28η ῾Αγίου ἐνδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ·
Υἱὸς Σωβὰκ ἐκ Θέσβης, φυλῆς ᾿Ααρῶν, ὅταν ἐγεννήθη ἦλθον ἄγγελοι τὸν
ἐσπαργάνωσαν μὲ πῦρ καὶ τοῦ ἔδιδον νὰ φάγῃ πὺρ ὠνόμαζον αὐτὸν ᾿Ηλία.
᾿Επροφήτευσε 25 ἔτη (921-896 π.Χ.). ῎Ηλεγξε τὸν ἀσεβῆ βασιλέα τοῦ ᾿Ισραὴλ τὸν
᾿Αχαὰβ διότι μὲ τὴν βασίλισσα ᾿Ιεζάβελ ὡδηγοῦσαν τὸν λαὸ εἰς εἰδωλολατρία,
λέγοντας ὅτι δὲν θὰ γίνῃ βροχὴ εἰς τὴν γὴν παρὰ μόνον ὅταν εἴπω ἐγώ. ᾿Εκρύβη
εἰς τὸ σπήλαιον εἰς τὸν χείμαρο Χορὰθ κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ κόρακες τοῦ
ἔφερναν κάθε πρωὶ ἄρτον, τὸ δὲ δειλινὸ κρέας, ἔπινε ὕδωρ ἀπὸ τὸ λάκκο.
᾿Εξηράνθη ὁ χείμαρος καὶ εἶπε ὁ Θεὸς εἰς ᾿Ηλία νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πόλι Σαρεφθὰ
εἰς χήρα γυναίκα. ᾿Ελθὼν εἰς πόλιν εἶδε τὴν γυναίκα ποὺ συνέλεγε ξύλα. ῾Ο
προφήτης τῆς ἐζήτησε ὕδωρ. Πορευομένης διὰ νὰ φέρῃ τὸ ὕδωρ τῆς ἐζήτησε καὶ
ἄρτον.
᾿Απεκρίθη
ὅτι μόνο ὀλίγο ἄλευρο καὶ ἔλαιο ἔχει διὰ νὰ ψήσῃ μία μικρὴ πίττα νὰ φάγῃ μὲ τὰ
παιδιά της καὶ ἔπειτα ν᾿ ἀποθάνουν ἐκ τῆς πείνης. ῾Ο ᾿Ηλίας τῆς εἶπε νὰ τοῦ
φέρῃ πρῶτα εἰς αὐτὸν καὶ μετὰ τρώγει μὲ τὰ παιδιά της, διότι οὔτε τὸ ἄλευρο,
οὔτε τὸ ἔλαιο θὰ ὀλιγοστεύσουν ἕως ὅτου νὰ γίνῃ βροχή.
῾Η χήρα οὕτω ἔπραξε καὶ ὁ λόγος τοῦ
προφήτου ἐξεπληρώθη ἀκριβῶς. ᾿Ησθένησε ὁ υἱός της καὶ ἀπέθανε. ῾Η γυνὴ εἶπε·
«ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἦλθες νὰ ἀναμνήσης τὰς ἁμαρτίας μου εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ
θανατωθῇ ὁ υἱός μου»; ῾Ο προφήτης ἔλαβε τὸ νεκρό, τὸν ἔθεσε εἰς τὴν κλίνη του,
ἐφύσησε τρῖς εἰς τὸ πρόσωπό του προσευχόμενος καὶ ὁ νεκρὸς ἀνέστη.
Μετὰ
3 ἔτη κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν ᾿Αχαὰβ καὶ τοῦ εἶπε νὰ
συγκεντρώσῃ τοὺς 850 εἰδωλολάτρας ἱερεῖς του καὶ νὰ προσευχηθοῦν. «῞Οποιος Θεός
εἰσακούση καὶ στείλει πὺρ διὰ τὴν θυσία ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθὴς Θεός. Εἰς τὸ
Καρμήλιον ὄρος ἔσφαξαν τὸν βοῦν καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τοῦ δειλινοῦ γύρωθεν τοῦ
βωμοῦ ἔκραζον· «ἐπάκουσον ἡμῶν Βάαλ ὑπάκουσον ἡμῶν ἐν πυρί». ῾Ο ᾿Ηλίας
εἰρωνευόμενος ἔλεγε· «Κράξατε περισσότερον ὁ θεὸς σᾶς ἴσως κοιμᾶται ἡ δὲν ἔχει
καιρὸ ν᾿ ἀκούση». Μετὰ ὁ ᾿Ηλίας λαβὼν 12 λίθους (ὅσαι αἱ φυλαὶ τοῦ ᾿Ισραήλ)
ἔκαμε Θυσιαστήριον καὶ γύρω λάκκο.
῎Εσφαξε
καὶ ἡτοίμασε τὸν βοῦν καὶ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ξύλων. Τοὺς εἶπε καὶ ἔχυσαν ὕδωρ. Καὶ
ἐκ δευτέρου καὶ διὰ τρίτη φορά, ὥστε ἐγέμισε ὁ λάκκος ὕδωρ. ᾿Ανέβλεψε εἰς
οὐρανὸ εὐχόμενος ἵνα ἀποστείλῃ ὁ Θεὸς πύρ, παρευθὺς ἔπεσε πὺρ ἐξ Οὐρανοῦ καὶ
ἔκαυσε τὸν βοῦν, τὰ ξύλα καὶ τὶς πέτρες ἀκόμη. ῾Ο λαὸς ἐπροσκύνησε λέγων· «᾿Αληθῶς
Κύριος εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Εἶπε ὁ ᾿Ηλίας καὶ συνέλαβον
τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καὶ εἰς τὸν χείμαρον τῶν Κισσῶν κατέσφαξε αὐτούς.
᾿Ανέβηκε εἰς τὸ ὄρος καὶ ἔβαλε τὸ πρόσωπόν του ἐν μέσῳ τῶν γονάτων εὐχόμενος.
῾Ο Θεὸς ἔστειλε βροχή. ῾Η ᾿Ιεζάβελ μαθοῦσα ταῦτα εἰδοποίησε τὸν προφήτη ὅτι θὰ
τὸν φονεύσῃ. ᾿Εφυγε ὁ ᾿Ηλίας εἰς τὴν χώρα Βηρσαβεέ (εἰς τὰ σύνορα ᾿Ιουδαίας)
καὶ ἐκάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα κέδρο. ᾿Ενῷ ἐκοιμᾶτο ἄγγελος τὸν ἔγειρε διὰ νὰ φάγῃ.
Εἶδε μία πίττα ἄρτον καὶ δοχεῖο μὲ ὕδωρ. ῎Εφαγε καὶ ἐκοιμήθη. ᾿Εκ δευτέρου ὁ
ἄγγελος τὸν ἤγειρε λέγων· ῎Εγειρε φάγε καὶ πίε, ὅτι πολλὴν ὁδὸν ἔχεις νὰ
περιπατήσης. ῎Εφαγε καὶ ἤπιε καὶ ἐβάδισε 40 ἡμερονύκτια νῆστις ἕως τὸ ὄρος Σινὰ
χωρὶς νὰ φάγῃ τίποτε καθ᾿ ὁδόν. Εἰς ἕνα σπήλαιο ἔμεινε καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ὡμίλησε
ὅτι αὔριο θὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτόν. Πρῶτα θὰ γίνῃ δυνατὸς ἄνεμος ἀλλὰ δὲν θάναι ἐκεῖ
ὁ Κύριος. Μετὰ σεισμὸς ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἐκεῖ θάναι ὁ Θεός. Μετὰ πὺρ ἀλλ᾿ οὔτε κι᾿
ἐκεῖ ὁ Θεός. Τέλος λεπτὴ αὔρα καὶ ἐκεῖ θάναι ὁ Κύριος.
᾿Ηξιώθη ὅλων αὐτῶν ὁ προφήτης καὶ ἤκουσε
τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεὸς τὸν ἔστειλε νὰ χρίσῃ τὸν ᾿Αζαὴλ βασιλέα Συρίας καὶ
τὸν ᾿Ιοῦ βασιλέα ᾿Ισραήλ. Τὸν δὲ ᾿Ελισσαιὲ νὰ τὸν χρίσῃ προφήτη ἀντικαταστάτη
του. ᾿Ελθὼν ὁ ᾿Ηλίας εὗρε τὸν ᾿Ελισσαιὲ καὶ ἔγινε μαθητής του. ῾Ο Ναβουθαὶ εἶχε
τὸ ἀμπέλι του πλησίον τοῦ βασιλικοῦ κτήματος. ῾Ο ᾿Αχαὰβ τὸ ἐζήτησε καὶ νὰ τοῦ
δώσῃ ἄλλο ἀντὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ ἠρνήθη διότι ἦτο πατρική του κληρονομία. Τὸν εἶδε
λυπημένο ὁ ᾿Ιεζάβελ καὶ ἐνήργησε ὥστε νὰ εὑρεθοῦν ψευδομάρτυρες καὶ νὰ εἴπουν
ὅτι ὕβρισε τὸν Θεὸ καὶ τὸν βασιλέα. ῎Ετσι τὸν ἐλιθοβόλησαν καὶ ἔμεινε ὁ ἀμπελὼν
ἔρημος. ᾿Ερχομέ-νου τοῦ ᾿Αχαὰβ ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ᾿Ηλία καὶ τοῦ εἶπε ὅτι
ἐκεῖ ὅπου ἐχύθη τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαὶ θὰ χυθῇ καὶ τὸ δικό σου καὶ τῆς ᾿Ιεζάβελ
τὸ αἷμα θὰ γλείψωσι οἱ κύνες.
᾿Ακούσας
ταῦτα ὁ ᾿Αχαάβ, ἔκλαυσε, ἐνήστευσε ἐνδυθεὶς σάκκον. ῾Ο Θεὸς εἶπε εἰς ᾿Ηλία.
᾿Επειδὴ μετανοεῖ ὁ ᾿Αχαὰβ θὰ δώσω τὴν ὀργή μου εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
᾿Εβασίλευσε μετὰ τὸν θάνατο ᾿Αχαὰβ ὁ ᾿Οχοζίας. ᾿Ησθένησε καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους
νὰ ἐρωτήσουν τοὺς μάγους τοῦ Βάαλ ἐὰν θὰ γίνῃ ὑγιής. ῾Ο ᾿Ηλίας τοὺς συνήντησε
καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ βασιλεὺς θ᾿ ἀποθάνη. ᾿Εκεῖνοι ἀνήγγειλαν ταῦτα εἰς τὸν
᾿Οχοζία περιγράψαντες τὴν ἐμφάνιση τοῦ προφήτου· εἶπε ὁ βασιλεύς· ῾Ο ᾿Ηλίας ὁ
Θεσβίτης εἶναι. ῎Εστειλε πεντηκόνταρχο μὲ 50 ἄνδρας νὰ τοῦ τὸν φέρουν. ᾿Ελθὼν
οὗτος εἶπε· «ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεὺς σὲ προσκαλεῖ». ᾿Απήντησε· «᾿Εὰν εἶμαι
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ κατέλθῃ πὺρ νὰ σᾶς θανατώσῃ». Τότε ἔπεσε πῦρ ἐξ Οὐρανοῦ
καὶ ἐθανατώθησαν. ῎Εστειλε ὁ βασιλεὺς δεύτερον πεντηκόνταρχο μὲ 50 ἄνδρας,
ὁμοίως καὶ τούτους διὰ προσευχῆς κατέκαυσε ὁ Προφήτης. ῎Εστειλε τρίτον
πεντηκόνταρχο ὁ ὁποῖος ἐστάθη μακρόθεν ἔπεσε εἰς τὴν γὴν καὶ ἐδεήθη τοῦ ῾Ηλιοῦ
νὰ τὸν λυπηθῇ. ῎Αγγελος εἶπε εἰς ᾿Ηλία νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα. ᾿Ελθὼν ἤλεγξε
τὸν ᾿Οχοζία ὅστις ἀπέθανε 89 π.Χ, καὶ ἐβασίλευσε ὁ ᾿Ιωράμ. Πορευομένου τοῦ
῾Ηλιοῦ μὲ τὸν ᾿Ελισσαῖο εἰς Βαϊθὴλ εἶπον οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν· «Γνωρίζεις ὅτι
σήμερον ὁ Θεὸς θὰ παραλάβῃ τὸν ᾿Ηλία»; ᾿Απεκρίθη ὁ ᾿Ελισσαῖος· «Τὸ γνωρίζω
μόνον σιωπῆτε. εἶπε ὁ ᾿Ηλίας». «Κάθισε ἐδῶ διότι ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε εἰς
᾿Ιορδάνη». ῾Ο ᾿Ελισσαῖος ἀπεκρίθη· «Ζεῖ Κύριος καὶ ζεῖ ἡ ψυχή σου, δὲν θὰ σ᾿
ἀφήσω». ῎Εφθασαν εἰς τὸν ᾿Ιορδάνη ὁ ᾿Ηλίας ἐκτύπησε τὸν ποταμὸν μὲ τὴ μυλωτή
του καὶ ἐσχίσθη εἰς τὸ μέσον καὶ ἐγένετο ὁδὸς καὶ ἔπεσαν ὡς διὰ ξηράς, εἶπε ὁ
᾿Ηλίας· «Ζήτησον χάρισμα πρὶν ἀναληφθῶ ἀπὸ σοῦ» ὁ ᾿Ελισσαῖος εἶπε· «῍Ας γίνη ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἔχεις διπλῆ εἰς ἐμέ». ᾿Ηλίας· «Μέγα χάρισμα ἐζήτησας
ἀλὰ ἂν μὲ ἴδης ὅταν ἀναληφὼ ἂς γίνῃ». Τότε ἐφάνη ἅρμα πύρινο καὶ ἵπποι πύρινοι
καὶ ἀνεβίβαζον τὸν ᾿Ηλία πρὸς τὸν οὐρανό. ῾Ο ᾿Ελισσαῖος ἔκραξε· «πάτερ σὺ εἶσαι
καὶ ἅρμα καὶ ἱππεὺς καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ ᾿Ισραήλ».
᾿Εκράτησε
τὴν μηλωτὴ τοῦ προφήτου καὶ δὲν τὸ εἶδε πλέον. ᾿Ερχόμενος εἰς ᾿Ιορδάνη ἐκτύπησε
τὸ ὕδωρ καὶ ἐσχίσθη εἰς δύο καὶ διεπέρασε διὰ ξηρὰς εἰς τὸ πέραν. ῾Ο προφήτης
᾿Ηλίας ἀνελήφθη ὡς εἰς Οὐρανό.
Μόνο
ὁ ΚΗΙΧ μετὰ σώματος ἀνελήφθη εἰς οὐρανόν.
Μετὰ
τοῦ δικαίου ᾿Ενὼχ θὰ ἔλθῃ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ ἀντιχρίστου διὰ νὰ διδάξῃ τὸν
κόσμο, θὰ θανατωθῇ ὑπὸ τοῦ ἀντιχρίστου (᾿Αποκάλυψι 11, 3-10). 10 ἔτη μετὰ τὴν
ἀνάληψι τοῦ προφ. ῾Ηλιοῦ ἤλεγξε δι᾿ ἐπιστολῆς τὸν βασιλέα ᾿Ιωρὰμ διότι ἐλάτρευε
τὰ εἴδωλα. ῾Ο Δοσίθεος πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων εἰς «Δωδεκάβιβλον σελ. 1192»
γράφει διὰ τὸ θαῦμα τὸ ὁποῖο ἔγινε τὴν 20 ᾿Ιουλίου μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιον εἰς
Βελιγράδι παρόντος καὶ τοῦ πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων Παϊσίου. Μία γυναίκα ποὺ
ἀκολούθησε τὸ παπικὸ ἡμερολόγιο ἤθελε νὰ ζυμώσῃ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ
προφήτου ῾Ηλιοῦ. ῾Η ὀρθόδοξος γυνὴ ἔλεγε, σήμερον εἶναι ἀργία, μεγάλη ἑορτή, ἡ
λατινὶς ἔλεγε πέρασε ἡ ἑορτή, ὑπερασπιζομένη τὸ νέο ἡμερολόγιο. Καὶ ὦ τοῦ
θαύματος μετεβλήθη τὸ ζυμάρι εἰς τὰ χέρια της εἰς λίθο. ῏Ηλθον ἄνθρωποι καὶ
διένειμαν τὸν λίθο εἰς ἀνάμνησι τοῦ θαύματος.
(ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΛΥΠΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΨΑΛΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου