνῶντας στὴν δεινότητα τοῦ λόγου καὶ στὴν φήμη ὅλους σχεδὸν τοὺς συγχρόνους του. Συνέγραψε διάφορα ἔργα, ἀνέκδοτα τὰ περισσότερα μέχρι σήμερα, συνέταξε περισσότερους ἀπὸ 2000 ἐκκλησιαστικοὺς λόγους «εἰς ἁπλῆν φράσιν», μετέφρασε ἀπὸ τὴν λατινικὴ στὰ ἑλληνικὰ τὴν «Ἔκθεσιν κανόνων ῥητορικῶν» (ἐξεδόθη στὴν Βενετία τὸ 1755) καὶ ἄλλα κείμενα φιλολογικοῦ κυρίως χαρακτῆρος, ἐνῷ ἔχουν διασωθῆ κάπου 250 ἐπιστολές του. Στοὺς μαθητές του ἀνήκει ὁ προαναφερθεὶς ἱερομόναχος καὶ διδάσκαλος ἐν Κύπρῳ ᾿Εφραὶμ ὁ ᾿Αθηναῖος, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑμνογραφικὸ τάλαντο καὶ φρόντισε γιὰ τὴν ἔκδοσι καὶ διάδοσι μερικῶν ἔργων τοῦ Μακαρίου, ἐνῷ τὸ 1766 ἀνεδείχθη πατριάρχης ᾿Ιεροσολύμων.
῾Ο Μακάριος ὑπῆρξε διάπυρος ζηλωτὴς καὶ γενναιότατος προασπιστὴς τῆς «πατρῴας εὐσεβείας», ἀλλὰ καὶ δοκιμώτατος ἐργάτης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Χαρακτηρίστηκε σοφὸς καὶ πολυμαθὴς διδάσκαλος τοῦ γένους, ἐνῷ μελετοῦσε συνεχῶς τὴν ῾Αγία Γραφὴ καὶ τὰ κείμενα τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καὶ πατέρων. Μὲ ἰδιαίτερη ἔμπνευσι καὶ ἐπιτυχία ὑπερασπίστηκε προφορικῶς καὶ γραπτῶς τὴν ὀρθόδοξη πίστι ἔναντι τῶν παπικῶν καινοτομιῶν καὶ ἀλλοιώσεων, κάτι ποὺ ἐξώργισε τὴν δυτικὴ λογοκρισία, καθὼς ὁ λόγος τοῦ Μακαρίου ἦταν εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν λαό. ῾Ο ἴδιος ἔζησε στὴν Πάτμο καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀσκητικὸ βίο, μένοντας ἐπιμελῶς ἔξω ἀπὸ τοὺς βιοτικοὺς θορύβους καὶ χωρὶς νὰ λάβῃ ποτὲ τὴν χειροτονία τοῦ δευτέρου βαθμοῦ τῆς ἱερωσύνης. Ἦταν ἄνθρωπος νηστείας, προσευχῆς, ταπεινοφροσύνης, ἀλλὰ καὶ φιλάσθενος, καθὼς ὑπέφερε ἀπὸ ἀρθριτικὰ καὶ ποδαλγία. Στοὺς μαθητές του, ποὺ προσέρχονταν ἀπὸ ὅλες τὶς περιοχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ, δίδασκε συνεχῶς μαθήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς θύραθεν παιδείας καὶ τοὺς μετέδιδε γνῶσι καὶ ἦθος μέχρι τὸ μακάριο τέλος του στὶς 17 ἰανουαρίου 1737.
῾Ο Μακάριος συνέτασσε τὶς ὁμιλίες του σὲ γλῶσσα ἁπλή, σαφή, «καθαρὰν» καὶ κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς πιστούς, ἀκολουθῶντας ἄλλωστε σχετικὲς ὁδηγίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Σ᾿ αὐτὴν τὴν γλῶσσα ἑρμήνευε τὶς βιβλικὲς περικοπὲς καὶ δίδασκε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες καὶ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα. Πρόκειται γιὰ τὴν λεγόμενη «δημώδη γλῶσσα» τῆς ἐποχῆς ἢ ἐκκλησιαστικὴ καθαρεύουσα, τὴν ὁποία ὑπηρέτησαν οἱ περισσότεροι ἐκκλησιαστικοὶ κήρυκες ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ βενετοκρατίας ὅπως ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Κύριλλος Λούκαρις, ὁ ᾿Αγάπιος ὁ Κρής, ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, ὁ πατρο-Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ἄλλοι.
Εἶναι ἡ πραγματικὴ ἑλληνικὴ καθαρεύουσα, γλωσσικὸ ἰδίωμα ποὺ ἀποτελεῖ φυσικὴ συνέχεια τῆς γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ ἁπλὴ νεοελληνικὴ σύνταξι καὶ λεξιλόγιο ποὺ προσεγγίζει πολὺ στὴν τότε ὁμιλουμένη λαϊκὴ γλῶσσα, καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς περιέχει καὶ τοπικοὺς ἰδιωματισμούς, ἀλλὰ καὶ λόγιες ἐπιδράσεις βεβαίως· σὲ κάθε περίπτωσι ὅμως χωρὶς ἀκαταλαβίστικους ἀρχαϊσμούς, καὶ τὸ κυριώτερο χωρὶς καμμία ἐπίδρασι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἢ τὴν βενετσιάνικη γλῶσσα. Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ῥήτορες καὶ συγγραφεῖς τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς μεταχειρίζονταν τὴν πιὸ καθαρή, τὴν πιὸ ἀτόφια, τὴν πιὸ ἀμόλυντη ἑλληνικὴ γλῶσσα (οὔτε μία τουρκικὴ λέξι δὲν ὑπάρχει στὰ κείμενά τους), καὶ κατ᾿ οὐσίαν διέσωσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γνήσια καθαρεύουσα, καὶ ὄχι τὸ μεταγενέστερο ἰδεοληπτικὸ κατασκεύασμα τῆς μέχρι ἀκαταληψίας ἀρχαϊζούσης ψευτοκαθαρεύουσας τῶν ἀρχαιολατρῶν-κρυφοπαγανιστῶν λογίων τοῦ νεωτέρου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ ταλαιπώρησαν γλωσσικῶς τοὺς Νεοέλληνες μέχρι τὸν περασμένο αἰῶνα. Χάρι σ᾿ αὐτὴν τὴν ἁπλὴ καὶ κατανοητὴ ἀπὸ τὸν λαὸ «φράσιν» ὁ Μακάριος ἀναδείχθηκε σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐπιτυχημένους διδασκάλους τῆς ἐκκλησίας.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μακαρίου ὁ μαθητής του ᾿Εφραὶμ φρόντισε γιὰ τὴν ἔκδοσι κάποιων συγγραμμάτων τοῦ σεβαστοῦ του διδασκάλου. ᾿Απὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ ὁμιλιῶν του ἐπέλεξε καμμιὰ πενηνταριὰ καὶ τὶς ἐξέδωσε τὸ 1752 στὴν Βενετία σὲ μία συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο «Εὐαγγελικὴ σάλπιγξ». Τὸ βιβλίο μισήθηκε ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς καὶ σχεδὸν ὅλα τὰ ἀντίτυπά του παραδόθηκαν στὴν πυρά, ἀλλὰ εὐτυχῶς ἐπανεκδόθηκε σύντομα (στὴν Λειψία τὸ 1758 καὶ τὸ 1765, ἀργότερα δὲ καὶ στὴν ᾿Αθήνα) κι ἔτσι διασώθηκε μέχρι σήμερα. Παρὰ τὸ σημαντικὸ ἔργο του ὁ ταπεινὸς ἱεροδιδάσκαλος ἔμεινε σχεδὸν ἄγνωστος στὰ νεώτερα χρόνια. Οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ ἀγνοοῦσαν τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν δραστηριότητά του μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ὅταν καὶ ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἡ ἐπίσημη κατάταξί του στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐκκλησίας. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται κάθε χρόνο, καὶ ἰδιαίτερα στὴν Πάτμο, στὶς 19 ἰανουαρίου.
᾿Απὸ τὴν παραπάνω συλλογὴ ὁμιλιῶν τοῦ σοφωτάτου ἱεροδιακόνου Μακαρίου τοῦ Πατμίου προέρχεται καὶ τὸ κείμενο ποὺ παρουσιάζεται ἐδῶ μὲ τὸν τίτλο «Λόγος πρὸς μετάνοιαν τῶν ἀρσενοκοιτῶν». Συγκεκριμένα ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ τὴν ἔκδοσι ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν ᾿Αθήνα τὸ 1867 ἐγκρίσει τῆς ἱερᾶς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. ῾Ο ἀρχικὸς τίτλος τῆς ὁμιλίας ἦταν «Λόγος κατὰ ἀρσενοκοιτῶν», ὁ ὁποῖος ὅμως προδιαθέτει μᾶλλον ἀρνητικὰ τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη, διότι μπορεῖ νὰ δώσῃ τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωσι ὅτι πρόκειται γιὰ κείμενο σκληρὸ καὶ βλοσυρό, ποὺ μιλάει μὲ μῖσος ἐναντίον τῶν ἀρσενοκοιτῶν. Δὲν πρόκειται ὅμως γιὰ κάτι τέτοιο, καθὼς τὸ πνεῦμα καὶ ἡ διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας στρέφεται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ ὄχι ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου.
῾Ο ἁμαρτωλὸς εἶναι ὁ ἀσθενὴς ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πίστι, ὁ ὁποῖος χρειάζεται φροντίδα καὶ θεραπεία, ὄχι καταδίκες καὶ ἱεροδικεῖα. ῾Η ἐκκλησία εἶναι τὸ πνευματικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ θεραπεύσῃ τὶς ψυχικὲς νόσους τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ὄχι νὰ ἐξοντώσῃ ψυχικὰ καὶ σωματικὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ τιμωρίες εἶναι πλέον πνευματικὲς καὶ ἀναφέρονται κυρίως στὴν μετὰ θάνατον κατάστασι. Οἱ ἁμαρτωλοὶ οὔτε λιθοβολοῦνται οὔτε καίγονται· ἢ θεραπεύονται μέσα στὴν ἐκκλησία ἢ παραμένουν ἀθεράπευτοι ἐκτὸς ἐκκλησίας, ἀνάλογα μὲ τὶς ἐπιλογές τους. ῞Οσοι μετανοήσουν θὰ κερδήσουν τὴν αἰώνια ζωή, ἐνῷ οἱ ἀμετανόητοι θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια στέρησι καὶ δυστυχία.
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου Μακαρίου. Μὲ λόγο καίριο, σαφῆ καὶ αὐστηρὸ δείχνει τὸ μέγεθος τοῦ σφάλματος, ξεκαθαρίζει ὅτι πρόκειται γιὰ πάθος ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν χριστιανικὴ ἰδιότητα, πολεμάει ἀσφαλῶς τὸ ἁμάρτημα, θέτει τὸν Χριστιανὸ ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του, φέρνει παραδείγματα καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἱστορία καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους, ἀλλὰ ἐν τέλει προσκαλεῖ ἐναγωνίως σὲ μετάνοια καὶ θεραπεία μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέσα. Ἂς μείνουν ἐκτὸς ἐκκλησίας ὅσοι ἔχουν αὐτὸ τὸ πάθος, ἀναφωνεῖ ὁ σοφὸς ἱεροκήρυξ. ῞Οσοι θέλουν νὰ εἶναι στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἔχουν τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ μετανοήσουν, νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀλλάξουν ζωή.
Δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ταλιμπανισμὸς οὔτε φουνταμενταλισμός (ἀπὸ τὸ νεολατινικὸ fundamentalismus)· αὐτὰ εἶναι καρποὶ ἀλλοτρίων θρησκευτικῶν ἰδεολογιῶν τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Γι᾿ αὐτὸ ὁ παρὼν λόγος τοῦ ἁγίου Μακαρίου δὲν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Χριστιανούς, γιὰ νὰ τοὺς ξεσηκώσῃ ἐναντίον τῶν ἀρσενοκοιτῶν, ἀλλὰ ἀπευθύνεται πρωτίστως καὶ κυρίως σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς δείχνει μὲ πολλὰ ἐπιχειρήματα τὸ σοβαρὸ λάθος τους καὶ τοὺς προτρέπει σὲ μετάνοια. Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται εἰλικρινὰ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν συνανθρώπων του καὶ ὄχι γιὰ τὴν φυσικὴ ἐξόντωσι τῶν ἀντιφρονούντων.
Τὸ παρὸν κείμενο τοῦ φωτισμένου αὐτοῦ διδασκάλου τοῦ γένους εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στὴν ταραγμένη καὶ μπερδεμένη ἐποχή μας. Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἀναγνωρίζῃς μία ἀσθένεια καὶ νὰ δέχεσαι ὅτι ὁ ἀσθενὴς χρειάζεται ἰατρικὴ θεραπεία· τὸ λάθος εἶναι νὰ ἰσχυρίζεσαι ὅτι ὁ ἀσθενὴς εἶναι ὑγιὴς καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ συναναστρέφεται ἐλεύθερα μὲ τὸν ὑπόλοιπο ὑγιῆ πληθυσμό· καὶ ἀκόμη μεγαλείτερο λάθος εἶναι νὰ βαφτίζῃς τὴν ἀσθένεια ὑγεία καὶ τὴν ὑγεία ἀσθένεια. Σήμερα ἡ παγκόσμια κοινωνία ὡς πρὸς τὴν στάσι της ἀπέναντι στὴν ἀρσενοκοιτία βρίσκεται στὸ δεύτερο στάδιο καὶ καλπάζει ὁλοταχῶς πρὸς τὸ τρίτο. Αὐτὸ βέβαια εἶναι δικαίωμα τῆς κάθε ἀνθρώπινης κοινωνίας. ῾Η ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅμως ὡς θεανθρώπινη κοινωνία ἔχει σταθερὴ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ ξεκάθαρη στάσι στὸ ζήτημα αὐτό. Καὶ ἀκριβῶς ὁ λόγος τοῦ Μακαρίου Καλογερᾶ ξεκαθαρίζει τὰ πράγματα καὶ βοηθεῖ κάθε καλοπροαίρετη ψυχὴ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν σύγχυσι «τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος».
Τὸ συγκεκριμένο κείμενο τοῦ σοφωτάτου ἱεροδιακόνου Μακαρίου τὸ γνωρίζω ἐδῶ καὶ 20 χρόνια περίπου ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ διδάκτορα φιλοσοφίας καὶ βυζαντινολόγο Μάριο Πηλαβάκη λόγῳ κάποιας ἐκδοτικῆς συνεργασίας ποὺ εἴχαμε τότε. ᾿Απὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ κείμενο εἶχε στοιχειοθετηθῆ σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ καὶ εἶχε γίνει κάποια προετοιμασία πρὸς ἔκδοσί του, ἡ ὁποία τελικὰ δὲν εὐωδόθηκε. Τὸ στοιχειοθετημένο κείμενο ξεχάστηκε, καὶ παραλίγο θὰ χανόταν, ἀλλὰ εὐτυχῶς διασώθηκε καὶ τώρα ἐπιτέλους βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος.
Στὸ κείμενο ὑπάρχουν κάποιες μικροδιαφορὲς ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ 1867, διότι ὅταν πρὸ εἰκοσαετίας ἔγινε ἡ στοιχειοθεσία του, εἶχα βρεῖ καὶ κάποια παλαιότερη ἔκδοσι τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος», τὴν ὁποία τώρα δὲν ἔχω στὰ χέρια μου. Εἶχε γίνει λοιπὸν παραβολὴ τῶν δύο ἐκδόσεων καὶ ἔτσι εἶχαν διορθωθῆ κάποια τυπογραφικὰ ἀβλεπτήματα τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1867. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ συμπληρώθηκαν καὶ κάποιες βιβλικὲς παραπομπές, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἢ ἦσαν ἀτελεῖς στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις. ᾿Επίσης ἐδῶ ὁ λόγος ἔχει διαιρεθῆ σὲ παραγράφους, ἐνῷ ἔχουν τεθῆ καὶ ὑπότιτλοι στὶς ἐπὶ μέρους ἑνότητες. ᾿Εννοεῖται ὅτι οἱ ὑπότιτλοι καὶ ἡ παραγραφοποίησι δὲν ἀνήκουν στὸ ἀρχικὸ κείμενο (στὸ τυπωμένο βιβλίο δὲν ὑπῆρχε καμμία ἔνδειξι παραγράφου καὶ κανένας ὑπότιτλος), ἀλλὰ ἔχουν τεθῆ γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν σύγχρονο ἀναγνώστη.
῾Η γλῶσσα τοῦ συγγραφέως φυσικὰ διατηρεῖται αὐτούσια, ὅπως παραδίδεται στὶς παλαίτυπες ἐκδόσεις, διότι εἶναι κοντὰ στὴν δημώδη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, σύμφωνα μὲ ὅσα σημειώθηκαν καὶ παραπάνω. Ἄλλωστε ἡ γλῶσσα τοῦ ἁγίου Μακαρίου εἶναι καὶ σήμερα κατανοητή. ῾Η διατήρησι μάλιστα τῆς ἀρχικῆς γλωσσικῆς μορφῆς ἐνισχύει στὸν σημερινὸ ἀναγνώστη τὴν αἴσθησι τῆς αὐθεντικότητος τῶν ὅσων διαβάζει.
᾿Εν ᾿Αθήναις
Κυριακὴ 8 ὀκτωβρίου 2017
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
δρ φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν
πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας
ΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ
ΤΩΝ ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΩΝ
Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς
εἰς πάθη ἀτιμίας (Ρωμ. 1:26).
῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο
1. Καθὼς δὲν εὑρίσκεταί τις τόσον θηριώδης εἰς τὴν γνώμην, τόσον σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν, ὁποὺ νὰ μὴν ὁμολογῇ, νὰ μὴν κηρύττῃ πλάστην, δημιουργόν, προνοητὴν τοῦ παντὸς τὸν Θεόν, τὸν ἴδιον τρόπον μὲ κοινὴν γνώμην πάντες, καὶ σοφοὶ καὶ ἄσοφοι, ὁμολογοῦσι, δὲν τὸ ἀμφιβάλλουσιν, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος πλάστης Θεὸς εἶναι καὶ νυμφίος τῶν ψυχῶν· νυμφίος τόσον θερμὸς εἰς ἀγάπην, τόσον περιποιητικὸς εἰς τὴν νύμφην αὐτοῦ ψυχήν, ὥστε ἐταπείνωσε τόσον ὁ Θεὸς ἑαυτὸνδιὰ τὴν ἀγάπην αὐτῆς τῆς ψυχῆς, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ (Φιλιπ. 2:7-8). Καὶ τὸ αἴτιον δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ πτωχεία, ἡ ἀσθένεια, ἡ δουλεία αὐτῆς τῆς ψυχῆς, τῆς ἰδικῆς του νύμφης. Αὐτὴν διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ, αὐτὴν διὰ νὰ ἰατρεύσῃ, αὐτὴν διὰ νὰ στολίσῃ αὐτὸς ὁ ἀληθινὸς καὶ μυστικὸς νυμφίος, ἐνδύεται δούλου μορφήν (Φιλιπ. 2:7), πτωχεύει ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει (᾿Εφεσ. 2:4), αὐτὸς τὰς ἀσθενείας αὐτῆς βαστάζει (Ματθ. 8:17· Ησ. 53:4· Ρωμ. 15:1), ἐλευθεροῖ τὴν δεδεμένην, ἰατρεύει τὴν ἀσθενημένην, δοξάζει τὴν καταφρονεμένην.
2. ῏Ω παράδοξον μυστήριον! ῞Οσον ἀκατάληπτον, τόσον ἀληθέστατον. ῏Ω ἔρως ἄπειρος τούτου τοῦ νυμφίου, ὦ ἀγάπη εἰς τούτην τὴν νύμφην ἀσύγκριτος, καὶ ἀκόμη ἀπὸ αὐτὴν τὴν νύμφην ἀγνώριστος! Πόθεν εἰς τὸν ἀπαθῆ τοσοῦτος δεσμὸς ἀγάπης; Πόθεν εἰς τὸν ἀνενδεῆ Θεὸν τόση κλίσις, τόση συγγένεια εἰς μίαν ἀνόμοιον νύμφην, εἰς μίαν ἑτερογενῆ συγγένειαν; Καὶ τί ἄλλο ἀπὸ τοῦτο τὸ συνοικέσιον πλέον ἀνήκουστον ἀνέβη εἰς καρδίαν ἀνθρώπου; ῾Ο πλάστης ὁ ὑπερτέλειος Θεὸς νὰ ἁρπάζεται ἀπὸ τὸ ἰδικόν του πλάσμα, νὰ ὀρέγεται τὸ κάλλος ἐκείνης τῆς νύμφης, τὸ ὁποῖον αὐτὸς ἔπλασε καὶ ἐκ δευτέρου ἀνέπλασε καὶ μὲ τὸ ἰδικόν του αἷμα ἔπλυνε καὶ μὲ τὰ ἰδικά του πλούτη ἐπροίκισε καὶ μὲ τοὺς ἰδικούς του δούλους ἐδορυφόρησεν; ᾿Εστάθη ποτὲ τοιοῦτον συνοικέσιον; ᾿Εκαταδέχθη ποτὲ τοιαύτην νύμφην ὄχι υἱὸς τινὸς ἄρχοντος, ὄχι υἱὸς εὐγενικοῦ πατρός, ἀλλὰ κἂν υἱὸς ἀνθρώπου δούλου, ἀνθρώπου ἀγενοῦς, ἀνθρώπου καταφρονεμένου; Οὐδέποτε! ᾿Αλλ᾿ ἐκεῖνο ὁποὺ δὲν ἐκαταδέχθη ἄνθρωπος, διὰ νὰ γένῃ νυμφίος νύμφης πτωχῆς, καταφρονεμένης, πληγωμένης, δουλωμένης, ῥερυπωμένης, καταδέχεται ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ προανάρχου Πατρός· καὶ ὄχι μόνον καταδέχεται τοιαύτην νύμφην, ἀλλὰ καὶ γίνεται τὰ πάντα εἰς αὐτήν, καὶ προὶξ καὶ στολὴ καὶ ὑγεία καὶ κάλλος καὶ ἐλευθερία καὶ εὐγένεια καὶ στέφανος καὶ τροφὴ καὶ ζωὴ καὶ παράδεισος καὶ μακαριότης καὶ κληρονομία.
3. ῾Ως θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε! (Ἀποκ. 15:3). ῾Ως ἀνεξιχνίαστον τὸ βάθος τῆς ἀγάπης σου πρὸς τοιαύτην νύμφην! ῍Ω καὶ ποῦ εἶσαι τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ μακάριός μου Παῦλος, νὰ κράξῃς μεγαλοφώνως· «῏Ω βάθος πλούτου καὶ χρηστότητος Θεοῦ»! (Ρωμ. 11:33, 2:4). Ποῦ εἶσαι νὰ δώσῃς τὴν καλὴν μαρτυρίαν εἰς τοῦτο τὸ ἀληθινὸν συνοικέσιον λέγων· «ἡρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ»; (Β΄ Κορ. 11:2). «῾Ηρμοσάμην ὑμᾶς» λέγει, ἤτοι ὅλας τὰς ψυχὰς τῶν ᾿Ορθοδόξων, μὲ τὸν Χριστόν. Καλὴ ἡ ἁρμογή, ἀληθινὸν τὸ συνοικέσιον, ἀσύγκριτος ἡ χάρις, ἀκατανόητος ἡ μεγαλοδωρεά.
῾Ο ἁμαρτωλὸς καταφρονεῖ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
4. ᾿Αλλὰ τίς νὰ μὴ φρίξῃ; Τίς νὰ μὴν κλαύσῃ ὄχι κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον, ἀλλὰ νὰ ζητήσῃ ποταμοὺς δακρύων, διὰ νὰ φανερώσῃ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι εὑρίσκεται κάποια ψυχή, ὁποὺ ἠθέτησε τοιοῦτον νυμφίον, ἠθέτησε τὸν ἀρραβῶνα, κατεφρόνησε τὴν προῖκα τοῦ νυμφίου, κατεπάτησε τὰ τόσα καὶ τόσον πολλὰ χαρίσματα, τὰ Μυστήρια λέγω πάντα, τὸ αἷμα αὐτοῦ τοῦ νυμφίου, καὶ ἐπροτίμησεν ἀντὶ αὐτοῦ τοῦ πλάστου, τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀποστάτην διάβολον, τὸν δυσειδέστατον ἐχθρόν, τὸν ἀκατάπαυστον πολέμιον; Πρᾶγμα παράδοξον. Καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν ψυχὴν τοιαύτη τυφλότης, τοιαύτη ἀπιστία, τοιαύτη ἀναισθησία; Ναί, πᾶς ἁμαρτωλὸς ἀνατρέπει τοῦτο τὸ συνοικέσιον, χωρίζεται ἀπὸ τὸν νυμφίον Θεόν, καὶ ὁ φονεὺς καὶ ὁ μοιχὸς καὶ ὁ πόρνος, καὶ περισσότερον ἀπὸ ἄλλους ὁ ἀρσενοκοίτης, καθὼς ὁ χρυσοῦς τῆς ᾿Εκκλησίας ἡμῶν διδάσκαλος βεβαιοῖ· «Πάντα μὲν οὖν ἄτιμα τὰ πάθη, μάλιστα δὲ ἡ κατὰ τῶν ἀρρένων μανία» (Χρυσόστομος). Διὰ τοῦτο τούτους τοὺς ἀρσενοκοίτας ἐγὼ δὲν ὀνομάζω ἁμαρτωλοὺς μόνον ἀλλὰ καὶ ἀθέους.
5. ῞Οποιος ὀρέγεται νὰ καταλάβῃ τὴν ὑπερβολὴν τῆς κακίας, τὰ θηριώδη σπλάγχνα τῶν ῾Εβραίων ἐκείνων, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου μας, ἂς ἐνθυμηθῇ ἀπὸ ποῖον βασιλέα ἐρημώθησαν, ἐπωλήθησαν· ὄχι ἀπὸ τὸν Νέρωνα, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ ᾿Ιώσηπος (βιβλ. β΄, κεφ. ι΄), ὄχι ἀπὸ τὸν Καλλιγόλα, ὄχι ἀπὸ τὸν Κόμοδον ἢ Δομετιανὸν ἢ ἀπὸ ἄλλους τοιούτους ἀσπλάγχνους καὶ ἀνελεήμονας βασιλεῖς, ἀλλὰ ὑπέμειναν ἐκεῖνοι οἱ ῾Εβραῖοι τὴν ἀνήκουστον καταστροφήν, τὴν ἀσύγκριτον καὶ παντελῆ ἐρήμωσιν, τὴν τελείαν δουλείαν, ἀπὸ ἕνα βασιλέα πραότατον, εὐσπλαγχνικώτατον, ἐλεημονητικώτατον, καθὼς ἦτον ὁ Τίτος· αὐτὸς ὁποὺ ὠνομάσθη ἡ τρυφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, αὐτὸς ὁποὺ εἶχε χαμένην ἐκείνην τὴν ἡμέραν εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἤθελε κάμει κανένα καλόν, δὲν ἤθελε δώσει καμμίαν ἐλεημοσύνην. Τοιοῦτον συμπαθητικὸν βασιλέα, τοιαῦτα φιλάνθρωπα σπλάγχνα, ἐπαρακίνησεν ἡ ὑπερβολικὴ κακία τῶν ᾿Ιουδαίων, νὰ ἔλθῃ εἰς θυμόν, νὰ δώσῃ τὸν τέλειον ἀφανισμὸν εἰς τοὺς ῾Εβραίους, διὰ νὰ μάθῃς καὶ ἀπὸ αὐτὸ πόση ἀσύγκριτος, πόση ὑπερβολικὴ ἦτον ἡ θηριώδης ἐκείνη γνώμη τῶν τότε ᾿Ιουδαίων.
Μέγα ἁμάρτημα ἡ ἀρσενοκοιτία
6. ᾿Απὸ τοῦτο τὸ παράδειγμα δύνασαι νὰ καταλάβῃς καὶ τῆς ἀρσενοκοιτίας τὴν ὑπερβολήν, τῆς παρανομίας τὸ μέγεθος, καὶ τὴν ἀσεβῆ καὶ ἄθεον γνώμην ἐκείνων ὁποὺ κρημνίζονται μέσα εἰς τοιοῦτον ἁμάρτημα. ῞Οταν ἀκούσῃς ἀπὸ τὴν θείαν Γραφὴν ὅτι ὁ Θεός, ὁ εὐσπλαγχνικώτατος βασιλεὺς τῶν ἁπάντων, ἐκεῖνος ὁποὺ δὲν θέλει τὸν θανατὸν τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν (Ἰεζεκ. 33:11), ἐκεῖνος ὁποὺ ἡ ἐλεημοσύνη του ἄπειρος, ἡ φιλανθρωπία του ἀνείκαστος, ἐπαρακινήθη ἕνα καιρὸν εἰς τόσον θυμόν, εἰς τόσην ἀγανάκτησιν, ὁποὺ ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον καὶ κατέκαυσε Σόδομα καὶ Γόμορρα (Γεν. 19:24-25), κατέκαυσε τόσον μεγάλας πόλεις, ἔδωσε παράδοξον καὶ αἰφνίδιον θάνατον ὄχι μόνον εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἀτελεῖς καὶ εἰς τὰ ἀνήλικα βρέφη καὶ εἰς ἐκεῖνα ὁποὺ ἀκόμη δὲν εἴδασι τὸν ἥλιον. Κατέκαυσεν ὄχι μόνον ἄνδρας, ἀλλὰ καὶ γυναῖκας καὶ ζῷα καὶ αἰσθητικὰ καὶ ἀναίσθητα καὶ οἴκους καὶ λίθους καὶ φυτὰ καὶ ἀγροὺς καὶ αὐτὴν τὴν γῆν, διὰ νὰ ἔλθῃς ἐσὺ ὁ ἄθεος ἀρσενοκοίτης εἰς αἴσθησιν, νὰ γνωρίσῃς πόσον φρικτόν, πόσον φοβερόν, πόσον σικχαμερόν, πόσον μισητὸν εἶναι αὐτὸ τὸ ἄθεον ἁμάρτημα τῆς ἀρσενοκοιτίας· ἐπειδὴ καὶ ἐπαρακίνησε τὸν ἀπαθῆ Θεόν, τὸν εὐσπλαγχνικώτατον δεσπότην, ὁποὺ νὰ μὴ λυπηθῇ οὔτε ἀναμάρτητα βρέφη οὔτε ἄλογα ζῷα οὔτε αὐτὰ τὰ ἄψυχα.
7. Εἰς αὐτὰ ἀποβλέπων ὁ ἱερὸς Γρηγόριος Νύσσης, ὁ τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἀδελφός, καὶ μάλιστα εἰς ἐκείνην τὴν φρικτὴν φωνήν, ὁποὺ διηγεῖται ἡ θεία Γραφή, «κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με» (Γέν. 18:20), λέγει· «Φρίξωμεν οὖν, ἀδελφοί, καὶ τρόμῳ περισχεθῶμεν· οὐ γὰρ μικρὸς ὁ κίνδυνος, ὅτι ἡ ἁμαρτία αὕτη, λέγει ὁ Θεός, μεγάλη σφόδρα». Διὰ τοῦτο ἂς τρομάξωμεν καὶ ἂς φρίξωμεν, διότι καθὼς ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ῎Αβελ καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλου φόνου ἐξέρχεται φωνή, ἀναβαίνει ἕως εἰς τὸν δικαιοκρίτην Θεόν, ζητεῖ ἐκδίκησιν, τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἀπὸ τούτην τὴν ἄθεον ἁμαρτίαν φωνὴ ἐκδικήσεως ἐβγαίνει.
8. «Φρίξωμεν καὶ τρόμῳ περισχεθῶμεν», διότι ἀνίσως τοὺς Σοδομίτας τοὺς ἀβαπτίστους μὲ πῦρ καὶ θεῖον κατέκαυσεν ὁ Θεός, τί θέλει κάμει τοὺς πιστούς, τοὺς ἐνδεδυμένους αὐτὸν τὸν Χριστόν; Μὲ ποῖον πῦρ κολάσεως αἰωνίου δὲν θέλει καύσει ἐκείνους ὁποὺ ἔλαβαν ἐξουσίαν καὶ χάριν «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»; (Ἰωάν. 1:12)· ἐκείνους ὁποῦ καυχῶνται πὼς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ (Α΄ Κορ. 3:16), ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος; (Α΄ Κορ. 6:19). Ἔπειτα μὲ τοιαύτην ἄθεον ἁμαρτίαν μολύνουσι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ; καταπατοῦσι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Τίς νὰ ἀκούσῃ τοιαύτην ἀσέβειαν καὶ νὰ μὴν ὀνομάσῃ τοὺς τοιούτους ὄχι μυρίων κολάσεων ἀξίους, ἀλλὰ καὶ παντάπασιν ἀθέους;
9. «Φρίξωμεν οὖν, ἀδελφοί, καὶ τρόμῳ περισχεθῶμεν», διότι λέγει ὁ μακάριος Παῦλος· «ἀθετήσας τις νόμον Μωσέως, χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνῄσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος;» (῾Εβρ. 10:28-29). Πόσης κολάσεως ἄξιος ἐκεῖνος ὁποὺ καταπατεῖ τὸν νόμον τόσον τῆς φύσεως, ὅσον τὸν νόμον τὸν γραπτόν, τὸν νόμον τῆς χάριτος;
᾿Αφύσικο καὶ ἄθεο ἀνόμημα
10. Τίς ἤκουσε, τίς εἶδε ποτὲ ἄλογα ζῷα νὰ τολμήσωσι τοιοῦτον ἄθεον ἀνόμημα τῆς ἀρσενοκοιτίας; ᾿Εκεῖνα εὐλαβοῦνται, τιμῶσι, φυλάττουσι τὸν νόμον τῆς φύσεως, καὶ ἐσὺ ὁ λογικόψυχος ἄνθρωπος, «τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον» (Ἔξ. 19:6· Α΄ Πέτ. 2:9), ὁ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ θετὸς υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ναὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὁ στολισμένος μὲ τόσα Μυστήρια, ὁ λουσμένος, χρισμένος, ποτισμένος μὲ τὸ αἷμα τὸ τεθεωμένον καὶ πανάγιον αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καταπατεῖς νόμον τῆς φύσεως; Καταπατεῖς νόμον τοῦ γραπτοῦ νόμου; ᾿Εκεῖνον ὁποὺ ἔγραψεν ὁ Θεὸς εἰς τὸ Λευϊτικόν (20:13)· «῝Ος ἂν κοιμηθῇ μετὰ ἄρσενος κοίτην γυναικὸς βδέλυγμα ἐποίησεν, ἀμφότεροι θανάτῳ θανατούσθωσαν». ᾿Εσὺ ἀποτολμᾷς νὰ καταφρονέσῃς νόμον τῆς χάριτος, ἐκεῖνον ὁποὺ λέγει· «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε μοιχοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορινθ. 6:9-10).
11. ῍Ω τοῦ φρικτοῦ ἀκούσματος, ὢ τοῦ ἀνηκούστου παρανομήματος! ᾿Εκεῖνο ὁποὺ δὲν ἀποτολμᾷ ὁ λύκος, ὁ ὄφις, ὁ λέων, ὁ βοῦς, οὐδένα ἀπὸ τὰ ἄλογα, ἀποτολμᾷ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον», ὁ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ. ῍Ω τῆς ἀθεότητος, ὢ τῆς ἀξιοδακρύτου ἀναισθησίας! Καὶ κἂν δὲν αἰσθάνεσαι, ταλαίπωρε ἁμαρτωλὲ καὶ ἄθεε ἀρσενοκοῖτα, τὴν κόλασιν, τὴν τιμωρίαν αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἀκούεις ὅτι τὸ τέλος ποίαν κόλασιν δίδει εἰς τοὺς ἀρσενοκοίτας; ᾿Εκεῖνος ὁποὺ ἔγραψε τὸν παλαιὸν νόμον, «θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοι εἰσίν», ἄξιοι εἰσὶ θανάτου, λέγει, καὶ οἱ δύο, καὶ ἐκεῖνος ὁ νέος ὁποὺ ὑπέμεινε τὴν φθοράν, καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀπετόλμησε τὴν ἀρσενοκοιτίαν· καὶ οἱ δύο ἔνοχοι εἰσί, πρέπει νὰ ἀποθάνωσι, πρέπει νὰ λιθοβοληθῶσι, πρέπει νὰ ὑστερηθῶσι τούτην τὴν ζωὴν καὶ τὴν μέλλουσαν.
᾿Αμάρτημα μισητὸ ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους
12. «Θανάτῳ θανατούσθωσαν», δὲν τοὺς πρέπει πλέον νὰ βλέπωσι τὸν ἥλιον οὔτε τὴν γῆν νὰ πατῶσιν οὔτε τὸν ἀέρα νὰ ἀναπνέωσιν, ὅτι ἐμόλυναν τὴν φύσιν· «βδέλυγμα ἐποίησαν ἀμφότεροι», σικχαμερὸν πρᾶγμα ἀπετόλμησαν, τοὺς νόμους τῆς φύσεως κατεπάτησαν, διὰ τοῦτο δὲν πρέπει πλέον νὰ ἀπολαμβάνωσι τὰ χαρίσματα τῆς φύσεως, δὲν τοὺς πρέπει πλέον νὰ ἔχωσι τὴν γῆν κατοικίαν, τὸν ἀέρα ἀναπνοήν, τὸ ὕδωρ δρόσον, ὅτι ἐφάνησαν πολέμιοι τῆς φύσεως, ἀναισθητότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα· διὰ τοῦτο ἂς μὴν ἀπολαμβάνωσι πλέον ἐκείνην τὴν χάριν τῶν στοιχείων ὁποὺ ἀπολαμβάνουσι καὶ χαίρονται αὐτὰ τὰ ἄλογα.
13. «Θανάτῳ θανατούσθωσαν, καταβήτωσαν εἰς ᾅδου ζῶντες» (Ψλμ. 54:15)· μὲ ἐκείνην τὴν ἀκαθαρσίαν, μὲ ἐκείνους τοὺς ἀθέους μολυσμούς, μὲ ἐκείνην τὴν παρὰ φύσιν ἐπιθυμίαν, ἂς κατέβωσιν εἰς τὸ κέντρον τῆς γῆς, εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, εἰς τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἀτελεύτητον, διὰ νὰ καίωνται αἰωνίως μὲ τοὺς διδασκάλους αὐτῶν Σοδομίτας.
14. «Θανάτῳ θανατούσθωσαν» λέγει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Προστάζει εὐθὺς νὰ θανατώνωνται οἱ ἀρσενοκοῖται χωρὶς σπλάγχνος, χωρὶς εὐσπλαγχνίαν, χωρὶς λύπην· οὐδένα καιρὸν τοὺς δίδει μετανοίας, οὐδένα καιρὸν συγχωρήσεως. ῏Ω φρικτὴ ἀπόφασις, ὦ φοβερὰ καταδίκη, ὦ ζημία ἀπαρηγόρητος, ὦ ἁμαρτία ἀληθῶς θανάσιμος, ὦ παρανομία ἀναμφιβόλως ἄθεος! Καὶ διὰ τοῦτο ἂς μὴ νομίσῃ τις ὅτι αὐτὸν τὸν νόμον, αὐτὴν τὴν ἀξιοδάκρυτον καταδίκην τῶν ἀρσενοκοιτῶν, δὲν ἐφύλαξαν οἱ μεταγενέστεροι ὡς σκληράν, μάλιστα καὶ μὲ ἀπαραίτητον κόλασιν· ἄλλος μὲ πῦρ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ἄλλος μὲ σίδηρον, ἐτιμωροῦσαν τοὺς ἀθέους ἀρσενοκοίτας χωρὶς εὐσπλαγχνίαν, χωρὶς νὰ τοὺς δώσωσι καιρὸν μετανοίας. Πρότερον ἐγύμνωναν τὸν ἀρσενοκοίτην ἀπὸ ὅλα του τὰ πλούτη, ἀπὸ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, καὶ ἀπὸ οἴκους καὶ ἀπὸ χρήματα καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην περιουσίαν· ἔπειτα ἐπόμπευον καὶ τοὺς ἔδιδαν πικρὸν θάνατον. Οὕτω γράφει ὁ Ζωναρᾶς βιβλίῳ τρίτῳ, ὅτι ἐτιμωροῦσεν ὁ ᾿Ιουστινιανὸς τοὺς ἀρσενοκοίτας· μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τοὺς ἐκόλαζε καὶ Θεοδόσιος ὁ μέγας, καὶ τὰ ἴδια ἔκαμνε καὶ Οὐαλεντιανός· ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων κατέκαιε τοὺς τολμήσαντας τοιοῦτον ἀσεβέστατον καὶ ἀθεϊκώτατον ἔργον.
15. Καὶ δὲν εἶναι παράδοξον βασιλεῖς εὐσεβεῖς, ὀρθόδοξοι, νὰ ἐμισοῦσαν καὶ νὰ ἐβδελύττωντο τοιοῦτον σικχαμερὸν μισητὸν ἁμάρτημα ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ἄλογα ζῷα· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ θεόσοφοι βασιλεῖς ἤκουσαν ἀπὸ τὴν θείαν Γραφὴν ὅτι αὐστηρότατα καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων Θεὸς ἐτιμώρησε τοὺς Σοδομίτας, καὶ εἰς τὸν νόμον τὸν παλαιὸν εἰς διαφόρους τόπους ἐμπόδισε τὸ ἀθεώτατον αὐτὸ ἁμάρτημα, καθὼς ἠκούσαμεν πρότερον, καὶ εἰς τὸν Μωυσῆν ἔλεγεν· «Οὐκ ἔδεσθε τὸν λαγῳὸν οὐδὲ τὴν ὕαιναν»· τὰ ὁποῖα σκοτεινὰ τοῦτα λόγια ἐξηγῶν ὁ παλαιὸς Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, ὁ διδάσκαλος τοῦ δυστυχοῦς ᾿Ωριγένους, λέγει ὅτι αὐτὰ τὰ ζῷα μὲ πολλὴν λύσσαν δαιμονίζονται εἰς τὴν σμίξιν. Λοιπὸν θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἄθεον ἀρσενοκοιτίαν ἐπρόσταξε νὰ μὴ μεταχειρίζωνται εἰς τροφὴν αὐτὰ τὰ ζῷα· «κατακόρως γάρ τοι πρὸς τὰς μίξεις ταύτας τὰ ζῷα ταῦτα ἐπτόηνται, ταύτην ἄρα τὴν κώλυσιν τῆς ἐδωδῆς τοῦ λαγωοῦ, παιδεραστίας ἐμφαίνει ἀποτροπήν» (Παιδαγωγὸς 2,10).
Καὶ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες τὸ σιχαίνονταν
16. Διὰ τοῦτο λέγω πὼς δὲν εἶναι παράδοξον οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς νὰ ἐμισοῦσαν, νὰ ἐτιμωροῦσαν αὐτὸ τὸ ἄθεον ἁμάρτημα μὲ τόσην ἀσπλαγχνίαν. ᾿Αλλὰ τοῦτο εἶναι παράδοξον, ὅτι τοῦτο τὸ βρομερὸν καὶ ἄθεον ἁμάρτημα τὸ ἐμίσησαν, τὸ εἴχασι τόσον φρικτὸν ἀκόμη καὶ οἱ ῞Ελληνες καὶ ἀβάπτιστοι καὶ οἱ εὑρισκόμενοι μέσα εἰς τὸ σκότος τῆς ἀπιστίας· καὶ ὄχι μόνον οἱ σοφοί, καθὼς ἦτον ὁ Πλάτων, ὁποὺ γράφει πὼς ἡ παιδεραστία εἶναι ἔργον ὁποὺ πρέπει νὰ λέγεται ὄχι ἀνθρώπινον, ἀλλὰ θηριῶδες τῶν τετραπόδων, καὶ μὲ ὅλον ὁποὺ καὶ αὐτά, διδαγμένα ἀπὸ τὴν φύσιν, τοιοῦτον παράνομον ἁμάρτημα ἀποστρέφονται. Λέγω λοιπὸν ὅτι ἐστάθη μισητόν, βδελυκτόν, ἡ ἀρσενοκοιτία, ὄχι μόνον εἰς τοὺς σοφοὺς ῞Ελληνας, ὄχι μόνον εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀνήλικα παιδία, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς νέους τῶν ῞Ελληνων.
17. Καὶ τόσον φρικτὸν ἐφαίνετο αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα, τόσον ἄθεον, τόσον σικχαμερόν, τόσον ἐντροπιασμένον, ὁποὺ προέκριναν πολλοὶ νέοι καὶ μὲ τὰς ἰδίας χεῖρας νὰ θανατωθῶσι, παρὰ νὰ πέσωσιν εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας ταύτης καὶ εἰς τὴν καταισχύνην τοῦ τοιούτου ἁμαρτήματος. Καὶ μὲ ὅλον ὁποὺ ἦτο μέσα εἰς τὸ σκότος τῆς ἀπιστίας, καὶ μὲ ὅλον ὁποὺ δὲν ἦτο διδαγμένοι ἀπὸ τὸν ἀπόστολον ἐκεῖνοι οἱ νέοι ὅτι τὰ σώματα αὐτῶν εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, θρόνος τῆς ῾Αγίας Τριάδος, καὶ «ὅποιος φθείρει τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α΄ Κορ. 3:17), καὶ μὲ ὅλον ὁποὺ ἐπαρακινοῦσαν, ἐζητοῦσαν ἐκείνους τοὺς νέους τῶν ῾Ελλήνων ὄχι παραμικροὶ ἄνθρωποι, ὄχι μὲ παραμικρὸν κέρδος, ὄχι μὲ παραμικρὰν δόξαν, ἀλλ᾿ ἐζητοῦσαν βασιλεῖς μὲ βασιλικὰ πλούτη, μὲ βασιλικὰς τιμάς, καὶ ὅμως ἐκεῖνοι οἱ ἀβάπτιστοι νέοι, ἐκεῖνοι οἱ ἐπαινετοὶ παῖδες, ἐπρόκριναν θάνατον πικρόν, παράκαιρον, καὶ μὲ τὰς ἰδίας χεῖρας ἐπροτίμησαν νὰ σφαγῶσι, νὰ πνιγῶσι, νὰ καταφρονήσωσι καὶ βασιλεῖς καὶ τιμὰς βασιλικὰς καὶ πλούτη καὶ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν καὶ αὐτὸ τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ ἠλίου καὶ αὐτὴν τὴν ἀγάπην τῶν γονέων καὶ αὐτὴν τὴν φιλίαν τῶν συγγενῶν, μόνον νὰ μὴν πέσωσιν εἰς τὸν βόρβορον, εἰς τὴν ἀκαθαρσίαν, εἰς τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ἀτιμίαν τῆς ἀθέου σοδομίας.
18. Τοιοῦτος νέος χρυσός, λαμπρός, ἔνδοξος, ἔντιμος, ἄξιος νὰ λέγεται υἱὸς Χριστιανῶν καὶ ὄχι ῾Ελλήνων, ἐστάθη ἐκεῖνο τὸ μειράκιον, διὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ ὁποίου ἀρμάτωσε κάτεργον ὁ ᾿Αριστόδημος καὶ ἐταξίδευσεν εἰς τὴν Περαίαν, καθὼς γράφει μὲ πᾶσαν ἀλήθειαν ὁ σοφὸς Πλούταρχος· ἐσπούδασε μὲ διαφόρους τρόπους ἐκεῖνος ὁ τυφλὸς ᾿Αριστόδημος νὰ ἀτιμάσῃ τὸ μειράκιον, καὶ ἐπειδὴ κατ᾿ οὐδένα τρόπον δὲν ἔστεργεν, ἀπέσφαξεν αὐτό.
19. Τοιοῦτος ἀξιέπαινος νέος καὶ ἄλλος ἐστάθη, ὅστις ἐπειδὴ καὶ ἐπροστάζετο νὰ κάμῃ ἐκεῖνα ὁποὺ δὲν ἦτον τῆς τιμῆς του, «ἀναβάς, γράφει ὁ παλαιὸς σοφός, ἐπὶ τὴν κέραμον, ἔβαλεν ἑαυτὸν κάτω καὶ ἐτελεύτησε». Τοιοῦτος ἐστάθη καὶ ἄλλος νέος, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ μὴ μολυνθῇ ἀπὸ τὸν βασιλέα ὁποὺ τὸν εὗρε μέσα εἰς τὸ λουτρόν, ἔπεσε μέσα εἰς τὸ χάλκωμα τοῦ λουτροῦ καὶ ἐπνίγη.
20. ῏Ω νέοι χαριτωμένοι, ὦ νέοι ἐπαινετοί, ὦ παῖδες ἔνδοξοι, ἄξιοι νὰ σᾶς στήσῃ τις εἰς τὸν χορὸν τῶν τριῶν παίδων· ἄξιοι διὰ νὰ στεφανωθῆτε μὲ τοὺς ἑπτὰ παῖδας τῶν Μακκαβαίων, μὲ τὸν περιβόητον ᾿Ιωσήφ· παῖδες ῾Ελλήνων, παῖδες εἰδωλολατρῶν, παῖδες ὄχι ἐνδεδυμένοι τὸν Χριστόν, ὄχι φωτισμένοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ὄχι διδαγμένοι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ποτὲ δὲν ἐχρίσθητε μὲ τὸ μύρον τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ποτὲ δὲν ἐποτίσθητε μὲ τὸ πανάγιον αἷμα τὸ Δεσποτικόν, ποτὲ δὲν ἠκούσατε ἀπὸ τὸ χρυσοῦν στόμα τῆς ᾿Εκκλησίας ὅτι χειρότερος ὁ νέος ὁποὺ φθείρεται, ἀπὸ τὰς πόρνας· διότι εἰς ἐκείνας μολονότι καὶ τὸ ἔργον εἶναι παράνομον, ἀλλ᾿ εἶναι κατὰ φύσιν, ἀλλ᾿ εἰς τοὺς νέους εἶναι καὶ παρὰ φύσιν καὶ παράνομον. Καὶ διὰ τοῦτο ἀνίσως καὶ δὲν ἦτο καὶ κόλασις, αὐτό, τὸ νὰ φθείρωνται οἱ νέοι, εἶναι χειρότερον ἀπὸ κάθε κόλασιν· «εἰ γὰρ καὶ μὴ γέεννα ἦν, μηδὲ κόλασις ἠπειλεῖτο, τοῦτο πάσης κολάσεως χεῖρον ἦν». Αὐτὰ τὰ χρυσᾶ λόγια ἐκεῖνοι οἱ ἔνδοξοι καὶ τιμημένοι παῖδες τῶν ῾Ελλήνων δὲν τὰ ἤκουσαν, οὐδὲ τοῦτα ὁποὺ γράφει κατωτέρω ὁ ἴδιος διδάσκαλος καὶ τοὺς λέγει πὼς εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τοὺς φονεῖς· «τούτους ἐγὼ καὶ ἀνδροφόνων χείρους εἶναι φημί». Καὶ μὲ ὅλον τοῦτο προέκριναν νὰ ἀποθάνωσιν ἐκεῖνοι οἱ ἀξιέπαινοι νέοι, παρὰ νὰ προδώσωσι τὴν τιμήν τους, νὰ μολύνωσι τὴν σάρκα τους, νὰ φθείρωσι τὴν παρθενίαν τους.
21. Ποῖος Χρυσόστομος, ποῖος θεολόγος τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας ἐδίδαξεν ἐκείνους τοὺς νέους ὅτι καλλίτερον εἶναι νὰ ἀποθάνωσι παρὰ νὰ ζῶσι καταφρονεμένοι; «Καὶ γὰρ βέλτιον ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑβριζόμενον»· οὕτω μᾶς διδάσκει ὁ χρυσοῦς ἅγιος. Τίς ἐδίδαξεν ἐκείνους τοὺς νέους ὅτι δὲν εἶναι ἄλλο χειρότερον ἁμάρτημα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀκάθαρτον σοδομίαν; Καὶ ἀνίσως καὶ τὸ ἐγνώριζαν ἐκεῖνοι οἱ νέοι ὁποὺ πάσχουσι τοιαύτην καταφρόνησιν, ἤθελαν προκρίνει μυρίους θανάτους, προτοῦ νὰ πάθωσι τοιοῦτον κακόν· «ὅπερ ἂν εἴποις ἁμάρτημα (διδάσκει ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς ὁ τῆς ὀρθοδοξίας διδάσκαλος), οὐδὲν ἴσον ἐρεῖς τῆς παρανομίας ταύτης, καὶ εἰ ἐπεσθάνοντο τῶν γινομένων οἱ πάσχοντες, μυρίους ἂν κατεδέξαντο θανάτους, ὥστε μὴ τοῦτο παθεῖν». ῎Επειτα συμπεραίνει ὅτι δὲν εἶναι ἄλλο χειρότερον ἁμάρτημα οὔτε βαρύτερον οὔτε ἀλογώτερον ἀπὸ αὐτὴν τὴν σοδομίαν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταφρόνησιν καὶ φθορὰν τῶν νέων· «οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστι ταύτης τῆς ὕβρεως ἀλογώτερόν τε καὶ χαλεπώτερον».
22. Τίς, λέγω, ταῦτα τὰ φρικτὰ καὶ φοβερὰ καὶ χρυσᾶ καὶ ἀληθέστατα λόγια ἔφερεν εἰς τὰς ἀκοὰς ἐκείνων τῶν παίδων, καὶ προέκριναν θάνατον, ἐκαταφρόνησαν βασιλεῖς, πλούτη καὶ δόξας καὶ τιμάς, διὰ νὰ μὴ μολυνθῶσιν; Οὐδεὶς βέβαια παρὰ αὐτὴ ἡ φύσις, αὐτὴ ἡ ὑπερβολὴ τοῦ κακοῦ, αὐτὴ ἡ βρομερὰ πρᾶξις ἔγινε διδάσκαλος εἰς ἐκείνους τοὺς ἐπαινετοὺς νέους καὶ εἰς ἄλλους μυρίους, καὶ προτερινοὺς καὶ ὑστερινούς, ὁποὺ ἐπρόκριναν θάνατον παρὰ νὰ γένωσι πόρνες, παρὰ νὰ γένωσι παίγνιον.
Πάθος ἀνάρμοστο γιὰ Χριστιανούς
23. ῏Ω χρυσοῖ νέοι, ἐπαινετοὶ καὶ λαμπροί, ὦ παῖδες ἀβάπτιστοι, ὦ τέκνα εἰδωλολατρῶν, καὶ ποῦ εἶσθε τώρα νὰ ἰδῆτε τὴν καταισχύνην, τὴν ἀξιοδάκρυτον κατάστασιν τῶν τέκνων τῶν βαπτισμένων, τῶν ἡγιασμένων, τῶν χρισμένων μὲ τὸ αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ποῦ εἶσθε, ἀβάπτιστοι παρθένοι καὶ σωφρονισμένοι, νὰ πτύετε καὶ νὰ πομπεύετε, νὰ θεατρίζετε σήμερον τοὺς βαπτισμένους, ὁποὺ ἐνδύθησαν τὸν Χριστόν, ἐκείνους ὁποὺ πιστεύουσι πὼς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήριον τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκείνους ὁποὺ ἐδιδάχθησαν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον πὼς μέλλουσι νὰ λάμψωσιν ὡς ὁ ἥλιος (Ματθ. 13:43), πὼς θέλουσι νὰ φανῶσι γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τοῦ Θεοῦ; (Ἑβρ. 4:13). Ποῦ εἶσθε, παῖδες τιμημένοι τῶν ῾Ελλήνων, νὰ ἐμπαίζετε τοὺς Χριστιανούς, νέους καὶ γέροντας, ὁποὺ κυλίονται μέσα εἰς τὸν βόρβορον τῆς σοδομίας, ὁποὺ κείτονται μέσα εἰς τὴν ἄθεον καὶ παράνομον ἁμαρτίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν διὰ νὰ φύγετε ἐσεῖς, ἐκαταφρονήσατε καὶ αὐτήν σας τὴν ζωὴν καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὰ πλούτη τους καὶ τὰ ἀξιώματά τους; Καὶ τοῦτοι διὰ τὸ οὐδὲν πομπεύονται· οἱ νέοι ἔγιναν πόρνες, οἱ γέροντες χειρότεροι ἀπὸ τοὺς σκύλους, σικχαμερώτεροι ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ἐτυφλώθησαν, ἐκωφώθησαν, οὔτε νόμον Μωσαϊκὸν οὔτε Εὐαγγελικὸν οὔτε γνώμας βασιλέων οὔτε διδασκάλων δύνανται νὰ ἀκούσωσι· τόσον ἀπετύφλωσεν αὐτοὺς ἡ ἄθεος καὶ παράνομος αὕτη μῖξις.
24. Διὰ τοῦτο μὲ δίκαιον τρόπον ὁ χρυσοῦς μας διδάσκαλος τοὺς παρομοιάζει μὲ ἐκείνους τοὺς δαιμονισμένους, ὁποὺ τρώγουσι λίθους καὶ γῆν καὶ πίνουσι βόρβορον, ὅθεν λέγει· «῞Ωσπερ πολλοὶ πολλάκις τὴν τῶν σιτίων ἀφέντες ἐπιθυμίαν, γῆν σιτοῦνται καὶ λίθους μικρούς, καὶ βορβόρου πολλάκις ἐπιθυμοῦσιν, οὕτω καὶ ἐκεῖνοι πρὸς τὸν παράνομον τοῦτον ἐξεκαύθησαν ἔρωτα». Διὰ τοῦτο ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος τοὺς λέγει πὼς εἶναι χειρότεροι, μιαρώτεροι, ἀναισθητότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ φονεῖς καὶ κλέπτας καὶ πόρνους καὶ μοιχοὺς καὶ εἰδωλολάτρας· «ἀνδρομανία τὸ πάντων ἔσχατον τῶν κακῶν».
25. Διὰ τοῦτο μὲ δίκαιον τρόπον Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεὺς παρομοιάζει αὐτοὺς τοὺς ἀθέους ἀρσενοκοίτας μὲ ἕνα τερατῶδες θηρίον, ὁποὺ ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Κένταυρον, τοῦ ὁποίου τὸ ἄνω μέρος εἶχε σχῆμα ἀνθρώπου, τὸ δὲ κατώτερον μέρος ἵππου· τοιοῦτοι εἶναι καὶ οἱ Σοδομῖται, καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ πάσχουσι καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐνεργοῦσιν αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα. Κένταυρος σικχαμερὸς καὶ τερατώδης ἐκεῖνος ὁ νέος, ὁποὺ πάσχει αὐτὸ τὸ κακόν· εἰς τὸ ἄνω μέρος ἔχει σχῆμα ἀνδρός, εἰς τὸ κάτω σχῆμα καὶ κατὰ τὸ πρᾶγμα γυναικός, γυναικὸς πόρνης, γυναικὸς ἐντροπιασμένης· καὶ πλέον χειρότερος εἶναι ἀπὸ τὴν πόρνην, καθὼς λέγει ὁ χρυσοῦς διδάσκαλος, ὅτι εἰς ἐκείνην εἶναι τὸ ἁμάρτημα παράνομον, ἀλλὰ κατὰ φύσιν, εἰς τοῦτον τὸν νέον ἱπποκένταυρον καὶ παράνομον καὶ παρὰ φύσιν τὸ ἁμάρτημα. ῎Αλλος ἱπποκένταυρος, πλέον θηριώδης, πλέον τερατώδης, πλέον ἀναίσθητος καὶ ἀπὸ τὸν ἵππον καὶ ἀπὸ τὸν χοῖρον καὶ ἀπὸ κάθε ἄλογον ζῷον ἐκεῖνος ὁποὺ ἀποτολμᾷ τὸ ἄθεον αὐτὸ ἁμάρτημα, ὅτι τὸ ἄνω μέρος ἔχει ἀνθρώπου, τὸ δὲ κάτω οὐδὲ ἵππου οὐδὲ ἀλόγου ζῴου.
26. Καλώτατα οἱ παλαιοὶ Αἰγύπτιοι ἐγνώρισαν τὸ βδελυκτὸν καὶ ἄθεον ἔργον τῆς σοδομίας καὶ διὰ τοῦτο ἱερογλυφικῶς καὶ σκοτεινῶς, καθὼς ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ ἐσυνήθιζον, ἐφανέρωναν τοῦτο τὸ παράνομον ἔργον ζωγραφίζοντες ἕναν κόρακα μὲ τοιαύτην ὑπογραφήν· «ἐμοὶ τροφὴ καὶ τρυφή, ὅσα νεκρά, ὅσα δυσώδη». Τοῦτο τὸ ἱερογλυφικόν, τοῦτο τὸ στεφάνι, τοῦτο τὸ καλὸν ἐπίγραμμα, καλώτατα ἁρμόζει, πρέπει εἰς τὴν κεφαλὴν τῶν ἀρσενοκοιτῶν, διότι ἡ τρυφή, ἡ ἀπόλαυσις, ἡ χαρά τους δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ κόπρος, ἡ δυσωδία.
᾿Αξιοδάκρυτος συμφορά
27. ῏Ω αἰσχύνη, ὦ καταδίκη, ὦ συμφορὰ ἀξιοδάκρυτος! Καὶ τὸ ὑποφέρεις ἐσὺ ὁ λογικόψυχος ἄνθρωπος, τὸ δέχεται ἡ καρδία σου, ἐσὺ «τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον», τὸ ἐκλεκτόν, ἐσὺ ὁ φωτισμένος ἀπὸ τόσας Γραφάς, ἀπὸ τόσους νόμους, νὰ σὲ ἐμπαίζωσιν οἱ ἄπιστοι; Τὸ ὑποφέρεις ὁ συγκληρονόμος Θεοῦ (Ρωμ. 8:17) νὰ σὲ παρομοιάζωσιν οἱ σοφοὶ τῶν ῾Ελλήνων μὲ τοὺς κόρακας, μὲ ἱπποκενταύρους; Τὸ ὑποφέρεις ἐσύ, τὸ «βασίλειον ἱεράτευμα», ὁποὺ ἔχεις φύλακα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, ὡς παράφρων, ὡς δαιμονισμένος νὰ τρώγῃς λίθους, νὰ πίνῃς βόρβορον, νὰ κυλίεσαι μέσα εἰς τὴν κόπρον, νὰ φαίνεσαι χειρότερος ἀπὸ τὰ ἀναίσθητα ζῷα; Καὶ ποῦ τὸ φῶς τῆς πίστεώς σου, ποῦ ἡ ἐλπίς σου; Ποῦ ἡ δύναμις τῶν Μυστηρίων; Δὲν ἐβαπτίσθης εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Δὲν τὸ ἀκούεις καθ᾿ ἡμέραν πὼς ἀπεκδύθης τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον μὲ ὅλας τὰς ἐπιθυμίας καὶ ἐνδύθης τὸν νέον (Κολασσαεῖς 3:9-10), τὸν Χριστόν, μὲ βεβαίαν ἐλπίδα νὰ γένῃς συγκληρονόμος αὐτοῦ; (Ρωμ. 8:17).
28. ῎Επειτα προδίδεις συγγένειαν τοιαύτην καὶ βασιλικὴν τιμὴν διὰ μίαν παρὰ φύσιν καὶ ἄθεον ἐπιθυμίαν; Βασιλικὸν φόρεμα ἀνίσως βασιλεὺς σὲ ἐχάριζε, βασιλικὸν στέφανον ἀνίσως βασιλεὺς γήινος ἔθετεν εἰς τὴν κεφαλήν σου, ἔπειτα ἐσὺ μὲ πολλήν σου ἀγνωσίαν τὸ ἔρριπτες μέσα εἰς τὴν κόπρον, τί σὲ ἔπρεπε; Τί δὲν ἤθελες πάθει; Ποῖος ἐμπαιγμός, ποία καταφρόνησις ἤθελε σὲ ἀκολουθήσει; Καὶ ἐσὺ ἐνδύθης αὐτὸν τὸν ἴδιον πλάστην καὶ βασιλέα καὶ κριτήν, ἔπειτα πίπτεις, μολύνεσαι εἰς τοιαύτην ἀκαθαρσίαν; ῍Ω τῆς ἀσεβείας, ὢ τῆς ἀπιστίας, ὢ τῆς ἀναισθησίας! Εἰπέ μοι, δὲν εἶσαι ἐσὺ ὁποὺ ἀκούεις ὅτι κάθε Χριστιανὸς εἶναι ἕνας ἔμψυχος ναός, μία βασιλικὴ καθέδρα τοῦ Παναγίου Πνεύματος; Καὶ μὲ ποίαν ἀναίσθητον καρδίαν γίνεσαι πόρνη, μολύνεις, φθείρεις αὐτὸν τὸν ἔμψυχον ναὸν τοῦ Θεοῦ;
Προτροπὴ γιὰ μετάνοια καὶ σωτηρία
29. ῎Οχι, ἀδελφέ μου Χριστιανέ, μὴ γένοιτο νὰ εὑρεθῇ μέσα εἰς τούτην τὴν ᾿Εκκλησίαν τῶν ᾿Ορθοδόξων τοιοῦτος ἀκάθαρτος νέος, τοιοῦτος ἀναίσθητος ἄνθρωπος. ῎Αμποτε ὅσα εἶπα, ἄμποτε ὅσα ἐλάλησα, καὶ νόμοι Θεοῦ καὶ νόμοι βασιλέων καὶ ἀποφάσεις θεολόγων καὶ παραδείγματα σοφῶν διὰ τὴν ἄθεον σοδομίαν νὰ εἶναι κατὰ τῆς κεφαλῆς τῶν ἀπίστων, τῶν ἀβαπτίστων· ἄμποτε καὶ νὰ ἁρμόζωσι πάντα εἰς ἐκείνους ὁποὺ δὲν ἔχουσιν ἐλπίδα ἀναστάσεως, εἰς ἐκείνους ὁποὺ δέν ἠξιώθησαν τῆς σφραγῖδος τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
30. Εἰ δὲ εὑρίσκεταί τις μέσα εἰς τὸν βόρβορον τούτης τῆς ἀθέου ἁμαρτίας, εἴτε μικρὸς εἴτε μέγας, εἴτε πτωχὸς εἴτε πλούσιος, τὸν παρακαλῶ καὶ τὸν ἀσπάζομαι καὶ τὸν φιλῶ νοερῶς καὶ ἀποκρύφως, νὰ ἐνθυμηθῇ πὼς εἶναι βαπτισμένος, ἀγορασμένος, χρισμένος, ἐσφραγισμένος μὲ αὐτὸ τὸ θεϊκὸν αἷμα· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιον παρακαλεῖ, ζητεῖ καὶ αὐτὸς ὁ Θεός· ὅτι «τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει»(Ρωμ. 2:4)· αὐτὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σὲ παρακαλεῖ. ᾿Ενθυμήσου τὴν συγγένειάν σου, ἐνθύμησου τὸν πρῶτόν σου ἀδελφὸν Χριστόν. Μὴν τὸ καταδεχθῇς πλέον νὰ φαίνεσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνας, μὴν τὸ ὑποφέρῃς πλέον νὰ κυλίεσαι μέσα εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἀθέου ἁμαρτίας, νὰ φαίνεσαι χειρότερος ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα, ἀλλὰ δράμε εἰς τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα τοῦ δεσπότου σου. Μίσησον τὰ αἴτια τῆς καταφρονήσεώς σου, μάκρυνε, χωρίσθητι ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς αἰσχύνης σου, ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἔγιναν αἴτιοι νὰ χωρισθῇς ἀπὸ τὸν πλάστην σου. ῎Επειτα μὲ ἀληθινὴν ἐξομολόγησιν, μὲ δάκρυα θερμὰ τῆς μετανοίας πλῦναι, καθάρισαι, ἀπόσμιξαι τὸν βόρβορον τῆς καταφρονήσεώς σου, ἵνα ἀξιωθῇς καὶ τῆς μελλούσης ζωῆς, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου