ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
ορθόδοξο πολυθεματικό ιστολόγιο
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025
Οι "παρατάξεις" των Γ.Ο.Χ. σήμερα (μέρος γ΄)
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025
Άγνωστη επιστολή του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς
«Όταν επί Μητροπολίτου Αντωνίου άρχιζαν να μιλούν για "εσφαλμένες ενέργειες της Εκκλησίας", εκείνος τους σταματούσε, υποδεικνύοντας ότι οι ενέργειες της Ιεραρχίας δεν μπορούν να αποδίδονται στην Εκκλησία, διότι η Ιεραρχία δεν αποτελεί όλη την Εκκλησία, αν και μιλά εξ ονόματός Της. Στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ο Παύλος ο Ομολογητής, ο Μακεδόνιος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Νεστόριος, ο Πρόκλος, ο Φλαβιανός, ο Γερμανός· άλλοι έλαμπαν από αγιότητα και Ορθοδοξία, άλλοι ήταν αρχηγοί αιρέσεων, αλλά η Εκκλησία παρέμενε Ορθόδοξη.
Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, μετά την εκδίωξη του Σεβηριανού, του Νικηφόρου και άλλων, όχι μόνο οι δικές τους έδρες, αλλά και η πλειονότητα των επισκοπών καταλήφθηκε από αιρετικούς· άλλες Εκκλησίες ούτε καν είχαν κοινωνία με αυτήν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου Παύλου, που εγκατέλειψε την αίρεση και τον θρόνο, μη θέλοντας να έχει κοινωνία μέσω των εικονομάχων· ωστόσο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εξακολουθούσε να παραμένει ορθόδοξη, αν και μέρος του λαού, και ιδιαιτέρως η φρουρά και οι αξιωματούχοι, παρασύρονταν στην εικονομαχία.
Έτσι και τώρα, είναι κατανοητό να χρησιμοποιούν την έκφραση "Σοβιετική Εκκλησία" οι απλοί άνθρωποι, που γνωρίζουν ελλιπώς την εκκλησιαστική γλώσσα· αλλά ο όρος αυτός είναι ακατάλληλος για υπεύθυνες και θεολογικές συζητήσεις. Όταν ολόκληρη η Ιεραρχία της Νοτιοδυτικής Ρωσίας πέρασε στην Ουνία, η Εκκλησία συνέχισε να υπάρχει στο πρόσωπο του πιστού ορθοδόξου λαού, ο οποίος, ύστερα από πολλούς αγώνες, αποκατέστησε την Ιεραρχία του. Συνεπώς είναι ορθότερο να μιλάμε όχι για "Σοβιετική Εκκλησία", πράγμα που με τη σωστή έννοια της λέξεως "Εκκλησία" δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά για την Ιεραρχία που βρίσκεται στην υπηρεσία της σοβιετικής εξουσίας. Η στάση απέναντί της μπορεί να είναι ίδια με εκείνη απέναντι σε άλλους εκπροσώπους της ίδιας εξουσίας. Το αξίωμά τους τούς δίνει τη δυνατότητα να ενεργούν με μεγαλύτερο κύρος και να υποκαθιστούν τη φωνή της πάσχουσας Ρωσικής Εκκλησίας, παραπλανώντας εκείνους που νομίζουν ότι μπορούν να μάθουν από αυτούς την πραγματική κατάσταση της Εκκλησίας στη Ρωσία. Φυσικά, ανάμεσά τους υπάρχουν και συνειδητοί προδότες, και εκείνοι που απλώς δεν βρίσκουν μέσα τους τη δύναμη να αγωνιστούν ενάντια στο περιβάλλον και παρασύρονται από το ρεύμα — αυτό είναι θέμα της προσωπικής τους ευθύνης. Αλλά συνολικά αποτελούν μηχανισμό της σοβιετικής εξουσίας, μιας εξουσίας θεομάχου. Αποτελώντας μεν στο λειτουργικό πεδίο Ιεραρχία — διότι η Χάρις ενεργεί ανεξάρτητα από την προσωπική αξία — στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο αποτελούν κάλυψη της θεομάχου σοβιετικής δραστηριότητος. Γι’ αυτό όσοι βρίσκονται εκτός Ρωσίας και εντάσσονται στις τάξεις της γίνονται συνειδητοί συνεργοί εκείνης της εξουσίας.
Πηγή πρωτότυπου κειμένου: https://www.rocorstudies.org/ru/2019/10/26/letopis-tserkovnyh-sobytij-pravoslavnoj-tserkvi-nachinaya-s-1917-goda-chast-v-1961-1971-gg/
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025
"Ο ζήλος του οίκου σου" - Ιερομάρτυρος Ανατόλιου Ζουρακόφσκι (1897-1937)
Ο ιερομάρτυς Ανατόλιος Ζουρακόφσκι γεννήθηκε το 1897. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου το 1920 και χειροτονήθηκε έγγαμος ιερέας. Το 1923 εξορίστηκε στην περιοχή Μάρι. Το 1924 επέστρεψε στο Κίεβο και έγινε εφημέριος της εκκλησίας της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Καλού στο Πόντολ. Το 1928 δεν αναγνώρισε τη Διακήρυξη του Μητροπολίτη Σεργίου και εντάχθηκε στους "Ιωσηφίτες". Συνελήφθη το 1930 στην υπόθεση του Πανενωσιακού Κέντρου των Γνησίων Ορθοδόξων (Κατακομβική Εκκλησία). Καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, η οποία μετατράπηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκτελέστηκε σε ηλικία σαράντα ετών στις 20 Νοεμβρίου (3 Δεκεμβρίου ν.η.) 1937.
"Ο ζήλος του οίκου σου..."
Βρίσκεται μπροστά μας η Ιερουσαλήμ, ο μεγαλοπρεπής Ναός, που λαμποκοπά με τις λευκές κολόνες και το χρυσάφι· οι ιερείς, με λευκές στολές, τελούν με μεγαλοπρέπεια τη λατρεία του Κυρίου, κρατώντας θυμιατά στα χέρια. Παντού πλήθος ανθρώπων. Ύμνοι και ψαλμωδίες γεμίζουν τον αέρα. Όμως στους ήχους αυτούς, που υψώνουν δοξολογία στον Θεό, αναμειγνύεται κάποιος θόρυβος, κάποιες κραυγές, που διαταράσσουν την ιερότητα και την αρμονία της λατρείας προς τον Δημιουργό. Τι είναι αυτό; Φαίνεται πως εκεί, στην αυλή, βρίσκονται έμποροι περιστεριών και ζώων, που με τις φωνές τους γεμίζουν τον αέρα. Εκεί γίνεται η πώληση των ζώων που προορίζονται για θυσία· εκεί διεξάγεται αγοραπωλησία, ανταλλαγή χρημάτων, απάτη, ψέμα.
Και τι κάνουν οι ιερείς, οι Φαρισαίοι, οι διδάσκαλοι; Όχι μόνο προσπερνούν αδιάφορα, αλλά μερικοί σταματούν και συμμετέχουν οι ίδιοι σε αυτή την αγοραπωλησία, όντας και οι ίδιοι κερδισμένοι από αυτήν. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι που τη θεωρούν ακατάλληλη, αλλά ντροπιασμένοι σιωπούν. Γιατί, πράγματι, τι μπορούν να κάνουν, όταν οι περισσότεροι από τους εμπόρους είναι συγγενείς του αρχιερέα Άννα;
Αν ήμουν ζωγράφος ή αρχιτέκτονας, θα απεικόνιζα αυτή τη σκηνή στις πύλες του ναού: Εκείνον με πρόσωπο φλογερό από οργή, τα έντρομα πρόσωπα των εμπόρων, και το κρυμμένο μίσος και την κακία στα μάτια των Φαρισαίων. Και μετά; Θα έρχονταν οι πιστοί, θα προσκυνούσαν, θα ασπάζονταν… Και έπειτα; Θα συνήθιζαν. Διότι οι άνθρωποι, φιλώντας τον Σταυρό, ξεχνούν τον Εσταυρωμένο· φιλούν το Ευαγγέλιο χωρίς να σκέπτονται ή έχοντας ξεχάσει τις αλήθειες που είναι γραμμένες σε αυτό, χωρίς να τηρούν τις εντολές Του.
Πέρασαν τα χρόνια· εκείνοι που έζησαν μαζί Του χάθηκαν· ο Ναός της Ιερουσαλήμ καταστράφηκε. Στη θέση του χτίστηκε νέος ναός: η δική μας Εκκλησία… Μα τι άλλαξε στο εσωτερικό της; Η ίδια εμπορευματοποίηση, οι ίδιες αγοραπωλησίες, ο ίδιος ήχος των χρημάτων. Οι κληρικοί, όπως και τότε, μεγαλοπρεπείς στα άμφιά τους και δουλοπρεπείς προς τους ισχυρούς. Το ίδιο ψέμα, η ίδια απάτη εισχωρεί και εδώ, μέσα στο κατώφλι του ναού. Βέβαια, εδώ δεν προσφέρονται ζώα θυσία· αλλά προσφέρεται η Θυσία του Ίδιου του Κυρίου. Εκεί, πίσω από τις βασιλικές πύλες, δεν βρίσκεται απλώς το Άγιο των Αγίων· βρίσκεται ο Θρόνος του Ίδιου του Θεού, που μας οδηγεί στον Ουρανό. Κι όμως, ακόμη και πέρα από αυτές τις βασιλικές πύλες εισχωρεί ψέμα, ακαθαρσία, και συσσωρεύσεις ανθρώπινων παθών.
Ναι, πολλά έπρεπε να βιώσει και να σταυρώσει στην καρδιά του ο άγιος για να πει αυτά τα λόγια. Τίποτε δεν μπορώ να προσθέσω. Θα ήθελα να αφαιρέσω, αλλά ούτε αυτό μπορώ.
Όταν πριν από μεγάλες γιορτές βλέπουν γύρω από τον ναό εκατοντάδες ανθρώπους, χαίρονται και λένε με υπερηφάνεια: «Κοιτάξτε, υπάρχουν ακόμη πιστοί· εκατοντάδες· δεν χωράς να μπεις μέσα!» Μα οι χιλιάδες, τα εκατομμύρια που έφυγαν σε μακρινές χώρες, πού είναι; Δεν σας ανησυχούν; Εκείνοι που ούτε στην παννυχίδα δεν έρχονται; Οι αδελφές και οι αδελφοί μας, τα παιδιά μας· όλους αυτούς τους χάσαμε· πού είναι;
Λένε πως φταίει το παρόν, η εποχή των διωγμών… Ναι, υπάρχει προπαγάνδα, και μάλιστα μεγάλη, εδώ και δέκα ολόκληρα χρόνια εναντίον της Εκκλησίας. Αλλά το έργο της οικοδόμησής της δεν γινόταν επί δέκα χρόνια, αλλά επί αιώνες, πάνω από χίλια χρόνια· και τι; Όλα πήγαν χαμένα; Ποιος φταίει;
Εμείς, και μόνο εμείς. Εμείς, οι κληρικοί, τους απομακρύναμε· δεν μπορέσαμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες των ψυχών τους. Λένε πως οι χειρότεροι έφυγαν και οι καλύτεροι έμειναν. Αυτό είναι ψέμα. Έφυγαν πολλοί άνθρωποι με εξαιρετικά καλές, ειλικρινείς και ευαίσθητες ψυχές. Γιατί στην προσωπική ζωή, όταν ένας γιατρός ετοιμάζεται για μια σοβαρή επέμβαση, γεμίζει από προσοχή και ένταση; Γιατί ο καλλιτέχνης, όταν ξεκινά το έργο του, είναι γεμάτος δέος και ενθουσιασμό; Μα ο ιερέας, όταν ετοιμάζεται για τη λατρεία και την προσευχή του;… Οι πιο μορφωμένοι, οι πιο καλλιεργημένοι άνθρωποι λένε πως ούτε η τέχνη ούτε η επιστήμη μπορούν να δώσουν τον ενθουσιασμό, την ένταση και την ευτυχία που δίνει η προσευχή. Μόνο εδώ, στον ναό, μπορούμε να γνωρίσουμε τι είναι ομορφιά και ευτυχία. Γιατί λοιπόν άνθρωποι που μπαίνουν τυχαία στον ναό δεν αισθάνονται αυτή την ομορφιά και αυτό τον ενθουσιασμό; Πολύ απλά: επειδή πλέον δεν υπάρχουν σε πολλούς ναούς. Οι ιερείς τελούν τη λατρεία ψυχρά, πρόχειρα, με παραλείψεις· εδώ εισάγονται το ίδιο ψέμα, το ίδιο εμπόριο, η ίδια ακαθαρσία όπως την εποχή του Ιησού Χριστού. Αυτοί οι τυχαίοι οδοιπόροι, αφού σταθούν λίγο, αρχίζουν να νιώθουν τέτοια ανία, τέτοια θλίψη, που φεύγουν ακόμη πιο μακριά, σε μακρινή χώρα.
Μας αρέσει να πηγαίνουμε στον ναό να σταθούμε πλάι στον τοίχο και να κλάψουμε. Η ζωή είναι βαριά. Θέλουμε εδώ να βρούμε παρηγοριά. Είμαστε κουρασμένοι. Κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας για να μη βλέπουμε και να μη ακούμε τις διχόνοιες και τις έριδες που συμβαίνουν μέσα στην Εκκλησία. Τι σας νοιάζει; Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε· σταθείτε και κλάψτε, για να μη θεωρηθείτε ενοχλητικοί άνθρωποι που ανακατεύονται σε ξένα πράγματα.
23 Μαΐου 1927
Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025
Επί τη μνήμη του Ιερού Χρυσοστόμου (και ένα σχόλιο)
Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος περιγράφει στην Διακόνισσα Ολυμπιάδα τα όσα υπέστη στην Καισάρεια από τον Επίσκοπο Φαρέτριο:
(Οι Ίσαυροι ήταν ανεξάρτητοι ορεσίβιοι άνθρωποι που δημιουργούσαν χάος σε γειτονικές περιοχές υπό μακεδονική και ρωμαϊκή κατοχή. Ο κύριος πυρήνας της Ισαυρίας ήταν η περιοχή βόρεια της οροσειράς του Ταύρου που βρίσκεται ακριβώς στα νότια του Ικονίου και των Λύστρων).
«Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία, ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους πού μοῦ τά μετέφεραν.
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια, ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες.
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός. Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο‒λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί λούφαξε.
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε ‒–δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη‒– περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση, μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν. Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες.
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς.
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο -καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή- ἔστειλε ἀνθρώπους καί παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι, ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν ὑπάκουαν.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε, κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας.
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε:
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”.
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου -ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε- ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης. Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ.
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν.
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, -ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα αὐτά- μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά τους.
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι.
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα, ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε.
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου, γονάτισε ἀπότομα ‒ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός- καί μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα.
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή;
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω, ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε;»
(Προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα - Επιστολή 9η)
Πηγή: https://apotixisi.blogspot.com/2025/11/blog-post_33.html
ΣΧΟΛΙΟ "ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ": Διαβάζοντας την επιστολή του Ιερού Χρυσοστόμου για τους μανιασμένους μοναχούς του Φαρέτριου που ήθελαν να τον κακοποιήσουν, θυμήθηκα την (άγνωστη στους πολλούς) παρόμοια περίπτωση του Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου του Νέου (+1955), τον οποίο το 1950 θέλησαν να κακοποιήσουν 70 ροπαλοφόροι Ματθαιϊκοί μοναχοί με επικεφαλής τον μετέπειτα "Αρχιεπίσκοπό" τους Νικόλαο Μεσσιακάρη, εντολή βεβαίως της διαβόητης Μαριάμ...
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025
Σπουδαίο κείμενο του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Περὶ τῆς ρήσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα». (Ἐφεσ. ε'. 33).
Ἀφοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐγνώρισε τοῖς Ἐφεσίοις τὸν μυστικὸν χαρακτῆρα τοῦ γάμου καὶ ἐδίδαξεν αὐτοὺς ὅτι ὁ Γάμος εἶνε μέγα μυστήριον καὶ ἔδειξε τὴν ἀναλογίαν τοῦ δεσμοῦ τοῦ γάμου πρὸς τὴν ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔταξε τὸν ἄνδρα, ἵνα, κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἦνε κεφαλὴ τῆς γυναικός, καθ᾿ ἣν ἀναλογίαν ὁ Χριστὸς εἶνε κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐδίδαξεν ὅτι ὅ τε ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ ἐπίσης κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν εἰσὶν ἕν σῶμα καὶ ἕν πνεῦμα ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις εἶνε σῶμα Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς ὡς οἰκείαν ἑαυτοῦ σάρκα, συνιστᾷ καθ᾿ ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνδρῶν οὕτω νὰ ἀγαπᾷ τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, ὡς ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν.
Τελειοτέραν ἀγάπην τῆς ἀγάπης ταύτης ἦτο ἀδύνατον νὰ συστήσῃ ὁ Ἀπόστολος πρὸς τὸν ἄνδρα. Διὰ τῆς συστάσεως ταύτης οὐ μόνον ἀνύψωσε τὴν ἀγάπην εἰς τὴν ὑψίστην αὐτῆς περιωπήν, ἀλλὰ καὶ ἐξηυγένισε καὶ ἀπεπνευμάτωσε καὶ ἡγίασε. Μετὰ τὴν σύστασιν ταύτην πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ τὸν καθορισμὸν τῆς σχέσεως τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναῖκα καὶ τοῦ βαθμοῦ καὶ τοῦ ποιοῦ τῆς πρὸς αὐτὴν ἀγάπης, καὶ μετὰ τήν ἀναγωγήν τοῦ γάμου εἰς περιωπὴν καθαρῶς ἱερὰν καὶ πνευματικὴν καὶ τὴν διατύπωσιν τῶν καθηκόντων τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναῖκα, μεταβαίνει εἰς τὴν διατύπωσιν καὶ τὸν καθορισμὸν τῶν καθηκόντων τῆς γυναικὸς πρὸς τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα. Ταῦτα δὲ πάντα διατυποῖ διὰ τῆς ρήσεως ταύτης· «ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα».
Ἡ ῥῆσις αὕτη, μετὰ τὰ εἰρημένα ὑπὸ τοῦ Παύλου περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καὶ περὶ τοῦ βαθμοῦ καὶ τοῦ ποιοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος φόβος οὐδὲν δύναται νὰ ἐκφράζῃ τὸ φοβερὸν καὶ τὸ ἐκδειματοῦν τὴν γυναῖκα. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀγαπᾷ καὶ συνάμα φοβεῖται τὸν Κύριον ἤμων Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς σωτῆρα καὶ κεφαλὴν αὑτῆς. Ὁ φόβος οὗτος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν γεννᾶται ἐκ τῆς πολλῆς ἀγάπης προς τὸν ἀγαπήσαντα αὐτὴν καὶ ἐκφράζεται καὶ ἐκδηλοῦται ὡς ἄκρα πρὸς αὐτὸν εὐλάβεια, ὡς εὐλάβεια πρὸς τὰς ἑαυτοῦ ἐντολάς, ὡς ὑποταγὴ ἄκρα πρὸς αὐτὸν καὶ ὡς προθυμία πρὸς εὐαρέσκειαν αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη αὕτη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν σωτῆρα ἐκδηλοῦται ὡς φόβος μὴ ὑπολειφθῇ ἔν τινι καὶ ἐκπέσῃ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἀναξία ταύτης δεικνυομένη. Τοιοῦτος ὁ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸν φόβος. Ὑπὸ τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἔννοιαν καὶ σημασίαν ὁ Ἀπόστολος γράφει ἵνα ἡ γυνὴ φοβῆται τὸν ἄνδρα.
Διὰ τῆς ῥήσεως ταύτης ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐζήτησε τὴν σύσφιγξιν τῶν δεσμῶν τῆς συζυγικῆς ἀγάπης· διότι ὡς ἡ ἀγάπη καὶ ὁ φόβος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν προσφιλεστέραν αὐτὴν ὡς νύμφην τῷ νυμφίω Χριστῷ ποιοῦσιν, οὕτω καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ὁ φόβος τῆς γυναικὸς πρὸς τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα προσφιλεστέραν αὐτὴν αὐτῷ ποιοῦσιν. Ὅτι ὁ φόβος οὗτος οὐδὲν ἔχει κοινὸν πρὸς τὸν ὑπονοούμενον φόβον ὑπό τινων κυριῶν τῶν μειδιωσῶν κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀναγνώσεως τῆς περικοπῆς ταύτης ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ γάμου, καὶ ὅτι οὗτος εἶνε ἱερός, ἁγνὸς καὶ δίκαιος, καὶ ὅτι ἐπιβάλλεται οὗτος εἰς τὰς γυναῖκας ὡς θεία ἐντολὴ διὰ τὴν ἑαυτῶν εὐτυχίαν καί αἰωνίαν εὐδαιμονίαν καὶ τὸν ἀδιάρρηκτον σύνδεσμον τῆς κοινῆς ἀγάπης θέλομεν ἀποδείξει.
Περὶ φόβου.
Ὁ φόβος εἶνε ἔμφυτον συναίσθημα τῷ ἀνθρώπῳ. Τὸ συναίσθημα τοῦτο ἐκδηλοῦται ὡς δειλία, ὡς δέος, ὡς τρόμος ἐν περιστάσεσιν, ἐν αἷς ἀπειλεῖται κίνδυνος ζωῆς. Ἐπίσης ἐκδηλοῦται τὸ συναίσθημα τοῦτο ὡς ταραχὴ καὶ ἀνησυχία ἐν περιστάσεσιν, ἐν αἱς ἀπειλεῖται ἡ προσβολὴ τῆς τιμῆς ἢ περιουσίας τοῦ ἀνθρώπου δικαίως ἢ ἀδίκως.
Ὁ βαθμὸς τῆς μείζονος ἢ ἐλάσσονος ἐκδηλώσεως τοῦ φόβου ἢ τῆς ταραχῆς καὶ ἀνησυχίας εἶνε ἀνάλογος ἢ τῷ μεγέθει τοῦ πραγματικοῦ κινδύνου ἢ τῷ μεγέθει τῆς διεγερθείσης φαντασίας. Τὸ συναίσθημα του φόβου ἐνίοτε ἐκδηλοῦται καὶ ἐν περιστάσεσι, καθ᾿ ἃς οὐδὲν μὲν τὸ πραγματικῶς ἀπειλούμενον καὶ διακινδυνεῦον καθ᾿ ἣν ὥραν ὁ ἄνθρωπος κατέχεται ὑπὸ τοῦ συναισθήματος τούτου, προκύπτει ὅμως ἐξ ἐνδεχομένου ἐν τῷ μέλλοντι κινδύνου, δυναμένου νὰ προέλθῃ ἐξ ἀμελείας ἡμῶν εἴς τι τῶν προσφιλῶν ἡμῖν ὑποκειμένων. Τὸ συναίσθημα τοῦτο ἐκδηλοῦται ἢ ὡς ἄκρα ἀγάπη πρός τι ἢ ὡς ἄκρα εὐλάβεια ἢ ὡς ἄκρα φροντὶς ἢ ὡς ἀδιάλειπτος μέριμνα. Κατὰ ταῦτα ὁ φόβος, ὡς διαφόρως ἐκδηλούμενος κατὰ τὰς διαφόρους περιστάσεις καὶ κατὰ διάφορα γεννῶντα αὐτὸν αἴτια, ἀνάγκη καὶ διαφόρως νὰ χαρακτηρίζηται. Ὅθεν ὁ μὲν φόβος ὁ ἐκδηλούμενος ὡς δέος ἢ δειλία ἢ τρόμος, δύναται νὰ ὀνομασθῇ φυσικός, ὁ δὲ φόβος ὁ ἐκδηλούμενος ὡς ταραχὴ καὶ ἀνησυχία, ὡς καὶ ὁ φόβος ὁ ἐκδηλούμενος ὡς ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, δύναται νὰ κληθῇ ἠθικός. Ἅρα ὁ φυσικὸς φόβος διαφέρει τοῦ ἠθικοῦ φόβου κατὰ τὰ διεγείροντα αὐτὸν αἴτια.
Ὁ φυσικὸς φόβος εἶνε πάντοτε ἀδιάβλητος καὶ κατατάσσεται μεταξὺ τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν, ὡς μίαν μόνην ἔχων ἀφορμὴν τὸν κίνδυνον τῆς ἀπωλείας τῆς ζωῆς. Ὁ ἠθικὸς φόβος δὲν εἶνε πάντοτε ἀδιάβλητος· διότι εἶνε διπλοῦς ὡς προερχόμενος ἀπὸ διάφορα κατὰ τὸ ποιὸν ἠθικὰ αἴτια τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ μίσους. Ὡς δὲ ἐναντιώτατα τὰ γεννῶντα αὐτὸν αἴτια, ἐναντιώτατοι καὶ οἱ χαρακτῆρες αὐτῶν. Ὁ μὲν φόβος ὁ ἐκ τῆς ἀγάπης γεννώμενος εἶνε ἱερός, ἁγνὸς καὶ δίκαιος, καὶ ἐκδηλοῦται ὡς εὐαισθησία ψυχῆς ὑπὲρ τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου, ὡς μέριμνα, ὡς πρόνοια καὶ ὡς περὶ αὐτοῦ φροντίς. Ὁ ἱερὸς οὗτος φόβος ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Θεοφυλάκτου ὡς ἐπίτασις εὐλαβείας λέγοντος «ὁ φόβος (ὁ ἱερὸς) ἐπίτασίς ἐστιν εὐλαβείας ὥσπερ καὶ εὐλάβεια συνεσταλμένος φόβος»· καὶ αὗθις «φόβος ἐστὶν αἰδὼς καὶ εὐλάβεια καὶ ἐπιτεταμένη τιμή». Ὁ Οἰκουμένιος λέγει περὶ τοῦ φόβου τούτου τὰ ἑξῆς: «φόβος τελειωτικὸς δέους μὲν ἀπήλλακται, διὸ καὶ ἁγνὸς εἴρηται και διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος»· καὶ ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ ἡ λέξις φόβος πολλάκις λαμβάνεται ἐν τῇ σημασίᾳ τῆς αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας καὶ δι᾿ αὐτῆς ἐκφράζεται ὁ πόθος πρὸς τελείαν ἐπίγνωσιν καὶ οἰκείωσιν τοῦ θείου. Ὁ φόβος ὁ ἐκ τοῦ μίσους εἶνε φόβος ἐναγὴς καὶ ἐκδηλοῦται ὡς ἀποστροφὴ καὶ ἀπέχθεια πρός τινα, ὡς ἀδιαφορία καὶ ὡς ἐχθροπάθεια. Περὶ τοῦ φόβου τούτου ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς λέγει· «Τὸ ἕτερον εἶδος τοῦ φόβου μετὰ μίσους γίνεται· ᾧ δοῦλοι δεσπόταις κέχρηνται χαλεποῖς».
Ὁ ἱερὸς φόβος εἶνε ὁ φόβος ὁ πρὸς τὸν Θεόν, ὁ φόβος ὁ πρὸς τοὺς γονεῖς, ὁ φόβος ὁ πρὸς τὸν σύζυγον καὶ ὁ φόβος ὁ πρὸς τοὺς θείους καὶ ἀνθρωπίνους νόμους, καὶ πηγάζει ἐκ τῆς ἀγάπης.
Ὁ ἐναγὴς φόβος εἶνε φόβος κολάσεως. Τοῦτον φοβοῦνται οἱ παραβάται τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων νόμων. Οὗτος πηγάζει ἐκ τοῦ πονηροῦ συνειδότος. Ἡ Ἐκκλησία συνιστᾷ τοῖς ἑαυτοῖς τέκνοις τὸν ἱερόν, τὸν ἁγνὸν καὶ ἅγιον φόβον. Τοῦτον τὸν φόβον συνιστᾷ καὶ πρὸς τὴν ἐρχομένην εἰς γάμου συζυγίαν, καὶ ὑπὸ νέον ἠθικὸν νόμον τεθειμένην γυναῖκα· ζητεῖ δὲ τοῦτο διὰ τὴν εὐτυχίαν αὐτῆς τῆς γηναικός.
Ὁ ἱερὸς φόβος ἀπαθὴς ὧν οὐδὲν ἐπαπειλεῖ τὸ δεινόν. Ὁ φόβος οὗτος ὡς συναίσθημα ταυτίζεται τῇ ἀγάπη εὐλάβειαν ἐπὶ τῇ ψυχῇ ἐμποιῶν, ἵνα μὴ διὰ τὴν τῆς ἀγάπης παρρησίαν εἰς καταφρόνησιν τοῦ ἀνδρὸς ἔλθῃ, ὡς λέγει πατήρ τις. Ὁ ἠθικὸς ἁγνὸς φόβος εἶνε ἓν ἐκ τῶν ἑπτὰ χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὃν ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει φόβον Θεοῦ. Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῆ ἡ ἄκρα δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται ὡς φόβος Θεοῦ· «ἀνὴρ δίκαιος φοβούμενος τὸν Κύριον». Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Δεκαλόγῳ εἶνε ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶνε ἀρχὴ σοφίας. Ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου οἷόν τι πρῶτον σπάργανον· καὶ σοφία τὸν φόβον ὑπερβᾶσα καὶ εἰς ἀγάπην ἀναβιβάσασα Θεοῦ φίλους ἡμᾶς καὶ υἱοὺς ἀντὶ δούλων ἐργάζεται»· καὶ ὁ Σιρὰχ λέγει «Στέφανος σοφίας φόβος Κυρίου ἀναθάλλων εἰρήνην καὶ ὑγείαν ἱάσεως» (κεφ. α'. 15). Τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι πατέρες καλοῦσιν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν· «φόβος Θεοῦ ἀγάπη πρὸς αὐτόν ἐστιν· ἀγάπη δὲ σειρά τις, ἧς ἡ μὲν τῶν ἀρχῶν ἐξαρτᾶται τῆς τοῦ ἀνθρώπου καρδίας, ἡ δὲ ἑτέρα ἅπτεται τῆς τοῦ Θεοῦ χειρὸς ἕλκοντος αὐτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν αὐτοῦ φόβον». Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει «σωτήριος ὁ φόβος καὶ ἁγιασμοῦ ποιητικός ἐστι».
Ὁ ἱερὸς οὗτος φόβος ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῆ ταυτίζεται πρὸς τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἀγάπην πρός τινα. Οὕτως ἐνόησαν καὶ ἡρμήνευσαν οἱ ἑρμηνευταὶ καὶ μεταφρασταὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐν τῇ ἐν Ὀξωνίῳ ἐκδοθείσῃ ἑλληνιστὶ μεταφράσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ ἐν κεφ. ε. 33 στίχ. τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς μετεφράσθη «Πλὴν καὶ σεῖς οἱ καθ᾿ ἕνα, ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἂς ἀγαπᾷ ὡς ἑαυτόν· ἡ δὲ γυνὴ ἂς σέβηται τὸν ἄνδρα». Ἐν τῇ Λατινικῇ μεταφράσει φέρεται ὡς ἑξῆς· «uxor autem videto, ut timeat virum». Τὸ timeo ἐνταῦθα, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῆς μεταφράσεως τῶν ἄλλων εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ «εὐλαβεῖσθαι». Ἐν τῇ γαλλικῇ μεταφράσει τῶν Παρισίων μεταφράζεται «que la femme respécte son mari». Ἐν τῇ ἰταλικῇ μεταφράcet ded altrest la moglie riverisea il marito». Ὑπὸ ταύτην τὴν ἔννοιαν τὸν στίχον τοῦτον ἅπασαι αἱ εὐρωπαϊκαὶ γλῶσσαι μετέφρασαν. Καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἑβραϊκῇ γλώσσῃ ὁ φόβος πρὸς τὸν Θεὸν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν ἐρμηνευτῶν φόβος ἐκ σεβασμοῦ, ἐξ εὐλαβείας· ὡς ὁ ἐν τῷ Λευϊτικῷ ιθ'. 3 στίχ· «θέλετε φοβεῖσθαι ἕκαστος τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ τὸν πατέρα αὑτοῦ» ἑρμηνεύεται, θέλετε σέβεσθαι καὶ εὐλαβεῖσθαι· καθὼς καὶ ὁ ἐν χωρίῳ Ἰησοῦ Ναυῆ δ. 14 στίχ «καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν Ναυῆ) καθὼς ἐφοβοῦντο τὸν Μωϋσῆν, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ» ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν λεξικογράφων τοῦ ἑβραϊκοελληνικοῦ λεξικοῦ M. N. Ph Sauder καὶ M. I. Trenel «comme ils avaient respecte Moise». Ὑπὸ τὴν αὐτὴν σημασίαν ἀπαντᾷ καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὑπὸ ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἐχρήσατο τῇ λέξει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καθ᾿ οὗ ἐπιτίθενται λίαν ἀδίκως αἱ κυρίαι, τὰς ὁποίας οὗτος εἰς μεγάλην ὑψώνει περιωπήν. Ὥστε τὰ αἴτια τῶν διαζυγίων οὐχὶ ἐκ τούτου τοῦ φόβου τοῦ ὑπὸ τοῦ Παύλου διδασκομένου προέρχονται, ἀλλ᾿ ἀλλαχοῦ δέον νὰ ζητηθῶσιν· ἴσως ἴσως εἰς τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἱεροῦ τούτου φόβου.
Τῇ 7 Νοεμβρίου 1902.
Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος.
