Πονηρό γέννημα τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας εἶναι ἡ
θεωρία τῆς ἀπωλείας τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων τῶν ἀκρίτων σχισματικῶν ἢ αἱρετι-
κῶν μέ πρῶτον γεννήτορα αὐτόν τόν τολμήσαντα νά θίξει τό δισχιλιετές ἑορτολόγιο
τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἐκήρυξε φανερά τήν συγκεκριμένη θεωρία, καθότι ἐγκρατής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Δικαίου ἐγνώριζε τό ἂτοπον αὐτῆς, ἀλλά ἀκολούθησε ἂλλη πιό πρακτική ὁδό, καί
γιατί νά τό κρύψουμε, ἐπίσης πονηρά(1). Αἰφνιδιαζόμενος φαίνεται ὁ ἐκτελεστής
τῆς καινοτομίας ἀπό τόν διχασμό πού ἐπῆλθε (γιατί λογάριαζε χωρίς τόν ξενοδόχο),
ἀντί νά ὑπολογίσει τήν κρισιμότητα τοῦ διχασμοῦ καί τήν πνευματική ζημία πού θά
ἐπακολουθοῦσε γιά τό πλήρωμα, προσπάθησε μέ ὃλες του τίς δυνάμεις νά καταστείλει
τό κίνημα τῶν ἐνισταμένων. Συνέστησε παράνομο συνέδριο γιά νά προσδώσει
συνοδικό χαρακτῆρα σέ μία πράξη ἐκκλησιολογικά ἀβάσιμη, ἀποβλέπων στήν ἀκύρωση
τῶν μυστηρίων τῶν ἐνισταμένων, χλευαστικῶς ἀποκαλoύντων παλαιοημ/τῶν. Καταχρᾶται
τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς ἐξουσίας, συμπαρασύρει τόν πολιτειακό νομοθέτη καί διά νόμου
τῆς πολιτείας διώκει, δῆθεν ἐπί ἀντιποιήσει
ἀρχῆς, τούς ἐνισταμένους κατά τῆς καινοτομίας του.
Δηλαδή, σέ μία ἐκκλησιαστική ὑπόθεση ἀντιδικίας
μεταξύ μελῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, κλήρου καί λαοῦ, καί μέ τήν δουλική
σύνοδό του, μᾶλλον μέ τόν ἲδιο, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε (καί ἀπαιτεῖ ἀκόμη) κρίση ὑπό
μείζονος συνόδου, ἐκεῖνος ὑφαρπάζει τήν ἁρμοδιότητά της καί κρίνει ὁ ἲδιος τήν
ὑπόθεση. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἒγκειται τό ἐκκλησιολογικῶς ἀβάσιμο αὐτῆς τῆς ἐνέργειάς του.
Εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ ἡγέτης τῶν ἐνισταμένων πρ. Φλωρίνης κ. Χρυσόστομος ὃταν ἒγραφε
ἀργότερα στήν ἒφεσή του πρός τόν Ἂρειο Πάγο· «...τά Μέλη τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, ἐκτός τοῦ ὃτι ἦσαν ἀντίδικοι,
καταγγελθέντα ὑφ’ ἡμῶν εἰς τάς λοιπάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τήν ἑορτολογικήν
καινοτομίαν, δέν εἶχον τό δικαίωμα νά δικάσωσιν ἡμᾶς, διότι πρό τῆς δίκης
διεκόψαμεν ἐγγράφως τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ’ αὐτῶν...». Ὁ δέ ἃγιος
Νικόδημος ἀποφαίνεται κατηγορηματικά, χωρίς νά ἀφήνει περιθώρια ἂλλης ἐκδοχῆς,
ὃτι ἡ μεῖζον σύνοδος (οἰκουμενική) εἶναι «ὁ
ἒσχατος κριτής πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων καί εἰς αὐτήν ἀναβιβάζεται ἃπασα
ἒκκλητος». Ὃση μεγαλύτερη ἐξουσία λοιπόν καί ἐάν ἒχει ὁ κατήγορος ἢ ὁ
κατηγορούμενος, τό νά ἐπιβάλει δυναστικά μία ἀπόφασή του, τήν στιγμή πού ὁ ἀντίδικός
του ἐπικαλεῖται ἱερούς Κανόνες γιά νά στηρίξει τήν ἒνστασή του, ἡ ἐπιβολή αὐτή
εἶναι ἂδικη καί Κανονικῶς ἂκυρη.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐσφαλμένη θεωρία περί ἀπωλείας
τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων τῶν ἀκρίτων σχισματικῶν ἢ αἱρετικῶν ἒχει διευρυνθεῖ
στό ἒπακρο ἀπό τήν πλευρά τῶν ἐνισταμένων. Αὐτή τή φορά βέβαια κατά τῆς καινοτόμου
Ἱεραρχίας, ἀπό στελέχη διακατεχόμενα ἀπό ὑπερβάλλοντα ἀλλ’ «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλον». Ἐλλείψει
συγκροτημένης θεολογικῆς μορφώσεως καί ἀγνοίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου (ὃπως
τούς εἶχε χαρακτηρίσει ὁ πρ. Φλωρίνης) ἐκτρέπουν δυστυχῶς τήν θεάρεστη ἒνσταση
τῶν ἐνισταμένων σέ ἀκρότητες καί διχασμούς.
Μετά τήν γενναία καί δυναμική προσχώρηση στό σῶμα
τῶν ἐνισταμένων, τῶν τριῶν ἐπισκόπων τό ἒτος (1935), ἡ βεβιασμένη ἐπιλογή καί
προαγωγή τεσσάρων ἱερομονάχων σέ ἐπισκόπους ὁδήγησε σέ ὀξύτερη ἀνάδυση τοῦ
προβλήματος γιατί τοῦ προσέδωσε τόν μανδύα τῆς ἐπισκοπικῆς αὐθεντίας καί ἐξουσίας.
Μόλις δύο ἒτη μετά τήν προσχώρηση τῶν τριῶν τό (΄37), ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς
παρεκτροπῆς ἐπέρχεται τό πρῶτο σχίσμα στό σῶμα τῶν ἐνισταμένων.
Γιά νά κατανοήσει κανείς τό μέγεθος τῆς ἐκτροπῆς
ἀπό ἐκκλησιαστικῆς δεοντολογίας, ἀρκεῖ νά ἀναφερθεῖ τό ἀνήκουστο γεγονός ὃτι ἁπλοί
ἱερομόναχοι (οὒτε κἂν ἐπίσκοποι), ἀκόμη καί μοναχοί, ἀπεφάνθησαν δίκην οἰκουμενικῆς συνόδου(2) ὃτι ἡ νεοημ/κή Ἐκκλησία εἶναι
τελεσιδίκως (ἐνεργείᾳ) σχισματική. Ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκεται καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀναθεμάτισαν
οἱ πτωχοί μαζί μέ τόν Δημητριάδος, ἀκόμη καί τόν ἡγέτη καί τήν ψυχή τοῦ ἀγῶνος
τῶν ἐνισταμένων πρ. Φλωρίνης κ. Χρυσόστομο.
Συνέπεια αὐτῆς τῆς παρεκτροπῆς τῶν ἀπεσχισμένων,
ἐκτός ἀπό τήν ἀκύρωση τῶν μυστηρίων τῆς νεοημ/ῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί ἡ αὐτοανακήρυξη
ὃτι αὐτοί ἀποτελοῦν πλέον τήν Αὐτοκέφαλο Ἑλλαδική
Ἐκκλησία.
Στό ἑξῆς κάθε προσπάθεια γιά ἓνωση, κυρίως ὑπό
τοῦ πρ. Φλωρίνης, προσέκρουε στήν ἀμετάπειστη ἐπιμονή τοῦ νεοχειροτονηθέντος ἐπισκόπου
Βρεσθένης κ. Ματθαίου. Ἦταν ὁ κύριος ἐκπρόσωπος τῆς παρεκτροπῆς, ἀλλά καί τοῦ
σχίσματος. Κυριολεκτικά ὁ βίος τοῦ ἀειμνήστου ἀναλώθηκε, μαζί μέ τίς ἐξορίες,
στόν ἀγῶνα γιά τήν ἓνωση τῶν δύο παρατάξεων. Διέβλεπε καθαρά τήν
πραγματικότητα ὃτι χωρίς αὐτή τήν ἑνοποίηση, θά ἦταν ἀνέφικτη ἡ ἐπαναφορά τοῦ Ἰουλιανοῦ
ἡμερολογίου στήν Ἑλληνική Ἐκκλησία, πρᾶγμα πού ἦταν ὁ κύριος στόχος του. Ἀνέπτυξε
γραπτῶς καί προφορικῶς τήν ὀρθή ἑρμηνεία γιά τήν ὑπόσταση τῆς νεοημ/κῆς Ἐκκλησίας
ὡς δυνάμει σχισματικῆς, λόγῳ τῆς ἡμερολογιακῆς
καινοτομίας, μέ σαφῆ ἐκκλησιολογική συνέπεια(3) βασιζόμενος στό Ἐκκλησιαστικό
Δίκαιο, ἐλπίζοντας νά βρεῖ ἀνταπόκριση, ἀλλά τό σχίσμα κρατύνονταν περισσότερο.
Ἡ ἐμμονή τοῦ ἀποσχισθέντος κ. Ματθαίου καί τῶν συνακολουθούντων εἶχε τέτοια
πεισμονή πού ἒφθανε καί μέχρι τῆς ἀνηκούστου συκοφαντίας τοῦ μεγάλου ἡγέτη ὃτι
ἦταν ὁ Δούρειος ἳππος τῶν νεοημ/τῶν στό σῶμα τῶν ἐνισταμένων. Μέ κάθε τρόπο ἐπίσης
ἒβριζαν καί κακολογοῦσαν αὐτόν, καί στούς κύκλους τους ἦταν τό πιό μισητό
πρόσωπο ἀκόμα καί ἀπό αὐτούς τούς καινοτομήσαντες Ἀρχιερεῖς. Εἶχε εἰσχωρήσει
σ’ αὐτούς τόσο πολύ τό σαράκι τοῦ μίσους καί τῆς διχόνοιας, ὣστε κάθε ἐλπίδα γιά
ἓνωση πλέον εἶχε χαθεῖ. Ἀπόδειξη τρανή αὐτῆς τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μετά τόν θάνατο
τοῦ ἐπισκόπου κ. Ματθαίου συγκατάβαση τοῦ πρ. Φλωρίνης στήν ἐγκύκλιο τοῦ (1950)
πού φέρει αὐτόν ὡς τά αὐτά φρονοῦντα μέ τούς ματθαιϊκούς. Πῶς ἒφθασε ὁ μέγας Ἱεράρχης
νά ἀρνηθεῖ τήν τόσο τεκμηριωμένη καί ἐμπεριστατωμένη ἀπό αὐτόν τόν ἲδιο ἐκκλησιολογική
ἑρμηνεία περί τῆς δυνάμει σχισματικῆς
Ἐκκλησίας τῶν νεοημ/τῶν; Γιατί ὑπέγραψε κάτι τό ὁποῖο μέχρι τότε πολεμοῦσε;
Κατ’ ἀρχήν ὑπάρχουν ἐπιβεβαιωμένες μαρτυρίες ὃτι
δέχθηκε πιέσεις ἀπό τούς πάντες, καί ἀπό αὐτόν τόν περίγυρό του (ἐκτός ἐξαιρέσεων)
ὣστε νά ὑπογράψει τήν ἀτυχῆ ἐγκύκλιο. Ὃταν ὑπέγραφε, ὑπάρχουν ἐπίσης ἐπιβεβαιωμένες
μαρτυρίες ὃτι εἶπε τά ἐξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια: «Ὑπογράφω αὐτό πού δέν φρονῶ(4). Ὃμως ἡ βαλίτσα μου εἶναι ἒτοιμη γιά
τήν ἐξορία πού θά ἐπακολουθήσῃ». Πρᾶγμα
τό ὁποῖο καί ἒγινε λίγο ἀργότερα.
Ἐκεῖνο πού φανερώνει ἐπίσης ὃτι δέν συμφωνοῦσε
μέ τό περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου πού ὑπέγραφε εἶναι ὃτι δέν περιλαμβάνει οὒτε ἲχνος,
οὒτε κἂν ἰδέα ἀνασκευῆς τοῦ μέχρι τότε, ὑποτίθεται, ἐσφαλμένου φρονήματός του.
Οὒτε στό κείμενο τῆς ἰδίας ἐγκυκλίου, οὒτε πουθενά ἀλλοῦ. Μία τέτοια μεταστροφή
ἐάν ἦταν πραγματική, ἀπαιτοῦσε ὁπωσδήποτε ἀπό τόν ἲδιο τόν ὑπογράφοντα τήν
λεπτομερῆ καί ἐκ βάθρων ἀναίρεση τῶν μέχρι τότε δημοσίων δηλώσεών του,
προφορικῶν καί γραπτῶν, περί τῆς Ἐκκλησίας τῶν νεοημ/τῶν ὡς δυνάμει Σχισματικῆς. Ὁπωσδήποτε τό ἀκέραιο
τοῦ χαρακτῆρα καί ἡ τεράστια μόρφωσή του, δέν τοῦ ἐπέτρεπαν σέ καμμία περίπτωση
νά μήν ἀνασκευάσει καί τεκμηριώσει ἐκκλησιολογικά τό περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου.
Τί ἀπομένει λοιπόν; Κάθε λογικά σκεπτόμενος θά
κατέληγε στή διαπίστωση ὃτι· ἐφ’ ὃσον διακαής πόθος του ἦταν ἡ ἓνωση τῶν δύο
παρατάξεων, τίποτε ἂλλο δέν δικαιολογεῖ τήν παραπάνω ὑπογραφή του, παρά μόνο ὁ
λόγος τῆς οἰκονομίας. Ὁ χρόνος πού συντάχθηκε ἡ ἐγκύκλιος, δύο μῆνες μετά τήν
κοίμηση τοῦ ἐπισκόπου κ. Ματθαίου, μαρτυροῦν ἐπίσης τόν σκοπό τῆς οἰκονομίας.
Μαρτυρεῖ ἐπίσης ἡ συγκατάβασή του αὐτή τό ἦθος
καί τήν ταπείνωσή του, ὃπου ὁ πόνος τῆς ψυχῆς του γιά τό ἐπάρατο σχίσμα καί ὁ
πόθος γιά τήν ἓνωση, τόν ἀνάγκασαν νά θυσιάσει ἀκόμη καί αὐτή τήν προσωπική
του ἀξιοπρέπεια. Νά μήν ἀφήσει οὒτε κἂν ὑπόνοια στούς ἀντιπάλους του, ὃτι ἐπιμένει
στήν πρώτη του γνώμη ἀπό ἐγωϊσμό καί ἰσχυρογνωμοσύνη, τά ὁποῖα ἒβλεπε καθαρά σ’
ἐκείνους καί ἀντιπετώπιζε. Ἀλλά ὃπως προαναφέραμε, τό μῖσος στό πρόσωπό του
καί ἡ διχόνοια εἶχαν εἰσχωρήσει βαθειά σ’ αὐτούς, μέ ἀποτέλεσμα ἀκόμη καί αὐτή ἡ
συγκατάβαση νά ἀποτύχει. Ἀντίθετα ἡ ἐγκύκλιος ἒγινε ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως
μέχρι καί σήμερα κατά τρόπον ὣστε, ὂχι μόνο νά συκοφαντεῖται ὁ ἃγιος ἱεράρχης ὡς
φρονῶν τά τῶν ματθαιϊκῶν παραληρήματα, ἀλλά καί πάρα πολλοί ἐξέκλιναν στήν
προκείμενη ἐκτροπή.
Γιά τόν ἲδιο λόγο ἐξέδωσε νωρίτερα καί τήν ἐγκύκλιο
τοῦ 1948, ἀμέσως μετά τίς ὑπό ἑνός χειροτονίες τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου.
Ἢλπιζε καί τότε στήν ἀπομόνωση τῶν ἀθεράπευτων αὐτῶν κληρικῶν μέ τήν προσέλκυση
τῶν πιστῶν στήν παράταξή του, ἀποβλέπων στήν ἀντίδρασή τους ἐξ αἰτίας τῆς
καταφανοῦς ἀντικανονικότητας τῶν χειροτονιῶν.
Τέλος τό ἰσχυρώτερο ἐπιχείρημα
ὃτι δέν ἦταν σύμφωνος μέ τήν ἐγκύκλιο εἶναι αὐτό πού λέγεται ὃτι, ἀπογοητευμένος
ἀπό τό γεγονός ὃτι ἡ πλειονότητα τοῦ ἱερατείου τῶν παλαιοημ/τῶν φρονοῦσε τά τῶν
ματθαιϊκῶν, ὃταν ἀπεβίωσε τό 1955 ἂφησε τήν παράταξή του χωρίς ἐπισκόπους. Γνωρίζουμε ὃμως ὃτι εἶχε κάνει πρόταση
χειροτονίας σέ δύο τοὐλάχιστον ἀρχιμανδρῖτες (ὑπάρχουν μαρτυρίες), πού συμφωνοῦσαν
μέν μαζί του, ἀλλά δυστυχῶς ἀρνήθηκαν μή ἀντιλαμβανόμενοι τό ὓψος τῶν
περιστάσεων. Ὁ ἓνας ἐξ αὐτῶν ἀργότερα ἒγινε ἐπίσκοπος, ὃταν πλέον τά πράγματα εἶχαν
πάρει ἂλλη τροπή.
Πόσο σοβαρό εἶναι τό ζήτημα τῆς πλάνης τοῦ αὐτοματισμοῦ;
Μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἐπισημάνουμε. Τό γεγονός ὃτι ἀκυρώνει ἰσχυρά μυστήρια
διά τῶν ὁποίων ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται τήν σωτηρία πολλῶν ψυχῶν,
καθιστᾶ αὐτόν αὐτόχρημα κακό μέ ἀπροσμέτρητες διαστάσεις. Ἐμφανίζεται μέ ἓνα
προσωπεῖο αὐτοδικαίωσης, πίσω ἀπό τό ὁποῖο ὑποκρύπτονται ἡ ὑποκρισία, ὁ
φανατισμός καί ἡ συκοφαντία. Καί αὐτά μέ τήν σειρά τους συνιστοῦν τόν
πνευματικό καιάδα στόν ὁποῖο ρίχνονται ἀνελέητα, ὃσοι δέν ἀσπάζονται τήν πλάνη
τους, γιά νά μην ἐλέγχεται ἡ πνευματική ἀναπηρία τους. Εἶναι τό ἀναισθητικό πού
ἀπονεύρωσε τούς ἀποδέκτες της, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀντιμάχονται κάθε τι ὑγιές
πνευματικό καί ἐκκλησιαστικό καί πού ὁδήγησε στό ἐπάρατο σχίσμα, σέ πρακτικές παρά πᾶσαν ἒννοιαν Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου
καί κατ᾿ ἐπέκταση στίς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογητῶν.
Ἀληθῶς αὐτή ἡ πλάνη τῆς αὐτομάτου ἀπωλείας τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων ἀπετέλεσε τήν ρίζα
πάντων τῶν κακῶν γιά τούς ἐνισταμένους παλαιοημ/τες. Πολλοί ἐκ τῶν ματθαιϊκῶν
πού τόσο πολέμησαν τόν μέγα ἱεράρχη, πέρασαν στήν παράταξή του (μετά τό ’48), ἐπιμένοντες
στήν ἲδια πλάνη.
Ὂντως «ἑνός
κακοῦ δοθέντος μύρια ἓπονται». Στή συνέχεια ἐπακολούθησαν καί ἂλλοι
διχασμοί μέ ἀποτέλεσμα νά καταντήσει, δυστυχῶς, ὁ παλαιοημ/σμός στό ἀνήκουστο
γεγονός τῆς διαιρέσεως σέ 5-6 παρατάξεις. Ἀναμφισβήτητα τοῦτο ἀποτελεῖ σοβαρωτάτη
ἐκκλησιολογική ἐκτροπή. Καμμία Κανονική ἀναφορά, καμμία πράξη τῶν ἁγίων πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας, κανένα ἐκκλησιαστικό παράλληλο δέν δικαιολογεῖ τήν παραταξιακή
λογική. Τό ὃτι ζοῦμε σέ προδρομική ἐποχή τοῦ ἀντιχρίστου (ἀκούσαμε καί τέτοιες
δικαιολογίες) δέν αἲρει, οὒτε κἂν μειώνει τό μέγεθος τῆς ἐκτροπῆς τῶν διχασμῶν.
Ἀπεναντίας ἐπιβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια πρός ἓνωση ἐπί τῆς βάσεως τῆς ἀληθείας,
γιά νά ἀντιμετωπίσουμε σύσσωμοι τό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως καί γιά τίς ἡμέρες μας
τήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ· ἀλλά καί γιά νά
βροῦν ἀνάπαυση πολλοί καλοπροαίρετοι ἐκ τῆς νεοημ/κης Ἐκκλησίας, πού ἐπιζητοῦν
τήν καθαρή ἀλήθεια.
Ἐπιβάλλεται ἡ ἓνωση διότι: «Φωνή αἳματος» ὂχι ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῶν πρός
Κύριον, ἀλλά αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἀπό τά ἱερά θυσιαστήρια τῶν παρατάξεων
βοᾶ πρός ὃλους· «Εἷς Κύριος, μία Ἐκκλησία,
μία πίστις, ἓν βάπτισμα». Ὁ δέ Παῦλος παρακαλεῖ: «ἳνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾗ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἧτε δέ
κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». (Κορ. Α’α10). Καί ὁ ἱερός
Καβάσιλας λέγει· «Διά δέ τῶν μυστηρίων σημαίνεται
ἡ Ἐκκλησία σῶμα οὗσα Χριστοῦ».
Οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὃταν ἀποτειχίζονταν ἀπό τοὐς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους τους ἀνέμεναν μετ’ ἠρεμίας
συνειδήσεως, εὐδοκίᾳ Θεοῦ, τήν διά
συνόδου ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης τῶν Ἐκκλησιῶν. Δέν ἒκαναν παρατάξεις, οὒτε
παράτυπα συνοδικά σχήματα ὑποκαθιστῶντες τόν ἓνα καί μοναδικό θεσμό τοῦ
νομίμου Ἀρχιεπισκόπου(5) (τοῦ ὑπό κρίσιν ὃμως), οὒτε πολύ περισσότερο ἐξαντλοῦσαν
τά ὃρια τῆς αὐτοκεφάλου τοπικῆς Ἐκκλησίας στήν παράταξή τους. Πάντοτε μία ἦταν
ἡ παράταξη τῶν ἀποτειχιζομένων, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό ὑγιές λεῖμμα τῶν ὀρθοδόξων.
Ποτέ δέν ἀκύρωσαν ἀφ’ ἑαυτῶν τά τελούμενα μυστήρια τῶν αἱρετιζόντων καί κατεχόντων
τούς θρόνους τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἀνέμεναν τήν μετ’ αὐθεντίας καταδίκη αὐτῶν ὑπό
τῶν συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιβάλλεται ἡ ἐπιστροφή στήν κρυστάλλινη ἐκκλησιολογία
τοῦ πρ. Φλωρίνης σεβόμενοι τούς ἀγῶνες του, τούς πόνους του, τίς ἐξορίες του (οἱ
ὁποῖες μαρτυροῦν ὃτι μόνο αὐτόν φοβήθηκαν οἱ ἀντικείμενοι, ὡς ἀκέραιο στήν
πίστη καί τό φρόνημα). Στήν πρό τοῦ ’37 καλή καί θεάρεστη ἀποτείχιση, ἓνεκα τῆς
ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς, καί πολύ περισσότερο σήμερα ἓνεκα τῆς οἰκουμενιζούσης
λόγῳ κοινωνίας, καί ὂχι μόνο, νεοημ/κῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ἦταν καί εἶναι οἱ
λόγοι πού ἒγινε ἡ ἀποτείχιση καί ὂχι τό ἐάν ἒχουν ἢ δέν ἒχουν ἒγκυρα μυστήρια.
Τό ἐρώτημα· «ἐάν ἒχουν οἱ νεοημ/τες ἒγκυρα
μυστήρια τότε γιατί φύγαμε ἀπό αὐτούς;» εἶναι τόσο ἀφελές πού εἶναι νά ἀπορεῖ
κανείς πῶς ἐκστομίζεται ἀπό ἱερατικά ἀκόμη καί ἀρχιερατικά χείλη. Ἢδη ἐξηγήσαμε
διά πολλῶν ὃτι σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως ἑνός ὀρθοδόξου πιστοῦ ἀπό τόν αἱρετίζοντα
ἐπίσκοπό του, εἶναι ἡ ἀποφυγή τοῦ μολυσμοῦ διά τῆς κοινωνίας τῆς αἱρετικῆς «βοτάνης».
Τό περισσότερο ἀπό αὐτά ὃπως τά παραπάνω εἶναι ὑπερθεματισμοί ἁρμοδιοτήτων πού ἀνήκουν
σέ Μείζονα σύνοδο.
Ἐάν δέν
θεραπευθεῖ ἡ ἀφορμή τοῦ πρώτου διχασμοῦ, ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος τῶν ἐνισταμένων,
δηλαδή ὁ αὐτοματισμός, ὁποιαδήποτε ἂλλη ἓνωση θά εἶναι καταδικασμένη νά
καταλήξει καί πάλι στήν ἀποτυχία. Ἓνα νέο ξεκίνημα ἀπό ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογία
δέν μπορεῖ νά φέρει ἀγαθούς καρπούς.
Πάντως πρό δύο ἐτῶν ἒγινε μία ἑνωτική ἀρχή μέ δύο
παρατάξεις, τίς σημαντικώτερες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία ἀποδέχονταν ἀνεπιφύλακτα
τήν ὀρθή ἐκκλησιολογία τοῦ πρ. Φλωρίνης. Ἐλπίζουμε καί εὐχόμαστε νά καταλήξει
σέ αἲσιο τέλος καί νά τεθεῖ ἐπιτέλους ἓνα τέρμα στά ὃσα προβλήματα ἀναφερθήκαμε.
Σημειώσεις
1. Ἲσως κάποιοι νά ξενισθοῦν
γιά τούτη τή μομφή ἐναντίον τοῦ τότε Ἀθηνῶν, ἀλλά ὃμως τί ἂλλο μπορεῖ νά ὑποθέσει
κανείς ὃταν ἓνα μόλις χρόνο πρίν τό τόλμημα, ὡς μέλος τῆς ἐπιτροπῆς
(16/1/1923) γιά τήν προώθηση τῆς καινοτομίας ὑπέβαλε μαζί μέ τά ἂλλα μέλη πρός
τήν Κυβέρνηση σχετική ἒκθεση, ὃπου μεταξύ ἂλλων γράφει: «ὃτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος,
ὡς καί αἱ λοιπαί Ὀρθόδοξοι αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι, ἂν καί ἀνεξάρτητοι, ἐσωτερικῶς
εἶναι ὃμως στενῶς συνδεδεμέναι πρός ἀλλήλας καί ἡνωμέναι διά τῆς ἀρχῆς τῆς
πνευματικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦσαι μίαν καί μόνην Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν,
καί συνεπῶς οὐδεμία τούτων δύναται νά χωρισθῇ τῶν λοιπῶν καί ἀποδεχθῇ νέον ἡμερολόγιον,
χωρίς νά καταστῇ σχισματική ἀπέναντι
τῶν ἂλλων»;
2. «Ἀποκηρύττομεν καί ἀναθεματίζομεν καί ἡμεῖς,
ὡς αἱ τρεῖς Σύνοδοι (!!!) τό νέον ἡμερολόγιον, πάντας τούς ἀκολουθοῦντας αὐτό, κληρικούς τε καί λαϊκούς, ὡς σχισματικούς
καί σεσηπότα μέλη καί ξένους τῆς Ὀρθοδοξίας
θεωρῶμεν... μετ’ αὐτῶν δέ καί τούς προσχωρήσαντας ἐσχάτως κατ’ οὐσίαν δύο
πρώην ἀρχιερεῖς Δημητριάδος Γερμανόν καί Φλωρίνης Χρυσόστομον, καί τούς ἀκολουθοῦντας
αὐτούς...» (ὑπογρ. ἡμ.). (Ἀπό ἐπιστολή ἁγιορειτῶν ζηλωτῶν πατέρων μετά τό
σχίσμα τῶν Ματθαιϊκῶν).
3. Στήν διασάφηση τῆς ποιμαντορικῆς ἐγκυκλίου του (σελ. 9-10), ἀπαντῶν σέ
κατηγορία ἐναντίον του περί γνωσιμαχίας διευκρινίζει ὁ ἲδιος ὃτι: «...κατ’ ἀρχήν
ἀπεκάλεσε Σχισματικούς τούς νεοημ/τας Ἀρχιερεῖς καί τήν νεοημ/κήν Ἐκκλησίαν
Σχισματικήν, χωρίς νά προσθέσει ἐκ παραδρομῆς, ὃτι οὗτοι εἶναι Σχισματικοί
δυνάμει καί οὐχί ἐνεργείᾳ, τοῦθ’ ὃπερ σημαίνει ὃτι τότε μόνον οὗτοι θά ὑποστῶσι
τάς συνεπείας τῆς ἀποσχίσεώς των ἐκ τοῦ κορμοῦ τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
στερούμενοι τοῦ δικαιώματος τοῦ τελεῖν ἐγκύρως τά μυστήρια... ὃταν δικασθῶσιν ὑπό
μείζονος ἐγκύρου Συνόδου καί καταδικασθῶσιν εἰς καθαίρεσιν ἐπί κακοδοξίᾳ ἐμμένοντες
ἀμεταπείστως εἰς ταύτην».
4. Ὃ γέροντας π. Χαράλαμπος
Διονυσιάτης († 1-1-2001) ἱερομόναχος πρώην ζηλωτής ἒλεγε τά ἑξῆς:
«Μέσα στούς κόλπους τῶν Παλαιοημ/τῶν ὑπῆρχε μία διχογνωμία. Οἱ μέν πίστευαν ὃτι
μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ἐχάθηκε ἡ
χάρις, οἱ ἂλλοι ἒλεγαν, ὃτι ἡ χάρις ὑπάρχει καί ὃτι ἡ θέσι μας εἶναι
θέσις διαμαρτυρίας. Μέ τούς δευτέρους ἣμουν καί ἐγώ σύμφωνος. Ὃταν προσεχώρησεν
ὁ Φλωρίνης, καί αὐτός τό ἲδιο ὑποστήριζε. Ὃμως κατά τό 1950 ὑπερίσχυσαν οἱ
φανατικοί. Μαζευτήκαμε μέ πρόεδρον τόν δεσπότη σέ συνέδριον. Τούς ἐξηγοῦσεν ὁ ἲδιος
καί τούς παρακαλούσε: “ Σᾶς παρακαλῶ μή πιάνετε τά ἂκρα. ἀκοῦστε με καί σᾶς ὑπόσχομαι,
ὃτι θά κερδίσουμε τόν ἀγῶνα. Ἐγώ δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἣμουν νεοημ/της ἐπίσκοπος.
Ἂν ὑποστηρίξω ὃτι μέ τό νέον ἐχάθηκε ἡ χάρις, τότε καί ἐγώ δέν ἒχω χάριν· εἶμαι
ψευδεπίσκοπος.” Οἱ φανατικοί τοῦ ἀπαντοῦσαν: “ Ἐσύ εἶσαι δεσπότης· ἒχεις χάριν
γιατί εἶσαι παλαιοημ/της. Ὃμως οἱ νεοημ/τες δέν ἒχουν μυστήρια.” Προσπάθησα
καί ἐγώ νά συζητήσω· εἶδα ὃμως ὃτι δέν ἒβγαινε τίποτε. Ἀσυνενοησία καί
σύγχυσις. Στό τέλος ὑποχρεώνουν καί τόν Χρυσόστομον νά ὑπογράψῃ ὡς πρόεδρος
μίαν ἐγκύκλιον, ὃτι ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν προσχώρηση στό νέον ἡμερολόγιον
αὐτομάτως ἒγινεν αἱρετική καί ἒχασε τήν χάριν. Ἀκούστηκε μάλιστα νά λέγῃ ὁ ἐπίσκοπος:
“ Ὑπογράφω αὐτό πού δέν φρονῶ.” Καί ὃμως
τό ὑπέγραψε».
(Τό ἡμερ/κόν ζήτημα. Ἒκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου.
2004. Σελ.61,62).
5. Ἒχει ἀκουσθεῖ
καί γραφτεῖ καί τοῦτο τό ἀνήκουστο γιά τήν νεοημ/κη Ἐκκλησία ἀπό ἐπίσκοπο πού
δοξάζεται καί αὐτός ὡς «ἀρχιεπίσκοπος», ὃτι ἀφοῦ εἶναι ἑτέρα Ἐκκλησία, εἶναι
καί ἑτέρα θρησκεία. Φαίνεται ἡλίου φαεινότερον τό ποῦ ὁδηγεῖ ὁ αὐτοματισμός, ἂσχετα
ἂν στήν πράξη κάνουν ἂλλα ἀπό τήν θεωρία τους, ὃπως γνωρίζουμε πολύ καλά καί
γιά τόν ἲδιο.
Δ. Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου