Ἀγαπητέ μου κ. Μάννη.
Ἐπειδὴ ἀκούγεται, ὅτι δὲν ἐφαρμόσθηκε
τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς ἐφαλτήριο ἀπὸ τὸν
Πάπα γιὰ νὰ ὑποτάξῃ τοὺς ὀρθοδόξους ἀλλὰ γιὰ
λόγους ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, ἔχουμε χρέος νὰ ἐξετάσουμε αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό.
Νὰ ἐξετάσουμε δηλαδὴ τὸ θέμα, Ἂν στὴν θεία λατρεία ὑπάρχει ἀνάγκη ἀστρονομικῆς
ἀκρίβειας στὶς μετρήσεις τοῦ χρόνου, καὶ πῶς ἀντιμετωπίσθηκε αὐτὸ τὸ θέμα εἰς
τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸ Ἐγκυκλοπαιδικὸ
Λεξικό Παύλου Δρανδάκη τόμος ΙΒ΄ στὸ λῆμμα Ἡμερολόγιο.
«Νεώταται ἔρευναι ἀπέδειξαν ὅτι ὁ
Μωϋσῆς κατὰ τὴν ἔξοδον ἐξ Αἰγύπτου κατήρτισεν ἡμερολόγιον καθαρῶς ἡλιακὸν, σχεδὸν
τέλειον, ἀλλὰ τὸ ὁποῖον λόγῳ τῶν ἱστορικῶν κατόπιν περιπετειῶν τῶν ἑβραίων ἠλλοιώθη
καὶ κατὰ μικρὸν ἐλησμονήθη.
.... Εἰς τὴν ἔρημον κατήρτισεν ἡμερολόγιον
ἡλιακὸν ἐκ 365 ¼ ἡμ., ἤτοι ἐκ 12 μηνῶν 30 ἡμερῶν καὶ ἄλλων 5 ἡμερῶν ἐπαγομένων
κατὰ τὰ κοινὰ ἔτη. Ἀλλὰ λαβὼν πρῶτον μῆνα τὸν 7ον τῶν Αἰγυπτίων, ἤτοι
μεταθέσας τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους ἀπὸ τῆς
φθινοπωρινῆς εἰς τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν, προσέθετε τὰς 3 ἐκ τῶν 5 ἐπαγομένων
εἰς τὸ τέλος τοῦ 6ου μωσαϊκοῦ μηνὸς, ἤτοι τοῦ 12ου αἰγυπτιακοῦ, τὰς δὲ 2 εἰς τὸ τέλος τοῦ 12ου
μωσαϊκοῦ. Οὕτω ἡ πρώτη ἑξαμηνιαία εἶχεν 183 ἡμ. ἡ δὲ δευτέρα 182, ἦσαν δηλαδὴ
σχεδὸν ἴσαι. Τὴν δὲ διόρθωσιν ἐκ τοῦ ¼ τῆς ἡμέρας (τὴν παρ’ ἡμῖν δίσεκτον) ἐπέφερε
προσθέτων μίαν δίσεκτον ἑβδομάδα κάθε 28 ἔτη. Οἱ μῆνες ὠνομάζοντο ὑπὸ τῆς ἀριθμητικῆς
των τάξεως καθὼς καὶ αἱ ἡμέραι τοῦ μηνός.
... Ἀξιόλογον ἔργον τοῦ Μωϋσέως ἦτον ὅτι
τὴν Πεντηκοστὴν ἐθέσπισε διήμερον
Σάββατον ».
Γιὰ τὸ Μωσαϊκὸ ἡμερολόγιο μπορεῖ ἐπίσης
νὰ βρῇ κανεὶς πληροφορίες στὸ σπουδαῖο ἔργο «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ» τῶν
καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στράτου Θεοδοσίου καὶ Μάνου Δανέζη Ἐκδόσεις
Δίαυλος 1995, καὶ σὲ ἄλλα ἄρθρα καὶ ἀναρτήσεις ὅπως καὶ στὸ Ἔνθετο τῆς ἐφημερίδος «Καθημερινή» 8 Ἀπριλίου
2001.
Νὰ λεπτολογίσουμε λίγο κ. Μάννη τὶς
παραπάνω πληροφορίες.
Εἶχε λοιπὸν τὸ «κοινό» Μωσαϊκὸ ἔτος 12
μῆνες τῶν 30 ἡμέρες καὶ πέντε ἀκόμη (ἐπαγόμενες) ἡμέρες. Τρεῖς ἀπὸ τὶς ἐπαγόμενες
μέρες προσετίθεντο στὸ τέλος τοῦ πρώτου ἑξαμήνου καὶ δύο στὸ τέλος τοῦ
δευτέρου. Λέμε «κοινὸ» ἔτος γιατὶ ὑπάρχει καὶ ἄλλο ἕνα εἶδος ἔτους, ποὺ θὰ τὸ δοῦμε
παρακάτω, ἀντίστοιχο τοῦ δισέκτου ἔτους τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν ἑξάμηνο τοῦ Μωσαϊκοῦ ἡμερολογίου
εἶχε 6x30+3=183 ἡμέρες καὶ τὸ δεύτερο 6x30+2=182 ἡμέρες. Συνολικὰ τὸ κοινὸ ἔτος
εἶχε 183+182=365 ἡμέρες.
Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς ἀπὸ σεβασμὸ στὸν ἑβδοματικὸ
ἀριθμό διήρεσε τὶς 365 ἡμέρες σὲ ἑβδομάδες. Ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ἔχῃ τὸ κοινὸ
Μωσαϊκὸ ἔτος 52 ἑβδομάδες καὶ μία ἀκόμη ἡμέρα.
Παράλληλα τώρα μὲ τὸ ἡλιακὸ Μωσαϊκὸ ἡμερολόγιο,
ὑπῆρχε καὶ τὸ σεληνοηλιακὸ ἡμερολόγιο, ποὺ εἶχε ἄλλοτε 12 συνοδικοὺς (σεληνιακοὺς)
μῆνες καὶ ἄλλοτε 13.
Πρῶτος σεληνιακὸς μῆνας (Ὁ Νισάν) ἦταν
ἐκεῖνος ποὺ ἡ πανσέληνός του ἦταν ἡ πρώτη πανσέληνος μετὰ τὴν πρωτοχρονιά τοῦ
Μωσαϊκοῦ ἡμερολογίου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα τῆς Πανσελήνου ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα
τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (τὸ νομικὸ Πάσχα).
Ἂν μετὰ τὴν λῆξι τοῦ 12ου
σεληνιακοῦ μηνὸς ἡ πανσέληνος τοῦ ἑπομένου μηνὸς ἔπιπτε πρὶν ἀπὸ τὴν Μωσαϊκὴ
πρωτοχρονιὰ τότε αὐτὸς ὁ μῆνας προσετίθετο στὸ λῆγον σεληνιακὸ ἔτος καὶ ἔτσι τὸ
σεληνιακὸ ἔτος αὐτὸ εἶχε 13 σεληνιακοὺς μῆνες.
Γιὰ τὸ σεληνιακὸ Ἡμερολόγιο ἴσως τὰ
ξαναποῦμε ἀργότερα (σὲ ἄλλη ἐπιστολή) ἂν τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ πανάγαθος Θεός.
Συνοπτικὰ σήμερον θὰ ἐξετάσουμε, τὸ πῶς
διευθετήθηκαν οἱ σπουδαιότερες ἑορτὲς στὸ Μωσαϊκὸ Ἡμερολόγιο καὶ θὰ φανῇ
πιστεύω ἡ σχέσις ποὺ ἔχει ἡ ἀκρίβεια τοῦ χρόνου μὲ τὴν νομικὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη
λατρεία.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη [i]
(Λευϊτ. Κγ΄, 1-16), περιέχεται ἡ νομοθεσία ἡ σχετικὴ μὲ τὶς ἑορτὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ
Νόμου· Ἐμεῖς θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ Πάσχα, τὰ Ἄζυμα καὶ τὴν Πεντηκοστή.
Πρέπει βέβαια νὰ ξέρουμε πὼς καὶ οἱ ἑπτὰ
ἡμέρες ὅλων τῶν Ἑβδομάδων ἐλέγοντο Σάββατα. Καὶ ἦταν ἠριθμημένες, Μιὰ τῶν
Σαββάτων, Δευτέρα τῶν Σαββάτων, κ.λ.π. Ἡ ἑβδόμη ἡμέρα ἦταν τύπος τῆς ἡμέρας καταπαύσεως
τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν ἔργων, ποὺ «ἤρξατο ποιεῖν», καὶ ἦταν ἁγία καὶ κλητὴ ἡμέρα. Ἀλλὰ
καὶ τὶς ἐπίσημες ἑορτὲς, ὅταν ἐτύχαιναν ἐν ἄλλῃ ἡμέρᾳ πλὴν τῆς ἑβδόμης, πάλιν τὶς
ὀνόμαζαν κλητὲς καὶ ἅγιες καὶ εἶχαν ἁγιασθῇ εἰς Σάββατον, χωρὶς νὰ χάνουν τὴ
σειρὰ τους στὴν ἀρίθμησι τῶν ἡμερῶν τῆς Ἑβδομάδος.
Τέτοιες κλητὲς καὶ ἅγιες ἡμέρες ἦσαν ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα (14η τοῦ Νισάν), ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος
τῶν Ἀζύμων, ποὺ ἦταν ἡ ἑπομένη τοῦ Πάσχα (δηλαδὴ ἡ 15η τοῦ Νισάν), καὶ
ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος τῶν Ἀζύμων (δηλαδὴ ἡ 21η τοῦ Νισάν).
Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες ἦταν ἠγιασμένες εἰς Σάββατα κἄν Δευτέρα, κἂν Τρίτη κ.λ.π.
ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἦταν.
Ὑπῆρχαν λοιπὸν δυὸ ἑορτὲς ἠγιασμένες
εἰς Σάββατον ποὺ ἑορταζόταν σὲ δυὸ διαδοχικὲς ἡμέρες. Αὐτὲς ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ
νομικοῦ Πάσχα καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς πρώτης ἡμέρας τῶν Ἀζύμων. ἡ μία τὴν 14η,
ἡ δεύτερη τὴν ἑπομένην ἡμέραν, 15η τοῦ Νισάν. Δυὸ κλητὲς καὶ ἅγιες ἑορτές
σὲ δυὸ διαδοχικὲς ἡμέρες. Ἡ πρώτη λοιπὸν
ἡμέρα τῶν Ἀζύμων, ὀνομαζόταν ὅπως λέγει Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (Βιβλ. ΙΙΙ, Ἐπιστ.
ρi) δευτερόπρωτο
Σάββατον. Ἡ ὀνομασία της προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα καὶ
πρώτη τῶν Ἀζύμων. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Κυρίου διερχόμενοι διὰ
τῶν σπορίμων ἔττιλον στάχυας καὶ τοὺς ἐκατηγόρησαν οἱ Φαρισαῖοι.
Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα δευτέρα τῶν ἀζύμων ἦταν
ἡ ἑορτὴ τοῦ δράγματος, διότι προσεφέρετο εἰς τὸν Θεὸ δράγμα κριθῆς· ἡ δράκα τῆς κριθῆς μέχρι τὴν προσφορά της στὸν
Θεὸ δὲν ἔπρεπε νὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφὴ μὲ κανένα ἀνθρώπινο χέρι καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας
ἐπετρέπετο ὁ θερισμὸς. Καὶ οἱ Μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ κατηγορήθηκαν μᾶλλον διότι ἔτριβαν
(ψώχοντες λέει ὁ θεηγόρος Λουκᾶς) τὸν στάχυ μὲ τὰ χέρια τους καὶ ἔτρωγαν τοὺς
καρπούς.
Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ δράγματος τῆς
κριθῆς συμπληρώνει τὶς πληροφορίες τῆς Γραφῆς ὁ Ἰώσηπος στὸ Γ΄ βιβλίο τῆς Ἰουδαϊκῆς
Ἀρχαιολογίας ὡς ἑξῆς: «Τῇ δευτέρᾳ τῶν ἀζύμων ἡμέρᾳ, ἕκτη δ’ ἔστιν αὕτη καὶ
δεκάτη, τῶν καρπῶν οὕς ἐθέρισαν, οὐ γὰρ ἥψατο πρότερον αὐτῶν μεταλαμβάνουσι, καὶ
τὸν Θεὸν ἡγούμενοι τιμᾷν δίκαιον εἶναι πρῶτον, παρ’ οὗ τὰς εὐπορίας τούτων ἔτυχον,
τὰς ἀπαρχὰς αὐτῷ τῆς κριθῆς ἐπιφέρουσι·...καὶ τότε λοιπὸν δημοσίᾳ ἔξεστι καὶ πᾶσι
καὶ ἰδίᾳ θερίζειν».
Αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ἡ δευτέρα τῶν Ἀζύμων, (τρίτη
ἡμέρα ἀπὸ τοῦ νομικοῦ Πάσχα) εἶναι κ. Μάννη ἡ ἡμέρα ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς
καὶ προσφέρθηκε στὸν Πατέρα ὁ ἅγιος καρπὸς, ἡ ἀπαρχὴ τῆς θυμωνίας τῶν
πρωτοτόκων, γιατὶ τὸ δράγμα ἐκεῖνο τῆς
κριθῆς ἦταν τύπος τοῦ εὐλογημένου καρποῦ ποὺ φυτεύτηκε στὴ γῆ καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν
ἀνεστήθηκε. Αὐτὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Εὐτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
«Ταύτης γὰρ ἐναρχομένης τῆς ἑξκαιδεκάτης, τῆς καὶ Κυριακῆς ἥτις ἐστὶν, ἥτις
καὶ πρώτη τῆς ἐπιούσης ἑβδομάδος ἐδείκνυτο, ὁ Κύριος ἡμῶν ἐκ νεκρῶν ἀναστάς,
ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ δράγματος προσήνεγκε τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου
φυράματος». (PG 86, 2391).
Τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Πατριάρχης λέγει
Κυριακή. Ἐγνώριζε βέβαια ὅτι δὲν ὑπῆρχε
τότε τὸ ὄνομα Κυριακὴ σὲ καμμιὰ ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος. Ἐγνώριζε ἀκόμη ὅτι ἡ Δευτέρα
ἡμέρα τῶν Ἀζύμων ποὺ προσεφέρετο τὸ δράγμα τῆς κριθῆς μποροῦσε νὰ συμπέσῃ τῇ μιᾷ
τῶν Σαββάτων, ἢ τῇ δευτέρᾳ ἢ τῇ Τρίτῃ ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλῃ ἡμέρᾳ τῆς Ἑβδομάδος. Τί
ἤθελε ὅμως νὰ μᾶς πῇ ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης ὀνομάζόντάς την Κυριακὴ;
Τὸ ἔτος εἰς τὸ ὁποῖο ἐσταυρώθη καὶ Ἀνεστήθη
ὁ Χριστός μας,
Ἡ ιδ΄ τοῦ Νισάν ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς
Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ποὺ συνέπιπτε μὲ τὸ Νομικὸ Πάσχα. Ἦταν ὅμως ἡ ἕκτη ἡμέρα
τῆς Ἑβδομάδος· ἡ ἡμέρα ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός. Αὐτὴ ἦταν ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ.
Ἡ ιε΄ τοῦ Νισάν, ἡ πρώτη ἡμέρα τῶν Ἀζύμων ἦταν ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τῆς
Ἑβδομάδος, ἡ ἡμέρα τῆς καταπαύσεως, τὸ Μέγα Σάββατον διὰ τοὺς Χριστιανούς.
Ἡ ις΄τοῦ Νισάν ἦταν γιὰ τὴν Παλαιὰ
Γραφὴ ἡ Δευτέρα ἡμέρα τῶν ἀζύμων καὶ ἡ Ἑορτὴ τοῦ δράγματος τῆς κριθῆς, αὐτὴν ἦταν
καὶ ἡ
Πρώτη ἡμέρα τῆς ἑπομένης Ἑβδομάδος, γιὰ δὲ τοὺς Χριστιανοὺς ἦταν ἡ ἡμέρα
τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ ἦταν ἡ Πρώτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος, (Μία τῶν Σαββάτων) γι’ αὐτὸ τὴν λέει
Κυριακὴ ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης. Δὲν συνέπιπτε πάντοτε ἡ ἑορτὴ τοῦ δράγματος νὰ εἶναι τὴν Μία
τῶν Σαββάτων, νὰ εἶναι δηλαδὴ ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος. Ὅταν ἀναστήθηκε ὁ
Χριστὸς ὅμως ἦταν Κυριακὴ. Γιατὶ ἔπρεπε στὴν ἀνάπλασι τοῦ ἀνθρώπου οἱ φωστῆρες
τοῦ οὐρανοῦ νὰ εἶναι ὅπως ἦταν στὴν πρώτη κτίσι· νὰ ἀνακεφαλαιώσῃ ὁ Θεὸς τὰ
πάντα τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς· δηλαδὴ νὰ εἶναι Πανσέληνος καὶ Ἰσημερία
συνηρμοσμένες στὶς τρεῖς διαδοχικὲς ἡμέρες Παρασκευὴ Σάββατο καὶ Κυριακὴ. Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος στὸ πρῶτο Κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἐφεσίους
Ἐπιστολῆς του αὐτὴν τὴν ἀνακεφαλαίωσι ἀνέφερε τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
γινομένην ὅταν ἔλεγε· «Ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ
φρονήσει γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ, κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ,
ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ
πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
καὶ τὰ ἐπὶ γῆς» (Ἐφεσ. α΄
9-12). Καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν η΄
Πασχαλινὸ Λόγο: «Ἔπαθεν ὁ Χριστὸς, μετ' ἰσημερίαν
καὶ τῇ παρασκευῇ ἔπαθεν, ὡς ἴσμεν, καὶ αἱ Γραφαὶ μεμηνύκασι, τεσσαρεσκαιδεκάτῃ
κατὰ σελήνην τῆς παρασκευῆς συντρεχούσης· ἐν γὰρ τῷ πάσχα τῶν Ἰουδαίων ἔπαθε·
τὸ δὲ πάσχα τῶν Ἰουδαίων τότε πάντας τοὺς χρόνους πρὸς τὸ Πάθος συνήγαγε καὶ ἰσημερίαν προλαμβάνουσαν, καὶ
τεσσαρεσκαιδεκάτην ἐνεστῶσαν, καὶ παρασκευὴν καὶ σάββατον καὶ κυριακὴν
συναρμοζόμενα». Αὐτὸς εἶναι
καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτηροῦσε τὸν χρόνο τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας.
Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς εἰς τὴν Πεντάτευχο
τὴν πρωτόκτιστη ἡμέρα δὲν τὴν ὀνομάζει Πρώτη ἀλλὰ Μία. «Ἐγένετο ἑσπέρα ἐγένετο
πρωΐ ἡμέρα Μία». Ἑρμηνεύει ὁ Μέγας
Βασίλειος ὅτι αὐτὴ ἡ πρωτόκτιστος ἡμέρα, ἡ ὁμίληκη τοῦ φωτός, αὐτὴ ποὺ ὠνομάσθηκε
Μία καὶ ὄχι πρώτη, αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τετιμημένη μὲ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου
μας καὶ αὐτὴν ὀνομάζουμε Κυριακὴ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Ἐρχόμεθα τώρα εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς
Πεντηκοστῆς. Ἀπὸ τῆς ἑπομένης ἡμέρας τοῦ δράγματος πάντοτε σύμφωνα μὲ τὴν
Γραφή, ἀρχίζουν οἱ ἑπτὰ ἑβδομάδες γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ· «Καὶ ἀριθμήσετε ὑμῖν ἀπὸ τῆς ἐπαύριον τῶν σαββάτων, ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς
ἂν προσενέγκητε τὸ δράγμα τοῦ ἐπιθέματος, ἑπτὰ ἑβδομάδας ὁλοκλήρους, ἕως τῆς ἐπαύριον τῆς ἐσχάτης ἑβδομάδος
ἀριθμήσετε πεντήκοντα ἡμέρας καὶ προσοίσετε θυσίαν νέαν τῷ Κυρίῳ».
Ἀλλὰ οἱ ἑπτὰ ἑβδομάδες εἶναι 49 καὶ ὄχι
50 ἡμέρες. Πῶς μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν ἑπτὰ ἑβδομάδες καὶ 50 ἡμέρες;
Εἴδαμε πὼς τὸ κοινὸ Μωσαϊκὸ ἔτος ἔχει
365 ἡμέρες. Οἱ 364 ἡμέρες εἶναι ἀκριβῶς 52 ἑβδομάδες· ἔτσι ἡ 365η ἡμέρα
βρίσκεται ἐκτὸς τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου. Αὐτὴν ὅμως τὴν ἡμέρα ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς
τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου, αὐτὴν θέσπισε
ὁ Μέγας Μωϋσῆς νὰ εἶναι ἡ ἐπαύριον τῆς ἐσχάτης ἑβδομάδος καὶ σ’ αὐτὴν νὰ ἑορτάζεται
ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι ἔγινε τὸ διήμερο
Σάββατο· Ἑπτὰ ἑβδομάδες=49+1=50 ἡμέρες. Μιὰ ἡμέρα τὸ διήμερο Σάββατο μὲ
ὑψηλοὺς συμβολισμούς. Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἑόρτασαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ γεγονὸς ὅτι ἔλαβον
τὸν Νόμον εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ· ἀκόμη ἑόρταζαν καὶ τὴν Εἴσοδόν τους καὶ τὴν κατάπαυσι εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας
καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν διετάχθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ προσφέρουν νέον δράγμα, αὐτὴν τὴν φορὰ δράγμα σίτου· αὐτὴ ἡ ἡμέρα, εὑρισκομένη
ἐκτὸς τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου, εἶναι καὶ ὁ
τύπος τῆς μελλούσης καταπαύσεως.
Καὶ ὁ μέν Προφήτης Μωϋσῆς θέσπισε
μυστικῶς τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἐκτὸς τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου. Ἐκτὸς τοῦ ἑβδοματικοῦ
χρόνου ἑορτάζομε καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν Πεντηκοστή. Ἀλλὰ ποῦ εὑρίσκομε τὴν ὑπολειπόμενη
ἡμέρα; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Μέγας Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος: «Ὁ γὰρ ἑπτὰ τιμώμενος ἀριθμός
τὴν τιμὴν τῆς πεντηκοστῆς συνεισήγαγε. Ὁ γὰρ ἑπτὰ ἐπὶ ἑπτὰ ἑαυτὸν συντιθέμενος
γεννᾶ τὸν πεντήκοντα μιᾶς δεούσης ἡμέρας ἣν ἐκ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος
προσειλήφαμεν, ὀγδόην τε οὖσαν τὴν αὐτὴν καὶ πρώτην, μᾶλλον δὲ μίαν καὶ ἀκατάλυτον. Δεῖ γὰρ ἐκεῖσε
καταλῆξαι τὸν ἐνταῦθα Σαββατισμόν τῶν ψυχῶν, διαθεῖναι μερίδα τοῖς ἑπτὰ καί γε
τοῖς ὀκτώ, καθὼς ἤδη τὰς τῶν πρὸ ἡμῶν τὸ Σολομώντειον ἐξειλήφασι».
Ἐκ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος πήραμε τὴν
Πεντηκοστὴ ὀγδόην τε οὖσαν αὐτὴν καὶ «Πρώτην». Καὶ διορθώνει ὁ θεῖος Πάτήρ, τό,
«Πρώτην» καὶ τὸ κάνει «Μίαν» περισσότερο γιὰ νὰ μὴν περάσῃ ἀπαρατήρητο· δεῖγμα
μικρὸ τῆς ῥητορικῆς του δεινότητας.
Τὸ ὅτι ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι
τύπος τῆς μελλούσης καταπαύσεως μᾶς τὸ λέγει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς· ὅταν ὁ Ἑβραϊκὸς
λαὸς παρεπίκρανε τὸν Θεὸ εἰς τὴν ἔρημο, τόσο πολὺ ἐλυπήθηκε ποὺ ἀπεφάσισε· Κανεὶς
ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν παραπίκραναν νὰ μὴν εἰσέλθῃ εἰς τὴν κατάπαυσιν τοῦ Κυρίου. «Ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου εἰ εἰσελεύσονται
εἰς τὴν κατάπαυσίν μου». Καὶ
πράγματι, ἀπὸ τὶς 600.000 ἀνδρῶν ποὺ πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα μόνο δύο ποὺ δὲν
παρεπίκραναν τὸν Θεό, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καὶ ὁ Χάλεβ, αὐτοὶ μόνον εἰσῆλθαν εἰς τὴν
γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μαζὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ποὺ ἐξῆλθε ἐκ γῆς
Αἰγύπτου.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔκανε τὸν Μέγα Παῦλο
νὰ φωνάξῃ στεντορίᾳ τῇ φωνῇ:
«Φοβηθῶμεν οὖν μή ποτε, καταλειπομένης
ἐπαγγελίας εἰσελθεῖν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ, δοκῇ τις ἐξ ὑμῶν ὑστερηκέναι». «Φοβηθῶμεν»
λέγει ἀδελφοί.
Ὧ Παῦλε οὐράνιε. Πόσες φορὲς
ναυάγισες; πόσες φορὲς μαστιγώθηκες, πόσες φορὲς φυλακίστηκες, πόσες ἦταν οἱ ὁδοιπορίες
σου; Νύκτα μέρα, δάση, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, πόσους κινδύνους συνήντησες, τίποτε
δὲν φοβήθηκες· καὶ τώρα λὲς «Φοβηθῶμεν» ἀδελφοί;
Φοβᾶται ὁ θεῖος Ἀπόστολος καὶ μᾶς
καλεῖ νὰ φοβηθοῦμε καὶ ἐμεῖς, μήπως παραπικράνουμε
τὸν Θεό. Μὴ μείνουν τὰ ὀστᾶ μας στὴν ἔρημο καὶ δὲν προλάβουμε νὰ εἰσέλθωμε ἐκεῖ ποὺ εἴμεθα εὐηγγελισμένοι, ἐν
ὄρει καὶ πόλει ζῶντος Θεοῦ, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων. Αὐτὴ εἶναι ἡ
Πατρίδα μας· δὲν μᾶς εἶπε ἀλλοῦ, «Οὐκ ἔχομεν ὧδε πόλιν μένουσαν, ἀλλὰ τὴν
μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν;»· Τὴν πατρίδα μας νὰ έπιζητοῦμεν· ἔνθα ἦχος καθαρᾶς ἀγαλλιάσεως·
ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ, ὁπως λέγουν οἱ
εὐχὲς τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τῶν καθορόντων τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου
Θεοῦ.
Αὐτὰ φοβᾶται μὴπως χάσουμε ὁ θεῖος Ἀπόστολος.
«μήποτε, δοκῇ τις ἐξ ἡμῶν ὑστερηκέναι». Ὅλους μᾶς θέλει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἴδαμε κ. Μάννη πῶς ὥρισε σύμφωνα μὲ
τὴ Γραφὴ ὁ Προφήτης Μωϋσῆς τρεῖς μεγάλες ἑορτὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Μένει νὰ ποῦμε
ἀκόμη, πῶς ἐναρμονίσθηκε καὶ μὲ ποιὰ ἀκρίβεια ἐναρμονίσθηκε τὸ Μωσαϊκὸ ἔτος μὲ
τὸ τροπικό ἔτος.
Γνωρίζουμε πὼς τὸ τροπικὸ ἔτος ἔχει
διάρκεια 365 ἡμερῶν καὶ ἐπὶ πλέον μιὰ διάρκεια ποὺ ὑπολείπεται λίγο τῶν 6 ὡρῶν.
Τὸ κοινὸ Μωσαϊκὸ ἔτος ποὺ γνωρίσαμε ἔχει διάρκεια μόνο 365 ἡμερῶν. Πῶς λοιπὸν θὰ
ἐναρμονισθῇ τὸ Μωσαϊκὸ μὲ τὸ τροπικὸ ἔτος;
Νὰ δοῦμε τί λύσι ἔδωσε στὸ ἴδιο
πρόβλημα τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Τὸ πρόβλημα ἄλλωστε καὶ στὰ δύο ἡμερολόγια εἶναι
ἀκριβῶς τὸ ἴδιο γιατὶ καὶ τὸ Ἰουλιανὸ καὶ τὸ Μωσαϊκό ἡμερολόγιο, ἔχουν καὶ τὰ
δύο, κοινὰ ἔτη 365 ἡμερῶν.
Τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο πρόσθεσε σὲ
κάθε τέταρτο ἔτος (δίσεκτο ἔτος) μιὰ ἡμέρα, τὸν Φεβρουάριο μῆνα.
Στὸ Μωσαϊκὸ ἡμερολόγιο ἔγινε κάτι ἐντελῶς
ἰσοδύναμο. Ἀντὶ τῆς προσθέσεως μιᾶς ἡμέρας ἀνὰ τέσσερα ἔτη, ὁ Προφήτης Μωϋσῆς
προσέθεττε ἀνὰ 28 ἔτη μία ἑβδομάδα καὶ ἔτσι σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο ἀποκαθίσταται ὁ
Ἑβδοματικὸς χρόνος. Προφανῶς, ἢ κάθε τέσσερα ἔτη προστίθεται μιὰ ἡμέρα ἢ κάθε
28 ἔτη προστίθεται μιὰ ἑβδομάδα, ἐπιτυγχάνεται ἡ ἴδια ἀκρίβεια στὴν προσέγγιση
τῆς διάρκειας τοῦ τροπικοῦ ἔτους.
Τὸ Ἰουλιανὸ λοιπὸν ἡμερολόγιο
φυλάττει τὴν ἴδια ἀκρίβεια μὲ τὸ Μωσαϊκὸ ἡμερολόγιο στὴν μέτρησι τοῦ χρόνου, ἐπίσης
τὰ δύο αὐτὰ ἡμερολόγια ἔχουν τὴν ἴδια περιοδικότητα τῶν 28 ἐτῶν καὶ στὴν
περίοδο αὐτὴ τῶν 28 ἐτῶν ἔχουν τὸ ἴδιο ἀριθμὸ 1461 ἑβδομάδων ἀκριβῶς. Αὐτὴ ἡ
περίοδος τῶν 28 Ἰουλιανῶν ἐτῶν εἶναι μιὰ περίοδος Κύκλων Ἡλίου ποὺ ἀναφέρεται καὶ
στὰ Πασχάλια.
Λέει τώρα ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἔπρεπε
πάνω στὴν σκιὰ τοῦ Νόμου νὰ τοποθετηθῇ ἡ ἀλήθεια καὶ τότε συμπληρώνεται ὁ νόμος
καὶ δίνει τὴ θέσι του στὴν ἀλήθεια· ὅπως ἕνα ἀντικείμενο ποὺ φωτίζεται καὶ
δημιουργεῖ σκιὰ· ὅταν αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο τὸ τοποθετήσουμε πάνω στὴ σκιὰ ἐξαφανίζεται
ἡ σκιὰ καὶ δίδει τὴ θέσι της στὸ ἀντικείμενο.
Τὴν νομοθετημένη ἡμέρα καὶ ὥρα τῆς
σφαγῆς τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ νομικοῦ Πάσχα, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ἀνεβαίνει
ἑκουσίως στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἀναπλάσῃ τὸν ἄνθρωπο ὄχι τώρα μὲ χῶμα ἀλλὰ
μὲ τὸ πανάγιο Αἷμά Του. Τὴν νομοθετημένη ἡμέρα για τὴ προσφορὰ τοῦ δράγματος τῆς
κριθῆς, ἡ γῆ δίδει ἐκ τοῦ τάφου τὸν ἀναστάντα Κύριο τὸν εὐλογημένο καρπὸ ποὺ ἀνεβαίνει
ὡς θυσία ἄμωμος εἰς τὸν Πατέρα διὰ τὴν σωτηρία τοῦ Κόσμου.
Γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θὰ σοῦ
ἀντιγράψω ἀπὸ τὸ Πεντηκοστάριο:
«Καὶ ταύτην τὴν Ἑορτὴν ἀπὸ τῶν Ἑβραϊκῶν
παρειλήφαμεν Βίβλων· ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι τὴν παρ’ αὐτοῖς Πεντηκοστὴν ἑορτάζουσι,
τιμῶντες τὸν ἕβδομον ἀριθμόν, καὶ ὅτι μετὰ τὸ Πάσχα πεντήκοντα ἡμέρας
διαβιβάσαντες, τὸν Νόμον ἔλαβον· οὕτω καὶ ἡμεῖς, μετὰ τὸ Πάσχα, πεντήκοντα ἡμέρας
ἑορτάζοντες, τὸ πανάγιον Πνεῦμα λαμβάνομεν, νομοθετοῦν καὶ ὁδηγοῦν εἰς πᾶσαν ἀλήθειαν,
καὶ τὰ ἀρέσκοντα τῷ Θεῷ διαττατόμενον.
.... Τὴν Πεντηκοστὴν ἑόρταζον εἰς ἀνάμνησιν
τῆς ἐν ἐρήμῳ κακοπαθείας αὐτῶν καὶ ὅπως διὰ πολλῶν θλίψεων εἰς τὴν γῆς τῆς ἐπαγγελίας
είσήχθησαν· τότε γὰρ καὶ καρποῦ, σίτου καὶ οἴνου ἀπήλαυσαν· καὶ ἐδήλου τὴν ἡμετέραν
ἐξ ἀπιστίας κάκωσιν, καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἰσέλευσιν· τότε γὰρ καὶ ἡμεῖς τοῦ Δεσποτικοῦ μεταλαμβάνομεν Σώματος καὶ Αἵματος».
Ἡ εἴσοδος λέει τῶν Ἑβραίων στὴν γῆ τῆς
Ἐπαγγελίας, εἶναι τύπος τῆς ἡμετέρας εἰσελεύσεως
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Διατυπώνεται ἐδῶ μία ἀπορία· Γιατὶ αὐτοὶ οἱ Ἰσραηλῖται ὁποῦ
εἶχαν τὴν ὑπόσχεσιν (Ἐπαγγελία) τοῦ Θεοῦ δὲν μπῆκαν στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἀλλὰ
μπῆκαν οἱ ἀπόγονοί τους καὶ μόνο δύο ἐξ αὐτῶν; Ἑρμηνεύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
λέγοντας: Δὲν τοὺς ὠφέλησε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ γιατὶ δὲν ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν πίστι. «Οὐκ ὠφέλησεν ὁ
λόγος τῆς ἀκοῆς ἐκείνους μὴ συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν» (Ἑβρ. δ,
2). Ἡ πίστις λοιπὸν βάζει τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν Ἐκκλησία, τὴν στρατευομένην
καὶ τὴν θριαμβεύουσα.
Νοιώθω κάποιο φόβο μέσα μου κ. Μάννη,
ἀλλὰ θὰ τολμήσω νὰ διαρωτηθῶ: Ἐγνώρισε ἆρα
γε ποτὲ κανεὶς τὴν κοσμοποιΐα καλύτερα ἀπὸ τὸν Προφήτη Μωϋσῆ; Κάποιος ἐπιστήμων
ἂς ποῦμε, κάποιος ἀστρονόμος ἢ κάποιος φιλόσοφος;
Ποιὸς ξέρει καλύτερα τὴν κοσμοποιία,
αὐτὸς ποὺ ξέρει κάποιους νόμους ἢ αὐτὸς ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτούς τοὺς
νόμους; Μιὰ δισύλλαβη λέξι εἶπε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ· «στήτω»· καὶ σταμάτησε ὁ Ἥλιος.
Ποιὸς ἐπιστήμων μπορεῖ αὐτὰ νὰ τὰ ἐρευνήσῃ; «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου»;
Στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου, ὁ ἅγιος
Γρηγόριος Νύσσης λέγει πὼς κάθε ἐπιμέλεια τῆς παρούσης ἐναρέτου ζωῆς ἀποβλέπει
εἰς τὸν ἐφεξῆς αἰῶνα ὁ ὁποῖος θὰ διαδεχθῇ τὸν αἰσθητὸν χρόνον τὸν «ἐν ἑβδομάσι ἀνακυκλούμενον». Ὁ Ἱερὸς λοιπὸν
ψαλτήρ, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον Γρηγόριον, μᾶς διδάσκει νὰ μὴν βλέπουμε πρὸς τὸν
παρόντα χρόνον, ἀλλὰ τὸν μέλοντα αἰῶνα· «μὴ πρὸς τὸν παρόντα βλέπειν χρόνον, ἀλλὰ
πρὸς τὴν Ὀγδόην ὁρᾷν». Αὐτὴ ἡ Ὀγδόη συνεχίζει ὁ θεῖος πατήρ «ἐστὶν ὁ ἑφεξῆς αἰών,
ὅλος μία ἡμέρα γενόμενος, καθώς φησί
τις τῶν προφητῶν, «Μεγάλην ἡμέραν» τὴν ἐλπιζομένην ὀνομάσας ζωήν». (PG 44 σ 504). Αὐτὰ λέγει ὁ θεῖος Πατήρ·
Νὰ τὰ ἀκούσουν αὐτοὶ ποὺ ἀνατρέπουν τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρόσχημα τὴν
ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια. Νὰ μὴ βλέπουμε – μᾶς λέγει ὁ θεῖος Γρηγόριος - τὸν
παρόντα χρόνον· ἀλλὰ νὰ ἀποβλέπουμε πρὸς τὴν μέλλουσα μακαριότητα ὅπου τὰ
πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.
Ἀφήρεσε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο τὴ
δίσεκτη ἡμέρα ἀπὸ τὰ ἐπαιώνια ἔτη ποὺ δὲν διαιροῦνται μὲ τὸ 400. Βελτίωσε ἔτσι τὴν
ἀκρίβεια στὴν μέτρησι τοῦ χρόνου. Ποιὸς κατάλαβε τίποτε καὶ ποιὸ τὸ κέρδος; Ἔχασε
ὅμως τὴν περιοδικότητα τῶν 28 ἐτῶν ποὺ συνδέει τὸ Μωσαϊκὸ καὶ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
Καὶ τὰ ἀποτελέσματα σ’ αὐτὴν τὴν διόρθωσι τοῦ χρόνου ποιὰ ἦταν; Μίση, διωγμοί,
φυλακίσεις, ἀποσχηματισμοὶ καὶ τὸ χειρότερο ὁ οὐ κατ’ ἐπίγνωσι ζῆλος ποὺ ἐμφανίσθηκε
καὶ στὶς δύο παρατάξεις Νεοημερολογιτῶν καὶ Παλαιοημερολογιτῶν, ὄχι βέβαια
καθολικά, ἀλλὰ «εἰς λαὸν ἀπαίδευτον» ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας καὶ ὁ ζῆλος
αὐτὸς τραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο καθωρίσθηκε
ὄχι μόνον ἡ Ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Κινητῶν ἑορτῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ Ἀκίνητες ἑορτὲς. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὰ Προλεγόμενα τῆς ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἂν μετατεθοῦν οἱ Ἀκίνητες Δεσποτικὲς ἑορτὲς θὰ προκαλέσουν μεγάλη σύγχυσι εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν. Δεκαεπτὰ αἰῶνες σεβάσθηκαν τὸ Παλαιὸ ἑορτολόγιο οἱ Πατέρες ὅλων τῶν
οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ οἱ λοιποὶ Πατέρες, σύμπασα δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Καὶ ὁ ἱερὸς Φιλόθεος ὁ Ζερβᾶκος σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀείμνηστο
Καντιώτη, παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας λέγει ὅτι εἶναι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. «Οἱ Θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες οἱ τὰς Οἰκουμενικὰς
καὶ τοπικὰς Ἁγίας Συνόδους συγκροτήσαντες, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐγγράφων καὶ ἀγράφων
παραδόσεων ἃς παρέδωκαν ἡμῖν, μᾶς παρέδωκαν καὶ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, ἐπὶ
τῇ βάσει τοῦ ὁποίου ἅπασα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τελεῖ ἁπάσας τὰς κινητὰς καὶ ἀκινήτους
ἑορτάς, καὶ ἐπὶ 15 περίπου αἰῶνας ἠκολούθει, ἐσεβάσθη καὶ διεφύλαξε». Ἔτσι
γράφει ὁ σεπτὸς πατήρ.
Εἰς τὴν νεότητά μου ἀγαπητέ μου κ.
Μάννη, ἐρώτησα ἕνα Ἁγιορείτη Γέροντα ἀγράμματο· Γέροντα, τοῦ εἶπα, γιατὶ ὁ ἱερὸς
Νικόδημος ποὺ ἑρμήνευσε τοὺς ἀσματικοὺς Κανόνες ὅλων τῶν Μεγάλων Ἑορτῶν δὲν ἑρμήνευσε
καὶ τὸν Κανόνα τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ γιὰ νὰ μᾶς ἐξηγήσῃ τί σημαίνει τὸ «ὀγδοὰς
τελοῦσα τοῦ μέλλοντος»;
Μοῦ ἀπήντησε τὸ ἑξῆς: Ὅπως μοῦ εἶπε καὶ μένα ὁ Γέροντάς μου ὅταν ἤμουν
παδὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅλοι οἱ κανόνες εἶναι ἑρμηνευμένοι, ὁ κανών τοῦ Ἀντίπασχα
δηλ. τῆς ἑορτῆς τοῦ Θωμᾶ δέν ἑρμηνεύθη διότι
ἔχει ὑψηλά νοήματα ὅπου δὲν δύναται νοῦς ἀνθρώπινος νὰ τὰ ἐννοήσῃ. Λέγει,
μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ. Ἑπτά εἶναι οἱ ἡλικίες τοῦ Ἀνθρώπου, μέ αὐτὰς θὰ ἐργασθῇ ὁ Μοναχός εἰς τὰ ὕψη τῶν ὀρέων ὅπου εἶναι
ὅλη ἡ Θεολογία· ὅταν χορτάσῃ ἀκορέστως τότε θά ἀνέλθῃ εἰς τὴν ὀγδόην ἀποκατάστασιν
ὅπου δὲν ὑφίσταται οὔτε χρόνος οὔτε μήν οὔτε ἕτερόν τι τοῦ κόσμου τούτου.
Αὐτὰ ἄκουσα. Οὔτε χρόνος, οὔτε μήν, οὔτε
ἕτερόν τι τοῦ κόσμου τούτου. Μόνο ποὺ τώρα ἐμεῖς ζοῦμε στὸν ἑβδοματικὸ χρόνο εἰς
τὸν ὁποῖον, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, καὶ ἀποθνήσκομεν. Ἡ δὲ
Κυριακὴ εἶναι σύμβολον τῆς Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν καὶ εἰκὼν τοῦ
προσδοκωμένου αἰῶνος μία οὖσα καὶ ὀγδόη. (Στὴν ἐργασία του περὶ Μνημοσύνων σὲ
μιὰ σημείωσι τὸ γράφει αὐτό).
Πολλοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Θεολόγος, Δαμασκηνός, Μάξιμος
καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ὁμιλοῦν γιὰ τὸν Ἑβδοματικὸ χρόνο τῆς παρούσης ζωῆς, γιὰ νὰ μᾶς παρακινήσουν αὐτὴν τὴν ἑβδοματικὴ ζωὴ στὴν ὁποία
καὶ ἀποθνήσκομε, νὰ ζήσουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐν ἐξομολογήσει, μὲ τὴν προσδοκία
τῆς ἀδιάδοχης ὀγδόης καὶ Μιᾶς ἡμέρας ἡ ὁποία
θὰ φωτίζεται μὲ τὸ ἀνέσπερο καὶ ἄδυτο φῶς, ὅπου δὲν ὑφίσταται οὔτε χρόνος οὔτε μήν οὔτε ἕτερόν τι τοῦ κόσμου τούτου καὶ
ποὺ οἱ δίκαιοι θὰ μετέχουν στὸ κάλλος καὶ τὴ δόξα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Δὲν ἀπάντησα ῥητὰ
στὸ ἐρώτημα ἂν πρέπει ἢ ἄν δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀκριβὴς
μέτρησι τοῦ χρόνου. Ἐξιστόρισα αὐτὰ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους μου ὅπως ἔμειναν
στὴ μνήμη μου. Ἂς βγάλῃ κάθε ἕνας τὰ
συμπεράσματά του.
Ἀκόμη κ. Μάννη, δὲν διεκδικῶ τὸ ἀλάθητο·
καὶ ἐλέγχομαι διότι ἐτόλμησα, ἐκ τοῦ φόβου καὶ μόνον τῆς παρακοῆς, νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ζητήματα ποὺ εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεών
μου.
Ο ΘΕΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ
Ἀ.
[i]
«Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· αἱ ἑορταὶ Κυρίου, ἃς
καλέσετε αὐτὰς κλητὰς ἁγίας, αὗταί εἰσιν αἱ ἑορταί μου. ἓξ ἡμέρας ποιήσεις ἔργα,
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα ἀνάπαυσις κλητὴ ἁγία τῷ Κυρίῳ· πᾶν ἔργον οὐ
ποιήσεις, σάββατά ἐστι τῷ Κυρίῳ ἐν πάσῃ κατοικίᾳ ὑμῶν. Αὗται αἱ ἑορταὶ τῷ Κυρίῳ
κληταὶ ἅγιαι, ἃς καλέσετε αὐτὰς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. ἐν τῷ πρώτῳ μηνὶ ἐν τῇ
τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνός, ἀνὰ μέσον τῶν ἑσπερινῶν πάσχα τῷ Κυρίῳ. καὶ ἐν τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς
τούτου ἑορτὴ τῶν ἀζύμων τῷ Κυρίῳ· ἑπτὰ ἡμέρας ἄζυμα ἔδεσθε. καὶ ἡμέρα ἡ πρώτη
κλητὴ ἁγία ἔσται ὑμῖν, πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε· καὶ προσάξετε ὁλοκαυτώματα τῷ Κυρίῳ ἑπτὰ ἡμέρας·
καὶ ἡ ἡμέρα ἡ ἑβδόμη κλητὴ ἁγία ἔσται ὑμῖν, πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε.
Καὶ ἐλάλησε
Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· εἶπον τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ὅταν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν,
καὶ θερίζητε τὸν θερισμὸν αὐτῆς, καὶ οἴσετε τὸ δράγμα ἀπαρχὴν τοῦ θερισμοῦ ὑμῶν
πρὸς τὸν ἱερέα· καὶ ἀνοίσει τὸ δράγμα ἔναντι
Κυρίου δεκτὸν ὑμῖν, τῇ ἐπαύριον τῆς πρώτης ἀνοίσει αὐτὸ ὁ ἱερεύς. ... Καὶ ἀριθμήσετε
ὑμῖν ἀπὸ τῆς ἐπαύριον τῶν σαββάτων, ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς ἂν προσενέγκητε τὸ δράγμα
τοῦ ἐπιθέματος, ἑπτὰ ἑβδομάδας ὁλοκλήρους, ἕως τῆς ἐπαύριον τῆς ἐσχάτης ἑβδομάδος
ἀριθμήσετε πεντήκοντα ἡμέρας καὶ προσοίσετε θυσίαν νέαν τῷ Κυρίῳ». (Λευϊτ. Κγ΄, 1-16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου