Ὑποσχεθήκαμε
ὁτι θά ἐπανέλθουμε γιά νά ἐξετάσουμε πιό διεξοδικά τό μεγάλο ζήτημα, πού δέν ἂφησε
τούς ἐνισταμένους τοῦ 1924 νά ἀποδώσουν τούς ἀναμενόμενους ἐκκλησιολογικούς
καρπούς πού ὑπόσχονταν. Τό ζήτημα τῆς ἀκυρώσεως
τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων τῆς κρατούσης νεοημερολογητικῆς Ἐκκλησίας.
Γιά νά
εἲμαστε πιό σαφεῖς, ἐπειδή πολλοί ἀναγνῶστες ἀγνοοῦν τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καλό εἶναι πρῶτα νά ἀναλύσουμε σέ ἓνα γενικό πλαίσιο (ὃσο
ἐπιτρέπει ὁ χῶρος ἐδῶ), τίς δύο κυριώτερες ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές πού συνήθως
σημειώνονται στό πλήρωμα, διόλου περίεργο κυρίως, στόν ἀνώτατο κλῆρο τῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Α. Τήν ἒκπτωση
ὀρθοδόξων σέ αἳρεση.
Β. Τήν
κοινωνία ὀρθοδόξων μέ αἳρεση.
Ἒτσι
θά ἒχουμε τήν εὐκαιρία νά ἐξετάσουμε, μέ ποιόν τρόπο τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὑφίστανται
ἐντός αὐτῆς ἀπό ἐκκλησιολογική, σωτηριολογική, κατά συνέπεια καί ὀντολογική ἂποψη,
ὃταν πορεύονται «ἐν εὐσεβείᾳ καί
δικαιοσύνῃ», καί μέ ποιόν τρόπο ἐπίσης ὑφίστανται ἐντός αὐτῆς ὃταν
παρεκτρέπονται ἐπί Κανονικο-δογματικῶν παραβάσεων.
Α. Ἐπισημαίνουμε
ὃτι ἡ ἀνάλυση ἀφορᾷ τά βαπτισμένα ἐκεῖνα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τά ὁποῖα ἐκπίπτουν
σέ κάποια αἳρεση, εἲτε κεκριμένη στό παρελθόν ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἲτε νεοφανῆ. Ἡ
ἒκπτωση τῶν μελῶν αὐτῶν τούς καθιστᾶ ὑπευθύνους ἀπέναντι στό Κανονικό Δίκαιο τῆς
Ἐκκλησίας και ὑποδίκους ἐνώπιον τοῦ ἁρμοδίου συνοδικοῦ ὀργάνου αὐτῆς. Συνεπῶς
μέχρι νά ἐκδικασθοῦν θεωροῦνται ὡς ἂκριτοι αἱρετικοί. Καί φυσικά ἂκριτοι ὂντες,
ἐκλαμβάνονται καί αὐτοί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς δοῦμε ὃμως διεξοδικώτερα πῶς
γίνεται αὐτό.
Μερικοί
λέγουν ὃτι, ἡ ἒκπτωση ἑνός πιστοῦ σέ κεκριμένη στό παρελθόν αἳρεση ἀπό τήν Ἐκκλησία
ἀποξενώνει τελείως αὐτόν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐρωτοῦν· τί λόγον ἒχει ἡ
καταδίκη μιᾶς ἢδη κεκριμένης αἱρέσεως; Διά τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ὁ ἐκπίπτων ὀρθόδοξος,
δέν εἶναι ἂκριτος ἀλλά θεωρεῖται κεκριμένος αἱρετικός καί διά τοῦτο ἐξέρχεται ἑκουσίως
καί αὐτομάτως(!) ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχήν
ἀπαντοῦμε ὃτι, πράγματι ἡ ἢδη κεκριμένη αἳρεση, ὡς αἱρετική ὁμολογία (λ.χ. ὁ
μονοφυσιτισμός) δέν χρειάζεται καί δέν ὑφί-σταται κανένας λόγος νά ἐκδικασθεῖ ἐκ
νέου. Ἐπίσης ἓνα μέλος ἐάν διακόψει τήν κοινωνία ἐκ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί
προσχωρήσει στήν μονοφυσιτική ὁμολογία, ἐξέρχεται αὐτοβούλως ἐξ αὐτῆς καί ἀληθῶς
δέν ἒχει κανένα νόημα καί καμμία ἐπίπτωση γι’ αὐτό ἡ τυχόν καθαίρεση ἢ ὁ ἀφορισμός
(ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ του) ἀπό τήν Ἐκκλησία, παρά μόνο «διαπιστωτικόν χαρακτῆρα». (Ἐκκλησιαστικόν
Δίκαιον. Ἀ. Χριστοφιλοπούλου. σελ.274.)
Ἀλλά ὃταν
ἡ κεκριμένη αἳρεση ὡς διδασκαλία κηρύσσεται δημοσίως στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπό κάποιο μέλος πού ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τότε ἐπιβάλλεται σύμφωνα μέ
τό Κανονικό Δίκαιο (καί τήν λογική), ἡ αἳρεση καί πάλι νά ἀναθεματισθεῖ καί ὁ ἐκπίπτων
κληρικός νά καθαιρεθεῖ ἢ ἐάν εἶναι λαϊκός νά ἀφορισθεῖ. Ὁ ἐκ νέου ἀναθεματισμός
τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας καί ἡ καθαίρεση ἢ ὁ ἀφορισμός γίνεται ὑπό τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἀνήκει τό μέλος. Σέ περίπτωση ὃμως πού ἐκπίπτει ὁλόκληρη ἡ
ἱεραρχία μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, τότε ἡ αἳρεση καί ἡ ἐκπεσοῦσα ἱεραρχία ἐκδικάζονται
ὑπό μείζονος συνόδου.
Ὃτι ἐπιβάλλεται
ἡ ἐκ νέου καταδίκη τό διαπιστώνουμε μέ μία ἁπλή ἀνάγνωση τῶν Πρακτικῶν τῶν
συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ὁ ιε΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας συνόδου ἐπισημαίνει· «...οἱ γάρ δι’ αἳρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον
κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος...
οἱ τοιούτοι πρό συνοδικῆς διαγνώσεως
ἑαυτούς... ἀποτειχίζοντες... τῆς πρεπούσης τιμῆς ἀξιωθήσονται». Προφανῶς ὁ
κανόνας ὁμιλεῖ γιά συνοδική διάγνωση, ὃταν ἡ αἳρεση εἶναι ἢδη κεκριμένη
(κατεγνωσμένη)· ἐννοεῖται βέβαια πολύ περισσότερο ἀπαιτεῖται ἡ συνοδική διάγνωση
ὃταν δέν εἶναι κεκριμένη. Ἂλλωστε καί ὁ λόγος πού ἀποτειχίζονται οἱ ὀρθόδοξοι
πιστοί εἶναι ἡ ἐν τῇ πράξει καταγγελία τῆς
αἱρέσεως καί τοῦ αἱρετικοῦ κατ’ ὂνομα, ἒτσι ὣστε νά ἐπιτευχθεῖ συντομώτερα ἡ
σύγκληση τῆς νέας αὐτῆς συνόδου τῶν ἐπισκόπων, καί τυγχάνει αὐτονόητο ὃτι ὁ «δι’ αἳρεσιν» ἐγκαλούμενος πρόεδρος,
παραμένων ἀμετανόητος καθαιρεῖται ὑπ’ αὐτῆς.
Ἑπομένως
ἂν καί ἐξέπεσε ὁ ἐγκαλούμενος ἐπίσκοπος σέ ἢδη κεκριμένη αἳρεση, ἐφ’ ὃσον καιρό
ὃμως διατελεῖ ὡς ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς νέας συνόδου, δέν δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς
κεκριμένος αἱρετικός ἀλλά ἂκριτος. Ἂκριτος δέ ὑπάρχων κρίνεται ὑπό τῆς συνόδου ὡς
μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά οἱ
«ἐξερευνῶντες τάς γραφάς» μόνο καί
μόνο γιά νά βροῦν στηρίγματα στήν ἐσφαλμένη θεωρία τους (βέβαια κατά τό γράμμα
βρίσκουν ὃσα θέλουν), λέγουν ὃτι σύμφωνα μέ τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
συνόδου «ἡ αἳρεσις χωρίζει ἀπό τῆς Ἐκκλησίας
πάντα ἂνθρωπον». (Πρακτικά Συνόδων. Σ. Μήλια. Τόμ.Γ σελ.733.) Ἀληθῶς
στό σημεῖο τοῦτο ὑπάρχει κραυγαλέα ἀντινομία, πλήν ὃμως φαινομενική, περί τῆς ὁποίας
διευκρινίζουμε εὐθύς. Νά δοῦμε δηλαδή μέ ποιά ἒννοια ὁ ἂκριτος αἱρετικός ὑφίσταται
ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τόν ὀρθόδοξο πιστό.
Ἡ
παρουσία ἑνός μέλους στήν Ἐκκλησία ἒχει διπλή ὑπόσταση. Εἶναι πρωτίστως σχέση
πνευματική μέ τήν ἀόρατη Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπό αὐτή τή σχέση ἐπέρχεται
ὁ ἁγιασμός τοῦ πιστοῦ διά τῆς μετοχῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων, καθόσον αὐτός ὁ
Κύριος εὐλογεῖ, τελεῖ, ἁγιάζει, θύει καί θύεται, εἰδικά στό κατ’ ἐξοχήν
μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Φυσική καί ἂμεση ἀπόρροια ἀπό τήν πνευματική
σχέση λοιπόν εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ μέλους αὐτοῦ. Κατά δεύτερο
λόγο εἶναι σχέση «ἐκκλησιαστική»(1), ἡ ὁποία συνίσταται στήν διά τοῦ βαπτίσματος
εἲσοδό του ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καί προηγεῖται ἀπό τήν πνευματική καί εἶναι
προϋπόθεση «ἐκ τῶν οὐκ ἂνευ» γιά τήν ἐπίτευξή
της, τήν ἀναφέρουμε δευτερεύουσα γιατί ἀσφαλῶς χωρίς τήν πνευματική σχέση, ἡ «ἐκκλησιαστική»
δέν παρέχει ἀπό μόνη της καμμία σωτηριολογική ὠφέλεια στό μέλος, παρά μόνον ὃταν
τό βαπτισθέν μέλος ἀποθάνει σέ νηπιακή ἡλικία ἢ πάσχει ἀπό διανοητική ἀσθένεια.
Ἑπομένως εἶναι δυνατόν νά ὑφίσταται ἡ «ἐκκλησιαστική» σχέση, ἀλλά ἡ πνευματική
νά ἒχει διακοπεῖ. Περιπτώσεις πού μπορεῖ νά συμβαίνει τοῦτο εἶναι· ὃταν ἓνα μέλος ἐκπίπτει σέ αἳρεση, κεκριμένη ἢ
μή κεκριμένη, ὃταν
ἓνα μέλος ἐπικοινωνεῖ μέ αἱρετικό, ἐνῶ γνωρίζει τήν αἳρεσή του, καί ὃταν ἓνα
μέλος πίπτει σέ θανάσιμο ἁμάρτημα καί δέν μετανοεῖ.
Ἀπό τήν παραπάνω διπλή σχέση προκύπτει ὃτι:
– Τά μέλη τά ὁποῖα ὑφίστανται πνευματικῶς καί «ἐκκλησιαστικῶς» ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦν τό ὑγιές μέρος τοῦ σώματος αὐτῆς. Δηλαδή τήν Ἐκκλησία
ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
– Τά μέλη δύνανται νά διακόψουν ἑκουσίως, καί μόνο ἑκουσίως,
τήν πνευματική σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία. Στήν περίπτωση αὐτή θεωροῦνται
πνευματικῶς νεκρά(2) μέλη καί ἐννοεῖται ὑφίστανται
μόνο «ἐκκλησιαστικῶς» ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
– Ἡ «ἐκκλησιαστική»
σχέση τῶν πνευματικά νεκρῶν μελῶν διακόπτεται δι’ ἀναθέματος τοῦ παντελοῦς ἀφορισμοῦ
ὑπό συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἑκουσίως μέ τήν προσχώρηση αὐτῶν, σέ αἱρετικές ὁμολογίες,
λ.χ. στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ἢ σέ ἂλλο θρήσκευμα.
Συμπερασματικά λοιπόν
μέχρι ἐδῶ, ἓνα εἶναι τό βέβαιο· ὃτι ὁ «δι’
αἳρεσιν» ἐγκαλούμενος πρόεδρος, διά τῆς κακοδοξίας του, ἀπώλεσε τήν χάρη τοῦ
Παναγίου Πνεύματος καί κατά συνέπειαν ἐξέπεσε ἐκ τῆς ἀρίστης πολιτείας, ἐάν
βέβαια καί αὐτή ὑπῆρχε. Τό ἐάν ὃμως ἐξέρχεται παντελῶς ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ δέν ἐξέρχεται, τοῦτο δέν ἐξαρτᾶται ἂμεσα ἀπό τό ὃτι
προσωπικά ὁ ἲδιος, μέ τήν ἀντορθόδοξη ὁμολογία του ἀπώλεσε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Παρομοίως
δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν μή χριστιανική πολιτεία καί στήν κατηγορία τῶν πιστῶν, ἀλλά
ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν. Τοῦτο πολλοί τό ἐκλαμβάνουν ὡς αἰτία τελεσιδίκου πλέον ἐξόδου
τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ προέδρου ἀπό τήν Ἐκκλησία, στηρίζοντες μάλιστα τήν ἂποψή
τους, ἒτσι γιά νά ἒχουν ἓνα κάποιο «Κανονικό» ἒρεισμα, στήν δῆθεν αὐτενεργό(!)
ποινική ἀξίωση τῶν ἱερῶν κανόνων. Στήν οὐσία καί πάλι ἐπανέρχονται στή θέση πού
προαναφέραμε γιά τόν ἐκπεσόντα σέ κεκριμένη αἳρεση, περί τῆς ὁποίας ἢδη ὑπάρχει
καταδικαστικός Ὃρος ἢ Κανόνας, καί γι’ αὐτό λέγουν, θεωρεῖται κεκριμένος. Γι’ αὐτό
καί ἐρωτοῦν ἐάν εἶναι ποτέ δυνατό στήν ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία νά συνυπάρχουν μαζί μέ τούς ὀρθοδόξους πιστούς καί αἱρετικοί, εἰδικά
κληρικοί. Ἂν καί ἡ ἀναφορά γιά τήν διπλή σχέση τῶν μελῶν εἶναι ἱκανή νά
διαλύσει τήν παροῦσα «ἀντιφατική» συνύπαρξη, θά προχωρήσουμε ὃμως ἀπαντῶντες
στό ἐρώτημα, σέ περαιτέρω διασάφηση τοῦ θέματος.
Ἡ ἐρώτηση εἶναι τό ὁλιγώτερο ἀφελής, ἐάν
δέν ἐκφράζει πεποίθηση, γιά τόν λόγο ὃτι προδικάζει τούς ἀκρίτους αἱρετικούς. Ἀπαντοῦμε
ὃτι, ἐάν δέν κάνουν τήν διάκριση μεταξύ ἀκρίτων καί κεκριμένων αἱρετικῶν, οὐδέποτε
θά «ἀρθεῖ τό κάλυμμα ἐκ τῆς καρδίας των» ὣστε νά κατανοήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ
πράγματος. Ὑποστηρίζοντες αὐτή τήν πλάνη, «καταλύουμε» τήν δικαστική ἁρμοδιότητα
τῆς Συνοδικότητας(3) τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὁποία δικαστική ἁρμοδιότητα συνίσταται
στήν αὐθεντική καί ὁριστική διάγνωση μιᾶς ἑτεροδιδασκαλίας ὡς αἱρετικῆς· στόν ἀναθεματισμό
αὐτῆς· καί στήν κατά
πρόσωπο καί ὀνομαστικῶς καταδίκη τῶν φορέων καί ἐξάρχων τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς. Ἀλλά ὃταν κανείς ἀποβλέπει
στά ἀποτελέσματα τῶν λόγων (αἰτίων) καί μόνο, χωρίς νά δίνει σημασία στά αἲτια
τῶν ἀποτελεσμάτων, ἢ τό χειρότερο, νά ἀρνεῖται ἀθεράπευτα αὐτά, δηλαδή τούς
λόγους γιά τούς ὁποίους διαφοροποιοῦνται τά ἀποτελέσματα, εἶναι ἑπόμενο νά
περιπίπτει σέ ἀδυναμία κατανόησης τοῦ θέματος, τοῦ τόσο σοβαροῦ ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιολογικοῦ
ἐνδιαφέροντος καί εὐθύνης, καί νά συγχύζεται ἀνωφελῶς.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὃτι ἂκριτοι
καί κεκριμένοι αἱρετικοί, ἒχουν μέν κοινό τό ὂνομα ἀπό την αἳρεση πού τυχόν
πρεσβεύουν, ἀλλά στήν οὐσία διαφέρουν κατά τήν πράξη τῆς δίκης. Θεωροῦντες ὃμως αὐτούς ὑπό
τήν προσωνυμία τοῦ αἱρετικοῦ καί μόνο, χωρίς αὐτή τή διάκριση, μετατρέπουν τά ὁμώνυμα σέ συνώνυμα(4), καί ἒτσι
ταυτίζοντες τά ἀταύτιστα περιπίπτουν σέ οὐτοπίες, ἐκτροχιάζονται σέ ἀδόκιμη ἐκκλησιολογία,
δέν διαφεύγουν ἀκόμα καί τήν βλασφημία. Ἡ ὁποία βλασφημία ὃπως θά δοῦμε σέ ἂλλο
θέμα, ἒγκειται στό γεγονός ὃτι οἱ ἂκριτοι αἱρετικοί, ὡς κληρικοί εἶναι «ἐνεργά»
μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί τελοῦν μυστήρια ἰσχυρά
διά τῶν ὁποίων τό ἃγιον Πνεῦμα ἐργάζεται τήν σωτηρία πολλῶν πιστῶν, μετανοούντων
ἀλλά ἀγνοούντων τά αἱρετικά διδάγματα τῶν κληρικῶν αὐτῶν.
Ἡ
διάκριση αὐτή τῶν ἀκρίτων ἀπό τούς κεκριμένους αἱρετικούς ἀντι-παραβάλλεται ἀπό τόν σοφό ἃγιο Νικόδημο
μέ ἓνα ἁπλούστατο παράδειγμα. Ἀναφερόμενος περί τῶν ὑποδίκων (ἀκρίτων) ἱερέων
μέ καθαιρετική ποινή ὑπό συνόδου ὃτι, «ἂν
ἡ σύνοδος δέν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τήν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων... οἱ ἱερεῖς αὐτοί οὒτε
καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ. Ὑπόδικοι ὃμως, ἐδῶ μέν εἰς τήν καθαίρεσιν... ἐκεῖ
δέ εἰς τήν θείαν δίκην. Καθώς καί ὃταν
ἓνας Βασιλεύς προστάξη τόν δοῦλον του νά δείρη ἓναν ἂλλον, ὁπού τοῦ ἒσφαλλεν, ἐάν
ὁ προσταχθείς δοῦλος δέν ἐνεργήσῃ τοῦ Βασιλέως τήν προσταγήν ἂδαρτος ἒμεινεν ἐκεῖνος
ὁπού ἒσφαλλεν εἰς τόν Βασιλέα, ὑπόδικος ὂμως εἰς τόν δαρμόν». (Πηδάλιον.
Ὑποσημ. 2 τοῦ γ΄ἀποστ. Κανόνα.)
Ὣστε εἶναι φανερό ὃτι
«ἡ αἳρεσις χωρίζει ἀπό τῆς Ἐκκλησίας
πάντα ἂνθρωπον» πρωτίστως ὡς πρός τήν πνευματική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀόρατη
Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πνευματική αὐτή σχέση ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τήν πεμπτουσία τῆς
παρουσίας τῶν μελῶν ἐντός τῆς Ἐκκλη-σίας. Καί ὃταν διακοπεῖ, εἲτε ἂκριτοι, εἲτε
κεκριμένοι αἱρετικοί, ταυτίζο-νται(4) θεωρούμενοι πράγματι ἐκτός τῆς
σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκ-κλησίας. Ἀπό αὐτή τήν ἂποψη ἡ «ἐκκλησιαστική»
σχέση ἑνός μέλους μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι ἂκρως ἐπουσιώδης καί δέν τοῦ
προσκομίζει κανένα ὂφελος πρός σωτηρίαν, παρά μόνο ὃτι τοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα
νά συμμετέχει στό θεσμικό, λειτουργικό καί διοικητικό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Κατά δεύτερο λόγο ὃμως «ἡ αἳρεσις χωρίζει
ἀπό τῆς Ἐκκλησίας» τόν ὑπόδικο (ἂκριτο) αἱρετικό, ὡς πρός τήν διά τοῦ
βαπτίσματος «ἐκκλησιαστική» του σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ὂχι αὐτομάτως, ἀλλά σέ ὓστερο
χρόνο διά συνοδικῆς καταδίκης.
Κατά τόν ἲδιο τρόπο
μποροῦμε νά ποῦμε λ.χ. ὃτι ὁ τάδε κανόνας καθαιρεῖ
τόν δεῖνα κληρικό, ὑπονοοῦντες βέβαια, ὂχι τήν αὐτενεργό ἀπό τόν κανόνα καθαίρεση
τοῦ κληρικοῦ (τοῦτο εἶναι ἂτοπο), ἀλλά τήν ὑπό συνόδου ἐφαρμογή τῆς προσταγῆς
τοῦ κανόνα πρός καθαίρεση. Ἢ κατ’ ἂλλον τρόπο πιό κατανοητό, μποροῦμε νά ποῦμε ὃτι,
ὁ νόμος τῆς πολιτείας φυλακίζει τόν
κλέπτη ἢ τόν φονέα, ὑπονοοῦντες καί πάλι, ὂχι τήν ὑπό τοῦ νόμου αὐτόματη φυλάκιση τοῦ παρανόμου, ἀλλά
τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ἀπό τά ἐντεταλμένα δημόσια ὂργανα τῆς πολιτείας, ἐπί τοῦ
κλέπτου ἢ τοῦ φονέα. Καί πάλι ὁ εὐφυέστατος ἃγιος Νικόδημος, γιά νά παραστήσει
τήν ἀναγκαιότητα τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως γιά τήν καθαίρεση ἑνός ἐκπεσόντος
κληρικοῦ, χωρίς νά ἀφήνει περιθώρια ἂλλης ἑρμηνείας, προσδιορίζει καί τόν χρόνο
συγκλήσεως τῆς νέας συνόδου λέγων: «Οἱ
Κανόνες προστάζουσι τήν σύνοδον τῶν ζώντων
Ἐπισκόπων, νά καθαίρους τούς ἱερεῖς, ἢ νά ἀφορίζουν, ἢ νά ἀναθεματίζουν τούς
λαϊκούς, ὁποῦ παραβαίνουν τούς κανόνας». (Ὑποσ. 2 τοῦ Γ΄ ἀποστ. κανόνος).
Ὁπωσδήποτε
ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί πνευματικό βασίλειο, εἶναι ὁ χῶρος ὃπου οἱ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνοῦντες τόν
Θεόν», εἶναι ἐκεῖνοι πού συγκροτοῦν τό ὑγιές μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦμε
νά ἀμφισβητήσουμε ὃμως τήν πραγματικότητα ὃτι ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία καί
πνευματικά νοσοῦντα ἢ νεκρά μέλη. Ὃλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί καλοῦνται νά
φθάσουν στήν ἁγιότητα. «Τέλειοι γίνεσθε»
λέγει ἡ Γραφή, «ὣσπερ ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος
τέλειός ἐστι». Τοῦτο τό χρέος ὃμως λόγῳ τῆς συγκεκριμένης ἐντολῆς, ἀσφαλῶς
δέν θέτει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τά μέλη πού δέν ἒφθασαν ἀκόμα στήν τελειότητα. Οὐδέποτε
ἡ Ἐκκλησία ἐνομοθέτησε κάτι τέτοιο. Ἐάν γιά τά πνευματικά νεκρά μέλη ἰσχύουν
τά ὃσα ἀναφέραμε μέχρι ἐδῶ, πολύ περισσότερο ἰσχύουν γιά τά νοσοῦντα.
Σέ
τελική ἀνάλυση ὑπάρχουν πνευματικά νεκρά μέλη, ἀλλά καί νο-σοῦντα μέλη, τά ὁποῖα
εἲτε στεροῦνται τῆς ἀρίστης πολιτείας, εἲτε τῆς ὀρθῆς πίστεως, εἲτε καί τά δύο,
ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού ἡ δράση τους κρίνεται ἐπικίνδυνη γιά τά ἂλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας,
μέχρι νά ἀπελαθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία διά τοῦ ἁρμοδίου συνοδικοῦ ὀργάνου αὐτῆς, παραμένουν
ἐπιεικῶς, ἒστω καί καταχρηστικῶς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τό καταχρηστικῶς,
παραπέμπει μᾶλλον στήν ὁλιγωρία γιά τήν σύγκληση τῆς νέας συνόδου τῶν ζώντων ὀρθοδόξων
ἐπισκόπων, τῶν ὁποίων ἡ συγκεκριμένη καί ἐπιτακτική δικαστική ἁρμοδιότητα ὃταν
δέν ἀναλαμβάνεται, ἐπιφορτίζει αὐτούς μέ βαρύτατες εὐθύνες. Ὑπάρχουν ὃμως καί ἂλλοι
λόγοι πού ἐμποδίζουν τήν συγκρότηση τῆς συνόδου, γι’ αὐτό ὃσα μέλη ὑπεύθυνα ὑπάρχοντα
ἐκφεύγουν γιά ποικίλους λόγους τήν ἐκδίκαση ὑπό συνόδου στήν παροῦσα ζωή, ἀφεύκτως
παραπέμπονται στή θεία δίκη. Ὃπως ἂλλωστε καί οἱ ἀπό τό πλῆθος τῶν πιστῶν
κοινω-νοῦντες τούς αἱρετικούς, ἐνῶ γνωρίζουν τήν αἳρεσή τους.
Σημειώσεις
1. Ὁ ὃρος «ἐκκλησιαστική»
σχέση παρότι δέν ἀπαντᾶ στήν πατερική γραμματεία, τοὐλάχιστον σέ συνάφεια μέ
τήν θεματολογία μας, εἶναι πραγματικότητα αὐτονόητη καί ἀδιαμφισβήτητη. Στή
σύγχρονη ἐκκλησιαστική γραμματεία ἐκφράζεται καί ὡς καθιδρυματική σχέση.
2. Ἲσως στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ πνευματική
διακοπή νά μήν εἶναι ὁλοκληρωτική καί ἀπόλυτη, καθόσον αὐτή ἐξαρτᾶται καί ἀπό
τόν βαθμό ξεπεσμοῦ τῶν μελῶν, ἀπό τήν διάθεση καί τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς τους
γιά τήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία ἐργαζομένου μυστικά
στίς καρδιές τους κ.ἂ. τά ὁποῖα γίνονται ἀφανῶς. Περί τούτου συμφωνεῖ θαυμάσια
ὁ ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγων: «οὐ γάρ ὁριστικῶς ἒστω ἀποφήνασθαι· διά τό ἂλλον
ἂλλου διαφέρειν καί προσώπῳ καί γνώσει, καί σπουδῇ, καί ἡλικίᾳ». Γι’ αὐτό πρός
εὐχερέστερη κατανόηση τοῦ θέματος, ἐκλαμβάνουμε ὃτι τά μέλη αὐτά παραβαίνουν μέ
ἀπόλυτη πεποίθηση κάποιον Ὃρο ἢ δογματικό κανόνα.
3. Μέ τόν ὃρο
«Συνοδικότης» ἐννοοῦμε πάντοτε τήν σύγκληση τῶν ἐπισκόπων σέ σύνοδο οἰκουμενική
(πανορθόδοξη) ἢ καί τοπική, κυρίως γιά τήν καταδίκη κάποιας αἱρετικῆς διδαχῆς
καί τῶν αἱρετικῶν.
4.
Ἡ χρήση τῶν λογικῶν ὃρων τῆς διαλεκτικῆς στούς ἀντιρρητικούς λόγους τῶν
μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρετικῶν, ἦταν συνήθης καί ἐπιτακτική.
Τήν συγκεκριμένη μέθοδο τήν χρησιμοποίησε ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατά τοῦ
Βαρλαάμ.
«Συνώνυμα γάρ εἰσιν, ὧν τό τε ὂνομα κοινόν καί ὁ κατά τό ὂνομα λόγος τῆς
οὐσίας ὁ αὐτός... Ὁμώνυμά εἰσιν, ὧν ὂνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τό ὂνομα
λόγος τῆς οὐσίας ἓτερος». (Ἐπιτομή λογικῆς. Νικ. Βλεμμίδη. P.G. Τόμ.165 σελ.737,740).
5. Ἐδῶ ἡ ταύτιση ἀναφέρεται στό
σωτηριολογικό πλαίσιο. Παραμένει ὃμως τό ἀταύτιστο ὡς πρός τήν συνοδική κρίση.
(Συνεχίζεται)
Δ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου