(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)
Ἐκκλησία καί οἰκουμενισμός.
Ἡ Κανονική ἀποτίμηση
στά προηγούμενα ἂρθρα γιά τά ἀναφερόμενα τρέχοντα ἐκκλησιαστικά προβλήματα, τοῦ
αὐτοματισμοῦ μέ τά παρελκόμενά του, δηλαδή τῆς ἀναχειροτονίας, τῆς ἀναμυρώσεως
καί τοῦ ἀναβαπτισμοῦ κυρίως, ἦταν ἀπαραίτητη γιά πολλαπλούς λόγους. Διότι «τό
κακόν ἐν τοῖς δόγμασι» μικρό ἢ μεγάλο, λέγει ὁ ἃγιος Ταράσιος «ταὐτόν ἐστι».
Διότι αὐτά τά «μικρά» προβλήματα δημιούργησαν τά μεγάλα, ὃπως τό πρῶτο σχίσμα τῶν ματθαιϊκῶν, στή συνέχεια καί
τίς παρατάξεις, σπάζοντας τήν ἑνότητα τῶν καλῶς ἐνισταμένων κατά τῆς ἡμερολογιακῆς
καινοτομίας. Διότι αὐτά τά προβλήματα (ἐκτροπές μέ τίς ὁποίες οἱ περισσότεροι
δέν συμφωνοῦν) χρησιμοποιήθηκαν δολίως καί κατά κόρον γιά νά κατασυκοφαντήσουν
«εὐκαίρως ἀκαίρως» τήν κατά Θεόν ἒνσταση
τῶν παλαιοημερολογιτῶν, οἱ θεωρητικοί τῆς καινοτομίας, κυρίως οἱ πνευματικοί
πάτρωνες, στούς νεοημερολογίτες πιστούς ἐκ νηπιότητος αὐτῶν, σέ σημεῖο πού ὃταν
ἀκοῦν τή λέξη παλαιοημερολογίτες (δικό τους πονηρό ἐπινόημα καί αὐτό) νά
νομίζουν ὁτι πρόκειται γιά κάποια σέκτα ἰεχωβάδων ἢ ἂλλη πονηρά συναγωγή. Διότι
καί σήμερα ἀκόμη αὐτά τά προβλήματα κωλύουν πολλούς καλοπροαιρέτους πιστούς νά ἀποτειχισθοῦν
ἀπό τήν κοινωνία τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἑνότητα μέ μικρή μέν (ἐφόσον
ὑπάρχουν ἀξιολογώτατες μελέτες) ἀλλά ἀπαραίτητη ἀναφορά στό μεγαλύτερο ἐκκλησιαστικό
πρόβλημα, ὂχι μόνο τῆς ἐποχῆς μας ἀλλά σύνολης αὐτῆς τῆς δισχιλιετοῦς πορείας τῆς
ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό πρόβλημα τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ παπισμός ἦταν
βέβαια μεγίστη ἐκκλησιαστική παρεκτροπή ἀλλά οἱ προσπάθειές του νά ὑποτάξει τήν
ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία χάρις στούς μεγάλους Πατέρες, Φώτιο, Γρηγόριο Παλαμᾶ,
Ἰωσήφ Βρυένιο, Μᾶρκο Εὐγενικό καί τήν εὐσέβεια τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ἀπέτυχε γιά
νά ἀποτραβηχτεῖ στή Δύση του καί ἀπό ἐκεῖ στό ὁλοκληρωτικό σκότος τῆς ἑωσφορικῆς
ὑπερηφανείας του. Ἀλλά ὁ οἰκουμενισμός σήμερα ἒχει εἰσχωρήσει σχεδόν σέ ὃλες τίς
τοπικές ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί φιλοδοξεῖ νά ἑνώσει τίς αἱρετικές καί κακόδοξες
ὁμολογίες μέ τήν Ὀρθοδοξία, σέ ἓνα πρωτοφανές τερατῶδες πολυκέρατο θηρίο. Μήπως
τελικά πρόκειται γιά τό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως «τό ἀναβαῖνον ἐκ τῆς θαλάσσης» τοῦ κόσμου τούτου;
Ἂς πάρουμε ὃμως
ἀπ’ τήν ἀρχή τά πράγματα.
Εἲχαμε ἀναφέρει στό πρῶτο μέρος ὃτι «ἑξ ὁρισμοῦ εἶναι
φανερό ὃτι ἡ αἳρεση ἀντιμάχεται τόν σωτήριο σκοπό τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», καί
ὃτι «μέχρι νά καταδικασθεῖ συνοδικῶς, συμπαρασύρει σέ ἀποδοχή τῆς ἑτεροδιδασκαλίας
της, πολλούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁποιοσδήποτε
ἀναδιφήσει στά ὑπάρχοντα πρακτικά τῶν μεγάλων οἰκουμενικών Συνόδων, δέν ἒχει
παρά νά ὁμολογήσει ὃτι στήν καρδιά τῶν δογματικῶν συζητήσεων τοῦ παρελθόντος,
χριστολογικῶν καί τριαδολογικῶν, βρίσκεται πάντοτε τό οὐσιῶδες ζήτημα πού ἀφορᾶ
τήν σχέση θεότητας καί ἀνθρωπότητας καί ἑπομένως τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας.
Ἀσφαλῶς ἡ σχέση αὐτή καί ἡ διαφύλαξή της θεωρήθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ἀδιαφιλονίκητη
καί πάντοτε ἡ αἰτία πού προκάλεσε τήν διάρρηξή της πολεμήθηκε ὡς αἳρεση.
Κηρυσσόμενος
ὁ Χριστός ἀπό τόν ἀρειανισμό ὡς κτίσμα, δέν ἒκανε τίποτε ἂλλο ἀπό τό νά διαρρηγνύει τήν ἲδια
σχέση. Ἀπό τό νά καθιστᾶ τήν θεότητα ἀπόμακρη καί ἂσχετη ἀπό τήν ἀνθρώπινη
πραγματικότητα καί δυνατότητα ὡς «κατ’ εἰκόνα
καί καθ’ ὁμοίωσίν» της. Ἀπό τό νά συντρίβει αὐτά τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς
ἀνθρωπολογίας, ἑπομένως καί τῆς σωτηριολογίας.
Τό ἲδιο συνέβαινε καί μέ ὃλες
τίς αἱρέσεις μέ ἀποκορύφωμα τήν εἰκονομαχία, τῆς ὁποίας ἡ ἂρνηση τῶν εἰκόνων
σέ τελική ἀνάλυση, ὃπως ἑρμηνεύθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
συνόδου, ἀφετηρία καί στόχος ἦταν ἡ ἂρνηση αὐτῆς τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης ὃλες οἱ δυτικές ὁμολογίες
διέρρηξαν τήν σχέση θεότητας καί ἀνθρωπότητας σέ τέτοιο βαθμό πού πλέον ἀπό ὀρθόδοξη
ἂποψη παραμένουν «ψιλῷ ὀνόματι» μόνο ὡς χριστιανικές. Ὡς ἐκ τούτου ἒχουν ἐκτραπεῖ
παντελῶς ἀπό τόν σωτήριο δρόμο πού ἒχουν προχαράξει οἱ ἃγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τούς οἰκουμενιστές
λοιπόν, ὁ διακαής πόθος τους νά ἑνωθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τίς δυτικές αἱρέσεις,
δηλώνει περίτρανα τήν ἀλλοτρίωσή τους ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ποτέ μία ὀρθόδοξη
ψυχή πού τρέφεται ἀπό τόν ἁγιοπατερικό λόγο καί σέβεται τήν ἁγία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
δέν θά μποροῦσε νά διαρρήξει συνειδητά τήν σχέση της μέ τόν Θεό. Ὑπηρετοῦν δηλαδή
ἂλλους σκοπούς, ξένους καί ἀλλοτρίους ἀπό τόν σωτήριο σκοπό τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Διότι ἀφοῦ δέν ἰσχύουν πλέον γι’ αὐτούς οἱ κανόνες καί οἱ φραγμοί πού ἒχουν
θεσπίσει οἱ ἃγιοι πατέρες, ἀκριβῶς γιά νά προστατέψουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό
τίς ποικίλες αἱρέσεις, τότε ποιά σχέση μπορεῖ νά ἒχουν μέ τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη
πατερική θεολογία; Τήν θεολογία πού συντηρεῖ, αὐξάνει καί ζωογονεῖ τήν σχέση
θεότητας καί ἀνθρωπότητας; Γιαυτό ἐμφανίζονται συνεχῶς καί νέες «θεολογίες»,
νέες ὁμολογίες, ὃπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τῶν δύο πνευμόνων τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ μεταπατερική θεολογία, ἡ βαπτισματική ἢ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, κ.ἂ. Φαίνεται
δέν ἐγνώρισαν τό ἂρωμα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ἐμπειρικῆς ζωῆς τῶν ἁγίων
Πατέρων μας πού ἀποπνέει πλούσιο μέσα ἀπό τά συγγράμματά τους, διότι ἁπλούστατα
δέν ἐνέκυψαν σέ αὐτά γιά νά ἀνάψει τό πνευματικόν
πῦρ πού φωτίζει καί εὐωδιάζει τίς ὀρθόδοξες ψυχές. Ἲσως ἁπλά νά τά
ξεφύλλισαν καί νά εἶπαν «τά ξέρουμε αὐτά», ἀλλά δέν τά μελέτησαν· «...καί
ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός. Ὂντως εἶναι ἀπορίας
ἂξιο πῶς Ἱεράρχες ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡγούμενοι, μοναχοί καί θεολόγοι,
προσπερνοῦν «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ» αὐτή τήν τεραστίων διαστάσεων ἐκκλησιολογική ἐκτροπή.
Ὃσο γιά ἐκείνους πού τήν υἱοθετοῦν, κάθε ἂλλο παρά ὀρθόδοξοι εἶναι. Ἀσφαλῶς ὑπῆρξαν
καί ὑπάρχουν οἱ ἐπηρμένοι καί ἀσεβεῖς ἐκκλησιαστικοί παράγοντες(1) πού τά θεῖα
συγγράμματα καί τούς ἱερούς Κανόνες τά θεωροῦν σήμερα ξεπερασμένα, ἀλλά ἐμεῖς ἀποροῦμε
γιά ἐκείνους πού δέχονται τήν ἁγιοπνευστία τῆς πατερικῆς γραμματείας. Οἱ ἂλλοι ἂνοιξαν
τά «συντετριμμένα φρέατα» τῶν δυτικῶν «θεολόγων» καί ἐξωμοιώθηκαν μέ ἐκείνους
γιαυτό κατ’ αὐτούς ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη
σέ ὀρθόδοξη, παπική, διαμαρτυρόμενη, μονοφυσιτική κ.ἂ. ὁπότε πρέπει νά ἑνωθοῦν
παραμερίζοντες τίς δογματικές διαφορές.
Ἡ προσβολή λοιπόν τοῦ οὐσιώδους
ζητήματος σχέσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, χωρίς ἀμφιβολία ὑφίσταται καί στήν αἳρεση
τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἐξ αρχῆς τίς ἐκκλησιολογικές ἀποκλίσεις τοῦ οἰκουμενισμοῦ δέν
τίς χαρακτήριζε ἡ ἀμεσότητα τῶν χριστολογικῶν ἢ τριαδολογικῶν ἀποκλίσεων (στό
νά τίς καθιστᾶ δηλαδή αὐτόχρημα αἱρέσεις πού διαρρηγνύουν καθολικά τήν παραπάνω
σχέση), ἀλλά ἀναμφισβήτητα καί αὐτές προσέβαλαν τήν ἲδια σχέση καί προϊόντος τοῦ
χρόνου τήν ὁδήγησαν στήν πλήρη διάρρηξή της. Αὐτή ἡ ἐμμεσότητα ἒδινε μέχρι τώρα
στόν οἰκουμενισμό τήν δυνατότητα νά ἑλίσσεται μεταξύ ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας,
μέ χαμαιλεόντια συμπεριφορά σέ κάθε περίσταση, ἀκριβῶς γιά νά μην ἐγείρονται
αντιδράσεις, τοὐλάχιστον σθεναρές.
Οἱ αντιδράσεις εἶναι ὁ
μεγάλος πονοκέφαλός τους, διότι φοβοῦνται τήν ἐνημέρωση καί τήν ὀργή τοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ. Γιαυτό ὃταν κάποιος πιστός, ἰδιαίτερα κληρικός, τούς ἀποκηρύσσει μέ
διακοπή μνημόνευσης, ἐξαπολύουν ἀδιστάκτως ἀδυσώπητο καί ἀνίερο πόλεμο ἐναντίον
του. Καί δυστυχῶς σχεδόν πάντοτε καταφέρνουν νά φιμώνουν τέτοιες φωνές εἲτε μέ
καθαιρέσεις, εἲτε ἀπομονώνοντάς τους ἀπό τήν πλειονότητα τῶν πιστῶν, ἀλλά ἀνίδεων
περί τοῦ πρακτέου ἐκκλησιαστικῶς καί πατερικῶς.
Ἡ ἂμεση ἀντίδραση στό
παρελθόν γιά τήν ὃποια χριστολογική ἀπόκλιση-αἳρεση, προέρχονταν κυρίως ἀπό δύο
λόγους. Ἀπό τήν καλή γνώση τῶν τότε χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, τοῦ
χριστολογικοῦ δόγματος, καί ἀπό τήν εὐλάβεια πού ἒτρεφαν πρός τήν ἀποστολική
καί ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Γιά παράδειγμα οἱ πιστοί τῆς
Κων/πόλεως ὃταν ἂκουσαν σέ κάποιο δημόσιο κήρυγμα ἑνός ἱερέως, παρόντος καί
συμφωνοῦντος τοῦ Νεστορίου, νά ἀποκαλεῖ τήν Παναγία, ὂχι Θεοτόκο ἀλλά
Χριστοτόκο (ὃρος πρωτοφανής τότε πού πολύ σωστά θεωρήθηκε ἀπό τούς πιστούς
βλάσφημος, διότι ὑποβίβαζε τόν Θεάνθρωπο σέ ψιλό ἂνθρωπο), ἀμέσως βγήκαν ἀπό
τήν Ἐκκλησία, κυριολεκτικά ἀδειάζοντάς την. Στή συνέχεια οἱ ὀρθόδοξοι διέκοψαν
παντελῶς καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, μέχρι πού
καταδικάστηκε ἀπό τήν Γ΄ Οίκουμενική. Ἐνῶ σήμερα ἀκούγονται ἀπό χείλη Πατριαρχῶν
πρωτοφανεῖς βλασφημίες καί ἡ μεγάλη μᾶζα τῶν πιστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου
κληρικοί πρωτίστως καί λαϊκοί, τίς προσπερνοῦν ὡς παρονυχίδες.
Μέ τήν ἐπίσημη καθιέρωση
πλέον τοῦ ὂρου «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες»(2) γιά τίς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καί ὂχι
μόνο, ἀπό τήν ληστρική Μ. Σύνοδο τῆς Κρήτης, πλέον ὁ οἰκουμενισμός ὂχι ἁπλά
συναγωνίζεται τήν ἀμεσότητα διακοπῆς τῆς ζωοποιοῦ σχέσεως ἀπό τήν χριστολογική ἀπόκλιση-αἳρεση,
ἀλλά καί τήν προσπερνάει. Ὁ Χριστός πού κηρύσσει ὁ οἰκουμενισμός γίνεται πότε
Θεάνθρωπος, πότε μονοφυσίτης, πότε προβολέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (filioque). Καί γιά τούς προχωρημένους οἰκουμενιστές
πότε ἀρχηγός μιᾶς ἀπό τίς πολλές θρησκεῖες, πότε ἐξισώνεται μέ τόν Μωάμεθ ἢ τόν
Βούδα. Κράτησαν τό ὂνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στό ὂνομά Του ἀλλοιώνουν τήν “ἃπαξ
παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων Παράδοσιν τῆς ἀποκεκαλυμένης Ἀληθείας”. Ἀληθείας μή ἐπιδεχομένης καί τήν παραμικρή ἀλλοίωση
χωρίς νά τήν λυμαίνεται, χωρίς νά διαρρηγνύει τήν ζωοποιό σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ
τό Ἃγιον Πνεῦμα. Στό ὂνομα τοῦ Χριστοῦ δημιούργησαν ἓνα ἀλλόκοτο μόρφωμα, κάτι ἀνάλογο
μέ τόν ἀνύπαρκτο χριστό τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν μοναρχιανιστῶν, ἢδη ἀναφέραμε,
πού παραδέχονταν μέν τήν ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά ἀρνούμενοι τήν Θεότητά Του
ἐδημιούργησαν ἀλλοπρόσαλλες μυθοπλασίες,
εἰς τρόπον ὣστε νά ἀλλοτριωθοῦν τελείως ἐκ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ἒτσι ὁ οἰκουμενισμός
περιλαμβάνει μέν τήν ὀρθόδοξη χριστολογία, τήν ἀναμιγνύει ὃμως μέ τήν κακοδοξία
τῶν ἑτεροδόξων καί τήν ἀλλοτριώνει εἰς τρόπον ὣστε μέ τήν σειρά του ἀλλοτριώνεται
παντελῶς ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ Χριστός πού κηρύσσει ὁ
οἰκουμενισμός ἐν τέλει δέν εἶναι ὁ μοναδικός Θεάνθρωπος πού κήρυξαν οἱ ἃγιοι
Πατέρες. Καί φυσικά δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ βλάσφημος αἱρεσιάρχης τοῦ Φαναρίου,
αὐτούς τούς ἁγίους Πατέρες τούς χαρακτήρισε «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὂφεως» καί ὃτι
«ἢδη εὑρίσκονται εἰς τάς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ» γιά νά κριθοῦν. Δηλαδή
πλήρης διαστροφή τῆς ἀληθείας.
Ἂνομος καθώς εἶναι ὁ οἰκουμενισμός
διότι μετέθεσε τά «αἰώνια ὂρια ἃ ἒθεντο οἱ
ἃγιοι Πατέρες», ἐργάζεται πυρετωδῶς γιά τόν ἐρχομό τοῦ τελευταίου Ἀνόμου. Γιά
ὃσους ἒχουν καλιεργήσει τά πνευματικά τους αἰσθητήρια, βλέπουν ξεκάθαρα πλέον ὃτι
τά βήματα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ὁδηγοῦν ἀλλοίμονο(!) στήν ἀποδοχή τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὃλα
συντείνουν στή δημιουργία τῆς νέας παγκόσμιας θρησκείας του.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο καί
πλέον ἐπίκαιρο ὃτι ὁ ἲδιος ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ: «Ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἂλλος ἒλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον
λήψεσθε». (Ἰω.ε΄43)
Γιατί ὃμως δέν παρατηρεῖται
σήμερα ἒναντι τῶν οἰκουμενιστῶν ἡ αὐτή ἂμεση ἀντίδραση πού ἐπεδείκνυαν τότε οἱ
πιστοί τῆς Κων/πόλεως κατά τοῦ Νεστορίου καί σέ παρόμοιες περιπτώσεις; Πάλι γιά
δύο λόγους. Ἀκριβῶς διότι ὁ οἰκουμενισμός ὃπως ἀκροθιγῶς ἀναφέραμε σέ προηγούμενες
παραγράφους, μεταμορφώνεται σάν τόν χαμαιλέοντα ὁπουδήποτε καί ἐάν βρεθεῖ, καί
δεύτερον, χάθηκε ἡ εὐλάβεια πρός τήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
καί μαζί της ἡ γνώση τῆς οὐσίας τῆς ἐκκλησιολογίας, πού συνίσταται ἀποκλειστικά
καί μόνο στήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν ὁποία ἀπηύγασαν οἱ ἱεροί κανόνες.
Μέ τήν μελέτη τῶν ἁγίων
Γραφῶν λέγει ὁ ἃγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος τρέφεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ λόγους ἀληθείας
καί ἀποκόπτονται οἱ σαθροί καί ψυχοφθόροι λογισμοί πού γεννοῦν πλάνες καί αἱρέσεις,
ὃπως ὁ γεωργός κλαδεύει τά ἂκαρπα καί ξερά κλήματα καί μπολιάζει τά ὑγιῆ γιά νά
ἒχει πλούσια καρποφορία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπαραίτητη καί οὐσιώδης γνώση πού
φυλάσσει τόν νοῦ ἀπό τά ψυχοφθόρα ζιζάνια τῶν αἱρέσεων, ἀλλά καί ζωογονεῖ τήν ὀντολογική
ἀξία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.
Ὁ οἰκουμενισμός βέβαια
διατείνεται ὃτι ἐνδιαφέρεται γιά τό συμφέρον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά αὐτό τό
συμφέρον ἐκλαμβάνεται οὐμανιστικῶς, δηλαδή μόνο μέ κοσμικά κριτήρια. Ἐξ οὗ καί οἱ ἀνούσιες
ἀπό πνευματικῆς σκοπιᾶς οἰκολογικές εὐαισθησίες. Ἐδῶ ἒχουν ἀνατραπεῖ αἰώνιες
πνευματικές ἀξίες καί ὁ κ. Βαρθολομαῖος κάνει ταξίδια μέ πολυτελέστατες θαλαμηγούς
γιά νά εὐλογήσει λέει τίς φάλαινες. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό κοσμικό πνεῦμα πού ἒκανε
καί τόν παπισμό νά χάσει τό ἁγιοπνευματικό κριτήριο πού εἶχαν οἱ μεγάλοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως μέχρι τόν ὃγδοο αἰῶνα. Ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ
παπισμοῦ κυριάρχησε ἀπό τόν πρῶτο, τόν πάπα, μέχρι καί τόν τελευταῖο πιστό ἐπειδή
ἀπό τόν ὃγδοο αἰῶνα καί ὓστερα τούς ἒλειπε ἡ πνευματική γνώση. Ὃτι ἒπαθαν οἱ Ἐβραῖοι
διότι περίμεναν τόν Μεσσία ὡς ἐπίγειο βασιλέα, καί τό ἒπαθαν διότι δέν ἐνέκυψαν
ἢ δέν πίστεψαν στούς λόγους τῶν πνευματοφόρων προφητῶν πού τούς ἒστειλε ὁ Θεός,
τό ἲδιο ἒπαθαν καί οἱ παπιστές καί μαζί τους ὁλόκληρη ἡ Δύση, διότι ἂφησαν τά
καθαρά ὓδατα τῶν ἁγίων Πατέρων γιά νά πιοῦν ἀπό τά θολά τῶν φιλοσόφων, τῶν
Βαρλααμιτῶν καί τῶν σχολαστικῶν θεολόγων. Στό τέλος ὁ ἲδιος ὁ παπισμός μέ τήν ἑωσφορική
ἒπαρσή του κατήντησε πηγή ἀπίστευτης πλάνης καί αἱρέσεων ἀπωλείας. Ἢδη ἀπό τόν ἒνατο
αἰῶνα ὁ Μέγας Φώτιος τούς χαρακτηρίζει «νέους προδρόμους τῆς ἀποστασίας» καί
«κοινούς λυμεῶνας», ἐνῶ ὁ νέος Χρυσόστομος ἃγιος Νικόδημος τούς ὀνομάζει
«παμπάλαιους αἱρετικούς» καί «ἐκκλησία τῶν μεγάλων πλανῶν καί τῶν ἐσκεμμένων αἱρέσεων».
Δυστυχῶς ὃμως οἱ ταγοί τῆς
ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν διδάχθηκαν ἀπό τό πάθημα τῶν Ἐβραίων καί τῶν παπιστῶν. Ἢπιαν
καί πίνουν καί αὐτοί σχεδόν ὃλοι τους ἀπό τά ἲδια θολά ὓδατα τῆς σχολαστικῆς
θεολογίας σπουδάζοντες στίς σχολές τῶν δυτικῶν ὁμολογιῶν, ὃπως φυσικά καθορίστηκε
ἀπό τό καταστατικό χάρτη τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920, «διά τῆς ἐπικοινωνίας τῶν θεολογικῶν σχολῶν
καί τῶν ἀντιπροσώπων τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐν ἑκάστῃ
Ἐκκλησίᾳ ἐκδιδομένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν περιοδικῶν καί συγγραμάτων»
(δ’ ἂρθρον) καί «διά ἀποστολῆς νέων χάριν σπουδῶν ἀπό τῆς μιᾶς εἰς τάς σχολάς τῆς ἂλλης Ἐκκλησίας»
(ε’ ἂρθρον). Μέ μία μικρή ὃμως λεπτομέρεια πού κάνει τήν μεγάλη διαφορά, ὃτι
μόνο ἀπό τήν ὀρθόδοξη χώρα μας φεύγουν ὑποψήφιοι θεολόγοι πρός τά δυτικά
πανεπιστήμια, κυρίως τῆς Ἰταλίας. Κανένας καθολικός, προτεστάντης ἢ ἀγγλικανός
δέν ἦρθε νά φοιτήσει στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας.
Ἐλάχιστοι ὀρθόδοξοι
σπουδαστές παρέμειναν ἀνεπηρέαστοι ἀπό τήν σχολαστική θεολογία καί ἒτσι ἐξηγεῖται
ἡ συμπάθεια τῶν πολλῶν πρός τούς αἱρετικούς τῆς Δύσεως. Καί ὃποιος ἀμφισβητήσει
τήν αὐθεντία τους (γιατί αὐτοί γίνονται δεσπότες) σπεύδουν ἀμέσως νά τόν
ταμπελώσουν ὡς σχισματικό, φονταμενταλιστή ἢ παλαιοημερολογίτη. «Ἡ πόρνη καλεῖ τάς παρθένους πόρνας»
λέγει ὁ μέγας Χρυσόστομος «ἳνα μή ἒχουσι
τί ἀνθυβρίσωσι».
Ὁ μόνος τρόπος νά
πολεμηθεῖ ἀποτελεσματικά ὁ οἰκουμενισμός καί κάθε αἳρεση, εἶναι ἡ ἂριστη γνώση
τῶν ἁγίων Γραφῶν καί τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν θεολόγων ἁγίων Πατέρων, κυρίως ὁμολογητῶν,
οἱ ὁποίοι στερέωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν τήν ἂπταιστη θεολογία τους μέ τήν πράξη
καί τό μαρτύριο. Αὐτό βέβαια ἀπαιτεῖ ἐπίμονη καί ἐπίπονη μελέτη τοῦ ἀντικειμένου
σέ βάθος καί συνάμα νήψη καί προσευχή κατά μίμηση (ὃσο μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ φτωχές
μας δυνάμεις) τῶν ἁγίων. Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὃτι στήν ἐποχή μας ἒχουν
πληθυνθεῖ τόσο πολύ οἱ αἱρέσεις καί ὃτι ἰδιαίτερα ὁ οἰκουμενισμός ἒχει
καταλάβει τεράστιες διαστάσεις. Ἒχει αὐξηθεῖ ἡ κοσμική γνώση σέ ὃλα τά ἐπίπεδα
τῆς καθημερινότητας, ἐνῶ ἡ πνευματική γνώση γιά τά οὐσιώδη τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας
καί τῆς συναφοῦς σωτηριώδους χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας βρίσκεται σέ νηπιακό
στάδιο, ἂν ὂχι μηδενικό, μέ ἀποτέλεσμα φυσικά ἡ πρώτη νά τήν ἀντιμάχεται εὒκολα
καί νά ἐπικρατεῖ εἰς βάρος της.
Τέλος διαπιστώνουμε σέ
διάφορες δημοσιεύσεις τό λυπηρώτατο γεγονός τῶν ἀντιπαραθέσεων ἀναμεταξύ τῶν
πιστῶν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ μετώπου. Κυριολεκτικά προσέχουν τό δένδρο ἐνῶ βλέπουν ὁλόκληρο
τό δάσος νά καίγεται ἀδυσώπητα. Ἀντί νά συνεννοηθοῦν καί νά συνενωθοῦν μέ τά ὑγιῆ
στελέχη τῶν ἐξ ἀρχῆς ἐνισταμένων κατά τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας, τοῦ πρώτου πλήγματος τοῦ ἐπαράτου οἰκουμενισμοῦ
ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καί νά συσπειρωθοῦν κατά τῆς
παναιρέσεως ὣστε νά ἐνδυναμωθεῖ ἀνθρωπίνως τοὐλάχιστον ἡ «παράταξις Κυρίου» καί
νά ἐλευθερωθεῖ τό λεῖμμα τῆς εὐσεβείας(3) ἀπό τά προσκόμματα τῶν ἀκροτήτων, ὑπεύθυνα
γιά τούς γνωστούς διχασμούς, ρίχνουν ἀρκετοί ἐξ αὐτῶν, καί αὐτοί τόν λίθο τοῦ ἀναθέματος
ἐναντίον του. Ἐκεῖ πού ἐχώλαινε ὁ παλαιοημερολογιτισμός χωλαίνουν σήμερα οἱ ἲδιοι,
ἐπαναλαμβάνοντες τό ἲδιο λάθος τῶν ματθαιϊκῶν τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ ρίζα ὃλων τῶν
κακῶν στούς ἐξ ἀρχῆς καλῶς ἐνισταμένους.
Μιλοῦν γιά παράλληλη Ἐκκλησία
ὁρμώμενοι ἀπό τό Συνοδικό σχῆμα τῶν παλαιοημερολογιτῶν καί δέν ἐννοοῦν νά κατανοήσουν
ὃτι τό Συνοδικό σχήμα εἶναι καί διοικητικός θεσμός καί ἦταν ἀναγκαιότατος γιά
νά ἐξυπηρετηθοῦν τά 800 παραρτήματά τους, «...ἳνα
ἐξυπηρετηθῇ κάλλιον ὁ ἀγών» ὃπως ἒγραφε ὁ πρ. Φλωρίνης. Βέβαια ὑπῆρξαν καί ἀτυχεῖς
δηλώσεις καί ἐγκύκλιοι ἀκόμη (’50, ’74, ’98) πού θέλουν τήν ἱστορική Σύνοδο τῶν
Φλωρινιακῶν νά φρονεῖ τά τῶν ματθαιϊκῶν (ὁτι εἶναι ἡ μόνη Ἑλλαδική Σύνοδος),
πλήν ὃμως στήν πράξη ἐλάχιστοι ἦταν συνεπεῖς μέ τά λόγια τους, ἀλλά σήμερα τό
μεγαλύτερο ποσοστό φρονοῦν καί ἀκολουθοῦν τήν κρυστάλλινη καί τεκμηριωμένη ἐκκλησιολογία
τοῦ πρ. φλωρίνης πού ἀναγνωρίζει μέν τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν νεοημερολογιτῶν,
ὂχι ὃμως καί τήν κοινωνία μαζί τους.
Μιλοῦν καί ξαναμιλοῦν γιά
ἡμερολογιακό δογματισμό, καί ἐνῶ τούς διαβεβαιώνουν οἱ πάντες ὃτι δέν ὑφίσταται
τέτοιο ζήτημα, αὐτοί ἐπιμένουν ἀκρίτως στά ἲδια σάν τά πεισματάρικα παιδιά. Οἱ ἐνιστάμενοι
γιά τό ἡμερολογιακό πάντα πίστευαν καί πιστεύουν ὃτι ἡ ἀλλαγή ἦταν νόθο τέκνο
τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί δέν ἀνέχονταν νά τό υἱοθετήσουν, μάλιστα ἀντικανονική καί
μονομερής.
Ἒτσι μή διακρίνοντες καλῶς
τό ὑγιές λεῖμμα τῆς εὐσεβείας ἀπό τούς φανατικούς καί ἀκραίους τῆς πίστεως, πιστεύουν
ὃτι «τό μεγαλύτερο κακό στήν Ἀποτείχισι,
καί στήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τό ἒχουν κάνει οἱ
παλαιοημερολογίτες»(4) διαγράφοντες μέ μιά μονοκονδυλιά καί ἀπορρίπτοντες
τόν πολύπαθο μέχρι καί αἳματος 90ετῆ ἀγώνα τους, νομίζοντες ὃτι αὐτοί μόνοι
κάνουν ὀρθόδοξη ὁμολογία καί πιστεύοντες σέ φροῦδες ἐλπίδες ὃτι θά φέρουν τήν ἂνοιξη.
Ἐάν ὑποθέσουμε ὃτι ὑπῆρχαν μόνο οἱ ματθαιϊκές παρατάξεις θά συμφωνούσαμε μαζί
τους, πλήν τῆς ἰδίας ματθαιϊκῆς πλάνης (γρ. αἱρέσεως) πού πρεσβεύουν καί αὐτοί.
Ὑπάρχοντος ὃμως ἱκανοῦ λείμματος τῆς εὐσεβείας δέν κατορθώνουν τίποτα ἂλλο ἀπό
τό νά γεννοῦν ἂλλη μία παράταξη. Δέν γνωρίζουν ὃτι τό «διαίρει καί βασίλευε» εἶναι ἡ προσφιλής τακτική τοῦ διαβόλου; Δέν ἀντιλαμβάνονται
ὃτι ἐπιβάλλεται ὃλες οἱ ὀρθόδοξες δυνάμεις νά συνενωθοῦν στόν κοινό ἀγώνα κατά
τῆς μεγάλης παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, πρᾶγμα πού θά συντελοῦσε ἐπίσης στό
νά ἀπομονωθοῦν τά ἀκραῖα στοιχεῖα, ἲσως δέ καί νά ἀπορροφηθοῦν ὑγιῆ στελέχη ἀκόμη
ἀπό τίς ἂλλες μικροπαρατάξεις ματθαιϊκές καί ματθαιίζουσες;
Εἲθε νά κατανοήσουν τό
μεγάλο τους σφάλμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Θεόκλητος Φαρμακίδης, Μελέτιος
Μεταξάκης, Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος, γιά νά ἀρκεσθοῦμε στούς κορυφαίους
νεωτεριστές ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.
2. Οἱ οἰκουμενιστές πάντοτε θεωροῦσαν
τίς αἱρέσεις τῆς Δύσεως ὡς ἐκκλησίες. Τοῦτο φαίνεται ξεκάθαρα στήν ἐγκύκλιο τοῦ
οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κων/πόλεως τοῦ 1920.
3. Ἐπιτυχέστατος ὃρος πού πρωτοχρησιμοποίησε
ὁ πρ. Φλωρίνης γιά νά διαχωρίσει τούς ἐνισταμένους κατά τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς,
ἀπό τούς δεχομένους αὐτήν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
4. Περιοδικό Ὀρθόδοξη Παράδοση (Σεπτ. 2016)
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Ὡραιότατον! Εἶναι ὄντως ἄκρως λυπηρόν πού οἱ νεοαποτειχισθέντες (π. Ε. Τρικαμηνᾶς κ.ἄ.) εἶναι κατ' οὐσίαν νεροκουβαληταί τῶν Οἰκουμενιστῶν! Ἡ αἵρεσις τῶν "παραλλήλων ἐπισκόπων" ἐκηρύχθη ἀρχικῶς ἀπό τόν π. Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλον, ὁ ὁποῖος ἔγραψε γιά ὅσους ἐσκέπτοντο ν' ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν Οἰκουμενισμόν ὅτι, ἄν τό πράξουν, θά πρέπῃ νά σταματήσουν ἐκεῖ καί ν' ἀναμένουν Σύνοδον, ὄχι νά συντάσσωνται μέ τούς Π/Ητας. Ἡ αἵρεσις αὐτή ἐξυπηρετεῖ τά μέγιστα τόν Οἰκουμενισμόν. Αὐτό εἶναι προφανές καί δέν χρειάζεται ἐξήγησιν. Ἐπίσης, ἡ ἄλλη "καραμέλλα" τοῦ π. Ε.Τ., ὅτι δῆθεν ἡ ἑορτολογική καινοτομία δέν ἦτο λόγος ἀποτειχίσεως, ρίχνει καί αὐτή νερό στόν μῦλον τῶν Οἰκουμενιστῶν! Τελικῶς, τί εἴδους "ἀντι-οικουμενισταί" εἶναι αὐτοί, πού ἐξυπηρετοῦν τά συμφέροντα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί πολεμοῦν τούς ἀληθινούς ἀντι-οικουμενιστάς;
ΑπάντησηΔιαγραφή