(ΤΟ Α΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ)
Ἀναφερόμενοι
στό Α’ μέρος γιά τό ποιόν ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως, τῶν πρωτεργατῶν πού
στελεχώνουν καί κατευθύνουν τήν Μεγάλη Σύνοδο, καταλήξαμε στό συμπέρασμα ὃτι τό
μόνο ἲσως καλό πού μπορεῖ νά προκύψει εἶναι ὃτι, ὃσοι σέβονται τήν ἁγιοπατερική
Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νά ἀρθοῦν στό ὓψος τῶν περιστάσεων. Νά τερματίσει
πλέον ὁ «χαρτοπόλεμος» καί νά ἀποδυθοῦν πρός τούς πραγματικούς ἀγῶνες τῆς ὁμολογίας.
Νά ἀποδυθούν τά «βολέματα» καί τίς ὁποιεσδήποτε ἂλλες ἀδυναμίες, ἀκόμη καί τούς
μισθούς ἐάν τό καλέσει ὁ καιρός. Ὁ οἰκουμενισμός ἢ συγκρητισμός (1) στίς μέρες
μας σαρώνει τά πάντα σάν τήν πυρκαγιά στό δάσος. Ἡ μόνη θεραπεία πού ἐνδείκνυται
ἀλλά καί ἐπιβάλλεται εἶναι νά μιμηθοῦμε στήν πράξη τούς ὁμολογητές Πατέρες τῆς
ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν οὒτε καί τήν παραμικρή παρεκτροπή στά
δόγματα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Σέ τέτοιες ἐκκλησιολογικές καί δογματικές
ἐκτροπές, μία καί μοναδική ὁδό μᾶς ὑπέδειξαν ὃλοι οἱ ἃγιοι ὁμολογητές Πατέρες.
Τήν ἀποτείχιση.
Γιά νά
ἀποφύγουμε τυχόν παρανοήσεις καί παρεξηγήσεις πού ἃδονται γιά τόν ὃρο «ἀποτείχισις»,
καλόν εἶναι νά βάλλουμε τά πράγματα στή θέση τους παραθέτοντες πρῶτα τόν ὁρισμό
της.
«Ἀποτείχισις καλεῖται ἡ διακοπή ἐκκλησιαστικῆς
μυστηριακῆς κοινωνίας καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς κηρύττοντας αἱρετικά
δόγματα... ἡ ὁποία μάλιστα ἐφαρμόζεται ἀκόμη καί “πρό συνοδικῆς διαγνώσεως”
δηλ. καί “πρό τοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης” καί
τοῦ αἱρετικοῦ, ὃπως διευκρινίζει ὁ Ὃσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης». (Ἀρχ/του Χρυσοστόμου Σπύρου. Ἡ
ἀποτείχισίς μου. σελ. 31).
Ἡ
συμβολή τῶν ἀποτειχιζομένων στήν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
καί Πατέρων, ἀλλά καί τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεμελιώδους σημασίας
καί εἶναι βέβαιο ὃτι χωρίς τήν εὐλογημένη αὐτή ἒνσταση δέν θά ὑπῆρχε κἂν ἰδέα ὀρθοδοξίας
σήμερα.
Μέ τήν
ἀποτείχιση ὁ ὀρθόδοξος πιστός, κληρικός ἢ λαϊκός, ἀποφεύγει τόν πνευματικό
μολυσμό ἐκ τῆς κακοδοξίας πού κηρύσσεται, ὁ ὁποῖος μολυσμός ἐκφράζεται ἐμφαντικώτατα
ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς δουλεία πνευματική μέ τό «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Κατά βάση τοῦτο
εἶναι πού ἐνοχλεῖ περισσότερο τούς κοινωνοῦντες μέ τούς αἱρετικούς, καθόσον ἐλέγχονται
ἀπό τόν ἀδέκαστο προσωπικό τους κριτή, τήν συνείδηση, ἡ ὁποία μολύνεται μέν ἐκ
τῆς κοινωνίας τῆς κακοδοξίας ἀλλά δύσκολα φιμώνεται. Πολύ περισσότερο δέ ὃταν
καί οἱ ἀποτειχιζόμενοι πιστοί τούς ἐλέγχουν «παρρησίᾳ καί στεντορείᾳ τῇ φωνῇ» ὃτι «ἡ κοινωνία τῆς αἱρέσεως μολυσμόν ἒχει» καί ὃτι «πολύς ὁ λόγος τοῦ μνημοσύνου». Μόνο ἡ ἀποτείχιση,
ἡ ὁποία σημειωτέον ἀποτελεῖ καί μερική κατάγνωση τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς, ἀρχίζει
νά ἐνοχλεῖ σοβαρά τούς αἱρετικούς, ὃπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τόν ἀσθενοῦντα ἐκεῖνον
ὁ ὁποῖος ὃταν μάθει ἀπό τόν γιατρό του ὃτι πάσχει ἀπό σοβαρή ἀσθένεια τότε ἀνησυχεῖ
καί φοβᾶται, ἐνῶ πρίν οὒτε φαντάζονταν ὃτι ἦταν ἀσθενής, ἓστω καί ἐάν ἀκόμη εἶχε
κάποιες ἐνοχλήσεις. Καί φυσικά ὁ ἀσθενής θά φροντίσει ἀμέσως γιά τήν θεραπεία
του, ἐνῶ ὁ αἱρετικός συνήθως ἀντί νά φροντίσει γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλάνης
του, ἀντιμάχεται τούς ἀποτειχιζομένους καί κατηγορεῖ αὐτούς ὡς ἀνυπότακτους, ἀπειθεῖς,
ἀκόμη καί σχισματικούς.
Ἡ ἀποτείχιση (2)
εἶναι ἡ μόνη ὀφειλή γιά κάθε πιστό μέλος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κληρικό ἢ
λαϊκό, τό ὁποῖο θέλει τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καί τά δόγματα τῶν ἁγίων συνοδικῶν
Πατέρων ἀνόθευτα καί ἀναλλοίωτα. Προστατεύει αὐτόν ἀπό τίς ἐπικίνδυνες ἀτραπούς
τῆς κακοδοξίας καί τούς ἐκ τῆς ἐπικοινωνίας πνευματικούς μολυσμούς της, ἡ ὁποία
κακοδοξία μπορεῖ νά κηρύσσεται ἀκόμη καί ἀπό τούς διοικοῦντες τήν Ἐκκλησία καί
τό χειρότερο νά θεωροῦν ὃτι μαζί μέ τό πλῆθος πού τούς ἀκολουθεῖ, ἀποτελοῦν
καί ἐκφράζουν κατ’ ἀποκλειστικότητα τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατά δεύτερο λόγο,
σκοπός εἶναι νά φέρει σέ ἐπίγνωση τῆς πλάνης τούς παρεκτρεπομένους ἀπό τήν ἀλήθεια,
καί τέλος σέ περίπτωση ἀμετανοησίας στοχεύει στήν συνοδική καταδίκη καί τήν ἀπέλαση
αὐτῶν ἐκ τῆς ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας δι’ ἀναθεματισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναθεματισμός
εὐλόγως ἐπιφέρει καί τήν ἐκ τῶν θρόνων καθαίρεση.
Ἂς δοῦμε
ὃμως καί τά πλαίσια Κανονικότητάς της.
«...Οἱ γάρ δι’ αἱρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων
Συνόδων ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς
διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ
κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιούτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ
ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως, ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον
κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται.
Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ
σχίσματι τήν ἓνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν
ἐσπούδασαν ρύσασθαι». (Ἀπό τόν ιε΄
κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου.)
Ὁ
περιβόητος αὐτός κανόνας εἶναι περιεκτικώτατος καί ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων τῆς
ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Διαφωτίζει μέ ἀκρίβεια τήν ἒναντι τῶν προκαθημένων αἱρετικῶν
ἐπισκόπων στάση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, κλήρου καί λαοῦ, σέ σχέση μέ τήν πιό
γενική διατύπωση τοῦ «ἐν εὐσεβείᾳ καί
δικαιοσύνῃ» τοῦ λα΄ ἀποστολικοῦ ἐπίσης θεμελιώδους κανόνος. Ἀλλά σαφῶς καί
ὁ λα΄ ὃταν πρόκειται γιά παρεκτροπή τοῦ ἐπισκόπου σέ αἳρεση ὑπονοεῖ τήν ἀπομάκρυνση
τῶν πιστῶν ἐξ αὐτοῦ. Τό «ἐν εὐσεβείᾳ καί
δικαιοσύνῃ» (ἐνν. σφαλλόμενος ὁ ἐπίσκοπος) ὁ ἃγιος Νικόδημος ἀποδίδει ὡς «φανερά, ἢ αἱρετικός, ἢ ἂδικος». Εἰδικά ὃμως
ὁ παραπάνω κανόνας εἶναι τό πνευματικό θεμέλιο ἐπί τοῦ ὁποίου στηρίζονται ὃσοι
πιστοί δέν κοινωνοῦν τήν προϊσταμένη τους ἐκκλησιαστική ἀρχή ὃταν αὐτή
παρεκτρέπεται ἀπό τήν ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου ἀληθείας. Δι’ αὐτῆς στερεώθηκαν οἱ
ὁμολογητές καί μάρτυρες ἐναντίον βασιλέων, ἀρχόντων καί λοιπῶν τυραννικῶν ἐξουσιῶν
τῶν αἱρετικῶν. Γνωρίζοντες ὃτι οἱ «τῆς
πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἳρεσιν
δημοσίᾳ κηρύττοντος... τῆς πρεπούσης τιμῆς... ἀξιωθήσονται» ἀψήφησαν καί
αὐτόν τόν θάνατο ἀποβλέποντες στήν κατίσχυση τῆς ἀληθείας καί τήν δόξα τῆς ἀναστάσεως.
Ἡ ἒνδοξη ὁμολογία τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων τῶν ἐπί Βέκκου τοῦ λατινόφρονος
μαρτυρησάντων εἶναι τρανό δεῖγμα τῆς μεγάλης σημασίας τῆς διακοπῆς τῆς
κοινωνίας καί τοῦ μνημοσύνου ἀπό τούς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους.
Ἐπαινοῦνται
ἀπό τόν κανόνα γιατί ἐνιστάμενοι κατά τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς
καί ἀποτειχιζόμενοι καταγγέλουν τήν ἑτεροδιδασκαλία της «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως» στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπαινοῦνται
γιατί ἀποκαλύπτοντες τούς ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους προφυλάσσουν
τούς πιστούς ἐκ τοῦ μολυσμοῦ τῆς κοινωνίας τῆς αἱρετικῆς «βοτάνης». Ἐπαινοῦνται γιατί «σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκ-κλησίαν ἐσπούδασαν
ρύσασθαι». Καί ἐάν οἱ ἀποτειχιζόμενοι σπουδάζουν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἐκκλησία
ἀπό σχίσματα καί μερισμούς, ἓπεται ὃτι οἱ μή ἀποτειχιζόμενοι ἐάν δέν δημιουργοῦν,
τοὐλάχιστον ἑδραιώνουν σχίσματα. Ἐπαινοῦνται δικαίως, γιατί ὀρθόδοξοι ἐνιστάμενοι
καί σχισματοαιρετικοί πρό τῆς καταδίκης τῶν δευτέρων, διαβιοῦν ἐντός τοῦ «ἀγροῦ»
τῆς Ἐκκλησίας ἀναμεμιγμένοι ὃπως ὁ σῖτος καί τά ζιζάνια τῆς παραβολῆς,
πειραζόμενοι «πολυμερῶς καί πολυτρόπως».
Παρ’ ὃλα
αὐτά στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ὁ οὐσιωδέστατος αὐτός κανόνας ἒχει
ὑποστεῖ μία ἑρμηνευτική κακοποίηση ἂνευ προηγουμένου. Κύρια παρερμηνεία σέ
βαθμό κακουργήματος εἶναι ὃτι δῆθεν ὁ κανόνας ἒχει δυνητική ἰσχύ. Μᾶς λέγει ὁ
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὃτι ὁ κανόνας ἐπιτρέπει μέν τήν ἀποτείχιση ἑνός
κληρικοῦ ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπό του «πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως», ἀλλά «ἂν ἓτερος
κληρικός δέν θέλῃ νά παύσῃ τό μνημόσυνον, καί χωρίς νά ἀποδέχηται τά αἱρετικά
διδάγματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀναμένῃ τήν ὑπό Συνόδου καταδίκην αὐτοῦ, οὐδαμῶς κατακρίνεται». Στηρίζει δέ ὁ αὐτός τήν ἂποψη αὐτή λέγων: «Οἱ ἱεροί Κανόνες καί ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας
πλήττουσιν ἐκείνους μόνον τούς κληρικούς οἳτινες θά μνημονεύσωσιν Ἐπισκόπου
μετά τήν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καταδίκην αὐτοῦ εἲτε ἐπί αἱρέσει εἲτε ἐπί οἰωδήποτε ἂλλῳ
πταίσματι».
Στό ἐπιχείρημα
τοῦτο ὁ ἀείμνηστος ὀρθόδοξος θεολόγος καί ἒγκριτος μελετητής τῶν ἱερῶν
κανόνων, Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος π. Θεοδώρητος ἒδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐφ’ ὃσον ὁ Κανών ἐπαινεῖ καί κρίνει ἀξίους
τιμῆς τούς πρό Συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποκόπτοντας τό μνημόσυνον, εἶναι πρόδηλον
ὃτι ψέγει καί κατηγορεῖ καί ἐπιφορτίζει
μέ ἀτιμίαν καί ὂνειδος τούς μή ἀποκόπτοντας ἀλλά ἀναμένοντας τήν Συνοδικήν
διαγνώμην· διότι εἰς πᾶσαν ὑπόθεσιν τό ἐναντίον πρόδηλον».
Ἐκ τῶν
ὃσων γνωρίζουμε τοὐλάχιστον, ἡ θεωρία αὐτή τῆς δυνητικότητας ἒχει τήν ἀρχή
της ἀπό τόν λόγιο Ἁγιορείτη μοναχό π. Γεράσιμο Μενάγια (1933). Αὐτός μεταφράζων
τήν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνα στόν ιε΄ κανόνα, παραποίησε τό ὀρθό νόημα τῆς ἑρμηνείας
μέ μία δική του προσθήκη ὃλως αὐθαιρέτως καί σκοπίμως. Γιά νά μή νομισθεῖ ὃμως
ὃτι ὑπερβάλλουμε, στή συνέχεια θά παραθέσουμε τά δύο κείμενα, πρός εὒχερη
σύγκριση ἀπό τόν ὁποιονδήποτε ἀναγνώστη.
(1)
«Ὁ κηρυττόμενος συγκρητισμός
εἶναι ἡ πλέον ἀπαισία αἳρεσις. Οἱ ἑνωτικοί εἶναι συγκρητισταί. Δέν τούς ἐνδιαφέρει
ἡ συγχώνευσις, ἀλλά ἡ συνύπαρξις.“ Ὃλοι
στό Θεό πηγαίνουμε, ὁ καθένας ἀπό τόν δικό του δρόμο.” Αὐτό τό μασονικό μοτίβο εἶναι ἡ πεμπτουσία
τοῦ συγκρητισμοῦ... Γιά τούς ἀνθρώπους πού θά ποτισθοῦν μέ τό δηλητήριο τοῦ συγκρητισμοῦ ὁ
Χριστός εἶναι ἓνας μεγάλος μύστης, ἓνας μεγάλος φιλόσοφος... Εἶναι ἓνας δρόμος,
ὂχι ὃμως ὁ ΔΡΟΜΟΣ. Εἶναι μιά ἀλήθεια, ὂχι ὃμως Η ΑΛΗΘΕΙΑ... Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἓνας
δρόμος, δέν εἶναι ὃμως ὁ δρόμος. Ὑπάρχουν ἂλλοι δρόμοι ἐξίσου καλοί. Δέν
πρόκειται νά γίνῃ συγχώνευση. Ὁ καθένας ἂς κρατήσῃ τό δρόμο του. Φθάνει νά μήν
εἶναι φανατικός, νά μή νομίζῃ πώς μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι εἶναι Ἐπίσκοποι
καί οἱ αἱρετικοί δέν εἶναι τίποτε. Νά μή νομίζῃ πώς μόνο ἐν Χριστῷ γνωρίζει
κανείς τό Θεό καί ὃτι τόσα ἑκατομμύρια Ἐβραῖοι, Μωαμεθανοί, Βουδισταί κ.λ.π. εἶναι
μακρυά ἀπό τόν Θεόν.
Αὐτή εἶναι ἡ αἳρεση μέ τήν ὁποία παλεύουν οἱ πιστοί Ὀρθόδοξοι σήμερον
καί ὂχι γιά κάποια ἓνωσιν μέ τόν πάπα πού ἀκόμη φαινομενικῶς δέν ἒγινε πλήρως.
Εἶναι ἡ ἂρνησις τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ αἳρεσις αὐτή ἒχει
διαποτίσει ἀπ’ ἂκρου σέ ἂκρο τόν ἑλληνικό χῶρο, ἒγινε πιά τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι
καί βίωμα τῶν Ρωμιῶν. Καί ὃμως ἐν γνώσει τῆς καταστάσεως νανουρίζουν οἱ
δάσκαλοι αὐτά τά πνευματικά τους παιδιά μέ τό: “Ἂν ὁ πατριάρχης προχωρήσῃ ἀκόμη,
ἂν προβῇ εἰς ἑνώσεις τότε θά ἲδῃς...”˝Ἀλλά ἑνώσεις
τέτοιες δέν πρόκειται νά γίνουν καί οἱ ἀφελεῖς μαθηταί τους δέν πρόκειται νά ἰδοῦν...»
(Τό σύγκριμα. Ἀ. Καλομοίρου σελ.235).
(2) «Ἐάν ἡ αἱρεσις κηρύσσεται δι’ ὁλίγον χρόνον (μῆνας τινάς), οἱ πιστοί ἀναμένουν
καί παρακολουθοῦν ἐναγωνίως νά ἲδουν πῶς θά ἀντιδράσῃ ὁ ἐπίσκοπός των, ἢ οἱ
συνεπίσκοποί του, ἢ οἱ ἐπίσκοποι ἂλλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. (Διότι ὡς μία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τάς ἐπί μέρους διοικητικάς διακρίσεις της εἰς
πατριαρχεῖα καί ἀρχιεπισκοπάς, οὓτω μία καί ἡ αὐτή εὐθύνη βαρύνει πάντας,
κληρικούς καί λαϊκούς, ἒναντι τῆς κηρυττομένης κακοδοξίας ποικίλλουσα μόνον ὡς
πρός τήν γνῶσιν καί τόν βαθμόν ἑκάστου). Καί ἐάν μέν ἀντιδράσῃ ὁ ἐπίσκοπός των
πατερικῶς, τότε ὑποχρεοῦνται νά τοῦ συμπαρασταθοῦν πάσῃ δυνάμει, ἀναμένοντες
τήν ἒκβασιν.
Ἐάν ὃμως παρ’ ἐλπίδα δέν ἀντιδράσῃ ὁ ἐπίσκοπός
των, ἀλλ’ οἱ συνεπίσκοποί του, ἢ ἓστω εἷς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, τότε ὑποχρεοῦνται
νά συμπαρασταθοῦν εἰς αὐτόν, ἐλέγχοντας οὓτω ἐμμέσως, τό κατ’ ἀρχάς, τήν σιωπήν
τοῦ ποιμένος των, μή διακόπτοντες ὃμως τήν μετ’ αὐτού κοινωνίαν.
Ἐάν ὃμως αἱ ἀντιδράσεις τοῦ ἐπισκόπου
πού ἀγωνίζεται κατά τῆς αἱρέσεως κλιμακωθοῦν καί καταλήξουν εἰς τόν πρέποντα
χρόνον εἰς τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας μετά τοῦ κακοδοξοῦντος (ἐφ’ ὃσον ἐκεῖνος
θά παρέμενε ἀνένδοτος εἰς τά κακόδοξα φρονήματά του), τότε οἱ πιστοί ὑποχρεοῦνται
νά κοινωνοῦν μετά τοῦ ἀνωτέρω ἀγωνιζομένου ἐπισκόπου, ἀπομακρυνόμενοι τῶν
συνάξεων τοῦ ἰδικοῦ των, ὃστις διά τῆς σιγῆς του ἢ τῆς χλιαρᾶς ἀντιδράσεώς του
δέν παύει νά κοινωνεῖ μετά τοῦ αἱρετικοῦ, συμπράττων οὓτω καί ἐνισχύων τήν
κακοδοξίαν. Ὁ ἐπί τοῦ προκειμένου πατερικός λόγος εἶναι σαφέστατος: «Οἱ μέν
τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ ἢ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν,
ὃμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται». (P.G. 99, 1164Α).
«Ἃπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι
αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς
αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι». (P.G. 160, 105C). «Καί συμπληροῖ ὁ μέγας
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς,
ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο».
(P.G. 99, 1049Α).
Αἱ ἀνωτέρω ἀντιδράσεις τοῦ καλῶς ἀγωνιζομένου
ἐπισκόπου δέν θά πρέπῃ νά διακοποῦν μέχρι συνοδικῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικοῦ. Ἐν
ἐναντίᾳ περιπτώσει, ἡ ἀντίδρασίς του θά πρέπῃ νά συνεχισθῇ ἂχρι θανάτου, δεσμῶν
καί φυλακῆς, εἰς περίπτωσιν δηλ. πού ὁ κακοδοξῶν διαθέτει πολιτική ἢ ἐκκλησιαστικήν
ἰσχύν ὑπέρ αὐτοῦ, ὡς πολλάκις τοῦτο συνέβη ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Εκκλησίας.
Ἐννοεῖται ὃτι τήν θέσιν τοῦ ὀρθοδόξως ἀντιδρῶντος
ἐπισκόπου δύναται νά ἒχει κληρικός τις ἢ μοναχός, ἐφ’ ὃσον δέν ἢθελε ἀντιδράσει
ἐγκαίρως ἢ ἀποτελεσματικῶς οὐδείς ἐπίσκοπος. Τά παραδείγματα εἶναι πολλά. Παράβαλε
σχετικῶς τούς βίους τῶν ἁγίων Μαξίμου ὁμολογητοῦ, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Θεοδώρου
Στουδίτου, καί τό ὡραιότατον λόγιον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Ἐν τῇ
καθ’ ἡμᾶς ἱεραρχίᾳ, τοῦ ἱερέως καί ἱεράρχου ἀτακτούντων καί κακῶς φρονούντων,
καί διάκονος καί μοναχός εὐτακτοῦντες καί ὀρθῶς φρονοῦντες δύνανται νουθετῆσαι
καί εὐτακτῆσαι αὐτούς, καθώς τά παραδείγματά εἰσι πάμπολλα» (Συναξ. Νοε. Η΄,
σημ.).
Βασικώτατον καί πρωτεύοντα ρόλον διά
πάντα τά ἀνωτέρω θά παίζουν πάντοτε οἱ παράγοντες χρόνος καί γνῶσις, ἢτοι ἐπί
πόσον χρόνον κηρύσσεται ἡ κακοδοξία καί κατά πόσον ἐγένετο αὓτη γνωστή εἰς τό
πλήρωμα τῆς Εκκλησίας.
Δέον ὃμως νά σημειωθῇ ὃτι ὁ παράγων γνῶσις
εἰς τάς ἡμέρας μας ἒχει μηδενισθῇ, λόγῳ τῶν ὑπαρχόντων μέσων ἀναμεταδόσεως ὁμιλιῶν
καί γεγονότων, ἐνῶ ὁ παράγων χρόνος, καίτοι κατά πολύ συντετμημένος, ἐν συγκρίσει
πρός τό παρελθόν, ἐν τούτοις συνεχίζει καί θά συνεχίζῃ νά παίζῃ βασικόν ρόλον ἓνεκα
τῆς ἀπαιτουμένης μεθοδεύσεως τῆς ἀντιδράσεως ἂχρι τῆς συνοδικῆς καταδίκης.
Κλασική πάντως περίπτωσις ἐν προκειμένῳ, πρός τήν ὁποίαν δύνανται νά
προσβλέπουν πάντες οἱ καλοί ποιμένες, τυγχάνει ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ
Νεστορίου, πατριάρχου Κων/πόλεως, ὑπό τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, μέ πρωταγωνιστάς
τῆς καθαιρέσεώς του οὐχί τινάς ἐκ τῶν συνεπισκόπων τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλά τούς
μακράν σφόδρα κειμένους πατριάρχας Ἀλεξανδρείας καί Ρώμης!».
(Τό Ἀντίδοτον.
Θεοδωρήτου Ἱερ/χου Ἁγιορείτου. σελ.168).
(Συνεχίζεται)
Δ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου