Μέρος β΄ [ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ]
(ὑπὸ Ν. Β.)
Ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀμεριμνησία του.
Ζοῦσε ἁπλά. Ἀκόμη καὶ στὸ Κελλὶ καὶ τὸν περιβάλλοντα χῶρο ἀπέφευγε, ὡς Γέρων πλέον τοῦ Κελλίου, νὰ κάνῃ μετατροπὲς καὶ προσθῆκες. Μόνον συντηροῦσε. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ποθοῦσε ζωὴ ἡσυχαστική, χωρὶς σύγχυσι, μέριμνες, ἔγνοιες.
Γνήσιο, πράγματι, ἰδίωμα τῶν μοναχῶν! Ἂς τὰ βλέπουμε αὐτὰ ἐμεῖς οἱ ἀνήσυχοι, οἱ πνιγμένοι ἀπὸ τὰ ἀγκάθια τῶν μεριμνῶν, ποὺ γεμίζουμε τὸν «χωροχρόνο» μας μὲ, κατὰ βάσιν, περιττὲς καὶ ψυχοφθόρες δουλειές, συσκευές, ἐπισκέψεις, συζητήσεις...
Ἡ προσοχή του καὶ ἡ προσευχή του.
«Δέκα φορὲς προσοχὴ καὶ μία προσευχή», συνήθιζε νὰ συμβουλεύῃ, ἐπισημαίνοντας μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τὴν σημασία ποὺ ἔχει νὰ προσέχουμε ἰδιαιτέρως τοὺς λογισμούς, τοὺς λόγους, τὶς πράξεις μας· μὲ μιὰ λέξι, νὰ νήφουμε.
Προσεκτικὸς καὶ σύννους, προσπαθοῦσε νὰ «συλλέγει», σὰν μέλισσα, ὅλα τὰ καλὰ καὶ ψυχωφέλιμα ποὺ παρατηροῦσε στοὺς ἐν Χριστῷ «βιαστὲς» μοναχοὺς, μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρεφόταν.
Ὅταν τὸν παρακαλοῦσαν κάποιοι νὰ προσεύχεται γιὰ αὐτοὺς ἢ ἄλλους, δὲν τὸ ἀρνιόταν. Ἀποκρινόταν: «Νά ’ναι εὐλογημένο! Θὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ἐσᾶς, ἀλλὰ καὶ σεῖς θὰ προσέχετε· θὰ προσπαθῆτε νὰ κάνετε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἀπὸ τὴν μία ἐγὼ νὰ προσεύχωμαι καὶ σεῖς νὰ ἁμαρτάνετε. Δὲν βοηθιέστε ἔτσι, ἀδελφοί μου».
Ὅταν δὲ οἱ συνασκηταί του ἔλειπαν σὲ ἐξωτερικὲς ἐργασίες μακρὰν τοὺ κελλίου, δὲν παρέλειπε ποτὲ νὰ προσεύχεται ὑπὲρ ἀυτῶν καὶ νὰ ἀνάβῃ κεριὰ («ἀσφάλιστρα», ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσε ὁ τελευταῖος γέροντάς του, ὁ μακαριστὸς παπα-Γεώργιος) ὑπὲρ διαφυλάξεως αὐτῶν ἀπὸ παντὸς κινδύνου καὶ πειρασμοῦ.
Στοὺς πειρασμοὺς κατέφευγε στὴν προσευχή. Προσεκτικὸς τηρητὴς τῶν θείων παρακαταθηκῶν τοῦ μακαριστοῦ παλαιοτέρου γέροντός του Γερο-Γαβριήλ, γνώριζε τὴν λύσι στοὺς πειρασμούς. Τοὺς συνεβούλευε ὁ Γερο-Γαβριὴλ: «Ὅταν βλέπετε κανένα πειρασμὸ στὴν συνοδία, νὰ ἀποσύρεσθε σὲ κάποιο ἥσυχο μέρος καὶ νὰ κάνετε προσευχή· κομποσχοίνι».
Ὡραῖα μαθήματα! Προσοχὴ, ἀκόμη καὶ στοὺς παραμικροὺς λογισμοὺς καὶ, ἐννοεῖται, ἐξομολόγησι αὐτῶν στοὺς ἐμπείρους-φωτισμένους πνευματικούς (τοὺς ὁποίους ὀφείλουμε νὰ ἀναζητοῦμε). Καὶ προσευχή· προσευχὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντοτε.
Ὁ λόγος του καὶ ἡ σιωπή του.
Ὁ γέρων δὲν ὡμιλοῦσε πολύ. Λίγα ἔλεγε, ἀλλὰ σὲ ἄγγιζαν, σὲ ἀνέπαυαν. Ποτὲ δὲν ἀναπαυόταν στὶς ἀργολογίες καὶ τὶς ἀσήμαντες συζητήσεις.
Συχνάκις ἐπανελάμβανε τὴν σοφὴ λαϊκὴ ρήσι «Κάνε τὸ καλὸ καὶ ρίξτο στὸ γυαλό», ἐπισημαίνοντας ἔτσι τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε, ὡς μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὡς βιωματικὸς γνώστης τῆς ἁγιοπατερικῆς πείρας, συνεβούλευε: «ὁτιδήποτε συμβαίνει, νὰ τὸ παίρνουμε δεξιά», δηλαδὴ μὲ καλὸ λογισμό, χωρὶς νὰ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπιρρίπτοντας τὸ πταίσιμο στὸν ἑαυτό μας.
Ὅταν διαφωνοῦσε μὲ κάποιον δὲν φιλονεικοῦσε, ἀλλὰ ὑπερασπιζόταν ἤρεμα τὸ δίκαιον, τὴν ἀλήθεια.
Συνήθιζε νὰ συμβουλεύῃ τοὺς ἐγγάμους προσκυνητὲς νὰ μαθαίνουν τοὺς «Χαιρετισμοὺς» στὰ τέκνα τους, ὥστε αὐτὰ νὰ ἔχουν τὴν ἄνωθεν βοήθεια καὶ τὸν θεῖο φωτισμό, ἀκόμη καὶ στὰ σχολικὰ μαθήματα.
Ὁ γέρων εἶχε ἰδιαιτέρα πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν συνασκητή του πατέρα Εὐθύμιο μοναχὸ[1] , ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1994. Μέχρι τότε, ὅταν οἱ δυό τους συνδιακονοῦσαν στὸ μαγειρεῖο, στὸν κῆπο ἢ ἀλλοῦ, ἐργάζονταν ἐν σιωπῇ καὶ προσευχῇ (ἔλεγαν ἤρεμα τὴν «εὐχὴ» ἢ τοὺς «Χαιρετισμούς»). Ἀργότερα δὲ, ὅταν ἀνέλαβε ὡς Γέρων τοῦ Κελλιοῦ (μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ προηγουμένου Γέροντος, μακαριστοῦ Γεωργίου ἱερομονάχου) συνέχισε τὸ ἴδιο ἡσυχαστικὸ-προσευχητικὸ τυπικό.
Εὐλογημένη σιωπή! Εὐλογημένη ἡσυχία! Εὐλογημένη προσοχὴ καὶ προσευχή! Μὲ μιὰ λέξι, ἡσυχασμός: ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸ γνήσιο θεραπευτικὸ μέσο τοῦ ἀνθρώπου...
Ν.Β.
[1] Ὁ πατὴρ Εὐθύμιος ὑπῆρξε καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μάρτυρες τῆς Γ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν Ὑμηττὸ Ἀττικῆς, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀγρυπνίας τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου 1925), ποὺ τελοῦσαν οἱ θεοφιλῶς ἐμμένοντες στὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο. Ἡ ἡσυχαστική-προσευχητικὴ διάθεσι τοῦ ἀνδρὸς αὐτοῦ διαφαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ἐτύχαινε νὰ συζητοῦν στὴν τράπεζα οἱ πατέρες με προσκυνητές, ὁ γέρων τοῦ Κελλιοῦ, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, παπα-Γεώργιος, ποὺ ἐγνώριζε τὴν πνευματικὴ κατάστασι τοῦ ὑποτακτικοῦ του, τὸν ἐρωτοῦσε: «Τί λέγαμε τώρα, πάτερ;». «Δὲν γνωρίζω, γέροντα», ἦταν ἡ ἀπάντησί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου