"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Εικόνα και οικουμενισμός

Ο αείμνηστος αγιογράφος Λεωνίδας Ουσπένσκυ (+1987)

Τοῦ κ. Σπυρίδωνος Μαρίνη,
Συντηρητοῦ εἰκόνων
 Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ δὲν εἶχε περγαμηνὲς θεολογίας νὰ ἐπιδείξει κι ὅμως τὸ συγγραφικό του ἔργο λίγοι θεολόγοι μποροῦν νὰ τὸ φτάσουν. Δὲν ἦταν ρήτορας, οὔτε ἱεροκήρυκας· κι ὅμως τὰ ἄρθρα του, τὰ βιβλία του, οἱ εἰκόνες του μετέστρεφαν συνειδήσεις καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπανέρχονταν στὴν Ἐκκλησία, τόσο ποὺ τὸ Βατικανὸ ἀπαγόρεψε τὴν ἐπανέκδοση τῆς «θεολογίας τῆς εἰκόνας» γιὰ 23 χρόνια. Ὁ Λ. Οὐσπένσκυ δὲν εἶχε πλούτη, ὑψηλὲς γνωριμίες, κύκλο ὀπαδῶν· εἶχε μόνο τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν ὁ Χριστός. Μπροστὰ στὸ αὐθεντικό, ἐκκλησιαστικό του βίωμα ὑποκλήθηκαν ἀκόμα καὶ οἱ ἀντίπαλοί του. Τὸ θέμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διαπραγματεύεται ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ, στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς Θεολογίας τῆς εἰκόνας μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ φέρει τὸ ἐνδεικτικὸ ἐρώτημα, «πρὸς τὴν ἑνότητα;». Πρὶν ὅμως ἀναφερθοῦμε στὶς περὶ οἰκουμενισμοῦ θέσεις τοῦ Οὐσπένσκυ, ἄς δοῦμε κάποια ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του.
Ὁ Λεωνίδας Ἀλεξάντροβιτς  Οὐσπένσκυ (8/8/1902-11/12/1987) γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Ρωσία, στὴν ἰδιοκτησία τοῦ πατέρα του στὸ σημερινὸ Γκολόσνοβκα, βόρεια τῆς ἐπαρχίας τοῦ Βορονέζ. Τὸ μεγαλύτερο διάστημα τῆς ζωῆς του ὡστόσο δὲν τὸ ἔζησε στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ στὸ Παρίσι. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες στὴν ἐπαναστατικὴ Ρωσία, ποὺ λίγο ἔλλειψαν νὰ τοῦ κοστίσουν τὴν ἴδια του τὴ ζωή, θὰ σταλεῖ, νεαρὸς ἀκόμα μὲ τὸν λευκὸ στρατὸ νὰ δουλέψει στὰ μεταλλεῖα κάρβουνου στὴ Βουλγαρία. (Ἐκεῖ ἀπὸ τὴν πεῖνα θὰ μείνει γιὰ ἕνα διάστημα τυφλός, ἐνῶ θὰ τραυματισθεῖ δύο φορὲς σοβαρά). Τὸ 1926 θὰ κατορθώσει νὰ φύγει γιὰ τὴ νότια Γαλλία, ὅπου θὰ δουλέψει ὡς ἐργάτης στὶς ὑψικαμίνους τῶν ἐργοστασίων Σνάϊντερ στὸ Κρεζώ. Τὸ 1929, μετὰ ἀπὸ σοβαρὸ ἀτύχημα θὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἐργοστάσιο μετάλλων καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Παρίσι κάνοντας περιστασιακὲς δουλειές.
Ἡ γνωριμία του μὲ τὸ ζωγράφο Γεώργιο Κροὺγκ (μετέπειτα μοναχὸ Γρηγόριο) θὰ τὸν ὁδηγήσουν πρὸς τὴ ζωγραφική. Θὰ γραφτοῦν, ὅπως καὶ ἄλλοι ρῶσοι ἐμιγκρέδες στὴν Ἀκαδημία ζωγραφικῆς, ποὺ εἶχε ἀνοίξει στὸ Παρίσι ἡ κόρη τοῦ Λέοντα Τολστόϊ, Τατιάνα Λβόβνα Σουκοτίνα. Παράλληλα, ἡ ἔνταξή τους στὴν ὀρθόδοξη ἀδελφότητα τοῦ ἁγίου Φωτίου τοῦ ὁμολογητοῦ θὰ τοὺς στρέψουν στὴν παραδοσιακὴ ζωγραφική, τὴν εἰκόνα. Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας θὰ τοὺς αἰχμαλωτίσει καὶ τοὺς δύο ἀμέσως. Ἀρχίζουν νὰ μελετοῦν πρῶτα μὲ τὸν διάσημο εἰκονογράφο, ποὺ ζοῦσε στὸ Παρίσι, τὸν Φεντόρωφ καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν αὐτὸς σταματήσει νὰ διδάσκει, θὰ μαθητεύσουν ἀντιγράφοντας παλιὲς ρώσικες εἰκόνες, ποὺ ἔβρισκαν στὰ παλαιοπωλεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Ὅλη τους ἡ ζωὴ θὰ ἔχει ὡς κέντρο τὴ μελέτη καὶ τὴ ζωγραφική τῶν εἰκόνων. Ὁ Οὐσπένσκυ θὰ μάθει νὰ καθαρίζει ἐπίσης παλαιὲς ρώσικες εἰκόνες καὶ θὰ σκαλίζει σὲ μέταλλο ἢ ξύλο εἰκονογραφικὰ θέματα, τέχνη ποὺ δὲν θὰ ἐγκαταλείψει μέχρι καὶ τὸ θάνατό του. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ μοναχὸς Γρηγόριος Κρούγκ[1].
Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ ἔγινε εὐρύτερα γνωστός, ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς εἰκόνες του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄρθρα του καὶ κυρίως τὸ ἔργο του «ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας». Παρʼ ὅλη τὴ φήμη του, ἔζησε στὸ Παρίσι μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του Λυδία μὲ μεγάλη ἀνέχεια, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὴν γνώση τῆς εἰκόνας τοποθετοῦσε τὴν ὀρθόδοξη πίστη του στὸν Θεό. Τὸ ἔργο του, ἡ ζωή του, ἡ ταυτότητά του δὲν στηρίζονταν στὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα τῆς προσωπικότητάς του, ποὺ ἦταν πολλά. Ὅλη του ἡ βιοτή μᾶς δείχνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη του καὶ ἡ ζωὴ του ταυτίζονταν. Ἔτσι, ὅταν μέσα στὰ πλαίσια ἀνοίγματος τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ πρὸς τὴν ὀρθοδοξία διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ θὰ προτείνουν στὸν Οὐσπένσκυ, ἔναντι μεγάλης ἀμοιβῆς (κέντρα γνωστὰ γιὰ τὸν οἰκουμενισμό τους, ὅπως τὸ μοναστήρι τοῦ Σεβτόνιε), νὰ εἰκονογραφήσει παρεκκλήσια τους, ὁ Οὐσπένσκυ θʼ ἀρνηθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν μπορεῖ νὰ εἰκονογραφήσει ναοὺς στοὺς ὁποίους δὲν συμμετέχει λειτουργικά. (Ἀντίθετα, Ἕλληνες ἁγιογράφοι τὸ ἔπραξαν).
Ἡ τέχνη τοῦ Οὐσπένσκυ δὲν ἦταν ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πίστη του, ἀλλὰ ταυτιζόταν μʼ ἐκείνη. Οἱ εἰκόνες του ἦταν μία ὁμολογία πίστης, γιʼ αὐτὸ καὶ προϋπέθεταν τὴν λειτουργικὴ κοινωνία. Παρʼ ὅτι ἱστορικοί τῆς τέχνης καὶ θεωρητικοί τῆς Δύσης, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀνατολῆς τὸν ἀναγνώριζαν ὡς τὸν εἰσηγητὴ τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας στὴ δυτικὴ Εὐρώπη καὶ ὡς τὸν κατεξοχὴν θεωρητικό της, -ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία μάλιστα, τοῦ εἶχε ἀπονείμει τὸ μετάλλιο τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Βλαδίμηρου- ὁ Οὐσπένσκυ δὲν πρόβαλε ποτὲ τὸν ἑαυτό του· ἐνῶ τὸν καλοῦσαν συνεχῶς νὰ δώσει ὁμιλίες σχετικὰ μὲ τὴν τέχνη τῶν εἰκόνων, ἐλάχιστες φορὲς ἐνέδωσε, γιατί οὐσιαστικά, δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ μιλᾶ καὶ νὰ προβάλλεται. Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του παρέμεινε ἕνας πραγματικὰ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ἡ μαρτυρία τῆς γυναίκας του μᾶς βεβαιώνει ὅτι λίγο πρὶν πεθάνει λυπόταν ποὺ δὲν εἶχε μπορέσει νὰ πεῖ τὸ οὐσιαστικότερο γιὰ τὶς εἰκόνες, κι ὅπως μοῦ ἔγραψε ἡ ἴδια σὲ ἐπιστολή της, ὁ Λεωνίδας λυπόταν ἐπίσης ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κάνει μιὰ πραγματικὰ καλὴ εἰκόνα.
 Αὐτὸς ἦταν ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ. Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν 13 μὲ 15 ὧρες τὴν ἡμέρα ἐναλλάσσοντας τὴν ζωγραφική τῶν εἰκόνων, μὲ τὴν συντήρηση, τὴν μικρογλυπτικὴ στὸ ξύλο ἢ στὸ μέταλλο κι ἀφιερώνοντας τὶς βραδιές του καὶ τὶς ἑορτὲς στὴ συγγραφὴ τῶν ἄρθρων του[2]. Ἡ πρώτη μου ἐπαφὴ μὲ τὸ ἔργο «ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας» ἦταν ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκυ, ὅταν μαθήτευα σὲ ἐργαστήριο ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας στὸ Παρίσι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν μαθημάτων, κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς ποὺ δὲν ἐργαζόταν, διάβαζε τὸ ἔργο τοῦ Οὐσπένσκυ. Ἡ ἀνάγνωση αὐτή, ὅπως γίνεται συνήθως στὶς τράπεζες τῶν μοναστηριῶν, ἀπέτρεπε τὶς συζητήσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας τῶν εἰκόνων. Ἡ γνωριμία μου μὲ τὸ κείμενο τῆς «θεολογίας τῆς εἰκόνας» καὶ οἱ συζητήσεις πάνω σʼ αὐτό, εἶχαν γίνει πλέον γιὰ μένα βίωμα πολὺ ἰσχυρό.
Τὸ «πρὸς τὴν ἑνότητα;» γράφτηκε γιὰ νʼ ἀποτελέσει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς «θεολογίας τῆς εἰκόνας μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Ἡ γαλλικὴ ἔκδοση τὸ ἀπέρριψε, γιατί ἀποτελοῦσε κόλαφο πρὸς τὸν ρωμαιοκαθολικισμὸ ἐνῶ συγχρόνως ἀποκάλυπτε τὴν αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἔτσι, ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν μεταφράστηκε ἡ «θεολογία τῆς εἰκόνας» σὲ ἄλλες γλῶσσες, (ἀγγλικά, πολωνικά, ρουμανικά, ἰταλικὰ) δὲν συμπεριελήφθη τὸ κεφάλαιο αὐτὸ στὸ ἔργο. Τὸ «πρὸς τὴν ἑνότητα;» ἐκδόθηκε αὐτόνομα στὰ γαλλικά, ἀπὸ τὸν μικρὸ ρωσικὸ οἶκο YMCA –Press τὸν Ἰούλιο τοῦ 1987. Ὅταν διάβασα τὸ κείμενο μὲ ἐνθουσίασε καὶ πίστευα ὅτι ἔπρεπε νὰ μεταφραστεῖ, ὅπως καὶ ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας. Τελικά, τὸ μικρὸ καὶ σημαντικότατο αὐτὸ κείμενο, τὸ «πρὸς τὴν ἑνότητα;» κυκλοφόρησε, δυὸ χρόνια μετὰ τὴν γαλλικὴ ἔκδοσή του χάρη στὴν κ. Σοφία Ὀρφανίδου τῶν ἐκδόσεων Ἑπτάλοφος τό 1989. Ἦταν τὸ πρῶτο μεταφραστικό μου ἔργο. Ἀργότερα, ὅταν ἐκδόθηκε ὁλόκληρο τό ἔργο τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἁρμός, (1998) συμπεριέλαβα τό «πρὸς τὴν ἑνότητα;», ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία τοῦ συγγραφέα, ὡς τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ ἔργου. Προνόμιο ποὺ ἔχει, ἀπʼ ὅσο γνωρίζω, μόνον ἡ ἑλληνικὴ ἔκδοση.
Οἱ θέσεις τοῦ Οὐσπένσκυ στὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι συγκλονιστικὰ ἐπίκαιρες, γιατί ἀκριβῶς ἡ ἐκκοσμίκευση πάνω στὴν ὁποία φύεται τοσο τὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ (ὅπως κι ἂν τὸν ὀνομάσουμε αὐτόν: νεοπατερικὸ ἢ μεταπατερικό, μετανεωτερικὸ κ.ἄ.) εἶναι ἕνας συνεχὴς κίνδυνος γιὰ τὸν χριστιανὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη παράγραφο ὁ Οὐσπένσκυ δίνει ἕνα γερὸ ράπισμα σʼ ὅλους ἐκείνους τοὺς θεολόγους, ποὺ βλέπουν στὸν οἰκουμενισμὸ τὴν ἑνοποιὸ δύναμη τοῦ χριστιανισμοῦ. Μιλᾶ χωρὶς περιστροφὲς γιὰ τὶς πνευματικὲς συνέπειες, ποὺ ὁδηγοῦν στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ ἔχουν τὴν ρίζα τους στὸ ψήλωμα τοῦ νοῦ, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, τὴν ὑπερηφάνεια… Οἰκουμενισμὸς σημαίνει κατάργηση τῶν κανόνων, κατάργηση τῆς Πατερικῆς θεολογίας κι ἑπομένως τῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, γιʼ αὐτὸ καὶ εἶναι σαφής: «Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ δόγμα χάνει τὴν ἔννοια καὶ τὴν σημασία του, φθάνουμε στὴν πλήρη περιφρόνηση τῶν κανόνων. ʻΚαταλάβαμεʼ ξαφνικὰ αὐτὸ ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν καταλάβαιναν, δηλαδὴ ὅτι οἱ κανόνες δὲν εἶναι παρὰ ʻἀνθρώπινες ἐπινοήσειςʼ καὶ ὄχι ἡ ἐφαρμογὴ στὴ ζωὴ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. ʻΟἱ σύνοδοι, οἱ κανόνες, ὅλʼ αὐτά, εἶναι παραγεγραμμέναʼ. Τὸ προνόμιο τῆς Συνόδου ʻἄρεσε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σὲ μᾶςʼ, τὸ διεκδικεῖ σήμερα ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό του»[3]. Μέσα σὲ λίγες σελίδες ὁ Οὐσπένσκυ καταφέρνει μὲ θεολογικὰ κριτήρια καὶ κυρίως μὲ βάση τὸ τριαδικὸ δόγμα, ἔτσι ὅπως τὸ βιώνει ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς λειτουργικὰ κι ὄχι ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τοῦ διανοούμενου θεολόγου, νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι οἱ κανόνες, οἱ Πατέρες καὶ γενικὰ ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, δὲν εἶναι ἕνας παραδοσιακὸς τύπος ἄνευ οὐσίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁμοίωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁμοίωση κατὰ τὴν ὁποία οἱ πολλοὶ γίνονται ἕνας. Κι ἀφοῦ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ ὄν ἐφάνη, ἀποδεικνύεται σκάνδαλο καὶ τρέλλα γιὰ τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸ περιβάλλει. Ἡ συνείδηση τῶν συγχρόνων μας συνεχίζει νὰ μὴ τὸ δέχεται»[4]. Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα βλέπει καὶ τὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες: «Ἡ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ Παράδοση, ἡ ὁμολογία τῆς πίστης, ἡ ζωὴ καὶ ἡ δημιουργία, ὅλα προστατεύονται καὶ διευθύνονται ἀπὸ τοὺς κανόνες. Ἔξω ἀπὸ τοὺς κανόνες δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἱερὴ εἰκόνα οὔτε μπορεῖ νὰ ὑπάρξει»[5]. Γιατί, «ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ δόγμα τῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων καὶ ὄχι τοῦ ἔργου τέχνης»[6].
Ὁ Οὐσπένσκυ ζοῦσε μέσα σʼ ἕνα κόσμο βασικὰ ἄθεο, ποὺ ταύτιζε τὴν πίστη μὲ τὴν θρησκεία καὶ ἀγνοοῦσε πλήρως τὴν Ἐκκλησία. Ὁ διαχωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ θρησκείας, πού κάνει στὴν ἀρχή του «πρὸς τὴν ἑνότητα;» κατὰ τὴν γνώμη μου εἶναι ἀπὸ τὶς περιεκτικότερες ἀναλύσεις. Μὲ χαρισματικὸ τρόπο διαχωρίζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν θρησκεία καὶ δείχνει, πώς, ὅσο ἡ Δύση παρέμενε στοὺς κανόνες καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, παρέμενε ἑνωμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσῆλθαν αἱρετικὰ στοιχεῖα, ὅπως τὸ Φιλιόκβε, στὴ δογματικὴ πίστη της, ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ ἀπὸ Ἐκκλησία ἔγινε μία ἀπὸ τὶς πολλὲς χριστιανικὲς θρησκεῖες ἢ ὁμολογίες, ὅπως ἀποκαλοῦνται στὴ Δύση.
Τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολούθησε καὶ ἡ τέχνη. Ἡ εἰκόνα ἔγινε θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ καὶ ἡ θεολογία της μία θρησκευτικὴ ἰδεολογία. Γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση, θὰ πεῖ, «δὲν εἶναι μιὰ νέα θρησκεία, ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ προσθέσει στὶς ἤδη πολυάριθμες.Ἦρθε γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσει τὴν Ἐκκλησία Του ʻκαὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαʼ (Ματθ. 16, 18)»[7]. Ὁ Οὐσπένσκυ δὲν μασάει τὰ λόγια του: «Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς βεβαιώνουν, ὁ καθένας ἀπʼ τὴν μεριά του, τὴν ἑνότητά του καὶ τὴν μοναδικότητά του σὰν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἡ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία προσδιορίζεται στὴ μιὰ ὅπως καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν “δύο Εὐχαριστίες ποὺ δὲν κοινωνοῦν μεταξύ τους”, ἔτσι ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες οὔτε δύο Χριστοί. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ μιὰ ἢ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὶς δύο Εὐχαριστίες δὲν πραγματοποιεῖ ὁλοκληρωτικὰ τὴν Ἐκκλησία σὰν Σῶμα Χριστοῦ».
Τελικά τό κείμενο πού φέρει τὸν ἐρωτηματικὸ τίτλο «πρὸς τὴν ἑνότητα;» μπορεῖ νʼ ἀποτελεῖ μία ἐπιτομὴ τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας, ὡστόσο ἀπαντᾶ σὲ φλέγοντα ζητήματα, ποὺ ζοῦσε ἔντονα ὁ συγγραφέας μέσα σʼ ἕνα ἐκκοσμικευμένο περιβάλλον, ἕνα περιβάλλον, ποὺ μιλοῦσε θρησκευτικὰ κι ὄχι ἐκκλησιολογικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ τὸ φλέγον ζήτημα, ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς κοινωνίας, δὲν ἦταν ζήτημα φιλολογικὸ, ἀλλὰ σωτηριολογικὸ γιὰ τὸν χριστιανό. Στὸ κείμενο αὐτό, ὁ Οὐσπένσκυ συνοψίζει καίρια δογματικὰ σημεῖα, ὅπως τὸ τριαδικὸ δόγμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ καθοριστικὸ εἰκονολογικὸ θέμα τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν ξεσκεπάζει ἁπλὰ τὴν αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ διατρανώνει συγχρόνως τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς ἑνότητας.
Ἂν καὶ πέρασαν ἤδη εἰκοσιδύο χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς μετάφρασης αὐτοῦ τοῦ μικροῦ ἔργου φαίνεται νὰ ἔχει περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ὁ λόγος του ἄφθορος, ὅπως ὁ λόγος τῶν Πατέρων, θὰ παίρνει θέση καὶ θὰ μᾶς ἀπαντᾶ ἐσαεὶ στὸ ἐρώτημα τοῦ σύγχρονου χριστιανικοῦ κόσμου: «πρὸς τὴν ἑνότητα;». Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ μέσα ἀπὸ τὸ κύκνειο ἆσμα του θὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πάντοτε, ὅτι «ἡ αὐθεντικότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀναγνωρίζεται οὔτε ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν οὔτε ἀπὸ τὴν τελειότητα ὀργάνωσής της οὔτε ἀπὸ κάποιαν ἄλλη ποιότητα, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὴν πιστότητά της στὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, μέσα στὴν ὁμολογία καὶ μέσα στὴ ζωή της. ʻΟἱ διαχωρισμοὶ ἀνάμεσα σέ ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία δὲν συνίστανται σὲ κάποιες διαφωνίες ἢ κάποιες ἀνακρίβειες πάνω σε εἰδικὰ σημεῖα, ἀλλὰ κυρίως στὴν βάση: στὸ γεγονός, ὅτι ἡ μία εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ἄλλης»[8].
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος http://www.orthodoxostypos.gr/Photos/Pages/1887.pdf
Στη σελίδα του  Οροδόξου Τύπου, διατηρούνται, διαρκώς, 21 φύλλα αναρτημένα. Όταν δηλαδή φτάσουμε στο φύλλο 1909, το 1887, δεν θα υπάρχει άλλο εκεί. Στη περίπτωση αυτή μπορείτε να το διαβάσετε, ή και να το κατεβάσετε από εδώ: Φύλλο 1887

[1] Τὸ ἔργο του «Σημειώσεις ἑνὸς εἰκονογράφου», ποὺ μετέφρασα στὰ  ἑλληνικά, ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδ. τοῦ Νεκτ. Παναγόπουλου, τὸ 1999.
[2] Τὸ σύνολο σχεδὸν αὐτῶν τῶν ἄρθρων συνέλεξα σὲ ἕνα τόμο μὲ τὸν τίτλο «Ἡ εἰκόνα στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας» ποὺ ἐξέδωσε ὁ Νεκτ. Παναγόπουλος τὸ 1999.
[3] Βλ. σ. 14 τῆς ἔκδοσης τῆς Ἑπταλόφου, ἡ ὁποία διατίθεται ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις “Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας” καὶ σ. 660 στὴν ἐπίτομη Θεολογία τῆς εἰκόνας, ἐκδ. Ἁρμός, 1998.
[4] σ. 16 (καὶ 661).
[5] σ. 25 (καὶ 666).
[6] σ. 56-57 (καὶ 687).
[7] σ.15 (καὶ σ. 660).
[8] σ. 67 (καὶ 694).
ΠΗΓΗ: https://simeron.wordpress.com/2011/07/19/eikona-kai-oikoymenismos/

11 σχόλια:

  1. Σημαντικότατη παρουσίαση, αδελφέ Νικόλαε. Σε ευχαριστώ εκ καρδίας και προσεχώς αναμεταδίδω και για τους αναγνώστες της δικής μου σελίδας! Ο Κύριος να ευλογεί τους κόπους σου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στο εξαιρετικό αυτό έργο του ο Λ. Ουσπένσκυ γράφει επίσης:
    "Οι δυτικές αναπαραστάσεις της Αγίας Τριάδος δηλώνουν μιά ορθολογιστική αφηρημένη τακτική προς το θεμελιώδες δόγμα του χριστιανισμού, τακτική απαράδεκτη για τήν Ορθοδοξία. Έτσι οι ίδιες λέξεις και αυτή η ίδια έννοια της "Αγίας Τριάδος" αντιστοιχούν σε μιά ερμηνεία και περιεχόμενο πολύ διαφορετικά. Οι ρωμαιοκαθολικές αναπαραστάσεις της Αγίας Τριάδος εκφράζουν το ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ, αναπαριστούν το ΜΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΙΜΟ."
    Τα δικά μας σχόλια περιττεύουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν ήταν τυχαία λοιπόν η απαγόρευση της επανεκδόσεώς του από το Βατικανό...

      Διαγραφή
  3. Αγαπητέ «Ξένε»,συγγνώμη αλλά
    ο Ουσπένσκυ μπορεί να ήταν αξιόλογος αγιογράφος, όμως δε μπορούμε να τον αποδεχθούμε ως αναγνωρισμένο Πατέρα της Εκκλησίας, και ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί η κάθε άποψή του ως αυθεντική.
    Ως Ορθόδοξοι προτιμούμε να αποδεχόμαστε τις εικονολογικές ερμηνείες της Ζ' Οικ.Συνόδου και των αναγνωρισμένων Αγίων Πατέρων ,ως του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τον οποίον δυστυχώς και προσβλητικώς ο Ουσπένσκυ κατηγόρησε ως επηρεασμένο από τον δυτικό ορθολογισμό (!) και ως αντικαταστάτη της ορθόδοξης παραδοσιακής εικαστικής γλώσσας από την γλώσσα της καθαρά ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (!)(Σπύρου Μαρίνη,
    Πρόλογος στό έργο του Λεωνίδα Ουσπένσκυ,Η
    Θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις
    «Αρμός»,τ.Βʹ,σελ. 531-532, Αθήνα 1998).
    Αξίζει να αναφέρουμε το επίκαιρο σχετικό σχόλιο του π.Σεραφείμ Ρόουζ : «Οι περισσότεροι από τους πρόσφατους δασκάλους,από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη έως τον Αρχιεπίσκοπο Αβέρκιο,κατηγορήθηκαν ότι υπήρξαν κάτω από αυτήν την επιρροή, ότι ήταν «σχολαστικοί»(π.Σεραφείμ Ρόουζ,Η ζωή και τα έργα του,τ.Β', σελ.249).
    Τέλος ο ίδιος ο π.Σεραφείμ, ως λαϊκός Ευγένιος,το 1964, είχε γράψει τα εξής: «Traditional iconography, such as is still practiced in centers of Holy Orthodoxy like the Holy Trinity Monastery in Jordanville, N.Y., depicts the Saints as they actually are spiritually and as we shall finally see them in the Kingdom of Heaven».
    Παραθέτω δε το ανωτέρω ,διότι στο καθολικό του ρηθέντος μοναστηριού της Αγίας Τριάδος εικονίζεται η αδίκως από κάποιους χαρακτηρισθείσα ως «αιρετική» ή «μη παραδοσιακή» Εικόνα της Αγίας Τριάδος. Και μάλιστα δύο φορές: μία στο δεξί εμπρόσθιο προσκυνητάρι, και δεύτερη στο άνω τμήμα της κόγχης του Ιερού, όπως χαρακτηριστικά δείχνει το παρακάτω βίντεο :http://www.mediafire.com/file/ra9p4wb7ni1gika/Holy+Trinity+Monastery%2C+Jordanville%2C+NY+Easter+2016+-+YouTube.mp4


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το ότι στο έργο του Αγίου Νικοδήμου (κυρίως στο Πηδάλιο, το οποίο όμως δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό το αλλοίωσε ο εξ Ιωαννίνων Θεοδώρητος), καθώς και σε όλα σχεδόν τα έργα των Ορθοδόξων της εποχής εκείνης, διαπιστώνονται λατινικές επιρροές, δεν το λέει μόνο ο Ουσπένσκυ, το παραδέχονται πάμπολλοι μελετητές. Αυτό ουδόλως προσβάλλει ή θέτει σε αμφιβολία την αγιότητα του Αγίου Νικοδήμου, μιας και είναι γνωστό πως και οι Άγιοι μπορεί να σφάλλουν (για τα λάθη των Αγίων βλ. το γνωστό κείμενο του Μεγάλου Φωτίου).
    Προτιμούμε όμως την ασφάλεια των αποφάσεων μιας Συνόδου (όπως της Ζ΄ Οικουμενικής, που όρισε ποιες εικόνες πρέπει να προσκυνούν οι Χριστιανοί, ή της Πανορθοδόξου της Μόσχας), από την προσωπική γνώμη κάποιων Αγίων (ή την ανοχή τους, για την αδυναμία του ποιμνίου), χωρίς να κατηγορούμε ως "αιρετικούς" εκείνους που αποδέχονται την γνώμη αυτή, αλλά ταυτόχρονα και μη δεχόμενοι καμία κατηγορία ως δήθεν "εικονομάχων" και άλλα ανυπόστατα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ἀγαπητέ μου Δάσκαλε, μέ πρόλαβες! Τό σχόλιόν σου εἶναι ἀκριβής ἀπάντησις στό προηγούμενον ἀνώνυμον σχόλιον. Μιά πού ὀρθότατα ὡμίλησες γιά τήν ἀσφάλειαν τῆς Ζ' Οἰκ. Συνόδου, καί πού ἐπίσης ὀρθότατα ἀνέφερες ὅτι ἡ Ζ' Οἰκ. Σύνοδος ὥρισε ποιές εἶναι οἱ εἰκόνες πού πρέπει νά προσκυνοῦν οἱ Χριστιανοί, ἐπίτρεψέ με νά προσθέσω μερικά χωρία ἀπό τά πάμπολλα πού ὑπάρχουν στά Πρακτικά τῆς Ζ' Συνόδου καί στούς Πατέρες, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν περιτράνως αὐτά πού ἔγραψες. Ὡς γνωστόν, στίς "Πράξεις" τῆς Ζ' Οἰκ. ὑπάρχουν πολλά χωρία πού λέγουν ὅτι ἡ οὐσία τῆς Θεότητος δέν εἰκονίζεται, γι' αὐτό ὅταν θέλουμε νά εἰκονίσουμε τόν Θεόν, εἰκονίζουμε τό Β' Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐπειδή "ἐθεάθη τοῖς ἀνθρώποις." Ὁ Θεός Πατήρ ΔΕΝ ζωγραφίζεται, διότι ἁπλούστατα «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται» (Α’ Ἰω. 4, 12) καί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω. 1, 18). Βεβαίως, αὐτή εἶναι ἡ σχεδόν ὁμόφωνος διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καί τῆς Ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο, στόν κατάλογον τῶν εἰκόνων πού κατήρτισεν ἡ Ζ' Οἰκ. ΔΕΝ περιλαμβάνεται καμμία εἰκών τοῦ Θεοῦ Πατρός, οὔτε βεβαίως τῆς Ἁγίας Τριάδος. (Ἡ εἰκών τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΣ μόνον θεωρεῖται εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος.) Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρω τά ἑξῆς χωρία:

      1. «Τοῦ δὲ Θεοῦ εἰκόνας ποιοῦμεν, λέγω δὴ τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθὼς ὤφθη ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη, τοῦτον γράφοντες, καὶ οὐχ ὡς νοεῖται φύσει Θεός. Ποία γὰρ ὁμοίωσις, ἢ ποῖον σχῆμα τοῦ ἀσωμάτου καὶ ἀσχηματίστου λόγου τοῦ πατρός;» (Πρακτικά Ζ' Οἰκ. Συνόδου, Πρᾶξις Ε’, Τόμος Γ’, σελ. 314-315.)

      2. «Εἰ μέν γάρ τοῦ ἀοράτου Θεοῦ εἰκόνα ἐποιοῦμεν, ὄντως ἡμάρτομεν. Ἀδύνατον γάρ τό ἀσώματον, καί ἀόρατον, καί ἀπερίγραπτον, καί ἀσχημάτιστον εἰκονισθῆναι … Θεοῦ γάρ σαρκωθέντος, καί ὀφθέντος ἐπί γῆς σαρκί … τούτου τήν εἰκόνα ποιοῦντες, οὐ σφαλλόμεθα» (Ἅγ. Ἰ. Δαμασκηνός, P.G., 94, 1288 Α, Β).

      3. «Ὁρίζομεν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ ... τῆς τε τοῦ κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καὶ τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων, καὶ πάντων ἁγίων καὶ ὁσίων ἀνδρῶν». (Ὅρος Πίστεως τῆς Ζ' Οἰκ. Συνόδου, βλ. Πρακτικά, Πρᾶξις Ζ’, Τόμος Γ’, σελ. 374.)

      Διαγραφή
  5. Είναι γνωστό αγαπητέ Ανώνυμε ότι οι Ρώσοι αγιογράφοι γύρισαν την πλάτη στην παραδοσιακή Βυζαντινή αγιογραφία εδώ και δύο με τρείς αιώνες και γέμισαν τούς απανταχού ορθοδόξους ναούς, ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος, με αναγεννησιακές εικόνες. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και οι γνωστές αντιπαραδοσιακές και αθεολόγητες της Αγίας Τριάδος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να τίς δεχθούμε; Ή θα πρέπει να ακούμε τους Θεοφόρους Πατέρας; (βλ.προηγούμενο ωραιότατο σχόλιο).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. (Αδελφέ μου δάσκαλε, το προηγούμενό μου σχόλιο (της απάντησης μέσω mediafire λόγω της έκτασή της)μπορείς να μην το δημοσιεύσεις, αφού θα την παραθλεσω σε συνέχειες.
    Ευχαριστώ).
    Αδελφοί μου ,
    θέσατε αρκετά θέματα. Ζητώ συγγνώμη, αλλά προσπαθήσω σὺν Θεῷ να απαντήσω (συγγνώμη επίσης και για το μακροσκελές σχόλιο) :
    1. Δε γνωρίζω σε ποιους μελετητές, αναγνωρισμένους όμως Πατέρες της Εκκλησίας, αναφέρεται ο αγαπητός δάσκαλος (ειδικά σχετικά με το γνωστό υπομνηματιστικό σχόλιο του Αγίου Νικοδήμου στο Ιερό Πηδάλιο περί της Εικόνος της Αγίας Τριάδος. Προσωπικά δεν έχω υπ᾿όψιν μου κάποιον έλεγχο του σχολίου του από Πατέρα της Εκκλησίας μας).
    2. Εάν δεχτούμε ότι υπήρξαν Άγιοι που υπέπεσαν σε λάθη (αν και ο Μέγας Φώτιος στο αναφερθέν υπό του δασκάλου σύγγραμμα γράφει και άλλα σχετικά με το θέμα αυτό - και υπάρχει η άλλη άποψη που λέει ότι τα λάθη αυτά δεν ήταν δογματικά ή, ακόμη κι αν ήταν, ότι αυτά τα λάθη είχαν προηγηθεί Συνοδικής αποφάσεως ),
    τότε γιατί να αποδεχτούμε ως ορθή την άποψη ενός αγιογράφου που ούτε και αναγνωρισμένος Πατέρας της Εκκλησίας είναι ;
    Δε θυμάμαι βέβαια αν ο Ουσπένσκυ (για να είμαι ακριβοδίκαιος) ήταν αντίθετος με τη συγκεκριμένη απεικόνιση, ή απλώς δεν αποδεχόταν το «ιταλικό ύφος της» -όπως χαρακτήριζε τις ξένες προς την Ορθοδοξία παραστάσεις. Ό,τι ακολουθήσει , λοιπόν, θα είναι μία απάντηση κατεξοχήν στην πρώτη ενδεχόμενη αντίθεση:
    [Αφήνω να πω ότι και ο ίδιος ο Ουσπένσκυ είχε γράψει: «…η εικόνα είναι πάντα και μία τέχνη εθνική στους τρόπους εκφράσεώς της και όπως ακριβώς οι άγιοι κατά τόπους έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες …Έτσι πραγματοποιείται η ενότης μέσα σητν ποικιλία, και το πλούμισμα αυτό εκφράζει την αρχή της καθολικότητος της Εκκλησίας. Εφαρμοζόμενο αυτό στην εικονογραφική γλώσσα λέγεται έκφραση της μιάς αλήθειας μέσω διαφόρων τρόπων που ιδιάζουν σε κάθε λαό , σε κάθε εποχή, σε κάθε τεχνίτη. Έτσι κάθε ορθόδοξος λαός κατέχει τη δική του εικονογραφική τέχνη που διακρίνεται από εκείνες άλλων λαών…»( «Η προσκύνηση των εικόνων και η θέση της στη σύγχρονη Ορθοδοξία», μετάφ.Βασ.Πέντζα)].
    3. Ο εμφανής λόγος ότι το σχετικό σχόλιο του Αγίου Νικοδήμου ακολουθεί την Ορθόδοξη Παράδοση και δεν αποτελεί λατινική επιρροή είναι ότι ο Άγιος αφορμάται από τις παρακάτω αποφάσεις της Αγίας Ζ΄Οικουμενικής εναρμονιζόμενος με αυτές (τις οποίες δυστυχώς μπορεί κανείς να δει να ερμηνεύονται αυθαίρετα ) : α) «Τῶν τάς προφητικάς ὁράσεις, ὡς αὐτό τό Θεῖον αὐτάς ἐσχημάτισε καί διετύπου, εἰδότων καί ἀποδεχομένων καί πιστευόντων, ἅπερ ὁ τῶν Προφητῶν χορός ἑωρακότες διηγήσαντο, καί τήν τῶν Ἀποστόλων καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφον καί ἄγραφον παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά τοῦτο εἰκονιζόντων τά Ἅγια καί τιμώντων, αἰωνία ἡ μνήμη»
    και β) «Τοῖς τάς μέν προφητικάς ὁράσεις, κἂν μη βούλοιντο, παραδεχομένοις, τάς δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας, ὦ θαῦμα! καί πρό σαρκώσεως τοῦ Λόγου μή καταδεχομένοις, ἀλλ’ ἢ αὐτήν τήν ἄληπτόν τε καί ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν, ἢ εἰκόνας μέν ταῦτα τῆς ἀληθείας, καί τύπους, καί σχήματα ἐμφανισθῆναι τοῖς ἑωρακόσι συντιθεμένοις, εἰκονογραφεῖν δέ ἐνανθρωπήσαντα τόν Λόγον, καί τά ὑπέρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη οὐκ ἀνεχομένοις, Ἀνάθεμα α΄ » (εκ του Συνοδικού).
    4. Εννοείται ότι η ουσία του Θεού δεν εικονίζεται . Όπως όμως συμβολικώς αποδέχεται ο Ορθόδοξος την εικόνα της Αγίας Τριάδος στη «Φιλοξενία του Αβραάμ» , με τον ίδιο συμβολικό τρόπο οφείλει να αποδεχθεί και την προφητική όραση του Προφήτη Δανιήλ (όλη σχεδόν η Πατερική Γραμματεία έτσι την ερμηνεύει. Όποιος θέλει μπορεί ο ίδιος να το διαπιστώσει - βλ.και το τροπάριο της δ΄ Ωδής του πλ.α΄ ήχου της Οκτωήχου, ποίημα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Μυεῖται τῆς μιᾶς Κυριότητος, τὸ τριφαὲς ὁ Δανιήλ, Χριστὸν κριτὴν θεασάμενος, πρὸς τὸν Πατέρα ἰόντα, καὶ Πνεῦμα τὸ προφαῖνον τὴν ὅρασιν») .
    (συνεχίζεται)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. (συνέχεια)
    Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που επικαλέστηκε ο αγαπητός Δημήτριος, γράφει αλλού σχετικά : «Ἡ δὲ θεία φύσις ἀπερίγραπτός ἐστι μόνη καὶ παντελῶς ἀνείδεος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀκατάληπτος, εἰ καὶ ἡ θεία γραφὴ τύπους θεῷ περιτίθησι τὸ μὲν δοκεῖν σωματικούς, ὥστε σχήματα ὁρᾶσθαι, καὶ αὐτοὺς δὲ ἀσωμάτους· οὐ γὰρ σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ νοεροῖς ἑωρῶντο τοῖς προφήταις καὶ οἷς ἀπεκαλύπτοντο, οὐ γὰρ πᾶσιν ἑωρῶντο. Ἁπλῷ δὲ λόγῳ εἰπεῖν, δυνάμεθα ποιεῖν εἰκόνας πάντων τῶν σχημάτων, ὧν εἴδομεν· νοοῦμεν δὲ ταῦτα, καθὼς ὡράθη. Εἰ γὰρ καὶ ἀπὸ τῶν λόγων ἔσθ' ὅτε κατανοοῦμεν σχήματα, ἀλλ' ἐξ ὧν εἴδομεν, καὶ ἐπὶ τὴν τούτων ἐρχόμεθα κατανόησιν. Οὕτω καὶ ἐφ' ἑκάστης αἰσθήσεως, ἐξ ὧν ὠσφράνθημεν ἢ ἐγευσάμεθα ἢ ἡψάμεθα, διὰ λόγων ἐπὶ τὴν τούτων ἐρχόμεθα κατανόησιν. Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε θεοῦ οὔτε ἀγγέλου οὔτε ψυχῆς οὔτε δαίμονος δυνατὸν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ' ἐν μετασχηματισμῷ τινι θεωροῦνται ταῦτα τῆς θείας προνοίας τύπους καὶ σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καὶ ἀτυπώτοις καὶ μὴ ἔχουσι σχηματισμὸν σωματικῶς πρὸς τὸ χειραγωγηθῆναι ἡμᾶς καὶ πρὸς παχυμερῆ καὶ μερικὴν αὐτῶν γνῶσιν, ἵνα μὴ ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ ὦμεν θεοῦ καὶ τῶν ἀσωμάτων κτισμάτων. Ὁ μὲν γὰρ θεὸς φύσει καὶ παντελῶς ἀσώματος· ἄγγελος δὲ καὶ ψυχὴ καὶ δαίμων πρὸς μὲν θεὸν συγκρινόμενοι τὸν μόνον ἀσύγκριτον σώματά εἰσι, πρὸς δὲ τὰ ὑλικὰ σώματα ἀσώματοι. Μὴ θέλων οὖν ὁ θεὸς παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τὰ ἀσώματα περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους καὶ σχήματα καὶ εἰκόνας κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα σωματικὰ ἐν ἀύλῳ ὁράσει νοὸς ὁρώμενα, καὶ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ εἰκονίζομεν, ἐπεί πως ἐσχηματίσθη καὶ εἰκονίσθη τὰ χερουβίμ. Ἀλλὰ καὶ θεοῦ σχήματα καὶ εἰκόνας ἡ γραφὴ ἔχει» (P.G 94,1344-1345).
    Συμφωνώ, λοιπόν, αδελφέ μου «Ξένε» ότι πρέπει να ακούμε τους Αγίους Πατέρες ,με τη βασική όμως προϋπόθεση ότι δε θα απομονώνονται (δε λέω βεβαίως σκοπίμως) αποσπάσματα των έργων-αποφάσεών τους ώστε να αλλοιώνεται η Ορθόδοξη διδασκαλία τους .
    5. Δεν νομίζω να φρονείτε πως από την προαναφερθείσα «αδυναμία του ποιμνίου» (δε συμφωνώ βεβαίως με τη στοχοθεσία της φράσης) εμφορούνταν και οι παλαιοί Ιεράρχες της Ρωσικής Διασποράς με την προφανή ευλογία των οποίων αγιογραφήθηκε ο προαναφερθείς Ι.Ναός στο Jordanville ; Ή μήπως και η παρατιθέμενη ρήση του π.Σεραφείμ σχετικά με την παραδοσιακή αγιογράφηση του Ναού είναι και αυτή αντιπατερική ; ..
    Αυτό ακριβώς το πνεύμα της «υπερ-ορθότητας» στηλίτευε ο π.Σεραφείμ, και αυτό πρέπει επιμελώς να αποφεύγουμε καθότι «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι, οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι»( Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG 46,1112Α).
    Και όπως έγραφε ο π.Σεραφείμ: «ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν καθεύδει, καὶ στὶς ἡµέρες µας ἔχει ἐµπνεύσει ποικίλα ρεύµατα «ἀνακαινισµοῦ» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν κυρίως τὴ ζωὴ καὶ πρακτικὴ τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας• ἀπὸ τὸν καθαρὸ Προτεσταντισµὸ τῆς «Ἀνακαινισµένης» ἢ «Ζώσης Ἐκκλησίας» στὴ Ρωσία στὰ 1920, ἕως τοὺς πολυαρίθµους ἐπιδόξους µεταρρυθµιστές, τοὺς ὁποίους µπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ σχεδὸν σὲ κάθε τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήµερα».
    Άλλο, λοιπόν, να μην αποδεχθείς μία Παραδοσιακή (βάσει της ανωτέρω απόφασης της Ζ' Αγίας Οικουμενικής) εικόνα ως ορθόδοξη ,και άλλο την ίδια ορθόδοξη εικόνα (ως περιεχόμενο) να την βλέπεις με μία όντως δυτική απεικονιστική επιρροή.
    (συνεχίζεται)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Δύο δε χρόνια πριν την Κοίμησή του ο π.Σεραφείμ έγραψε για τον δ.Αλέξανδρο Καλόμοιρο, γνωστό εχθρό της περί οὗ ο λόγος μας Εικόνος της Αγίας Τριάδος , ότι ΕΠΕΜΕΝΕ ο κ.Καλόμοιρος πως η Εικόνα είναι αιρετική μέμφοντάς τον για την πρόκληση σχίσματος εξ αιτίας της διδασκαλίας του αυτής. Αλλά κι εδώ νομίζω ότι απαντά και πάλι ο εκ της Δαμασκού Άγιος : «Μὴ θέλων οὖν ὁ θεὸς παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τὰ ἀσώματα περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους καὶ σχήματα καὶ εἰκόνας κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα σωματικὰ ἐν ἀύλῳ ὁράσει νοὸς ὁρώμενα καὶ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ εἰκονίζομεν» «πρὸς τὸ χειραγωγηθῆναι ἡμᾶς καὶ πρὸς παχυμερῆ καὶ μερικὴν αὐτῶν γνῶσιν, ἵνα μὴ ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ ὦμεν θεοῦ καὶ τῶν ἀσωμάτων κτισμάτων».
    6. Σε τελική ανάλυση θα μπορούσαμε να συζητήσουμε ακόμη και την παρακάτω γνώμη του π.Σεραφείμ : «A well-balanced Orthodoxy can easily take any foreign influences that come and straighten them out, make them Orthodox» (Επιστολή με αρ.216) . Όμως θα αρκεστώ για την κατοχύρωση της απεικόνισης της πολεμουμένης Αγίας Εικόνος στην προβολή των θαυματουργών Εικόνων που εμπεριέχουν την ανωτέρω απεικόνιση, όπως την ιδιαίτερα αγαπητή στους Ρώσους θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας του Κούρσκ. (https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/1/16/Kursko-Korennaya_ikona.jpg ,καθώς και https://lifeondoverbeach.wordpress.com/2015/10/20/archbishop-averky-sin-reigns-ruthlessly-among-the-people-of-today/,όπου ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος φωτογραφίζεται δίπλα από την Θαυματουργό Εικόνα -όπου και η γνωστή απεικόνιση της Αγίας Τριάδος)
    Και δε νομίζω ότι θα πίστευε κανείς ποτέ ότι η άκτιστη Θεία Χάρις θα θαυματουργούσε ποτέ μέσω μίας «αιρετικής» Εικόνος ,ώστε να παγιώσει την αγάπη και ευλάβεια του Ορθόδοξου κόσμου προς αυτήν την Εικόνα.
    Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα ας κρίνουν οι αγαπητοί αναγνώστες του παρόντος διαλόγου το κατά πόσον είναι αθεολόγητη και αντιπαραδοσιακή η ανωτέρω απεικόνιση…
    Ας αντιδράσουμε, λοιπόν, αδελφοί μου εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι στη σύγχρονη θεολογική «μόδα» -όπως έγραφε τότε ο π.Σεραφείμ- αναζήτησης «δυτικής επιρροής» στα θεολογικά κείμενα των Αγίων (και όχι μόνο) «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν» (στην προκειμένη περίπτωση στην ανωτέρω απόφαση της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και στην εναρμονισμένη με αυτήν γνώμη των Αγίων (Ιωάννου Δαμασκηνού, Νικοδήμου Αγιορείτου κ.α.), κι όχι τοῖς ἐκφρασταῖς, ἢ καὶ θιασῶταις (ακόμη και καλοπροαιρέτοις), της «υπερ-ορθότητας».

    Γ.Ε.
    Υ.Γ. Δεν έχω πρόθεση να επανέλθω.
    Επίσης ζητώ συγγνώμη που στο πρώτο μου σχόλιο δεν σημείωσα τα αρχικά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ευχαριστώ αγαπητέ για τα σχόλιά σας. Προσωπικώς δεν με πείθουν, αλλά δεν έχω πρόβλημα να συνυπάρχω μαζί σας. Ελπίζω το αυτό να ισχύει και για σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή