Ο θεσσαλονικιός δημιουργός Ν.Γ.Πεντζίκης (1908-1993) επισκέφθηκε το Άγιον Όρος 94 φορές (1933-1992), γεγονός που φανερώνει τη βαθιά γνώση του για την Αθωνική Πολιτεία.
Το 1970 κυκλοφορεί το βιβλίο του Προς Εκκλησιασμόν από τις εκδόσεις του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών Θεσσαλονίκης.
Το επόμενο έτος, 1971, «ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας του απονέμει το οφφίκιο του Άρχοντος Μυρεψού της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας».
Τα χρόνια εκείνα (1970-1976) ο Πεντζίκης ζωγραφίζει έναν πίνακα με θέμα: «Άγιοι και Άνθη της 20ης Απριλίου» τον οποίο «εμπνεύστηκε, όπως [...] είπε», στον γιατρό Σφυρίδη το 1976, «από τη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους».
Ο φιλότεχνος, γιατρός και συγγραφέας, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την αγορά του εν λόγω πίνακα, σημειώνει ότι «χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πάνω απεικονίζονται οι ζώντες πατέρες της Μονής, ενώ στο κάτω οι κεκοιμημένοι ως λουλούδια με ανθρώπινη μορφή.
Κυρίαρχη είναι η φιγούρα του ηγούμενου, που επεκτείνεται και στα δύο επίπεδα».
Ας δούμε όμως τι λέγει ο Σφυρίδης, με αφορμή τον εν λόγω έργο, στο κείμενό του με τίτλο:
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ
«Πρώτη φορά που αγόρασα πίνακα ζωγραφικής από τον Ν.Γ.Πεντζίκη», σημειώνει, «ήταν το 1976, όταν μαζί με τον φίλο μου Στάθη Τσεκούρα, που ανήκε τότε στον πνευματικό κύκλο του Πεντζίκη, πήγαμε στο σπίτι του.
Το μάτι μου στάθηκε σ’ ένα του έργο που είχε τίτλο ‘‘Άγιοι και άνθη’’, που το εμπνεύστηκε, όπως μας είπε, από τη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. Ο πίνακας, δουλεμένος με σινική και κραγιόνια, χωρίζεται σε δύο μέρη.
Στο πάνω απεικονίζονται οι ζώντες πατέρες της Μονής, ενώ στο κάτω οι κεκοιμημένοι ως λουλούδια με ανθρώπινη μορφή. Κυρίαρχη είναι η φιγούρα του ηγούμενου, που επεκτείνεται και στα δύο επίπεδα.
Ζήτησα από τον Πεντζίκη να μου εξηγήσει το νόημα του πίνακα. Μου είπε ότι οι πατέρες δεν πεθαίνουν, αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους ως άνθη κάτω από τη γη.
Η κεντρική φιγούρα στη μέση του πίνακα απεικονίζει τον τότε ηγούμενο που βρισκόταν από τη μέση και πάνω εν ζωή, ενώ το άλλο μισό του σώματός του ήταν κάτω από το χώμα, μαζί με τα άνθη των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών του.
Και γιατί αυτό; τον ρώτησα.
Γιατί έπασχε από λευχαιμία κι ετοιμαζόταν να μεταβεί από τη μια ζωή στην άλλη [...]
Με το που είδα [...] τον πίνακα [...] ένιωσα κάτι σαν τρεμούλα εντός μου, γιατί τον ηγούμενο αυτόν τον ήξερα –θυμόμουνα τότε και το όνομά του- γιατί εγώ, ως γιατρός πήγαινα στη Μονή Εσφιγμένου μια φορά το μήνα, και του έκανα μετάγγιση αίματος.
Από το 1973, αν θυμάμαι καλά, οι πατέρες της Μονής χαρακτηρίστηκαν ζηλωτές, σχισματικοί και δεν ξέρω τι άλλο, διότι δεν μνημόνευαν τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, που θεωρείται ως ο πνευματικός πατέρας του Αγίου Όρους.
Έτσι άρχισαν οι φασαρίες που πήραν μεγάλη έκταση και δημοσιότητα. Ήταν τότε που, με παρέμβαση της Ιεράς Επιστασίας στις Καρυές και με τη σύμφωνη γνώμη του Φαναρίου, απαγόρευσαν κάθε είσοδο και έξοδο των μοναχών της Μονής, οι οποίοι παρέμεναν αποκλεισμένοι στο μοναστήρι και αντιστέκονταν αγρίως σε κάθε απόπειρα βίαιης απομάκρυνσής τους.
Έτσι ο ηγούμενος με τη λευχαιμία δεν μπορούσε να πάει ούτε στο νοσοκομείο για νοσηλεία.
Μάης του 1974 ήταν, όταν ο ψυχίατρος Αλέκος Καρίπης (ήμουν για χρόνια ο καρδιολόγος της κλινικής του), που φαίνεται να διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους έγκλειστους μοναχούς της Μονής Εσφιγμένου, με κάλεσε στο γραφείο του για να μου ζητήσει μια μεγάλη χάρη, όπως μου είπε:
Να την ακούσω πρώτα, Αλέκο, του απάντησα, κι αν περνάει κάτι από το χέρι μου θα το κάνω.
Μου ανέλυσε λεπτομερώς πώς ήταν η κατάσταση στη Μονή, για τη λευχαιμία του ηγούμενου, που δεν μπορούσε να βγει από το μοναστήρι και να πάει στο νοσοκομείο, γιατί θα τον συλλάμβαναν, για να καταλήξει πως η μόνη λύση ήταν να γίνουν οι μεταγγίσεις εντός της Μονής.
Πρόσεξε, μου είπε, όλα είναι κανονισμένα. Κάθε Σάββατο πρωί, μια φορά τον μήνα, θα έρχεται μια μερσεντές στο σπίτι σου για να σε μεταφέρει στα Νέα Ρόδα. Εκεί θα σου δίνουν μια βαλίτσα-ψυγείο, όπου θα υπάρχει η φιάλη με το αίμα.
Μη στενοχωριέσαι, θα έχουν προηγηθεί οι εξετάσεις συμβατότητας.
Από τα Νέα Ρόδα θα σε παραλαμβάνει ένα καΐκι και θα σε πηγαίνει στη Μονή. Εσένα, ως γιατρό, κανένας δεν μπορεί να σου απαγορεύσει την είσοδο.
Θα κάνεις τη μετάγγιση στον γέροντα, κι ύστερα το καΐκι πάλι θα σε φέρνει στα Νέα Ρόδα, όπου θα σε περιμένει η μερσεντές για επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Κι όλα αυτά υπό έναν όρο: η Μονή θα σε πληρώνει κανονικά.
Τα λεφτά θα σου τα δίνω εγώ, έχω λογαριασμούς μαζί τους.
Δέχεσαι; [...] δέχτηκα, μπορώ να πω, ευχαρίστως. Κι αυτή η ιστορία κράτησε κοντά έναν χρόνο, αν θυμάμαι καλά.
Την εντολή για το πότε θα γινόταν η επόμενη επίσκεψη, μου την έδινε τηλεφωνικά, ημέρα Πέμπτη, ένας άγνωστός μου άνθρωπος (μπορεί να μου είχε πει το όνομά του, αλλά τώρα δεν το θυμάμαι):
Γιατρέ το Σάββατο κανονικά. Στις οκτώ το πρωί θα βρίσκομαι με το αμάξι μου κάτω από την πόρτα του σπιτιού σου.
Στο μοναστήρι, ένα καλογεράκι με πήγαινε στο κελί του γέροντα, που, αν θυμάμαι καλά, βρισκόταν στον τρίτο όροφο της Μονής, η οποία έμοιαζε με βυζαντινό φρούριο. Χώρος σχετικά ευρύχωρος, αν τον συγκρίνει κανείς με τα άλλα κελιά των μοναχών.
Φωτιζόταν από ένα μεγάλο παράθυρο, κάτι σαν μπαλκονόπορτα, χωρίς όμως εξώστη. Στους τοίχους εικόνες αγίων. Ένα τραπέζι παλιό, ξύλινο, μ’ ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω του και το κερί πάντα αναμμένο, μου είχαν κάνει εντύπωση.
Δεν συγκρατώ λεπτομέρειες ύστερα από τόσα χρόνια, παρά μόνο το γεγονός ότι ο ηγούμενος ήταν πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Του φιλούσε το χέρι ο υποτακτικός του, ακολουθούσα εγώ, κι άρχιζε η διαδικασία της μετάγγισης, που διαρκούσε τέσσερις με πέντε ώρες.
Μετά ερχόταν πάλι το καλογεράκι και με οδηγούσε στην κουζίνα τους, όπου έτρωγα ένα λιτό φαγητό (συνήθως όσπρια, άλλοτε με λάδι κι άλλοτε νερόβραστα) κι έπινα ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί –παραγωγή τους [...]
Η αλήθεια είναι ότι τον γέροντα δεν τον είδα ποτέ όρθιο. Υπολόγισα όμως πως έπρεπε να ήταν ψηλός, αλλά κάτισχνος και πάντα χλωμός [...] τις περισσότερες φορές παρέμενε σιωπηλός σαν μισοκοιμισμένος, αλλά υπήρχαν και κάποιες φορές που ήθελε κουβέντα.
Άλλοτε μου έλεγε κάτι για την ιστορία της Μονής, πως ιδρύθηκε, κατά την παράδοση, από την αυτοκράτειρα Πουλχερία τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. κι ότι ηγούμενος του μοναστηριού κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα διετέλεσε για κάποιο διάστημα και ο Γρηγόριος Παλαμάς:
Ο πολιούχος άγιος της πόλης σου, της Θεσσαλονίκης, θυμάμαι πως το τόνισε αυτό για να το ακούσω, επειδή η φωνή του έβγαινε με κόπο, ψιθυριστά.
Η ομιλία του όμως ζωήρευε όταν θύμωνε. Τα είχε με τον πατριάρχη Αθηναγόρα που συναντήθηκε το 1965 με τον πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ και αρχίσαμε πάλι τις κουμπαριές με τους καθολικούς.
Αυτή ήταν η αιτία, μου είπε, που έπαψαν να τον θεωρούν πνευματικό τους πατέρα και να τον μνημονεύουν.
Η Ιερά Κοινότητα μας έδιωξε, με εντολή από το Φανάρι. Και τι δεν μας έσυραν⸱ ότι είμαστε ζηλωτές, σχισματικοί, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο.
Έτσι κι εμείς αποφασίσαμε να θεωρούμε πνευματικό μας πατέρα τον αρχιεπίσκοπο Αυξέντιο κι από πέρσι άρχισαν αυτά που βλέπεις.
Θέλουν να μας διώξουν από τη Μονή και από το κονάκι μας στις Καρυές και να φέρουν μιαν άλλη αδελφότητα. Εμείς, όμως, ταμπουρωθήκαμε, κι εδώ και στις Καρυές, κι αρχίσαμε έναν αγώνα μέχρις εσχάτων. Κατάλαβες; [...]
Τα τηλεφωνήματα για μεταγγίσεις του γέροντα έπαψαν ξαφνικά τον Μάη του 1975. Ήταν η εποχή που, μετά τη χούντα, είχα μπλεχτεί γερά με τον ιατρικό συνδικαλισμό και ξέχασα ή αδιαφόρησα να μάθω τι είχε απογίνει ο γέροντας.
Τον Νοέμβριο του 2007, το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, διοργάνωσε στο παράρτημά του στη Θεσσαλονίκη μια έκθεση ζωγραφικής, με έργα διαφόρων ζωγράφων [...] εμπνευσμένα από το Άγιον Όρος.
Εκεί γνώρισα τον μοναχό Ιουστίνο [...] Σιμωνοπετρίτη. Άνθρωπος καλλιεργημένος, με στέρεη γνώση των εικαστικών πραγμάτων του τόπου μας και όχι μόνο, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να δημιουργήσει μια Αγιορείτικη Φωτοθήκη και μια αντίστοιχη Πινακοθήκη στις Καρυές. [...] μάθαινε πού βρίσκονταν οι πίνακες αυτοί [...] και με την ευλογία [...] του μοναστηριού του [...] πήγαινε και τους αγόραζε. Όταν προχώρησε κάπως η γνωριμία μας, μου είπε με παράπονο:
Ξέρεις, έχω συγκεντρώσει πίνακες που αφορούν το Άγιον Όρος απ’ όλους τους σημαντικούς ζωγράφους του τόπου μας, εκτός από έναν.
Ποιον; Ρώτησα.
Εκτός από πίνακες του Πάνου Παπανάκου. Ξέρεις ότι έχει ζωγραφίσει Άγιον Όρος κι έμαθα ότι ορισμένοι βρίσκονται στη συλλογή σου. Σου ζητώ να μου τους πωλήσεις.
Άκουσε Ιουστίνε, του λέω. Εγώ δεν έχω συλλογή, δεν είμαι συλλέκτης αλλά εραστής της τέχνης [...] Όντως, έχω τρεις στο γραφείο μου. Δεν θέλω να τους αποχωριστώ.
Από την άλλη, θέλω να υπάρχουν πίνακες του Παπανάκου στην Αγιορείτικη Πινακοθήκη σου. Έλα όμως πρώτα να τους δεις κι ίσως βρούμε κάποια λύση.
Ήρθε την επομένη μαζί με έναν τεχνοκριτικό, τον Αντώνη Βασιλειάδη [...] ξαφνικά [...] στους τοίχους του γραφείου μου, ανακαλύπτει τον πίνακα του Πεντζίκη «Άγιοι και άνθη».
Έχεις και Πεντζίκη, μου λέει.
Τον μοναδικό από το Άγιον Όρος, του απαντώ, αλλά σ’ αυτόν μέσα βρίσκονται εγκλωβισμένα έντονα προσωπικά μου βιώματα και συγκινήσεις, και του εξηγώ την ιστορία μου με τη Μονή Εσφιγμένου και τις μεταγγίσεις αίματος που έκανα τότε στον ηγούμενο.
Πώς τον έλεγαν; με ρωτάει [...]
Δεν θυμάμαι, του λέω και ντρέπομαι.
Κανένα πρόβλημα, απαντά [...] και με το κινητό του τηλεφωνεί στη Μονή [...] ο ηγούμενος ήρθε στο τηλέφωνο, Δεν μου λες, τον ρωτάει ο Ιουστίνος, έχω δίπλα μου έναν γιατρό και συγγραφέα, τον κ. Σφυρίδη, ο οποίος μου είπε ότι παλιά ερχόταν κι έκανε μεταγγίσεις σ’ έναν γέροντά σας που έπασχε από λευχαιμία. Πώς τον έλεγαν;
Ήταν ο πατήρ Αθανάσιος. Εκοιμήθη τον Αύγουστο του 1975. Ποιον είπες ότι έχεις δίπλα σου; Τον κ. Σφυρίδη; Δώσ’ μου τον να του μιλήσω, τον ξέρω.
Ο Ιουστίνος μου έδωσε το κινητό του.
Κύριε Σφυρίδη είμαι ο Μεθόδιος [...] δεν με θυμάστε; Είμαι το καλογεράκι που σας πήγαινα στο κελί του γέροντα κι ύστερα από τη μετάγγιση, για φαΐ στην κουζίνα. Δεν σας ξέχασα ποτέ και προσεύχομαι να είστε πάντα καλά.
Ύστερα ήρθε η σειρά μου να τον ρωτήσω πώς ήταν τα πράγματα πλέον στη Μονή [...] κι αν είχαν κατεβάσει τις μαύρες σημαίες.
Τίποτα, μου είπε, όπως τα ξέρατε. Ο αγώνας συνεχίζεται. Τώρα μας τραβολογούν και στα δικαστήρια.
Σαν τελείωσε η συνομιλία μας, ο Ιουστίνος μου είπε:
Κι αυτόν τον πίνακα θα τον κρατήσω οπωσδήποτε.
Κι εγώ ένα πιστό του αντίγραφο να μου θυμίζει ένα κομμάτι της ζωής μου [...]
Αλλά [...] τί ήξερε ο γέρων Πεντζίκης, που ζωγράφισε αγίους τους ζηλωτές μοναχούς της Εσφιγμένου;».
Αυτό λοιπόν το ερώτημα που θέτει ο Σφυρίδης στο τέλος, με αφορμή τον πίνακα του Ν.Γ.Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε μιμητής της Αγιορειτικής ζωής, εκείνης της απολύτου κενώσεως «-από αγάπη [...] ώστε να χωρέσει μέσα της η ψυχή του, πέρα από κάθε επίκριση, τον πλησίον», αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία βιωματικής επανατοποθέτησης καθενός στο μυστήριο της εν Χριστώ αγάπης, η οποία είναι μόνο διάκριση και όχι εξουσία.
Μόνο αγιότητα και ουδέποτε επιβολή.
Ο Πεντζίκης μιλά στον γιατρό Σφυρίδη, όπως προειπώθηκε, για το νόημα του πίνακα το 1976, χωρίς καμία αναφορά, εκ μέρους του, στα γνωστά θέματα της Μονής, που άρχισαν, όπως γράφεται μερικά χρόνια πριν, και τα οποία αποκλείεται να μη γνώριζε ο «κυρ-Νίκος».
Μάλιστα, με αφορμή τον τίτλο του εν λόγω πίνακα: «Άγιοι και Άνθη της 20ης Απριλίου», θα πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1967 ο Πεντζίκης άρχισε την καθημερινή ενασχόληση με τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τον οποίον του είχε χαρίσει αγιορείτης γέροντας από την Πατριαρχική Μονή των Βλατάδων.
Είχε, ωστόσο, προηγηθεί από εκείνον και η ανάγνωση του Νέου Μαρτυρολογίου του αγίου Νικοδήμου.
Ωστόσο, ο βίος του αγίου Αγαθαγγέλου του Εσφιγμενίτη, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Εκκλησία στις 19 Απριλίου, δεν απαντάται ούτε στον Συναξαριστή ούτε στο Νέο Μαρτυρολόγιο που εκδόθηκε το 1799.
Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι ο άγιος Νικόδημος έζησε από το 1749 έως το 1809, ενώ ο άγιος Αγαθάγγελος από το 1799 έως το 1818 ή 1819. Οπότε, όταν κοιμήθηκε ο άγιος Νικόδημος ο άγιος Αγαθάγγελος ήταν μόλις 10 ετών.
Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Πεντζίκης γνώριζε τον βίο του αγίου από άλλη πηγή.
Έχοντας, λοιπόν, προφανώς στο νου του τον άγιο ζωγραφίζει την επόμενη μέρα (20 Απριλίου) τους ζώντες και κεκοιμημένους πατέρες της Μονής Εσφιγμένου μαζί με τον Ηγούμενο.
Το γεγονός πάντως, όπως προειπώθηκε, είναι ότι στην ερμηνεία που δίνει ο οφφικιάλιος Πεντζίκης για τον εν λόγω πίνακά του, δεν αναφέρεται καθόλου στα προβλήματα της Μονής, παρά μόνο στους πνευματικούς αγώνες των πατέρων που μονάζουν και μόνασαν σε αυτή.
Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
ΠΗΓΗ: https://www.romfea.gr/diafora/38604-me-aformi-enan-pinaka-gia-ti-moni-esfigmenou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου