"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



  Ονειρεύομαι πως σε ένα υπόγειο ζούσε ένα παιδάκι, ένα πολύ μικρό παιδάκι έξι χρονών ή ακόμα λιγότερο. Μια μέρα αυτό το παιδάκι ξύπνησε μέσα σε ένα υγρό και κρύο υπόγειο. Έτρεμε μέσα στα λεπτά του κουρέλια. Η ανάσα του, καθώς έβγαινε, σχημάτιζε κάτι σαν άσπρο αχνό, κι εκείνο καθόταν σε μια γωνιά πάνω σ’ ένα μπαούλο κι έβγαζε επίτηδες αυτόν τον αχνό από το στόμα του για να τον βλέπει να αιωρείται. 
 
  Μα θα ‘θελε πολύ να έτρωγε κάτι. Πολλές φορές εκείνο το πρωί είχε πάει κοντά στο, λεπτό σαν παξιμάδι, στρώμα, όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη μητέρα του, με ένα σακί κάτω από το κεφάλι της για μαξιλάρι. Πώς βρισκόταν εκεί; Ίσως να είχε έρθει από κάποια άλλη πολιτεία και να ‘πεσε άρρωστη ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια που τους είχε νοικιάσει το υπόγειο την είχε συλλάβει, την προπερασμένη μέρα, η αστυνομία, οι νοικάρηδες είχαν σκορπίσει από δω κι από κει, για να γιορτάσουν κι αυτοί τα Χριστούγεννα, και ο μόνος κουρελιάρης που είχε μείνει μεθοκοπούσε τώρα και δυο μέρες: αυτός δεν περίμενε να ρθει η γιορτή. Στην άλλη άκρη της κάμαρας βογκούσε μια γριά ογδοντάρα που υπέφερε από ρευματισμούς, που κάποτε ήταν νταντά και που τώρα αργοπέθαινε ολομόναχη με στεναγμούς, παράπονα και βρισιές για το παιδάκι, κι έτσι αυτό φοβόταν να την πλησιάσει. Είχε βρει κάτι να πιει στο διάδρομο, μα δεν βρήκε ούτε το παραμικρό ξεροκόμματο για να φάει και είχε πάει παραπάνω από δέκα φορές κοντά στη μητέρα του για να την ξυπνήσει. Στο τέλος, το σκοτάδι του έφερε κάτι σαν αγωνία. Είχε νυχτώσει από πολλή ώρα κι όμως δεν ανάβανε φωτιά. Ψαχούλευε το πρόσωπο της μητέρας του και απόρησε: δεν κουνιόταν πια κι ήταν κρύα σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ μέσα», σκέφτηκε με το χεράκι του ακουμπισμένο ασυναίσθητα στον ώμο της νεκρής. Ύστερα, σε λίγο, χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει, πήρε το καπέλο του, που ήταν πεταμένο πάνω στο κρεβάτι και βγήκε αθόρυβα και ψαχουλευτά από το δωμάτιο. Θα ‘χε φύγει νωρίτερα, αν δεν φοβότανε το μεγάλο σκύλο που γαύγιζε όλη τη μέρα στα κατώφλια των γειτονικών σπιτιών. Μα ο σκύλος είχε φύγει και το παιδάκι βγήκε στο δρόμο.

  Θεέ μου, τί μεγάλη πολιτεία!  Ποτές του δεν είχε δει τίποτα τέτοιο. Εκεί πέρα, απ’ όπου ήρθε, είναι τόσο σκοτεινά όταν νυχτώνει, μόνο ένα φανάρι φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα σπιτάκια είναι χαμηλά και τα παραθυρόφυλλά τους θεόκλειστα. Μόλις νυχτώσει δεν βλέπεις ψυχή έξω. Όλοι μένουν κλειδωμένοι μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τους και μόνο οι εκατοντάδες και χιλιάδες σκύλοι ουρλιάζουν και γαυγίζουν όλη τη νύχτα. Όμως, εκεί πέρα, έκανε ζέστη και του δίνανε να φάει, ενώ ενώ πέρα… Θεέ μου! Να ‘χε τουλάχιστον κάτι να φάει! Και τί βουητό, τι φασαρία εδώ πέρα, το φως, πόσοι άνθρωποι, πόσα άλογα και αμάξια… Και το κρύο, ω, αυτό το κρύο! Η ομίχλη παγώνει και γίνεται σαν κλωστούλες πάνω στα ρουθούνια των αλόγων που τρέχουν και τα πέταλά τους πάνω στο λιθόστρωτο, μέσα από το μαλακό χιόνι. Όλοι σπρώχνονται και στριμώχνονται και… Θεέ μου! Πόσο θα ‘θελε να ‘τρωγε κάτι και πόσο του πονάνε ξαφνικά τα δαχτυλάκια του! Ένας αστυνομικός περνάει δίπλα στο παιδί και γυρίζει από την άλλη μεριά κάνοντας πως δεν το βλέπει.
  Να κι άλλος ένας δρόμος. Τι φαρδύς που είναι! Σίγουρα θα το τσαλαπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πάνε, έρχονται, τρέχουν, και πόσο φωτεινά είναι, πόσο φωτεινά! Τι είναι τούτο πάλι; Ω! ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο και μέσα ένα δέντρο που ανεβαίνει ως το ταβάνι: είναι ένα έλατο, ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολλά φώτα κι ένα σωρό μικροπράγματα, χρυσωμένα φρούτα κι ολόγυρα κούκλες και αλογάκια. Μέσα στο δωμάτιο έχει μικρά παιδάκια που τρέχουν. Είναι καλοντυμένα και πεντακάθαρα, γελάνε και παίζουν, τρώνε και πίνουνε. Να ένα κοριτσάκι που αρχίζει να χορεύει με ένα αγοράκι. Τι όμορφο κοριτσάκι! Ακούς και τη μουσική μέσα από το τζάμι. Το παιδάκι κοιτάζει με απορία. Αρχίζει κιόλας να χαμογελάει, ενώ τα δαχτυλάκια των ποδιών του πονούν και τα χεράκια του έχουνε κοκκινίσει τόσο που δεν μπορεί ούτε να τα λυγίσει ούτε να τα κουνήσει.

  Ξαφνικά το παιδάκι θυμάται πως τα δαχτυλάκια του τον πονάνε πολύ. Αρχίζει να κλαίει, τρέχει πιο πέρα και να! Μέσα από ένα τζάμι βλέπει πάλι ένα δωμάτιο, που κι αυτό έχει μέσα ένα δέντρο, μα πάνω στο τραπέζι έχει λογής λογής γλυκά, γλυκά με αμύγδαλα κόκκινα και κίτρινα, κι εκεί πέρα κάθονταν τέσσερις πλούσιες κυρίες που μοιράζουνε γλυκά σε όσους περνούν από μπροστά τους. Όλη την ώρα ανοίγει και μπαίνει μέσα από ένας κύριος. Ου! με τι φωνές και τι σπρωξιές το διώχνουνε! Μια κυρία πηγαίνει αμέσως κοντά του και του βάζει στο χέρι του μια δεκάρα, και του ανοίγει η ίδια την εξώπορτα για να βγει έξω. Πόσο φοβάται! Μα η δεκάρα κύλισε στα με έναν ολοκάθαρο ήχο. Δεν μπόρεσε να κλείσει τα χεράκια του για να την κρατήσει. Το παιδάκι τρέχει για να πάει πιο μακριά-ούτε το ίδιο ξέρει που. Του ‘ρχεται να βάλει τα κλάματα, μα τώρα φοβάται και τρέχει. Τρέχει και χουχουλιάζει τα δαχτυλάκια του. Αρχίζει να το πιάνει αγωνία που βρίσκεται τόσο μόνο και τόσο εγκαταλειμμένο, όταν ξαφνικά, Θεούλη μου! Τι είναι πάλι τούτο;
 
  Έχουν σταματήσει ένα σωρό άνθρωποι και κοιτάζουν με περιέργεια. Σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, είναι τρεις μεγάλες κούκλες ντυμένες με πράσινα και κόκκινα φορέματα και που φαίνονται σαν ζωντανές! Ένας γεροντάκος καθισμένος μοιάζει σαν να παίζει βιολί και κοντά του είναι όρθιοι δύο άλλοι και παίζουν με μικρότερα βιολιά και όλοι τους κουνάνε ρυθμικά τα λεπτά τους κεφάλια, κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και κουνάνε τα χείλη τους, μιλάνε, πρέπει να μιλάνε-στα αλήθεια- κι αν δεν ακούγονται, είναι γιατί έχουν μπροστά τους το τζάμι. Το παιδάκι στην αρχή νόμιζε πως ήτανε ζωντανοί άνθρωποι κι όταν κατάλαβε επιτέλους πως ήτανε κούκλες , άρχισε ξαφνικά να γελάει. Ποτές του δεν είχε ξαναδεί τέτοιες κούκλες κι ούτε ποτές του φανταζόταν πως υπήρχαν τέτοιες κούκλες στον κόσμο, Ήθελε βέβαια και να κλάψει, μα είναι τόσο αστείες, μα τόσο αστείες αυτές οι κούκλες! Ξαφνικά του φάνηκε πως κάποιος τον τραβούσε από πίσω. Ένα μεγάλο κακό παιδί, που στεκόταν δίπλα του, του ‘δωσε ξαφνικά μια κλωτσιά. Το παιδάκι έπεσε χάμω και κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν. Τρομοκρατημένο εκείνο σηκώθηκε γρήγορα και το ‘σκασε τρέχοντας χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Μπαίνει σε μια μεγάλη καγκελόπορτα, χώνεται σε μιαν αυλή και κάθεται πίσω από ένα σωρό από ξύλα: «Εδώ τουλάχιστον, σκέφτεται, δεν θα με βρούνε, είναι πολύ σκοτεινά».
   Κάθισε και ζάρωσε χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα από το φόβο του και αίφνης, του ‘ρθε πολύ απότομα, ένοιωσε μια πολύ μεγάλη ευεξία. Τα χέρια του και τα πόδια του πάψανε να τον πονούν και ζεσταινόταν, ζεσταινόταν πολύ, σαν να ήταν κοντά σε σόμπα. Άξαφνα τινάχτηκε, λίγο ακόμα και θα τον έπαιρνε ο ύπνος! Τι καλά θα ήταν να κοιμόταν σε αυτό το μέρος! «Ακόμα λίγο και θα πάω να ξαναδώ τις κούκλες», σκέφτηκε το παιδάκι και χαμογέλασε καθώς τις θυμήθηκε: «λες και ήταν ζωντανές!»… Και ξαφνικά, του φάνηκε πως άκουσε τη μαμά του να του τραγουδάει ένα τραγούδι. «Μαμά θα κοιμηθώ. Αχ! Τι καλά που είναι να κοιμάται κανείς εδώ!».
   -Έλα μαζί μου, πάμε να δούμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, παιδάκι μου, του ψιθύρισε ξαφνικά μια πολύ γλυκιά φωνή.
   Νόμιζε πως τον φώναξε πάλι η μαμά του, μα όχι δεν ήταν αυτή. Μα τότε ποιος τον φώναξε; Δεν βλέπει ποιος είναι, μα κάποιος έχει σκύψει πάνω του και τον αγκαλιάζει μέσα στο σκοτάδι, κι εκείνο απλώνει τα χεράκια του και την ίδια στιγμή…
   -Τι φως! Τι ωραίο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Και πρώτα πρώτα δεν είναι έλατο. Ποτέ του δεν ξανάδε τέτοια δέντρα! Μα που βρίσκεται λοιπόν, τώρα; Όλα λάμπουν, όλα γυαλίζουν, και ολόγυρά του, παντού, βλέπει κούκλες… Μα όχι δεν είναι κούκλες, μα αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο που λάμπουν ολόκληρα. Όλα κάνουν κύκλο γύρω του, το φιλούν καθώς πετάνε, το παίρνουν, το παρασέρνουν μαζί τους και πετάει κι αυτό και βλέπει… Βλέπει τη μαμά του και της χαμογελάει ευτυχισμένο.
   -Μαμά! Μαμά! Τι ωραία που είναι εδώ, μαμά, φωνάζει το παιδάκι. Και πάλι, ξαναφιλάει τους μικρούς του φίλους και θέλει να τους μιλήσει γρήγορα για τις κούκλες που είδε πίσω από το τζάμι… «Μα ποιοι είστε, αγοράκια; Και σεις κοριτσάκια, ποια είστε;». Τα ρωτάει και τους χαμογελάει και τους στέλνει φιλιά.
   -Αυτό είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού, του απαντούν. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, έχει ένα χριστουγεννιάτικο δεντρο στο σπίτι του Χριστού για τα μικρά παιδάκια που δεν είχαν δικό τους χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γη…
   Κι έτσι έμαθε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν κι αυτά παιδάκια σαν αυτόν, μα άλλα είχανε πεθάνει ξεπαγιασμένα μέσα στα πανέρια, όπου τα είχαν βάλει πάνω στα σκαλιά των μεγάρων της Πετρούπολης, άλλα είχανε πεθάνει σε κάποιο φινλανδικό βρεφοκομείο και άλλα πάνω στο στερεμένο στήθος της μητέρας τους, τότε που θέριζε η πείνα την Σαμάρα κι άλλα πάλι είχανε σκάσει μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα ενός βαγονιού τρίτης θέσης. Μα τώρα, όλα τους είναι εδώ, σαν αγγελούδια, όλα τους είναι κοντά στο Χριστό κι εκείνος απλώνει ανάμεσά τους τα χέρια του για να τα ευλογήσει κι αυτά και τις καημένες τις μητέρες τους… Κι οι μητέρες αυτών των παιδιών είναι όλες τους εκεί, στην άκρη και κλαίνε. Η καθεμιά τους αναγνωρίζει το αγοράκι ή το κοριτσάκι της, που τρέχουν φτερουγίζοντας κοντά τους και τις αγκαλιάζουν και τους σφουγγίζουν, με τα μικρά τους τα χεράκια, τα δάκρυά τους λέγοντάς τους να μην κλαίνε, γιατί είναι πολύ καλά εδώ…
   Κι έτσι, εκεί κάτω, το πρωί οι θυρωροί βρήκανε το πτώμα ενός μικρού παιδιού που είχε ξεπαγιάσει πίσω από ένα σωρό ξύλα. Ψάξανε να βρούνε τη μητέρα του… Μα κι εκείνη είχε πεθάνει λίγο πριν από αυτό. Και ξανασυναντηθήκανε στον ουρανό, κοντά στον καλό Θεό.
   Μα γιατί φαντάστηκα αυτή την ιστορία που τόσο λίγο ταιριάζει σε ένα έστω και ελάχιστα λογικό ημερολόγιο και μάλιστα στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα; Κι ύστερα είχα υποσχεθεί να γράψω μόνο πραγματικά γεγονότα! Μα αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα: νομίζω και πιστεύω πως όλα αυτά μπορούσαν να είχαν συμβεί πραγματικά, αυτά δηλαδή που έγιναν στο υπόγειο και πίσω από το σωρό με τα ξύλα. Όσο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι του Χριστού, δεν μπορώ να σας πω αν μπορούσε να συμβεί ή όχι.
   Μα αφού είμαι μυθιστοριογράφος, έχω το δικαίωμα να το φανταστώ.

(Από το "Ημερολόγιο ενός Συγγραφέα" του Φ. Ντοστογιέφσκι
 εκδόσεις Δαρεμά / μετάφραση Μίνας Ζωγράφου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου