Β΄.Ἡ κοινωνία ὀρθοδόξων μέ αἳρεση.
Ἡ κοινωνία ἑνός κληρικοῦ μέ αἱρετικούς δύναται
νά νοηθεῖ κυρίως εἲτε ὡς συμπροσευχή σέ μή ὀρθόδοξο ναό, εἲτε ὡς συμπροσευχή «ἐν οἲκῳ» μετά αἱρετικῶν, εἲτε ὡς ἀποδοχή
βαπτίσματος ὑπό αἱρετικῶν (μστ΄ ἀποστ. κανόνας), εἲτε διά τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος
αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἐντός ὀρθοδόξου ναοῦ.
Ἡ συμπροσευχή μαζί μέ αἱρετικούς ἀποτελεῖ
βλασφημία κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς μετά αἱρετικῶν
ὁμολογιῶν κοινωνίας γενικῶς, εἶναι ρητῶς ἐκπεφρασμένη διά τῶν ἀποστολικῶν
κανόνων ι΄,ια΄,με΄, μστ΄ καί ξε΄, καθώς
καί πολλῶν ἂλλων μεταγενεστέρων συνοδικῶν. Οἱ παραβάτες τῶν κανόνων αὐτῶν εἶναι
ὑπόδικοι ἐνώπιον τῆς ἀνωτέρας αὐτῶν ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς καί ὡς ὑπόδικοι εἶναι ἀσφαλῶς
μέλη τῆς Ἐκκλησίας καθότι εἶναι βέβαιο ὃτι ἀντιθέτως κανένα μέλος εὑρισκόμενο ἐκτός
Ἐκκλησίας, δέν κρίνεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ ἁρμοδίου ὀργάνου της. Τοῦτο εἶναι
ἀνώφελο, ἀλλά καί πέραν τῆς ἐξουσίας τῆς ποινικῆς δικαιοδοσίας της. Κρίνονται ὑπό
τῆς Ἐκκλησίας ὡς μέλη(1) της καθόσον μάλιστα ἐάν εἶναι κληρικοί, κατέχουν θρόνους
ἤ ναούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ πλῆθος πιστῶν ἀκολουθούντων αὐτούς.
Ἡ διά τοῦ μνημοσύνου κοινωνία ἑνός κληρικοῦ μέ
αἱρετικό ἐπίσκοπο διαπιστώνεται ὡς ἀκολούθως.
Ἔχει
συμβεῖ πολλές φορές κάποιος κανονικός ἐπίσκοπος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά ἐκπίπτει
σέ αἵρεση καί νά κηρύσσει αὐτήν «γυμνῇ τῇ
κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας»( Ἐκ τοῦ ιε’ κανόνος τῆς ΑΒ’
Συνόδου), δηλαδή δημοσίως. Ὃσοι ὀρθόδοξοι κληρικοί, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς,
διάκονοι ἀναφέρουν τό ὂνομα τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ στά δίπτυχα τῶν ἐνοριῶν τους,
γίνονται κοινωνοί στήν αἳρεσή του, χωρίς κἂν νά ἐκπίπτουν καί αὐτοί κατά τό
φρόνημα. Ἡ εὐθύνη τῶν κοινωνικῶν αὐτῶν κληρικῶν ἀπέναντι στούς πιστούς τῆς ἐνορίας
τους εἶναι τεραστία, καθόσον δι’ αὐτῶν οἱ πιστοί γίνονται καί αὐτοί κοινωνοί
μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό οἱ ἃγιοι Πατέρες ἐστηλίτευαν δριμύτατα
τούς κοινωνοῦντες κληρικούς μέ τούς αἱρετικούς. Δηλαδή ναί μέν ὁ παραπάνω αἱρετικός
ἐπίσκοπος, ὡς ὑπεύθυνος ἀπέναντι στην ἁγία Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖ ἐν ὑποδικίᾳ ἐνώπιον τῆς ἀνωτέρας του ἐκκλησιαστικῆς
ἀρχῆς, ἀλλά ἐφ’ ὃσον καιρό παραμένει ἂκριτος καί ἀκαθαίρετος ἀπό τόν θρόνο του,
πολλοί κληρικοί μή ἐννοοῦντες ὃτι «πολύς ὁ
λόγος τοῦ μνημοσύνου»(2) , ἀφελῶς καί ἀπό χρονίζουσα συνήθεια
μνημονεύουν αὐτόν καί ἐπί «αὐτῶν τῶν
θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων»(2). (Ἀναφερόμαστε καί πάλι γιά τούς
κληρικούς ἐκείνους πού δέν συμφωνοῦν μέ τό αἱρετικό φρόνημα τοῦ ἐπισκόπου). Γνωρίζοντες
λοιπόν οἱ θεῖοι Πατέρες ὃτι ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου
συνιστᾶ κοινωνία μέ τήν αἳρεση, ἐφιστοῦν τήν προσοχή στούς ὀρθοδόξους πιστούς
νά ἀποφεύγουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μέ τούς μνημονεύοντες αὐτόν
κληρικούς γιά νά μή μολύνονται ἐκ τῆς «ψυχοφθόρου
βοτάνης» τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς.
Εἰδικά γιά τούς κοινωνοῦντες πού γνωρίζουν
τήν αἳρεση, ἡ Ἐκκλησία καί ὃλοι οἱ ἃγιοι καί ὁμολογητές πατέρες, προκειμένου νά
κατανοήσουν τήν σοβαρότητα καί τόν κίνδυνο τῆς μετά αἱρετικῶν κοινωνίας ἀποφαίνονται
κατηγορηματικῶς. «Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
καί τό πιστεύω Αὐτῆς, ἦτο καί θά εἶναι: “Οὐδεμία κοινωνία μέ τούς ἑτερόφρονας καί αἱρετικούς.” Οὓτως ὁ μέν ἃγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός λέγει: “ Ἃπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας
διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θείαι Γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας
παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι.” Ὁ δέ ἃγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης γράφων πρός κάποιον ἡγούμενο Θεόφιλο σημειώνει: “Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί
τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο”». (Ἡ ἀποτείχισίς μου. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου.
σελ.94.)
Συμβαίνει ὃμως πολλοί ἀπό τούς κοινωνοῦντες μέ τούς ὑποδίκους, κληρικοί
καί λαϊκοί, νά μήν ἒχουν γνώση περί τῆς ἀντορθοδόξου ὁμολογίας αὐτῶν, ὂντων
προκαθημένων ἢ καί ὑφισταμένων κληρικῶν, γιά ποικίλους λόγους θεωροῦντες αὐτούς
ὡς ὀρθοδόξους. Γιά παράδειγμα τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (7ος αἰ.) πρίν ἀπό τήν σύγκληση τῆς
ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διά τῆς ὁποίας καταδικάσθηκε ὁ δυσθεώρητος γιά τούς
πολλούς μονοθελητισμός–μονοενεργητισμός, σχεδόν ὃλα τά Πατριαρχεῖα καί οἱ
τοπικές Ἐκκλησίες στά ἀνώτερα κλιμάκια εἶχαν ἐκπέσει στήν αἳρεση αὐτή. Οἱ αἱρετικοί
Σέργιος, Πῦρρος, Παῦλος καί Πέτρος ἦταν πέντε δεκαετίες κατά διαδοχή
πατριάρχες Κων/πόλεως. Ὀνώριος πάπας Ρώμης, Κῦρος Ἀλεξανδρείας, Θεόδωρος τῆς
Φαράν (Αἰγύπτου), Μάξιμος Ἀντιοχείας, ἐπίσης αἱρετικοί. Ἑπομένως τόσα πλήθη
πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἦταν σέ κοινωνία μέ αὐτούς γιά τόσες δεκαετίες,
θεωροῦντες αὐτούς λίγο-πολύ ὡς ὀρθοδόξους προκαθημένους.
Ἀσφαλῶς ὃσοι ἐκ τῶν ὀρθοδόξων διέγνωσαν τήν αἱρετική
διδασκαλία τούτων καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἒχοντες κατά
νοῦ τήν πράξη τῶν ἀρχαιοτέρων ἁγίων, ἒπραξαν ἂριστα καί ἀπό ἐκκλησιολογική ἂποψη
ἐλογίσθησαν Κανονικῶς ἐπαινετέοι. Οἱ
διακόψαντες τήν κοινωνία καί βέβαια διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, ἐξορίσθηκαν,
μαρτύρησαν, μέ πρωτοπόρο τόν μέγα πρόμαχο καί ὁμολογητή τῶν Θεανθρωπίνων ἀληθειῶν
ἃγιο Μάξιμο, ἀληθῶς καύχημα τῶν μοναστῶν καί δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ἡ
διάγνωση μιᾶς τέτοιας δυσθεωρήτου πλάνης εἶναι πάντοτε προνόμιο ὁλίγων, τῶν ὃσων
ἒχουν ἀποκτήσει μόρφωσιν εὐσεβείας
κυρίως, ἀκόμη καί τῆς θύραθεν φιλοσοφίας. Φυσικά πολλοί πιστοί ἀποβλέποντες
πρός αὐτούς τούς ἁγίους καί γνωρίσαντες δι’ αὐτῶν τήν αἳρεση καί τούς αἱρετικούς
ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους, τούς ἀκολούθησαν ἀποτειχιζόμενοι καί αὐτοί.
Πόσοι πιστοί ὃμως στήν ἀχανῆ ἐκείνη αὐτοκρατορία καί πιό πέρα, εἶχαν πλήρη ἢ
καί μερική ἂγνοια περί τῆς πλάνης τόσων πατριαρχῶν, ἐπισκόπων καί λοιπῶν κληρικῶν,
σχεδόν ὃλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν;
Ἀλλά ναί μέν ἡ γνώση καθιστᾶ ὑπεύθυνους τούς
πιστούς λαϊκούς, οἱ σύνοδοι ὃμως κατεσκόπευαν πάντοτε τούς ἐξάρχους τῶν αἱρέσεων
(συνήθως κληρικοί ἀνώτατοι) καί μόνο αὐτούς. Δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά ἐπίρριψη
ποινῶν στό πλῆθος τῶν πιστῶν, παρά μόνο συστάσεις πρός ἀποφυγή τῆς κοινωνίας μέ
τούς αἱρετικούς, κεκριμένους καί ἀκρίτους. Τοῦτο διότι οἱ κληρικοί, ὡς ὀφθαλμοί
τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουν καί πρό συνοδικῆς διαγνώμης τῶν αἱρέσεων, νά γνωρίζουν ἐπακριβῶς
τήν πίστη καί τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση
τοῦ μετανοοῦντος εἰκονομάχου ἐπισκόπου Νεοκαισαρείας Γρηγορίου προσερχομένου
στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὃπου ὁ ἃγιος Ταράσιος προεξάρχων αὐτῆς, ἒλεγε ἀπευθυνόμενος
πρός αὐτόν τά ἑξῆς:
«Ταράσιος. Ὡς ἂγνωστός σοι παρῆλθεν ἡ ἀλήθεια ἓως τοῦ
νῦν ἢ ὡς ἐγνωσμένης κατεφρόνησας;
Γρηγόριος.
Πίστευσον δέσποτα, ὡς ἂγνωστος· αἰτῶ δε μαθεῖν, καί ὡς κελεύει ὁ δεσπότης καί ἡ
ἁγία Σύνοδος...
Ταράσιος. Ὢφειλες ἐκ τῶν ἀνέκαθεν χρόνων ἀνοῖξαι
σου τά ὦτα, καί Παύλου τοῦ θείου Ἀποστόλου ἀκοῦσαι λέγοντος: “ Κρατεῖτε τάς
παραδόσεις”...». (Πρακτικά Συνόδων. Σ.
Μήλια. Τόμ.Γ΄ σελ. 242.)
Ὡς γνωστόν ὁ Γρηγόριος ἒγινε δεκτός ὑπό τῆς
Συνόδου (γ΄ πρᾶξις) ὡς ἐπίσκοπος, ἀποπτύσας τήν εἰκονομαχία διά λιβέλλου καί
μόνο. Οὒτε χειροτονία, οὒτε μύρωμα. Κρινόμενος δέ ὑπό τῆς Συνόδου κρίθηκε ὡς ἐπίσκοπος
τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς μέλος της.
Ὃπως εἶναι φανερό λοιπόν στήν κατηγορία αὐτή ὑπεισέρχεται καί ὁ παράγοντας γνώση τῆς
παρεκτροπῆς τῶν προκαθημένων κληρικῶν ὑπό τῶν κοινωνούντων πιστῶν. Οἱ κοινωνικοί, οἱ ἒχοντες ἀπόλυτη γνώση τοῦ
πράγματος, εἶναι μέν ὑπεύθυνοι καί ὑπόδικοι στά ἀναθέματα τῶν ἱερῶν κανόνων, ἀλλά
μέχρι τήν ἐκδίκαση τῆς ἑτεροδιδασκαλίας ἀπό τό ἁρμόδιο ὂργανο τῆς Ἐκκλησίας καί
μέχρι νά ἀπελαθοῦν οἱ ἒξαρχοι αὐτῆς, ἀμετανόητοι ὂντες, ἀπό τήν Ἐκκλησία, παραμένουν
φυσικά ἐντός αὐτῆς. Καί ἐάν μέν μετά ἀπό τήν συνοδική κρίση καί καταδίκη ἀκολουθήσουν
τούς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας πλέον «ἀπερρηγμένους»,
ἀπελαύνονται καί αὐτοί. Δηλαδή «θέτουν ἑαυτούς
ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας». Ἐάν ὃμως ἀποπτύσουν τήν πλάνη ἀποδεχόμενοι τήν ἀπόφαση
τῆς συνόδου καί δέν ἀκολουθήσουν αὐτούς, παραμένουν καί στή συνέχεια ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας. Τοῦτο βέβαια ἰσχύει καί γιά τούς μέχρι τότε ἐν ἀγνοίᾳ κοινωνοῦντες, ἐφ’
ὃσον μετά τήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς καί τῶν φορέων αὐτῆς
ἀκόμη καί ἡ ἂγνοια δέν δικαιολογεῖται. Ἡ δέ διαφορά τῶν ἐν γνώσει ἀπό τούς ἐν ἀγνοίᾳ κοινωνοῦντες ἒγκειται στό γεγονός
ὃτι, μετέχοντες τῶν θείων μυστηρίων οἱ μέν πρῶτοι κατακρίνονται, ὡς ὑπεύθυνοι
στά ἀναθέματα τῶν ἱερῶν κανόνων, οἱ δέ δεύτεροι κρίνονται τοὐλάχιστον οἰκονομητέοι.
Σαφέστατα ὁ ἃγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μή λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν, μήτε διδόναι... ἳνα μή μέτοχοι τῆς
κακοδοξίας καί τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως». Εὐλόγως τό «πάσῃ δυνάμει
φυλαξώμεθα» ἀναφέρεται γιά τούς ἐν γνώσει κοινωνοῦντες. Πάντως καί οἱ ἐν ἀγνοίᾳ κοινωνοῦντες δέν εἶναι τελείως
ἀνεύθυνοι· «λογικά γάρ πρόβατά εἰσι»,
καί διά τοῦτο ἡ γραφή λέγει: «ὁ γνούς καί
μή ποιήσας δαρήσεται πολλάς· ὁ δέ μή γνούς, ποιήσας δέ ἂξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας».
1. «…ὁ ἀφωρισμένος
ἀποβάλλει ἄνευ ἑτέρου τήν, ἥν τυχόν κέκτηται, ἰδιότητα κληρικοῦ ἤ μοναχοῦ ἤ ὡς
λαϊκός τό ἐκκλησιαστικόν ἀξίωμα π.χ. τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβούλου, δεδομένου ὅτι
προϋπόθεσις οὐ μόνον τῆς κτήσεως ἀλλά καί τῆς διατηρήσεως τῶν ἰδιοτήτων τούτων εἶναι
ἡ ἰδιότης μέλους τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ἀποβάλλεται, διά τοῦ ἀφορισμοῦ τοσούτῳ δέ μᾶλλον, ὅσῳ οὗτος νῦν ἐπιβάλλεται
μόνον κατ’ ἀποστατῶν καί αἱρετικῶν». ( Ἑλλ. Ἐκκλ. Δίκαιον. Ἀ. Χριστοφιλοπούλου.
σελ.274.)
2. Ἀπό τήν ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρός
τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η’.
3. Ἂν καί ὁ ΙΕ΄
κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἒχει συνταχθεῖ πολύ ἀργότερα, ἐπί Μ. Φωτίου,
πάντοτε ὃμως οἱ ὁμολογητές Πατέρες ἐφύλασσαν
στήν πράξη ἀκριβῶς τό ἲδιο πνεῦμα τοῦ κανόνα, ἒχοντες βέβαια ὑπ’ ὂψιν τους τόν λα΄ Ἀποστολικό.
4. Κατά τό πλεῖστον ἡ ἐπιχειρηματολογία μας περί
τῆς ἐγκυρότητας τῶν Μυστηρίων τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν, κατ’ ἐπέκτασιν καί τῆς οἰκουμενιζούσης
(λόγῳ κοινωνίας καί ὂχι μόνο), νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας, ἀντλήθηκε ἀπό τίς ἐγκυκλίους
καί τίς ὁμιλίες τοῦ πρ. Φλωρίνης.
(Συνεχίζεται)
Δ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου