(Εκδόθηκε από τον ακάματο Αθανάσιο Παπαδόπουλου -Κεραμέα στο έργο του "Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας", τόμ. α΄, Πετρούπολη, 1891, σελ. 220-230. Δακτυλογράφηση - Υποσημειώσεις - Υπογραμμίσεις: Ν. Μάννης)
Κυρίλλου Λουκάρεως, πάπα καὶ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Διάλογος βραχύς, ἐν ᾧ καταλεπτῶς θεωρεῖται ὁ κίνδυνος ὁποῦ
μέλλει νὰ προξενήσῃ πολὺ κακὸν καὶ ζημίαν, προβαίνοντος τοῦ καιροῦ, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
τῆς Κωνσταντινουπόλεως[1] διὰ τῆς
παρουσίας τῶν Γεζουϊτῶν[2] εἰς τὸν
Γαλατᾶ[3], καὶ
σκέψις πῶς ἤθελεν εἶσται δυνατὸν ὁ τοιοῦτος κίνδυνος νὰ καταλυθῇ. Τὰ τοῦ
διαλόγου πρόσωπα Ζηλωτὴς καὶ Φιλαλήθης.
Z. Xαίροις, ὧ Φιλάληθες! Ἀπὸ
πολλοῦ σὲ ἐγύρευα νὰ σὲ ἐρωτήσω ἂν ᾖναι πρέπον καὶ δίκαιον νὰ μὲ συμβουλεύσῃς,
τινὰς νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὰ δόγματά του τὰ ἀληθῆ καὶ ὁποῦ εἶχεν ἀπὸ τοὺς πατέρες
τους; Διατὶ ἔχω ἀκουστὰ ἀπὸ τοὺς προτήτερούς μου ὅτι εἶναι κάλλιον τινὰς νὰ ἀποθάνῃ
παρὰ νὰ παρέβῃ τὴν ἀλήθειαν. Εἰς τοῦτο λοιπὸν σὲ ἐγύρευσα καὶ παρακαλῶ σε νὰ
μοῦ εἰπῇς ἂν πρέπῃ.
Φ. Θαυμάζω, ὦ Ζηλωτά, πῶς τόσον
σπουδαίως ἄρχεσαι καὶ πῶς μὲ τοιαύτην προθυμίαν μοῦ συντυχαίνεις, καὶ κἂν δὲ μὲ
ἀφῆκες νὰ σοῦ ἀποκριθῶ εἰς τὸν χαιρετισμόν, ἀμὴ μ’ ἐρωτᾷς πράγματα ὁποῦ δὲν ἠξεύρω
τί σε ἀναγκάζει νὰ μὲ ἐρωτᾷς.
Ζ. Ἐρωτῶ διατὶ βλέπω ὅτι εἶναι
καιρὸς τινὰς νὰ ἀποθάνῃ, ἐπειδὴ τόσον καιρὸν ὁποῦ ἤμασθεν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τοὺς
Τούρκους τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ὀρθοδοξία μας στέκουνται σῶα, καὶ τώρα νεωστὶ ἦλθαν
οἱ λεγόμενοι Γεζουΐται καὶ μὲ πολλὴν πονηρίαν καὶ ὑπόκρισιν πάσχουν νὰ μᾶς τὰ
ἀνατρέψουν καὶ νὰ τὰ χαλάσουν ὅλα. Τοῦτο λογιάζωντας[4] κρίνω πῶς
εἶναι καλλιότερον νὰ ἀποθάνῃ τινὰς παρὰ νὰ ζῇ.
Φ. Ἐτοῦτο εἶναι ὁποῦ σὲ
ταράττει καὶ σὲ κάμνει καὶ εἶσαι τόσον λυπημένος; Ἐγὼ ἂν ἐγροίκουν καὶ ἐσύμφερεν
ἤθελα σοῦ εἰπῆ ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγροίκησα, πῶς εὔκολα ἐκοινολογοῦσαν σοφοί τινες ἄνδρες
ἀνάμεσόν τως[5]
περὶ τούτων τῶν Γεζουϊτῶν, οἱ ὁποῖοι ταπεινοὶ φαίνουνται εἰς τὰ ὄματα καθ’ ἑνός,
ἀμὴ εἶναι πονηροὶ καὶ λύκοι, καὶ καθὼς ἔλεγαν ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ ἄνδρες, ἄξιοι εἶναι
νὰ συντρίψουν βασιλείαν· πόσον μᾶλλον τὰ δόγματα τὰ ἡμέτερα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν
ἐδικήν μας; Ἀμὴ φοβοῦμαι καὶ δὲν συμφέρει νὰ λαλῶ περισσότερον καὶ διὰ τοῦτο
σιωπῶ.
Ζ. Ὄχι! Σὲ παρακαλῶ μὴν μοῦ
κρύψῃς τὰ ὅσα ἤκουσας ἀπ’ ἐκεῖ, ὅτι γνωρίζω πῶς εἶναι πολλὰ συμφέρον καὶ ἐμένα
καὶ κάθε ἄλλου ὁποῦ νὰ ἀκούσῃ τὰ τοιαῦτα διὰ νὰ ἠξεύρῃ κάθε εἷς τὰ τοιαῦτα, τὸ
τί κάμνει χρεία εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν νὰ ἀποφασίσῃ.
Φ. Ἐγὼ μοῦ
φαίνεται καθὼς εἶπα καὶ δὲν συμφέρει, διατὶ θέλει κακοφανῆ πολλῶν καὶ ἀπὸ τοὺς
ἐδικούς μας, καὶ διὰ τοῦτο σιωπῶ.
Ζ. Καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι ἔχει νὰ
κακοφανῇ μερικῶν, ἀλλ’ ὅτι θέλει εἶσται καὶ συμφέρον πολλῶν, καὶ μάλιστα ἂν ᾖναι
ἀλήθεια τὰ ὅσα ἤκουσα.
Φ. Ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ τόσον ἀληθῶς
ἐσύντυχαν[6] ὁποῦ
περισσότερον δὲν βολεῖ.
Ζ. Φυλάγου λοιπὸν ἂν κρύψῃς τὴν
ἀλήθειαν, μήπως καὶ θέλῃς ἔχει ἁμαρτίαν καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν σου[7].
Φ. Ἀναγκάζεις με μὲ τοιαῦτα
λόγια νὰ σοῦ κάμω τὸ θέλημά σου, μάλιστα ὁποῦ μετρᾷ εἰς τὸν νοῦν μου ὅτι ἂν ἐκεῖνα
ὁποῦ θέλω σοῦ εἰπῆ ἐκ στόματος τῶν σοφῶν ἐκείνων τὰ ἀκούσουν ἀπὸ λόγου σου καὶ
ἄλλοι, θέλουν γνωρίσει καλλιότερα τὴν ἔννοιαν καὶ τὸν σκοπὸν αὐτῶν τῶν καλῶν
ἀνθρώπων τῶν Γεζουϊτῶν, καὶ εἰς τοῦτο νὰ τοὺς προσέχωσιν ὅσον εἶναι δυνατόν.
Z. Παρακαλῶ σε μὴν βράδυνε νὰ
πληρώσῃς τὸ θέλημά μου ὡς ἐκεῖνος, ὁποῦ εἶσαι φίλος καὶ καλὸς χριστιανός.
Φ. Εὑρισκόμουν ἐχθὲς μὲ δύο
σοφοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους ἂν τοὺς ὀνομάσω δυνατὸν νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς. Ἀμὴ ἀφίνω
νὰ εἰπῶ τὰ ὀνόματά τως διὰ τὴν ὥραν.
Λοιπὸν ὁμιλώντας ἐκεῖνοι πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα, πολλὰ ἐχαίρουμουν ἀκούωντάς
τους. Ὅμως ἦλθαν καὶ εἰς τοῦτο καὶ ἔλεγαν περὶ πίστεως, καὶ ἐγνώριζαν καὶ οἱ
δύο ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἂν καλὰ καὶ ἐπέρασεν πολλαὶς ταραχαὶς ἐκ μέρους τῶν
αἱρετικῶν, ἀμὴ πάντοτε ἐκεφαλῄωνεν καὶ ἐστέκετονε εἰς ὀρθοδοξίαν. Ἀμὴ ἔλεγαν
πῶς τώρα εἶναι πολλὰ δυστυχής, διατὶ ἀνθρώπους δὲν ἔχει φρονίμους, ἀμὴ τὴν
κυβερνοῦσιν ἀμαθεῖς ἄνθρωποι καὶ ὁποῦ δὲν γνωρίζουν τὸ χρέος ὁποῦ ἔχουν διὰ τὴν
κυβέρνησιν αὐτῆς, καὶ μόνον ἡ ἔννοιά τως εἶναι εἰς τὴν φιλαργυρίαν καὶ ἁρπαγὴν
καὶ ἀδικίαν καὶ ὄχι εἰς καμμίαν καλοσύνην, εἰς τόσον ὁποῦ ἔλεγεν (ὁ εἷς) δὲν
«θεωρῶ πλέον ἐγὼ πῶς ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθήσῃ πλέον τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἢ πῶς οἱ
χριστιανοὶ νὰ ἐμποροῦσι νὰ ἰδοῦσι καμμίαν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν τοιαύτην Ἐκκλησίαν,
ὁποῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἁγιωσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ οὐδεκαμμία ἄλλη ἀρετή, καθὼς
εἶναι ἴδιον τῆς χριστιανωσύνης, δὲν πολιτεύεται». Ταῦτα ἔλεγεν ὁ εἷς σοφὸς ἐκεῖνος,
εἰς τὰ ὁποῖα ὁ ἄλλος σοφὸς ἀπεκρίθη λέγων ὅτι «καλὴ καὶ φρόνιμη θεωρία εἶναι ἐτούτη,
ἡ ὁποία εἶχε χρεία διόρθωσιν, ἂν ἤτονε δυνατόν. Ἀμὴ ἐπειδὴ ἀφ’ οὗ ἐπάρθη ἡ
Κωνσταντινούπολις ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὕστερον ὀλίγους χρόνους ἄρχισεν ἡ ἀκαταστασία
αὕτη εἰς αὐτὴν τὴν Ἐκκλησίαν ὡς τώρα, κἂν πάντοτε στέκεται καὶ λέγουν οἱ Ἀνατολικοὶ
πῶς ἔχουν Ἐκκλησίαν καὶ στέκουνται μ’ ἐλπίδα ὅτι θέλει στείλει ὁ Θεὸς κανένα
καιρὸν ἄνθρωπον νὰ τὴν διορθώσῃ[8], καὶ
πάντοτε εὑρίσκουνται μὲ τέτοιαν παρηγορίαν οἱ πτωχοὶ πῶς ἔχουν Ἐκκλησίαν, καλὰ
καὶ νὰ ᾖναι πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς, ἀμὴ τώρα κινδυνεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὥστε πλέον Ἐκκλησίαν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἀνατολικοί. Καὶ ἂν ἐρωτήσῃς
«διατί», σοὶ λέγω ὅτι ὅλαις ταὶς τέχναις ταὶς πονηραὶς κρυφίως ταὶς χρειάζουνται
διὰ τὴν ἐδικήν τως ὑπόκρισιν οἱ Γεζουΐται, διὰ νὰ ξαπλώνουν πανταχοῦ τὴν ἐξουσίαν
τοῦ Πάπα. Καὶ σὰν ἐγνώρισαν τὴν εὐκολίαν ὁποῦ μποροῦν νὰ ἔχουν εἰς τὴν
Τουρκίαν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ὡς ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν βιάζουνται διὰ τὰ πράγματα τῶν
χριστιανῶν ἂν τινὰς δὲν τοὺς βάλῃ εἰς φῶς (ἂν καὶ τινὰς τοὺς βάλῃ εἰς φῶς, εὔκολα
πάλιν τυφλώνουνται), μὲ τοῦτο τὸ ἐλογίασαν πῶς εἶναι εὔκολον καὶ ἦλθαν εἰς τὸν
Λεβάντε[9]. Καὶ πρῶτον
ἐκατοίκησαν εἰς τὴν Χίο καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν σπουδαστήριον καὶ ἔσυραν τοὺς ἥμισυ
παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς τὴν γνώμην τως καὶ εἰς τὴν θρῃσκείαν τως καὶ
καταφρονοῦσι τὴν τάξιν καὶ τὰ δόγματά μας καὶ κρατοῦσι (τὰ) τοῦ Πάπα. Τώρα ἀπ’
ἐκεῖ ἦλθαν εἰς Κωνσταντινούπολιν[10] καὶ ἐκατοίκησαν
εἰς τὸν Γαλατᾶ, καὶ πρῶτον ἐπίασαν τὰ παιδία καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων
κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων τους. Ἔπειτα μὲ συμβουλαίς τως κρυφαὶς καὶ
συνδρομαίς τως τοὺς λατινόφρονας (ὅσα βδελύγματα καὶ μαργιολίαις καὶ
μαργιόλους[11],
μόνον νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ῥώμην καὶ νὰ ἐπαγγέλλωνται
πῶς πείθουνται τῷ Πάπᾳ) τοὺς συστένουν πολλαχῶς καὶ προβιβάζουνται εἰς ἀρχιερωσύνην[12]. Ἔτζι ἔγινεν
μὲ τὴν συμβουλή τως καὶ συνδρομήν τως μητροπολίτης Παροναξίας ἕνας μαργιόλος
κατῃσχυμένος, διὰ πολλῶν λόγων ἢ λογιῶν ἐντροπαὶς ἀπὸ τὴν Ἀνάπολιν[13]
διωγμένος, κἄποιος λεγόμενος Νικηφόρος[14], καὶ ὡς
τὴν σήμερον ἐδῶ εἰς τὸν Γαλατᾶ καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἕκαστος τὸν ἐβλέπει
καὶ τὸν ἠξεύρει τί ἄνθρωπος εἶναι. Καὶ πάλιν μὲ τὴν συμβουλὴν αὐτῶν τῶν Γεζουϊτῶν
καὶ τὴν συνδρομήν τως ἔγινεν μητροπολίτης
Χριστιανουπόλεως κἄποιος δὲ παπᾶ Νικόλαος[15]
λεγόμενος, ἄνθρωπος ὁποῦ ἔχει πολλὴν ἀγνωσίαν, καὶ ὄχι ἀνθρώπους ἀμὴ
χοίρους ἄξιος δὲν εἶναι νὰ βόσκῃ. Ἀφίνω τὰ ἄλλα τως ἐλαττώματα ὁποῦ δὲν βολεῖ
τώρα νὰ τὰ λέγω. Ὅμως διὰ νὰ ἐπαγγέλλωνται φανερὰ καὶ ἀνερυθριάστως ὅτι εἶναι
παπίσται καὶ ὅτι ὁ Πάπας εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς πρῶτος καὶ κεφαλή,
διὰ τοῦτο τοὺς συντρέχουσι καὶ ἀνεβαίνουν εἰς τοὺς βαθμοὺς αὐτούς. Καὶ θέλει
εἰπῆ πῶς δὲν πταίουσιν αὐτοὶ ἀμὴ ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κάμνει, ἤγουν ὁ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως[16]. Ἀλήθεια,
ἐκεῖνος τὸ πρῶτον πταίσιμον. Ἀμὴ τί ἠξεύρεις; Μηπως καὶ ἔχουν καὶ ἐκεῖνον
συρμένον εἰς τὴν γνώμην τως; Μὲ τὸ νὰ τοῦ τάξουν ὑποσχέσεις ψεμματιναὶς καὶ
καθὼς ἐγελοῦσαν τὸν Νεόφυτον τὸν πατριάρχην διὰ κομποσχοίνια καὶ μὲ κἄτι εἰκόνες
στάμπιναις εἰς τὸ χαρτί, καὶ καθὼς γελοῦσι μετὰ ταῦτα καὶ σύρνουσι τὸν κόσμον, ἔτζι
καὶ τὸν πατριάρχην ἐνδέχεται νὰ τὸν γελοῦσι μὲ ψέμματα. Ὅμως τοῦτο δὲν τὸ
βεβαιώνω, ὅτι ὡς καὶ ἂν ᾖναι πολλὰ κακὰ καὶ παράνομα κάμνει ὁ πατριάρχης νὰ χειροτονᾷ
τοὺς τοιούτους λατινόφρονας καὶ ἀναξίους ὁποῦ αὐτὸς τοὺς ἠξεύρει. Ὅμως ἂς εἶναι.
Ἡμεῖς τώρα δὲν λέγομεν μόνον διὰ τοὺς Γεζουΐτας πῶς ἐπιτηδεύονται τὴν
δουλείαν τως καλὰ καὶ ἐνεργοῦσι καὶ χειροτονοῦσιν ἐδικούς τως ἀνθρώπους καὶ τοὺς
κάμνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τώρα μὲ τοῦτο θέλεις ἰδεῖ ὅτι εἰς ὀλίγον καιρὸν καὶ
ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λατινόφρονας θέλουν κάμει κανένα πατριάρχην, ἐπειδὴ τὸ
Πατριαρχεῖον δὲν στέκεται εἰς ἄλλο, μόνον ὅποιος δώσει περισσότερα ἄσπρα[17]. Μποροῦσι
οἱ Γεζουΐται νὰ τὸν κάμουν, ὅτι περισσότερα ἔχουν αὐτοὶ ὅταν θέλουν παρὰ τὸν
πατριάρχη καὶ ταὶς λοιπαὶς ἐπαρχίαις· ἀμὴ δὲν τὰ ῥίπτουν ἀσκέπτως. Ὅταν λοιπὸν
ἔλθῃ εἰς τόσον νὰ βάλουν αὐτοὶ πατριάρχην λατινόφρονα καὶ ἐδικόν τως, τότε καὶ
αὐτοὶ οἱ ἱερομόναχοι ὅλοι ὁποῦ γυρίζουν τὰ καντούνια[18] τῆς Πόλεως
καὶ τοῦ Γαλατᾶ, ὅλοι διὰ νὰ ἔχουν ἐκκλησίαις ὅλοι εἰς τὸν ὁρισμόν τως καὶ ὄχι τῶν
Γεζουϊτῶν (διατὶ αὐτοὶ δὲν φαίνονται) μόνον τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου· τότε ἡ
πνευματικὴ διαγωγὴ εἰς τὸ χέρι τως, τότε τὰ μαθήματα εἰς τὸ χέρι τως, τότε καὶ ἡ
διδαχή, εἰς τόσον ὁποῦ δὲν ἀκολουθᾷ ἐκεῖ ἄλλο παρὰ ὁ παντελὴς ἀφανισμὸς καὶ τῆς
ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολικῆς. Καὶ μὴ εἴπῃ τινὰς ὅτι «τοῦτο ἀκόμη δὲν
ἔγινεν», ὅτι ἂς τὸ κρατεῖ κάθα εἷς διὰ καμωμένον καὶ τελειωμένον. Τοῦτο σκέπτομαι
ἐγὼ καὶ λογιάζω πῶς εἶναι χειρότερον παρὰ κάθε ἄλλην συμφοράν, καλὰ καὶ οἱ ἄρχοντες
τῆς Πόλης νὰ μὴν τὸ λογιάζουν, διατὶ δὲν τοὺς κόπτει, παρὰ κάθα εἷς λογιάζει τὸ
ἴδιόν του. Ὁ λαὸς πάλιν ὁ κοινὸς ἔχει ἕνα ἰδίωμα, ὅτι εἰς τοιαύταις ὑποθέσεις δὲν
μετρᾷ περισσότερον. Ἔπειτα οἱ καλοὶ Γεζουΐται ἔχουσι μαθητὰς κἄποιους χοντροὺς
ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους (ὡς πονηροὶ ὁποῦ εἶναι) μὲ τόσην ὑπόκρισιν τοὺς γελοῦν
καὶ τοὺς παίζουν ὡς πιθήκους, γνωρίζοντάς τως χοντροὺς καὶ ἀφυεῖς[19], ὁποῦ δὲν
ἐμποροῦν νὰ μάθουν· ὅμως τοὺς ἐπιμελοῦνται διὰ νὰ κλέπτουν τὴν εὔνοιάν των νὰ
περιπατοῦσι ἀπὸ τὰ παζάρια καὶ ἀπὸ τοὺς ζαλαχανάδες[20] καὶ ἀπὸ
ταὶς ἐκκλησίαις νὰ κηρύττουσι πῶς οἱ Γεζουΐται εἶναι σοφοί, ἅγιοι, καὶ νὰ κάμνουν
τὰ καϋμένα τὰ παλληκαράκια νὰ μαζώνουνται κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν
Γεζουϊτῶν, σὰν νὰ παραδίδουν οἱ τυφλοὶ πρόβατα εἰς τὸ στόμα τῶν λύκων. Ταῦτα
πάντα ὅποιος τὰ σκεφθῆ καὶ τὰ μετρήσει καλῶς, εὑρίσκει ὅτι δὲν προξενοῦν ἄλλο
παρὰ ἀφανισμὸν καὶ χαλασμὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ἀνατολικήν». Ταῦτα ἦσαν, ὧ
Ζηλωτά, ὁποῦ εἶπαν οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι, τὰ ὁποῖα γνωρίζω ὅτι εἶναι ἀλήθεια, διατὶ
μὲ πολλὴν γνῶσιν εἶναι μετρημένα καὶ τὰ σημάδια δείχνουν φανερὰ ὅτι ἄλλως δὲν
εἶναι. Καὶ ἐπειδὴ μὲ ἠνάγκασας καὶ σοῦ τὰ ὡμολόγησα, ἔχε εἴδησιν.
Ζ. Ὦ Φιλάληθες, εὐχαριστῶ σε ὅτι
μοῦ ἐδήλωσες ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγὼ καταλεπτῶς δὲν ἐμπόρουν νὰ ἠξεύρω μόνον ἀπ’ ἐκεῖνα
ὁποῦ βλέπω πῶς ἄρχισαν νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας. Ἐφαντάζουμουν τὴν κακίαν
αὐτὴν ὁποῦ περικυκλόνει τὴν Ἐκκλησίαν μας καὶ τὰς ψυχάς μας. Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ
σε, εἰπέ μοι, συμβούλευσόν μοι: ἁρμόζει νὰ ἀποθάνῃ τινὰς ἢ κἂν νὰ κινδυνεύσῃ
μέχρι αἵματος κατὰ τῶν τοιούτων, παρὰ νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ἐκκλησία
μας;
Φ. Τοῦτο ὁποῦ μὲ ἐρωτᾷς, ὧ Ζηλωτά, τώρα δὲν εἶναι
ἀνάρμοστον, καλὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ζέσιν τῆς καρδίας σου· διατὶ ἀποθένωντας
καὶ κινδυνεύωντας, καθὼς λέγεις, ὀλίγα ὠφελεῖς τοὺς λοιπούς σου ἀδελφούς. Ἀλλὰ
μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον πάσχισαι, ἂν σοῦ ᾖναι δυνατόν, νὰ ξυπνίσῃς τοὺς
χριστιανοὺς, ὁποῦ εἶναι αὐτοῦ καὶ κοιμοῦνται, νὰ γνωρίσουν τὴν πλάνην καὶ τὸ
κακὸν ὁποῦ κινδυνεύει νὰ γένῃ· καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον εἶναι εὔκολον, καὶ μάλιστα
ἂν ὁ Θεὸς νεύσῃ εἰς τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, καθὼς ἔνευσεν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀφεντάδων
τῆς Βενετίας καὶ τοὺς ἐδίω-ξαν ἀπὸ τοὺς τόπους τως[21], ἔτζι
καὶ αὐτοὶ ἂν δὲν τοὺς διώξουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, ἀλλὰ νὰ τοὺς διώξουν ἀπὸ
τὰς καρδίας τως. Τοῦτο ἁρμόζει τώρα καὶ ὄχι ἄλλο.
Ζ. Καλὰ λέγεις, ἀμὴ δὲν ἠξεύρω τί λόγους ἤθελα
χρειασθῆ ὁποῦ νὰ μπορῶ καρδίας ὁποῦ δὲν γροικοῦσι νὰ καταπείσω. Εἰς τοῦτο,
παρακαλῶ σε εἰς ὅλαις ταὶς καλοσύναις σου, δίδαξόν με τί νὰ εἰπῶ.
Φ. Ζητεῖς μου πρᾶγμα ὁποῦ δὲν εἶμαι
τόσον πρακτικὸς ὁποῦ νὰ μπορῶ νὰ κάμω, τουτέστι νὰ σὲ διδάξω τί νὰ τοὺς εἰπῇς. Ὅμως
μὴν χρειασθῇς εἰς τὸν λόγον τόσα χρώματα ῥητορικά, μόνον εἰπέ τως ἁπλᾶ ἁπλᾶ τὴν
ἀλήθειαν εἰς τοῦτον τὸν τρόπον. «Πρέπον εἶναι, ὧ ἄνδρες Ἕλληνες καὶ τῆς Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας γνήσια παιδία, ἂν ἴσως καὶ εὑρισκομέσθανε ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν ἢ ἀπὸ
αἰτίαις καὶ ἐλαττώματος ἡμετέρου, ἢ καὶ διὰ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ τὰ ὑψηλὰ καὶ
βαθέα, ὁποῦ νοῦς ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ μετρήσῃ, ἂν ἴσως (λέγω) καὶ ἤμασθεν
ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀνάπαυσαις ὁποῦ ἔχει ὁ κόσμος, νὰ μὴν
προδώσωμεν ποτὲ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία ἄλλως δὲν προδίδεται παρὰ
σὰν νικηθοῦμεν ἀπὸ λόγια πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποκριτῶν νὰ ἀρνηθοῦμεν τὰ
πατρικὰ μας δόγματα, νὰ πιάσωμεν δόγματα ξένα ὁποῦ οὔτε οἱ πατέρες μας τὰ ἐγνώριζαν
οὔτε ἡμεῖς. Καὶ τοῦτα δὲν εἶναι ἄλλα παρὰ ἐκεῖνα ὁποῦ μᾶς προβάλλουν οἱ Γεζουΐται
λεγόμενοι, ἄνθρωποι ὁποῦ μποροῦσι καὶ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον νὰ γελάσουν καὶ νὰ ἐμπαίξουν
καὶ νὰ σύρουν ὡς θέλουν ὅλον τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ ἀμάθειαν
ὁποῦ ἔχει. Λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ εἴμασθεν ἔτζι χαῦνοι[22] νὰ
προδώσωμεν τὴν εὐγένειάν μας, πιστεύοντας τοιούτων ἀνθρώπων. Ἐνθυμηθῆτε, ἄνδρες
Ἕλληνες, καὶ ἀνιστορηθῆτε τοὺς περασμένους καιρούς, καὶ θέλετε ἰδεῖ ὅτι
κανέναν καιρὸν οἱ Λατῖνοι τοῦ γένους μας φίλοι δὲν ἤτονε. Ὁ Πάπας καὶ οἱ
‘περασπισταί του πάντοτε ἦσαν ἐχθροὶ τοῦ γένους μας, πάντοτε τὴν ἀπώλειαν τῆς
βασιλείας μας ἤθελαν, καθὼς ἔδειξαν εἰς διαφόρους καιροὺς τὴν κακὴν τως
γνώμην πρὸς ἡμᾶς. Καὶ διὰ νὰ μὴν μακρύνω ἀφίνω τὰ ἄλλα, μόνον ἕνα πρᾶγμα νὰ σᾶς
ἐνθυμίσω, ἀπ’ ἐκεῖ νὰ γνωρίσεται τὴν γνώμην τως. Τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολέμα ὁ
σουλτὰν Μεεμέτης[23]
τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν εἶχεν κεκλεισμένην, κάμνωντας κάθεν μηχανὴν νὰ
πάρῃ τὴν Πόλιν ἔκαμεν καὶ ταύτην. Ἐπέρασεν τέσσαρα κάτεργα[24] (ἀπὸ τὸ
μέρος ὁποῦ εἶναι τὰ Νηόκαστρα) διὰ ξηρᾶς καὶ τὰ ἔσυρε εἰς τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖ ὁποῦ
εἶναι ὁ Ἀρσανᾶς, μὲ πολὺν κόπον καὶ βάσανον, διατὶ δὲν τὰ ἄφινεν ἡ ἅλυσος νὰ
περάσουν διὰ θαλάσσης. Καὶ σὰν εἶδαν οἱ Κωνσταντινουπολῖται, ἐσυμβουλεύθησαν
διὰ νυκτὸς νὰ τὰ κάψουν. Καὶ συμφωνοῦσι σαράντα ἀρχοντόπουλα νὰ διαβοῦσι νὰ
κάμουν τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐμπαίνουσι μέσα εἰς τὸ
καΐκι τὴν νύκτα καὶ κινοῦσι. Καὶ οἱ Φράγκοι, ὁποῦ ὥριζαν τὸν Γαλατᾶ, τοὺς
στέλνουσι χαμπάρι καὶ δίδουν λόγον τὸν Μεεμέτη σουλτάνον. Καὶ ἐκεῖνα τὰ καϋμένα
τὰ ἀρχοντόπουλα, μὴ λογιάζοντας πῶς νὰ ᾖναι τραϊτόροι[25], ἐπήγαιναν
θαρρετὰ καὶ ἔδωκαν εἰς ἑτοίμην ἔνεδραν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖνο ἐχάθη ἡ ἐλπὶς τῶν Ῥωμαίων,
καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ γλυτώσῃ ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἐκ τούτου γνωρίσετε
τὴν ὄρεξιν τοῦ γένους τῶν Λατίνων πρὸς τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας. Τόσους χρόνους ἀπὸ
λόγου τως καλοσύνην δὲν εἴδαμεν, καὶ τώρα εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς λογιάζετε
θέλουν νὰ μᾶς κάμουν καλοσύνην; Ὄχι! Δὲν τὸ κάμνουν, ἄνδρες Ἕλληνες, διὰ ἄλλο,
μόνον διὰ νὰ μᾶς γελάσουν καὶ νὰ μᾶς σύρουν εἰς τοῦ Πάπα τὴν ἐξουσίαν. Καὶ ἂν δὲν
σύρουν τοὺς φρόνιμους, σύρνουν τῆς ὥρας τοὺς λωλούς, σύρνουν τὰ παιδία μας καὶ
ἀγάλι ἀγάλι ὅλους. Ἔτζι εἶναι οἱ Γεζουΐται ἐπιτήδειοι καὶ ὡς θέλουν νὰ μᾶς ἐμπαίζουν.
Ὅταν μᾶς ὁμιλῶσι μὲ γλυκὰ λόγια, καὶ ἐκεῖ κρύπτουσι τὸ φαρμάκι· ὅταν μᾶς τιμῶσι,
τότε μᾶς γελῶσι εἰς τὸν ἑαυτόν τως· ὅταν μᾶς διδάσκουσι, τότε μᾶς
πραγματεύονται· ὅταν μᾶς χαρίζουν ἢ χαρτάκια ἢ κομποσχοίνια, τότε μᾶς
παγιδεύουσι· ὅταν κάμνουν κωμῳδίαις ἢ ἄλλα θέατρα καὶ μᾶς προσκαλοῦνται νὰ
παγαίνωμεν, τότε μᾶς μυκτηρίζουσιν ὡς ἀγνώστους καὶ λωλοὺς καὶ οὐτιδανούς[26]. Μὲ τοῦτο
ὅλον θεωρῶ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, πῶς πολλοὶ κρατοῦσι μαζῆ τως, δὲν γνωρίζοντας ταῦτα.
Ἐτοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ καίει τὴν καρδίαν, πῶς ἔπεσεν εἰς ἡμᾶς τόση ἀγνωσία καὶ
δὲν εἴμασθεν ἄξιοι νὰ κρίνωμεν τὸ κακὸν ὁποῦ μᾶς κυνηγᾷ. Καὶ δὲν λέγω διὰ ὅλους,
μόνον δι’ ἐκείνους ὁποῦ μὲ τοιούτους ἀνθρώπους ὑποκριτὰς καὶ ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου
κρατοῦσι. Θέλεις νὰ εἰπῇς «καὶ αὐτοὶ διδάσκουσι τὰ παιδία μας μαθήματα χωρὶς
πληρωμήν, καὶ διδάσκουσι καὶ ἡμᾶς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ διὰ τοῦτο θεωροῦντες
τὴν προθυμίαν τως καὶ ἡμεῖς ἀναπαυόμεθα εἰς ἐκείνους». Τόσον ἠξεύρετε, τόσον
κρίνετε, τόσον λέγετε· ἀμὴ δὲν ἠξεύρετε πῶς ἡ προθυμία ἐκείνη ὅλη εἶναι μετὰ
δόλου. Τὸ μάθημα ὁποῦ εἶναι χωρὶς πληρωμήν, ἐκεῖνο εἶναι πληρωμή, ὅτι μ’ ἐκεῖνο
ἀγοράζουν αὐτοὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν συνείδησιν τῶν παιδίων σας. Ἡ διδαχὴ πάλιν ὁποῦ
σᾶς κάμνουν, ἐκεῖνη εἶναι ἡ παγίδα ὁποῦ σᾶς πιάνουν. Καὶ ἔπρεπεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες,
ἀφίνοντας τὰ ἄλλα, νὰ μὴ βλέπετε ἐσεῖς πῶς σᾶς διδάσκουν, μόνον νὰ βλέπετε ἂν ἡ
διδαχή τως εἶναι ὠφέλιμός σας· τὸ ὁποῖον διὰ νὰ κρίνῃ εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ἂν ἴσως
καὶ μετρήσῃ τρία πράγματα, πρῶτον τί διδάσκουν, δεύτερον μὲ τί διάθεσιν
διδάσκουν, τρίτον τὸ τέλος τως[27] εἰς τί ἀποβλέπει.
Εἰς τὸ πρῶτον ἂν ἰδῆτε ὅτι διδάσκουν τὴν ἀλήθειαν ἢ τὸ ψεῦδος· ἀμὴ ἐγὼ ἠξεύρω
πῶς αὐτοὶ μαζῆ καὶ τὰ δύο τὰ ἀνακατόνουν. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη
καὶ ἔπαθεν καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη δι’ ἡμᾶς, ἀλήθειαν λέγουσι. Ὅταν
σᾶς λέγουν ὅτι εἶχεν δώδεκα ἀποστόλους ὁ Χριστὸς (καὶ) πρῶτον ἀπὸ ὅλους εἶχε τὸν
ἅγιον Πέτρον, ἐδῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μπερδεμμένη. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Πέτρος ἔχει
διάδοχον τὸν Πάπα καὶ διὰ τοῦτο ὁ Πάπας εἶναι ἀφέντης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλον εἶναι
ψεῦδος. Ἔτζι καὶ εἰς τὰ λοιπά· διὰ τοῦτο θέλετε νὰ προσέχετε τὸ τί σᾶς
διδάσκουν. Εἰς τὸ δεύτερον θέλετε νὰ κυττάζετε μὲ τί διάθεσιν. Διὰ τοῦτο ὅταν
σᾶς λέγουσι «ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι μία, καὶ δὲν
εἶναι ἀνὰ μέσον μας διαφορά», μὲ κακὴν διάθεσιν σᾶς τὸ λέγουν· διατὶ αὐτοὶ ὅλοι,
καὶ Γεζουΐται καὶ οἱ λοιποὶ Φράγκοι, εἰς τὰ βιβλία ὁποῦ γράφουν καὶ εἰς ταὶς
διδαχαὶς ὁποῦ κάμνουν, ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας μᾶς κράζουν σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς,
ἀποστάτας, ψεύστας καὶ κάθε ἄλλο κακὸν ὄνομα, καὶ πῶς ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν,
μόνον συναγωγήν, σὰν τοὺς Ἑβραίους. Ἔτζι μᾶς κηρύττουσιν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ
εἰς τὰ μέρη τὰ ἐδικά τως, καὶ τώρα ἐδῶ νὰ μᾶς λέγουν πῶς ἡ ἐκκλησία μας καὶ ἡ ἐκκλησία
τως εἶναι μία; Τὸ ὁποῖον τὸ λέγουν μὲ κακὴν καὶ πονηρὰν διάθεσιν, μάλιστα διατὶ
αὐτοὶ κρατοῦσι πῶς ἡ ἐκκλησία νὰ περιέχῃ ἐκλεκτοὺς καὶ ἀποβεβλημένους. Μπορετὸ
νὰ γροικοῦσι πῶς ἡμεῖς ἤμασθεν ἀποβεβλημένοι καὶ αὐτοὶ ἐκλεκτοί. Ἢ ἔτζι ἢ ἄλλως
μὲ πονηρὰν διάθεσιν τὸ λέγουν. Κρίνατε λοιπὸν τὴν διάθεσίν τως καὶ νὰ εὕρητε τὴν
σαθρότητά τως. Εἰς τὸ τρίτον θέλετε νὰ σκέπτεσθε τὸ τέλος, εἰς ποῖον τέλος
καταντᾷ ἡ ἔννοιά τως· τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ νὰ μᾶς βάλλουν εἰς τὴν
τυραννίδα τοῦ Πάπα νὰ μᾶς ἐξουσιάζῃ, νὰ τὸν ὁμολογοῦμεν πρῶτον καὶ κεφαλήν, καὶ
τοῦτο εἰς ὕβριν τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρόνιον τῆς Ἐκκλησίας μας. Ταῦτα θέλετε
σκεφθῆτε, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἔπειτα νὰ ἀποφασίζετε τὴν καλοσύνην τῶν ὑποκριτῶν.
Ἐτούτους σὰν τοὺς θεωρεῖς οὕτω ταπεινούς, καὶ βασιλείας ἀνακάτωσαν, ἔθνη ἔκαψαν,
αἵματα ἄπειρα ἔχυσαν, καλὸν ποθενὰ δὲν ἔκαμαν καὶ ἡμεῖς θέλομεν προσδοκήσει εἰς
τὸ γένος μας καλὸν νὰ κάμουν ἐκείνους ὁποῦ εἰς τὴν καρδίαν μισοῦσι; Μὲ ὅλον ὁποῦ
ὑποκρίνονται, θέλουν εὐεργετήσει ποτέ; Καὶ εἶστε τόσον ἠλίθιοι, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες,
καὶ δὲν τὸ λογιάζετε; Δὲν παίρνετε παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔχετε διὰ λόγου
τως ἀκουστά; Τόσον οἱ ἐχθροὶ τοῦ λόγου
σας, ἐχθροὶ τῶν παιδιῶν σας, ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας, ἐχθροὶ τοῦ γένους σας, ἐχθροὶ
τῆς πατρίδος σας, ἐχθροὶ τῆς πίστεώς σας, ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας σας τῆς Ἀνατολικῆς,
ν’ ἀφίνετε τὴν λύμην ταύτην, τὴν κακίαν ταύτην καὶ ταὶς τέχναις των νὰ ξαπλώνουν;
Μὴ γένοιτο, ἀγαπητοί μου, σᾶς παρακαλῶ. Βλέπετε τοὺς κύνας; Φεύγετέ τως μὴ σᾶς
δαγκώσουν! Βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας; Φεύγετέ τους, μὴν ἀνασπάσουν[28] τὰ
κλήματα τῆς ἀμπέλου σας! Βλέπετε τὴν κατατομὴν ὁποῦ πάσχει τὴν Ἐκκλησίαν σας, τὰ
δόγματά σας, τὸ γένος σας νὰ ξερριζώσῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ. Μακρὰ ἀπ’ αὐτούς, μακρὰ ἀπὸ
τὴν ἀναστροφή τως, ἀπὸ τὰ μαθήματά τως, ἂν θέλετε νὰ μὴν σᾶς συμβῇ κακὸν ἀνέλπιστον,
ἂν θέλετε νὰ στέκεσθε εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ εὑρίσκεσθε καὶ προτήτερα χωρὶς ταραχὴν
καὶ σύγχυσιν, μὲ ἐλπίδα ὅταν ᾖναι ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς
παρηγορήσῃ». Ταῦτα μοῦ φαίνεται, ὦ Ζηλωτά, πῶς νὰ ἁρμόζουν νὰ τοὺς εἰπῇς διὰ τὴν
ὥραν· ὅμως ἐσὺ θέλεις τὰ εὐτρεπίσει καλλιότερα, καὶ θέλεις εὐγάλει καὶ θέλεις
προσθέσει, ὡς γνωστικὸς ὁποῦ εἶσαι, τὰ χρησιμώτερα καὶ ἀναγκαιότερα ὁποῦ νὰ
πληροφορήσουν μὲ περισσοτέραν ἐνέργειαν ἐκείνους ὁποῦ θέλουν σὲ ἀκούσει.
Ζ. Εὐχαριστῶ σε διὰ τὴν
τοιαύτην διδαχήν, ὁποῦ λογιάζω καὶ ἂν μπορέσω εἰς τὴν μνήμην μου αὐτὴν τὴν ἰδίαν,
χωρὶς προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν, νὰ τὴν συστήσω. Καὶ ἂν δυνηθῇ ἡ γλῶσσά μου ἔτζι
νὰ τὴν ἀναγγείλω, καθὼς τὴν ἤκουσα ἀπὸ λόγου σου, ἐλπίζω πῶς θέλω προξενήσει
πολλῶν ὠφέλειαν. Λοιπὸν ἰδοὺ ἀπέρχομαι σὺν Θεῷ.
Φ. Κοπίασαι μὲ καλὴν τύχην.
[7] Αμαρτία λοιπόν δεν είναι μόνο το ψέμα, αλλά και η απόκρυψη της αλήθειας σε
θέματα που άπτονται της σωτηρίας των ανθρώπων.
[8] Ο Πατριάρχης Κύριλλος έχοντας υπόψιν του το φρικτό αποτέλεσμα που είχε η
δράση των Ιησουιτών στην Πολωνία με την Ουνία της Βρέστης, είχε πάντοτε στο
μυαλό του τον φόβο της επαναλήψεως ενός τέτοιου κακού (αυτήν την φορά στην
καρδιά της Ορθοδοξίας, την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως), και γι’ αυτό
δέχθηκε να μετατεθεί από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, (ενώ ο μέντοράς
του Μελέτιος Πηγάς, τον οποίο ο Κύριλλος ακολουθεί πιστά σε όλα τα θέματα, ήταν
κατά του μεταθετού), μιας και τότε η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων ήταν
αμόρφωτοι ή λατινόφρονες.
[10] Στην Χίο οι Ιησουίτες
εγκαταστάθηκαν το 1594 και ίδρυσαν μονή η οποία λειτουργούσε και ως σχολείο.
Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσαν μονή, η οποία επίσης λειτουργούσε και ως σχολείο,
το 1609.
[12] Το, ήδη από αιώνων όπως αποδεικνύεται, παπικό σχέδιο της υποταγής της
Ορθοδοξίας στον Παπισμό περιλαμβάνει την προβίβαση λατινοφρόνων στους
επισκοπικούς θρόνους!
[14] Πρόκειαι για τον διαβόητο εξωμότη Νικηφόρο Μελισσηνό (περί του οποίου βλ. Χασιώτη Ιωάννη, Μακάριος, Θεόδωρος και
Νικηφόρος οι Μελισσηνοί, Θεσσαλονίκη, 1966), ο οποίος σχετίστηκε και με
τους τρεις φιλοπαπικούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως που προηγήθηκαν του μεγάλου
Λουκάρεως (Ραφαήλ ο Β΄, Νεόφυτος ο Β΄, Τιμόθεος ο Β΄).
[15] Νικόλαος Γοργογύρης. Έτερος εξωμότης περί του οποίου βλ. Τσιρπανλή Ζαχαρία, Το Ελληνικό Κολέγιο της
Ρώμης και οι μαθητές του, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 313-315.
[17] Αναφέρεται στις επεμβάσεις των Οθωμανών στην εκλογή Πατριάρχου, μιας και
ενέκριναν εκείνον που θα έδινε τα περισσότερα χρήματα (άσπρα), σύμφωνα με τον
φόρο εκλογής (peşkeş) του Πατριάρχη προς την Υψηλή Πύλη, ο οποίος είχε καθοριστεί
μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά συνεχώς αυξανόταν.
[21] Η τότε κρίση στις σχέσεις μεταξύ του Βατικανού και της Γαληνοτάτης
Δημοκρατίας της Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα η τελευταία να προβεί στην εκδίωξη
των Ιησουϊτών από την επικράτειά της το 1606.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου