«Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν
καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο· Αὐτὴ δὲ ὑπὲρ τὸν οὐρανὸν ἀναβέβηκε. Τοιοῦτον ἔχει
μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾶ· ἐπιβουλευομένη περιγίγνετε ὑβριζομένη
λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν·
κλυδωνίζεται ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει·
παλαίει ἀλλὰ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει ἀλλ’ οὐ νικᾶται[1]»
Ἤδη
συμπληρώσαμε δύο ἔτη ἀπὸ τὴν πολυσυζητημένη αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο τοῦ ἀρχιαιρεσιάρχη
πατριάρχου Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη καὶ τῶν σύν αὐτῷ αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων,
τῶν ὑπογραψάντων τὰ αἱρετικὰ κείμενὰ της, τὰ ὁποῖα ἤδη ἦταν προαποφασισμένα νὰ
ψηφισθοῦν, ἔτσι ὥστε νὰ κατοχυρωθεῖ ἐπισήμως καὶ συνοδικὰ ἡ δαιμονικὴ
παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ χειροτέρα αἵρεσις ἀπὸ ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας
μας, μιὰ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ προοδοποίησις καί πρόδρομος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀντιχρίστου.
Σὲ ὁμιλίες ποὺ ἔχουν γίνει, ἔχουμε ἀναπτύξει τὰ αἱρετικὰ
σημεῖα τῆς ψευδοσυνόδου, μὲ κορυφαῖο αὐτὸ τῆς ἀναιρέσεως τοῦ συμβόλου τῆς
Πίστεώς μας, εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, τὸ ὁποῖον
συμφώνως μὲ τὴν ψευδοσύνοδο, δὲν ἰσχύει πλέον, διότι ὅλες οἱ αἱρέσεις εἶναι καὶ
ἐπίσημα «ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ», μὲ ἔγκυρα μυστήρια, καὶ σωστικὴ χάρη!!!
Ἡ
παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἀναίρεσις τοῦ Εὐαγγελίου, διότι διδάσκει πὼς «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας»[2], σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἀθάνατα καὶ ζωοποιὰ
λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»[3] καὶ κηρύττει
τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται
εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν
λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν
τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν»[4].
Τὸ
βασικὸ καὶ ἀντίχριστο δόγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διδάσκει ὅτι τὴν ἀλήθεια δὲν τὴν κατέχει μόνον μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὑπάρχει «κατὰ
μέρος» σὲ ὅλες τὶς ὀνομαζόμενες «χριστιανικὲς ἐκκλησίες», καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθοῦν
ὅλες μαζί, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ, νὰ ἐπανιδρυθεῖ ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ, καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία»,
εἰς τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»!!!
Διεσπάσθη λοιπόν ἡ ἑνότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
ἥ μᾶλλον διασπῶνται καὶ ἀποκόβονται ὅσοι δὲν ἀκολουθούν τὴν διαχρονία τῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τοὺς Ἀποστόλους, τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους
καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες;[5]
Αὐτὰ πιστεύει, κηρύττει καὶ ἐπιβάλλει ὁ ἀρχιαιρεσιάρχης
καὶ καλούμενος ἐπίσκοπος[6] Βαρθολομαῖος Ἀρχοντώνης, καθὼς καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν,
μνημονεύοντάς τον ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.
Καθηκόντως σύνολο τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔπρεπε
νὰ εἴχε διακόψει τὴν κοινωνία μὲ αὐτόν, συμφώνως μὲ τὸν 31ο κανόνα τῶν
Ἀποστόλων, καὶ ἰδιαιτέρως τὸν 15ο κανόνα τῆς Α’Β’ Συνόδου τοῦ
Μεγάλου Φωτίου. Ὅμως φαίνεται πώς οἱ ἡγούμενοι καὶ δὴ οἱ μοναχοί, ὄχι μόνον δὲν
ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ θέματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ προδίδουν τὸν Χριστὸ μας καὶ
τὴν Παναγία του Μητέρα, διώκοντας τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀντιστέκονται στὴν λαίλαπα
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ποὺ τιμοῦν τοὺς ὁσιομάρτυρες ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ ἐν τῷ
λόγῳ καὶ ἐν τῇ πράξει.[7]
Μετὰ
ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τοὺ Κολυμπαρίου, ὁ εὐλογημένος καὶ πιστὸς λαός τοῦ Θεοῦ
προέβηκε εἰς τὴν ἐνδεδειγμένη ἀντίδραση τῆς διακοπῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
οἰκουμενιστάς, κάτι τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἔχει γίνει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, πάλι
συμφώνως μὲ τὸν 15ο κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου. Ἀλλὰ ἔστω καὶ
καθυστερημένα, σημασία ἔχει πώς ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ τήν αἵρεση εἶναι γεγονός.
Καὶ ἐνῶ ἀνέκαθεν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καὶ ὁμολογητές ἀντιμετώπιζαν τὴν αἵρεση
καὶ τοὺς αἱρετικούς διακόπτοντας τὴν κοινωνία μὲ αὐτούς, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν
σύγκληση ὀρθοδόξου Συνόδου γιὰ τὴν ἐπίσημη καταδίκη τῆς αἱρέσεως, δὲν συμβαίνει
τὸ ἴδιο καὶ σήμερα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπάρχει
σύγχυση στὸ τὶ πρέπει νὰ κάνουμε ἤ μᾶλλον στὸ τὶ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε κάνει ἐδῶ καὶ
καιρό, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ κατοχυρωθεῖ συνοδικὰ ὡς ἐπίσημη
ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ καταστρεπτική αὐτὴ ὀλιγωρία ὀφείλεται στὸ ὅτι τὸ ἱερατεῖο, καθὼς καὶ οἱ
«λεγόμενοι» ἀντιοικουμενιστές θεολόγοι (ἤ μᾶλλον θολολόγοι) ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποὶ
χριστιανοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, λόγω τοῦ μή σταυρικοῦ φρονήματός τους καὶ μὴ ἀκολουθώντας
τοὺς ἁγίους μας, δὲν προέβησαν πρωτίστως εἰς τὴν ἐνδεδειγμένη ἁγιοπατερικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ
χρήση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς
ΑΒ’ συνόδου ἐπὶ μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος κωδικοποιεῖ
τὴν διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων πρὶν
καταδικασθοῦν συνοδικῶς, καὶ ποὺ ὀρίζει νὰ διακόπτουμε τὴν Ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία (τὸ «μνημόσυνο») μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀθετοῦν τὴν πίστιν, τοὺς ἱεροὺς κανόνες
καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Τουναντίον, σήμερα, μερικοὶ ἄγευστοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔχοντας τὴν
μόρφωσιν τοῦ κόσμου καὶ οὐχί τοῦ Χριστοῦ, μὲ δικὲς τους αἱρετικές δοκησισοφίες
τελεβαντικοῦ τύπου διαστρέφουν τὸν κανόνα, καὶ κηρύσσουν πράγματα ἀδιανόητα γιὰ
τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ ἀλλότρια τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅτι ὁ 15ος
κανόνας εἶναι δυνητικός καὶ ὄχι ὑποχρεωτικός καὶ πὼς αὐτοὶ ποὺ διακόπτουν τὴν
κοινωνία μὲ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα καὶ γιὰ δογματικούς λόγους δημιουργοῦν σχίσμα
στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ ἴδιοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτήν, μὲ συνέπεια νὰ βρίσκονται ἐκτὸς
Ἐκκλησίας ( ἡ γνωστή Ζηζιούλια κακοδοξία τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ).
Καὶ δὲν ἔφθανε αὐτό, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ μία μερίδα οἱ ὁποῖοι αὐτοονομάζονται
«ἀποτειχισμένοι», ἀλλὰ ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς ἐπισκόπους ὅπου ναὶ μὲν στὰ λόγια
«φαίνονται» ὀρθόδοξοι, στὶς πράξεις ὑπογράφουν καὶ κοινωνοῦν μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς
οἰκουμενιστὲς ποὺ ὑπέγραψαν καὶ δέχονται τὴν αἱρετικὴ σύνοδο!!!! Καὶ μάλιστα,
τολμοῦν καὶ λέγουν πώς «ὑπάρχουν 15 ἀρχιερεῖς στὴν Ἐλλαδικὴ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι
εἶναι Ὀρθόδοξοι!!!. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὁ
Σεραφείμ Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος μόλις κατέφθασε ὁ ἀντίχριστος Βαρθολομαῖος εἰς τὴν Ἐλλάδα
(γιὰ νὰ τὴν μολύνει μὲ τὴν παρουσία του
γιὰ μία ἀκόμη φορὰ) ἔσπευσε νὰ τὸν προσκυνήσει, καθὼς καὶ νὰ τοῦ στείλει τὰ διαπιστευτήριά
του εἰς τό Φανάρι μὲ τὸν πιὸ δουλικὸ τρόπο[8]. Ἄν εἴχαμε τέτοιους ἐπισκόπους τὸ 1821, θὰ εἴμασταν
ἀκόμη ὑπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό!!!
Ἡ δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ 15ου
κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου, ἀνατρέπει ἐκ θεμελίων ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή καὶ τὴν πράξη τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ προσέτι μᾶς καθιστᾶ ὅλους, διὰ τῆς ὑπακοῆς καὶ ὑποταγῆς εἰς τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο, συνυπευθύνους ἤ συγκοινωνούς αὐτοῦ τοῦ ἁγιογραφικοῦ ἀναθέματος, κατὰ τὸν 2ο κανόνα τῆς Ἀντιοχείας, «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται», ὁ ὁποῖος βρίσκεται σὲ συμφωνία μὲ τὸν 15ο
κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου. Πόσο ἄραγε τραγικό καὶ ἐξωφρενικὸ εἶναι ὁ ἀπ. Παῦλος νὰ ἀναθεματίζεται ἄν διδάξει κάτι ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ ὁ κάθε σύγχρονος Ἐπίσκοπος, μὲ βάσι τὴν δυνητικὴ θεωρία τοῦ Κανόνος, ἄν διδάξει καὶ αὐτὸς κάτι ἀντίθετο, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀναθεματίζεται, ἀλλὰ ἀπεναντίας νὰ παραμένει εἰς τὴν θέσι του, νὰ μνημονεύεται στὰ μυστήρια καὶ νὰ εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, καὶ ὑποχρεωτικῶς νὰ ὑπακούωμε εἰς αὐτόν. Ἄν τὸ ἔπρατταν αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, σήμερα δὲν θὰ εἴχαμε Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήση ἕκαστος ὅτι, τὸ νὰ ἐκληφθῆ ὡς δυνητικὸς ὁ παρὼν Κανών, ἐξυπηρετεῖ τὰ μέγιστα τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς χλιαροὺς, ἀδιάφορους καὶ δειλοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι οἱ μέν πρῶτοι διατηροῦν τὴν ποθητὴ τους ἑνότητα, ἡ ὁποία ἔχει κέντρο καὶ ἄξονα τὸν ἑαυτὸν τους καὶ οἱ δεύτεροι ἀπαλλάσσουν τὴν συνείδησί του ἀπὸ τὶς τύψεις καὶ τὶς εὐθύνες διὰ τοὺς ἀγῶνες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουν.
Τὴν θεωρία περὶ δυνητικότητος τοῦ ΙΕʹ Κανόνος, τὴν συναντᾶμε στὴν δεκαετία τοῦ
1930, ὅταν ὁ π. Γεράσιμος Μενάγιας κατ᾿ ἐντολὴν τῆς Ι.Μ.Μ.Λαύρας Ἁγ. Ὄρους, ἀνέλαβε νὰ γράψει κατὰ τῶν «ἀγραμμάτων» ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προχωρήσει στὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ μασώνου Πατριάρχου Βασιλείου Βʹ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου τὸ
1924. Κατόπιν συνεχίζει νὰ προβάλλει αὐτὴν τὴν αἱρετική θεωρία ὁ πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μὲ τὸ γνωστόν βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα»
(1968) καὶ κατόπιν ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
(1978).
Εἶναι δυνατὸν μία ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι δυνητικὴ; Ἡ ἐντολὴ π.χ «οὐ κλέψεις», σημαίνει ἄν θέλω μπορῶ νὰ κλέβω, καὶ ἄν θέλω δὲν κλέβω; Εἶναι δυνατὸν οἱ νόμοι ἑνὸς κράτους νὰ εἶναι δυνητικοὶ;
Ὁ ΙΕ’ σὲ σύγκρισι μὲ τὸν ΛΓ’ τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, ἀποδεικνύει ἐναργέστατα τὴν ὑποχρεωτικὴ καὶ μὴ δυνητική θεώρησι τοῦ ὑπό ἐξέτασι ἱεροῦ Κανόνος, ὁ ὁποῖος λέγει τὰ ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι. Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δέ μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται». Ἀσφαλῶς οὐδείς ἐχέφρων θὰ ἠδύνατο νὰ ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ παρών Κανών τῶν ἁγ. Ἀποστόλων εἶναι δυνητικός. Εἶναι ὅμως πολύ αὐστηρότερος τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ιε’ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ἐνῶ ὁ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἀπαιτεῖ τὴν ἀποτείχισι ἀπὸ τὸν κηρύττοντα αἵρεσι «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’Ἐκκλησίας» ὁ δὲ παρών ΛΓ’ τῶν ἀγ. Ἀποστόλων ἀπαιτεῖ καὶ προστάσσει τὴν ἀκριβῆ ἐξέτασι τῆς πίστεως ἑκάστου κληρικοῦ, πρὶν νὰ ἐπικοινωνήση ὁ κάθε Ὀρθόδοξος μαζὶ του. Τὸ φοβερώτερο ὅμως καὶ συγχρόνως ἐλεγκτικότερον διὰ τοὺς σημερινοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἐγκεκριμένοι παλαιοὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ παρόντος Κανόνος ἀναφέρουν νὰ ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ κληρικούς, ἔστω καὶ ἄν μετὰ τὴν ἐξέτασι εὑρεθῆ ἁπλῶς ἀμφίβολος ἡ πίστις των.
Ὁ Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος ἀναφέρει «...καὶ τοιούτους ὄντας (ὀρθοδόξους δηλαδὴ κατὰ τὴν πίστιν) προσδέχεσθαι καὶ συγκοινωνεῖν αὐτοῖς. Εἰ δὲ ἀμφίβολοι περὶ τὰ ὀρθά δόξουσι δόγματα τὴν μετ’αὐτῶν συνδιαγωγὴν παραιτεῖσθαι παρακελεύεται (ὁ παρών δηλαδή Κανών)»[9] Ὁ Βαλσαμὼν ἀναφέρει τὰ ἑξῆς «...καὶ ἤ προσδέχεσθαι εἰς κοινωνίαν ὀρθοδόξους ὄντας ἤ παραιτεῖσθαι ὡς ἀμφιβόλους»[10]. Ὁ Ἀριστηνὸς ἀναφέρει εἰς τὴν ἑρμηνεία του τά ἑξῆς: «Ἄνευ συστατικῶν οὐ δεῖ ξένον ἱερέα προσδέχεσθαι· εἰ δὲ καὶ συστατικά ἐπιφέρηται, δέον αὐτὸν καὶ οὕτως ἐπανακρίνεσθαι. Καὶ εἰ μὲν εὐσεβὴς ἀναμφιβόλως εὑρεθῆ προσίεσθαι τοῦτον· εἰ δὲ ἀμφιβάλλεται, τὰ πρὸς διοίκησιν ἐπιχορηγεῖσθαι αὐτῷ καὶ ἀποπέμπεσθαι»[11].
Ὅμως
τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἐγράφη διὰ νὰ ἀποδείξει τὸ ὑποχρεωτικὸν τοῦ κανόνος, διότι
αὐτὸ ἀποδείχθηκε εἰς ὁμιλία ὅπου ἔγινε[12], καὶ ἐν καιρῷ θά ἐπανέλθουμε εἰς τό ζήτημα αὐτό μὲ περαιτέρω θεολογικὲς ἀποδείξεις
περί τοῦ θέματος.
Τὸ
κείμενο αὐτὸ ἐγράφη διὰ νὰ καταδειχθοῦν τὰ αἴτια τῆς μὴ ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν,
ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπαράδεκτης καὶ ἀντιπατερικῆς «ἀποτειχίσεως» καὶ συμπεριφορᾶς
κάποιων κληρικῶν, ποὺ ἰσχυρίζονται πώς ἡ οἰκονομία καὶ ὁ δυνητισμὸς εἶναι ἡ
πατερικὴ καὶ ἡ βασιλικὴ ὁδὸς τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικά.
Οἱ
σημερικοὶ χριστιανοὶ αἰσθάνονται ἔντονα τὴν ἀνάγκη νὰ καταφεύγουν σὲ μιὰ ὀργανωμένη
διοικητικὰ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ γίνεται διότι ἡ Ἱστορία ἔχει μεγάλη δύναμη
στήν ψυχὴ μας. Τὴν Ἐκκλησία τὴν γνωρίσαμε ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ὀργανωμένη σὲ
Πατριαρχεῖα καὶ σὲ Συνόδους, καὶ τὴν ταυτίσαμε μὲ τὴν ὀργάνωσή της αὐτήν,
ξεχνώντας ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν αἱρέσεων, αὐτὴ χανόταν γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους
καὶ γινόταν τὸ ὄπλο τῆς κακοδοξίας ἐναντίον τους, ὄπως συμβαίνει σήμερα.
Ἡ
πνευματικὴ μας ἐπιβίωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος,
πρᾶγμα ποὺ δυστυχῶς οἱ οἰκονομιστὲς καὶ δυνητιστὲς δὲν ἀντιλαμβάνονται, διότι εἶναι
ὄπως εἴπαμε, ἄγευστοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτοὶ πού ἔχουν θεολογικὰ πτυχία ἀπὸ
προτεσταντικὲς σχολὲς τύπου Α.Π.Θ. καὶ διδακτορικὰ ἀπὸ παπικὰ κολέγια τοῦ ἐξωτερικοῦ
καὶ δὲν ἔχουν ζήσει σὲ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια, νὰ μάθουν τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν
ταπείνωση, καὶ νὰ μελετήσουν τοὺς πατέρες μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, τὴν ἄσκηση καὶ
κυρίως τὴν ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ γέροντα, ὄχι μόνον δέν κατέχουν τὴν θεολογία τῶν
Πατέρων, ἀλλὰ ὄπως εἴδαμε, τὴν παραποιοῦν μὲ τὸν πιό βάναυσο τρόπο (Βλέπε
δυνητισμὸ καὶ οἰκονομία).
Ἡ ἀποστασία
ἄλλαξε τοὺς ποιμένας σὲ λύκους καὶ ἡ ὀργανωμένη Ἐκκλησία ποὺ ξέραμε εἶναι πιὰ
σήμερα ἀγέλη λύκων καὶ θάνατος προβάτων!! Ὁ διάβολος εἶναι πλέον λυμένος. Γιὰ νὰ
ἐπιβιώσουμε πρέπει νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία στὴν μυστηριακὴ καὶ μυστικὴ της οὐσία,
ὅπου μυσταγωγεῖ πραγματικὰ τοὺς ἀληθινοὺς προσκυνητές, γυμνωμένη ἀπὸ τὴν
διοικητικὴ της ὀργάνωση ποὺ γνωρίζουμε. Στὴν ἀρρένα οἱ μάρτυρες γυμνοὶ ἀντιμετώπιζαν
τὰ θηρία. Γυμνὴ καὶ ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν θὰ παλέψει μαζὶ
τους, χωρὶς Πατριαρχεῖα καὶ Συνόδους, χωρὶς σύνδεσμο τῶν κατὰ τόπων μικρῶν Ἐκκλησιῶν,
ἀλλὰ ἔχοντας κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ
τὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Γιὰ
τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς λοιπὸν ἐγείρεται τὸ ἐξῆς ἐρώτημα: Καλά, νὰ φύγουμε ἀπὸ
τὸν οἰκουμενισμό, ἀλλὰ σὲ ποία ἐκκλησία νὰ πᾶμε; Ὅμως τέτοιο ἐρώτημα δὲν ὑφίσταται.
ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΑΜΕ ΠΟΥΘΕΝΑ, ΔΙΟΤΙ ΑΠΛΩΣ ΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ἐκεῖ ποὺ
βαπτισθήκαμε καὶ μεγαλώσαμε.
Νὰ ἀρνηθοῦμε τὶς παραποιήσεις καὶ νὰ
μείνουμε στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν τὴν ἄρνηση τοῦ ψεύδους καὶ τῶν
παραποιήσεων θὰ τὴν πραγματοποιήσουμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε, διακόπτοντας κάθε ἐπικοινωνία
μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ αὐτοὺς τοὺς «δῆθεν ἀντιοικουμενιστὲς» ἀλλά κοινωνοὺς
τῶν ἀποφάσεων τῆς αἱρετικῆς ἀντίχριστης ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου (βλέπε
Σεραφείμ Πειραιῶς, Ἱερόθεο Ναυπάκτου καὶ ἐν γένει τήν σύνοδο τῆς Ἑλλάδος καὶ αὐτῶν
ποὺ κοινωνοῦν μὲ αὐτήν.)
Τὸτε
θὰ ἔχουμε κάνει τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεὸς, καὶ θὰ ἀνοίξει τὰ
μάτια μας, πού μέχρι τότε ὄνομα εἶχαν ὅτι βλέπουν[13], ἀλλὰ ἦταν ἀνίκανα νὰ δοῦν τὸν ἀληθινὸν Χριστὸν. Καὶ ὅταν τὸν δοῦμε, θὰ
τρέξουμε στὸν πιὸ ἀκριβὸ μας φίλο, ὅπως ἔτρεξε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ καὶ θὰ τὸν καλέσουμε νὰ ἔρθει νὰ δεῖ καὶ αὐτὸς.
Ἔτσι σχηματίζεται τὸ «μικρὸ ποίμνιο». Οἱ ἀληθινοὶ Ἰσραηλῖτες βρίσκουν ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον καὶ ἔρχονται μαζὶ στὸν Χριστό, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἱερεῖς καὶ ἐπίσκοποι.
Αὐτὴ τὴν εὐλογημένη κατάσταση τὴν εἴδαμε στὴν Ρουμανία καὶ στὴν Ρωσσία, κατὰ τὴν
διάρκεια τῶν διωγμῶν ἐπὶ κουμουνιστικοῦ καθεστῶτος, στὴν λεγομένη «Ἐκκλησία τῶν
κατακομβῶν».
Ἡ ἐποχὴ
τοῦ ἀντιχρίστου προχωρεῖ πρὸς τὴν ἀποκορύφωσή της. Τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ ὅλο
καὶ θὰ μικραίνει. Αὐτὸ δέν μποροῦν οἱ λεγόμενοι κατ’ ὅνομα «θεολόγοι» νὰ τὸ
συνειδητοποιήσουν καὶ νὰ τὸ καταλάβουν, διότι ἁπλῶς εἶναι θεολόγοι κατ’ ὄνομα.
Θέλουν νὰ βρίσκονται μὲ τοὺς πολλοὺς, μὲσα στὰ κτίρια, διότι ταύτησαν αὐτὰ μὲ τὸν
θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως δὲν καταλαβαίνουν πὼς ὅσο πιὸ δυνατὸς ὁ πόνος τῶν ἡμερῶν
ποὺ ἔρχονται, τόσο ἐγγύτερα εἶναι ὁ Κύριος.
Τὸ
πλοῖο ποὺ μᾶς ἔφερε μέχρι ἐδῶ, ἡ συνοδική, διοικητική, ὀργανωμένη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας
ἐξώκειλε στὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀποστασίας, καὶ διαλύεται ἀπὸ
τὴν βία τοῦ διαβόλου.
Διὰ
αὐτὸν τόν λόγο, τό Φανάριον καὶ ὅσοι κοινωνοῦν μὲ αὐτό, εἶναι ἄξιον πάσης ἀκοινωνησίας.
Οἱ
αἱρετικοὶ οἰκουμενιστὲς ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ κατηγοροῦν ὅλους ἐμᾶς ὅπου ἀκολουθοῦμε τὶς παραδόσεις καὶ
τὶς ἐπιταγές τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων, λέγοντας ὅτι ‘’δημιουργοῦμε σχίσμα
καὶ πὼς βγάζουμε ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, πὼς ἔχουμε ἄκυρα μυστήρια, βλασφημώντας
ἔτσι κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ διακόπτουμε τὴν κοινωνία
μέ αὐτούς, καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε στὴν ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως. Ἐμεῖς τὸ πτωχὸ
καὶ μικρὸ ποίμνιο προτιμοῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαχρονικὴ ἱερὰ παράδοση τῆς
Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, γενόμενοι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις
Πατρᾶσι». Ἄς ἔχουμε πίστη σταθερὴ καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅστις καὶ μᾶς ὑποσχέθηκε διὰ τὴν ὄντως
Ἐκκλησία Του ὅτι «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»,
ἄς μὴ λιγοψυχοῦμε ἀλλὰ ἄς μείνουμε στερεοὶ μὲ τὴν χάρι Του, ἔστω καὶ ἄν ὅλοι μᾶς
ἐγκαταλείψουν καὶ μείνουμε μόνοι μας, ἀκολουθώντας ὅμως τούς μάρτυρες καί τόν Ἀπόστολο
Παῦλο ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε “τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε ζωή, οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχαί, οὔτε Δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν” (Ρωμ. Η΄ 35). «Τὰ πάντα
σκύβαλα ἡγοῦμαι ἵνα Χριστὸν κερδίσω».
Ὁ
Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἁειπαρθένου
Μαρίας, νὰ δώσει δύναμη νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν σταυρικὸ βίο τῶν ἁγίων μας, νὰ
κρατήσωμεν τὴν πίστην ὅπου ἐλάβομεν ἀκεραίαν καὶ ἀκαινοτόμητον, ἔστω καὶ ἄν
χρειασθεῖ νὰ διωχθοῦμε μέχρι θανάτου, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσουμε τὴν καλὴ
ἀπολογία ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει πάσα δόξα
τιμὴ καὶ προσκύνησις, σύν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ
ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης
[1] (Ἱ. Χρυσόστομος ΕΠΕ migne
52, 327-398)
[2] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 603, σελ. 15
καὶ «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994 .
«Ἐπίσκεψις» 511/30-11-1994 καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος» 11-9-2009, «Ἀδέσμευτος Τύπος»
(Μήτση) 21/9/2004, «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀριθ.
523, σ. 12, Γενεύη 1995.
[3] Μάρκ. 14, 6
[4] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς
25−9−2000. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 588, σελ. 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς
Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς
16.12.2001.
[5] Κοινὴ δήλωση «Ὀρθοδόξων» μὲ τοὺς
Προτεστάντες, ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ ΠΣΕ- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ
ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν
Προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς
ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενοι ἔτσι
ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις!! «Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται
νὰ συμβαδίζουν ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν». «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ
εὐκαιρίᾳ τῆς 60ης ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος
2008) σ. 145.
[6] 15ος κανόνας τῆς ΑΒ Συνόδου τοῦ Μ.Φωτίου: « Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα
παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ
Πατέρων,
κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς
διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν
δημοσίᾳ
κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος,
οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως
ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον
κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά
καί
τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται.
Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά
ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι
τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά
σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν
ρύσασθαι»
[7] α)
https://synaksiorthodoxon.blogspot.com/2018/03/2018_16.html, β)https://www.pentapostagma.gr/2016/07/%CE%B5ktakto-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%B9%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CF%80%CE%B1.html,
καὶ ἄλλα τὰ ὁποῖα μποροὺν νὰ βρεθοὺν μὲ
τήν ἀναζήτηση «διωγμὸς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει».
[9] (Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων Ράλλη–Ποτλῆ τόμος Β’, σελ. 14).
[10] (ὅπ. ἀνωτ.)
[11] (ὅπ. ἀνωτ.)
Ὡραιότατον κείμενον, συγχαρητήρια π. Σάββα!Ἄς μοῦ ἐπιτραπῇ μία μόνον παρατήρησις. Γράφετε: "Μετὰ ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τοὺ Κολυμπαρίου, ὁ εὐλογημένος καὶ πιστὸς λαός τοῦ Θεοῦ προέβηκε εἰς τὴν ἐνδεδειγμένη ἀντίδραση τῆς διακοπῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστάς, κάτι τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἔχει γίνει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑὐτό ἔγινε πολλές φορές ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν, π. Σάββα. Μέ αὐτήν τήν φράσιν σας ἀπαξιώνετε ἀδίκως, ἐλπίζω ἀπό λάθος καί ὄχι ἀπό πρόθεσιν, τούς ἀγῶνας τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας το παραπάνω κείμενο μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η αίρεση του οικουμενισμού, ξαφνικά και από το πουθενά, έκανε την εμφάνισή της και έπεσε στα κεφάλια μας το καλοκαίρι του 2016 !
Είναι βέβαια λίγο δύσκολο (θέλει κουράγιο και ταπείνωση) να παραδεχθεί κάνεις ότι τόσα χρόνια πριν το Κολυμπάρι, δεχόταν να ακούει στη Θεία Λειτουργία την μνημόνευση ενός αιρετικού.
Γράφετε Γέροντα Σάββα :
"ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΑΜΕ ΠΟΥΘΕΝΑ, ΔΙΟΤΙ ΑΠΛΩΣ ΜΕΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ἐκεῖ ποὺ βαπτισθήκαμε καὶ μεγαλώσαμε."
Ερώτηση : Τα ποδόλουτρα του νέου ποιος θα τα διορθώσει ???
Ζόρικα πράγματα Γέροντα Σάββα.