"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΖΗΛΩΤΗΣ



28η ῾Αγίου ἐνδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ· Υἱὸς Σωβὰκ ἐκ Θέσβης, φυλῆς ᾿Ααρῶν, ὅταν ἐγεννήθη ἦλθον ἄγγελοι τὸν ἐσπαργάνωσαν μὲ πῦρ καὶ τοῦ ἔδιδον νὰ φάγῃ πὺρ ὠνόμαζον αὐτὸν ᾿Ηλία. ᾿Επροφήτευσε 25 ἔτη (921-896 π.Χ.). ῎Ηλεγξε τὸν ἀσεβῆ βασιλέα τοῦ ᾿Ισραὴλ τὸν ᾿Αχαὰβ διότι μὲ τὴν βασίλισσα ᾿Ιεζάβελ ὡδηγοῦσαν τὸν λαὸ εἰς εἰδωλολατρία, λέγοντας ὅτι δὲν θὰ γίνῃ βροχὴ εἰς τὴν γὴν παρὰ μόνον ὅταν εἴπω ἐγώ. ᾿Εκρύβη εἰς τὸ σπήλαιον εἰς τὸν χείμαρο Χορὰθ κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν κάθε πρωὶ ἄρτον, τὸ δὲ δειλινὸ κρέας, ἔπινε ὕδωρ ἀπὸ τὸ λάκκο. ᾿Εξηράνθη ὁ χείμαρος καὶ εἶπε ὁ Θεὸς εἰς ᾿Ηλία νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πόλι Σαρεφθὰ εἰς χήρα γυναίκα. ᾿Ελθὼν εἰς πόλιν εἶδε τὴν γυναίκα ποὺ συνέλεγε ξύλα. ῾Ο προφήτης τῆς ἐζήτησε ὕδωρ. Πορευομένης διὰ νὰ φέρῃ τὸ ὕδωρ τῆς ἐζήτησε καὶ ἄρτον.

            ᾿Απεκρίθη ὅτι μόνο ὀλίγο ἄλευρο καὶ ἔλαιο ἔχει διὰ νὰ ψήσῃ μία μικρὴ πίττα νὰ φάγῃ μὲ τὰ παιδιά της καὶ ἔπειτα ν᾿ ἀποθάνουν ἐκ τῆς πείνης. ῾Ο ᾿Ηλίας τῆς εἶπε νὰ τοῦ φέρῃ πρῶτα εἰς αὐτὸν καὶ μετὰ τρώγει μὲ τὰ παιδιά της, διότι οὔτε τὸ ἄλευρο, οὔτε τὸ ἔλαιο θὰ ὀλιγοστεύσουν ἕως ὅτου νὰ γίνῃ βροχή.

῾Η χήρα οὕτω ἔπραξε καὶ ὁ λόγος τοῦ προφήτου ἐξεπληρώθη ἀκριβῶς. ᾿Ησθένησε ὁ υἱός της καὶ ἀπέθανε. ῾Η γυνὴ εἶπε· «ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἦλθες νὰ ἀναμνήσης τὰς ἁμαρτίας μου εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ θανατωθῇ ὁ υἱός μου»; ῾Ο προφήτης ἔλαβε τὸ νεκρό, τὸν ἔθεσε εἰς τὴν κλίνη του, ἐφύσησε τρῖς εἰς τὸ πρόσωπό του προσευχόμενος καὶ ὁ νεκρὸς ἀνέστη.

            Μετὰ 3 ἔτη κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν ᾿Αχαὰβ καὶ τοῦ εἶπε νὰ συγκεντρώσῃ τοὺς 850 εἰδωλολάτρας ἱερεῖς του καὶ νὰ προσευχηθοῦν. «῞Οποιος Θεός εἰσακούση καὶ στείλει πὺρ διὰ τὴν θυσία ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθὴς Θεός. Εἰς τὸ Καρμήλιον ὄρος ἔσφαξαν τὸν βοῦν καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τοῦ δειλινοῦ γύρωθεν τοῦ βωμοῦ ἔκραζον· «ἐπάκουσον ἡμῶν Βάαλ ὑπάκουσον ἡμῶν ἐν πυρί». ῾Ο ᾿Ηλίας εἰρωνευόμενος ἔλεγε· «Κράξατε περισσότερον ὁ θεὸς σᾶς ἴσως κοιμᾶται ἡ δὲν ἔχει καιρὸ ν᾿ ἀκούση». Μετὰ ὁ ᾿Ηλίας λαβὼν 12 λίθους (ὅσαι αἱ φυλαὶ τοῦ ᾿Ισραήλ) ἔκαμε Θυσιαστήριον καὶ γύρω λάκκο.

            ῎Εσφαξε καὶ ἡτοίμασε τὸν βοῦν καὶ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ξύλων. Τοὺς εἶπε καὶ ἔχυσαν ὕδωρ. Καὶ ἐκ δευτέρου καὶ διὰ τρίτη φορά, ὥστε ἐγέμισε ὁ λάκκος ὕδωρ. ᾿Ανέβλεψε εἰς οὐρανὸ εὐχόμενος ἵνα ἀποστείλῃ ὁ Θεὸς πύρ, παρευθὺς ἔπεσε πὺρ ἐξ Οὐρανοῦ καὶ ἔκαυσε τὸν βοῦν, τὰ ξύλα καὶ τὶς πέτρες ἀκόμη. ῾Ο λαὸς ἐπροσκύνησε λέγων· «᾿Αληθῶς Κύριος εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Εἶπε ὁ ᾿Ηλίας καὶ συνέλαβον τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καὶ εἰς τὸν χείμαρον τῶν Κισσῶν κατέσφαξε αὐτούς. ᾿Ανέβηκε εἰς τὸ ὄρος καὶ ἔβαλε τὸ πρόσωπόν του ἐν μέσῳ τῶν γονάτων εὐχόμενος. ῾Ο Θεὸς ἔστειλε βροχή. ῾Η ᾿Ιεζάβελ μαθοῦσα ταῦτα εἰδοποίησε τὸν προφήτη ὅτι θὰ τὸν φονεύσῃ. ᾿Εφυγε ὁ ᾿Ηλίας εἰς τὴν χώρα Βηρσαβεέ (εἰς τὰ σύνορα ᾿Ιουδαίας) καὶ ἐκάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα κέδρο. ᾿Ενῷ ἐκοιμᾶτο ἄγγελος τὸν ἔγειρε διὰ νὰ φάγῃ. Εἶδε μία πίττα ἄρτον καὶ δοχεῖο μὲ ὕδωρ. ῎Εφαγε καὶ ἐκοιμήθη. ᾿Εκ δευτέρου ὁ ἄγγελος τὸν ἤγειρε λέγων· ῎Εγειρε φάγε καὶ πίε, ὅτι πολλὴν ὁδὸν ἔχεις νὰ περιπατήσης. ῎Εφαγε καὶ ἤπιε καὶ ἐβάδισε 40 ἡμερονύκτια νῆστις ἕως τὸ ὄρος Σινὰ χωρὶς νὰ φάγῃ τίποτε καθ᾿ ὁδόν. Εἰς ἕνα σπήλαιο ἔμεινε καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ὡμίλησε ὅτι αὔριο θὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτόν. Πρῶτα θὰ γίνῃ δυνατὸς ἄνεμος ἀλλὰ δὲν θάναι ἐκεῖ ὁ Κύριος. Μετὰ σεισμὸς ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἐκεῖ θάναι ὁ Θεός. Μετὰ πὺρ ἀλλ᾿ οὔτε κι᾿ ἐκεῖ ὁ Θεός. Τέλος λεπτὴ αὔρα καὶ ἐκεῖ θάναι ὁ Κύριος.

᾿Ηξιώθη ὅλων αὐτῶν ὁ προφήτης καὶ ἤκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεὸς τὸν ἔστειλε νὰ χρίσῃ τὸν ᾿Αζαὴλ βασιλέα Συρίας καὶ τὸν ᾿Ιοῦ βασιλέα ᾿Ισραήλ. Τὸν δὲ ᾿Ελισσαιὲ νὰ τὸν χρίσῃ προφήτη ἀντικαταστάτη του. ᾿Ελθὼν ὁ ᾿Ηλίας εὗρε τὸν ᾿Ελισσαιὲ καὶ ἔγινε μαθητής του. ῾Ο Ναβουθαὶ εἶχε τὸ ἀμπέλι του πλησίον τοῦ βασιλικοῦ κτήματος. ῾Ο ᾿Αχαὰβ τὸ ἐζήτησε καὶ νὰ τοῦ δώσῃ ἄλλο ἀντὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ ἠρνήθη διότι ἦτο πατρική του κληρονομία. Τὸν εἶδε λυπημένο ὁ ᾿Ιεζάβελ καὶ ἐνήργησε ὥστε νὰ εὑρεθοῦν ψευδομάρτυρες καὶ νὰ εἴπουν ὅτι ὕβρισε τὸν Θεὸ καὶ τὸν βασιλέα. ῎Ετσι τὸν ἐλιθοβόλησαν καὶ ἔμεινε ὁ ἀμπελὼν ἔρημος. ᾿Ερχομέ-νου τοῦ ᾿Αχαὰβ ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ᾿Ηλία καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἐκεῖ ὅπου ἐχύθη τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαὶ θὰ χυθῇ καὶ τὸ δικό σου καὶ τῆς ᾿Ιεζάβελ τὸ αἷμα θὰ γλείψωσι οἱ κύνες.

            ᾿Ακούσας ταῦτα ὁ ᾿Αχαάβ, ἔκλαυσε, ἐνήστευσε ἐνδυθεὶς σάκκον. ῾Ο Θεὸς εἶπε εἰς ᾿Ηλία. ᾿Επειδὴ μετανοεῖ ὁ ᾿Αχαὰβ θὰ δώσω τὴν ὀργή μου εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. ᾿Εβασίλευσε μετὰ τὸν θάνατο ᾿Αχαὰβ ὁ ᾿Οχοζίας. ᾿Ησθένησε καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους νὰ ἐρωτήσουν τοὺς μάγους τοῦ Βάαλ ἐὰν θὰ γίνῃ ὑγιής. ῾Ο ᾿Ηλίας τοὺς συνήντησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ βασιλεὺς θ᾿ ἀποθάνη. ᾿Εκεῖνοι ἀνήγγειλαν ταῦτα εἰς τὸν ᾿Οχοζία περιγράψαντες τὴν ἐμφάνιση τοῦ προφήτου· εἶπε ὁ βασιλεύς· ῾Ο ᾿Ηλίας ὁ Θεσβίτης εἶναι. ῎Εστειλε πεντηκόνταρχο μὲ 50 ἄνδρας νὰ τοῦ τὸν φέρουν. ᾿Ελθὼν οὗτος εἶπε· «ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεὺς σὲ προσκαλεῖ». ᾿Απήντησε· «᾿Εὰν εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ κατέλθῃ πὺρ νὰ σᾶς θανατώσῃ». Τότε ἔπεσε πῦρ ἐξ Οὐρανοῦ καὶ ἐθανατώθησαν. ῎Εστειλε ὁ βασιλεὺς δεύτερον πεντηκόνταρχο μὲ 50 ἄνδρας, ὁμοίως καὶ τούτους διὰ προσευχῆς κατέκαυσε ὁ Προφήτης. ῎Εστειλε τρίτον πεντηκόνταρχο ὁ ὁποῖος ἐστάθη μακρόθεν ἔπεσε εἰς τὴν γὴν καὶ ἐδεήθη τοῦ ῾Ηλιοῦ νὰ τὸν λυπηθῇ. ῎Αγγελος εἶπε εἰς ᾿Ηλία νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα. ᾿Ελθὼν ἤλεγξε τὸν ᾿Οχοζία ὅστις ἀπέθανε 89 π.Χ, καὶ ἐβασίλευσε ὁ ᾿Ιωράμ. Πορευομένου τοῦ ῾Ηλιοῦ μὲ τὸν ᾿Ελισσαῖο εἰς Βαϊθὴλ εἶπον οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν· «Γνωρίζεις ὅτι σήμερον ὁ Θεὸς θὰ παραλάβῃ τὸν ᾿Ηλία»; ᾿Απεκρίθη ὁ ᾿Ελισσαῖος· «Τὸ γνωρίζω μόνον σιωπῆτε. εἶπε ὁ ᾿Ηλίας». «Κάθισε ἐδῶ διότι ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε εἰς ᾿Ιορδάνη». ῾Ο ᾿Ελισσαῖος ἀπεκρίθη· «Ζεῖ Κύριος καὶ ζεῖ ἡ ψυχή σου, δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω». ῎Εφθασαν εἰς τὸν ᾿Ιορδάνη ὁ ᾿Ηλίας ἐκτύπησε τὸν ποταμὸν μὲ τὴ μυλωτή του καὶ ἐσχίσθη εἰς τὸ μέσον καὶ ἐγένετο ὁδὸς καὶ ἔπεσαν ὡς διὰ ξηράς, εἶπε ὁ ᾿Ηλίας· «Ζήτησον χάρισμα πρὶν ἀναληφθῶ ἀπὸ σοῦ» ὁ ᾿Ελισσαῖος εἶπε· «῍Ας γίνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἔχεις διπλῆ εἰς ἐμέ». ᾿Ηλίας· «Μέγα χάρισμα ἐζήτησας ἀλὰ ἂν μὲ ἴδης ὅταν ἀναληφὼ ἂς γίνῃ». Τότε ἐφάνη ἅρμα πύρινο καὶ ἵπποι πύρινοι καὶ ἀνεβίβαζον τὸν ᾿Ηλία πρὸς τὸν οὐρανό. ῾Ο ᾿Ελισσαῖος ἔκραξε· «πάτερ σὺ εἶσαι καὶ ἅρμα καὶ ἱππεὺς καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ ᾿Ισραήλ».

            ᾿Εκράτησε τὴν μηλωτὴ τοῦ προφήτου καὶ δὲν τὸ εἶδε πλέον. ᾿Ερχόμενος εἰς ᾿Ιορδάνη ἐκτύπησε τὸ ὕδωρ καὶ ἐσχίσθη εἰς δύο καὶ διεπέρασε διὰ ξηρὰς εἰς τὸ πέραν. ῾Ο προφήτης ᾿Ηλίας ἀνελήφθη ὡς εἰς Οὐρανό.

            Μόνο ὁ ΚΗΙΧ μετὰ σώματος ἀνελήφθη εἰς οὐρανόν.

            Μετὰ τοῦ δικαίου ᾿Ενὼχ θὰ ἔλθῃ εἰς τοὺς χρόνους τοῦ ἀντιχρίστου διὰ νὰ διδάξῃ τὸν κόσμο, θὰ θανατωθῇ ὑπὸ τοῦ ἀντιχρίστου (᾿Αποκάλυψι 11, 3-10). 10 ἔτη μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ προφ. ῾Ηλιοῦ ἤλεγξε δι᾿ ἐπιστολῆς τὸν βασιλέα ᾿Ιωρὰμ διότι ἐλάτρευε τὰ εἴδωλα. ῾Ο Δοσίθεος πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων εἰς «Δωδεκάβιβλον σελ. 1192» γράφει διὰ τὸ θαῦμα τὸ ὁποῖο ἔγινε τὴν 20 ᾿Ιουλίου μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιον εἰς Βελιγράδι παρόντος καὶ τοῦ πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων Παϊσίου. Μία γυναίκα ποὺ ἀκολούθησε τὸ παπικὸ ἡμερολόγιο ἤθελε νὰ ζυμώσῃ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ προφήτου ῾Ηλιοῦ. ῾Η ὀρθόδοξος γυνὴ ἔλεγε, σήμερον εἶναι ἀργία, μεγάλη ἑορτή, ἡ λατινὶς ἔλεγε πέρασε ἡ ἑορτή, ὑπερασπιζομένη τὸ νέο ἡμερολόγιο. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος μετεβλήθη τὸ ζυμάρι εἰς τὰ χέρια της εἰς λίθο. ῏Ηλθον ἄνθρωποι καὶ διένειμαν τὸν λίθο εἰς ἀνάμνησι τοῦ θαύματος.

(ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΛΥΠΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΨΑΛΑ)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου