Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος περιγράφει στην Διακόνισσα Ολυμπιάδα τα όσα υπέστη στην Καισάρεια από τον Επίσκοπο Φαρέτριο:
(Οι Ίσαυροι ήταν ανεξάρτητοι ορεσίβιοι άνθρωποι που δημιουργούσαν χάος σε γειτονικές περιοχές υπό μακεδονική και ρωμαϊκή κατοχή. Ο κύριος πυρήνας της Ισαυρίας ήταν η περιοχή βόρεια της οροσειράς του Ταύρου που βρίσκεται ακριβώς στα νότια του Ικονίου και των Λύστρων).
«Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία, ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους πού μοῦ τά μετέφεραν.
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια, ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες.
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός. Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο‒λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί λούφαξε.
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε ‒–δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη‒– περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση, μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν. Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες.
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς.
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο -καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή- ἔστειλε ἀνθρώπους καί παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι, ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν ὑπάκουαν.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε, κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας.
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε:
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”.
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου -ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε- ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης. Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ.
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν.
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, -ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα αὐτά- μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά τους.
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι.
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα, ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε.
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου, γονάτισε ἀπότομα ‒ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός- καί μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα.
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή;
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω, ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε;»
(Προς την Διακόνισσα Ολυμπιάδα - Επιστολή 9η)
Πηγή: https://apotixisi.blogspot.com/2025/11/blog-post_33.html
ΣΧΟΛΙΟ "ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ": Διαβάζοντας την επιστολή του Ιερού Χρυσοστόμου για τους μανιασμένους μοναχούς του Φαρέτριου που ήθελαν να τον κακοποιήσουν, θυμήθηκα την (άγνωστη στους πολλούς) παρόμοια περίπτωση του Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου του Νέου (+1955), τον οποίο το 1950 θέλησαν να κακοποιήσουν 70 ροπαλοφόροι Ματθαιϊκοί μοναχοί με επικεφαλής τον μετέπειτα "Αρχιεπίσκοπό" τους Νικόλαο Μεσσιακάρη, εντολή βεβαίως της διαβόητης Μαριάμ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου