Κριτήρια ἀποδοχῆς.
Βάσει ποίων
κριτηρίων ὃμως ἒγιναν ἀποδεκτοί ἀπό τίς συνόδους, οἱ μέν μετριοπαθεῖς αἱρετικοί
διά λιβέλλου καί χρίσεως ἁγίου μύρου, οἱ δέ μετριοπαθέστεροι μόνο διά
λιβέλλου; Αὐτή ἡ ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς μέ τόν ζ΄ Κανόνα της, δύναται νά εἰκάσει
τήν ἐκδοχή ὃτι τοὐλάχιστον ἐν μέρει τά μυστήρια τούτων τῶν αἱρετικῶν ἦταν ἰσχυρά,
δεδομένου ὃτι μιλοῦμε γιά ἀποδοχή προσερχομένων ἀπό κεκριμένες αἱρέσεις ἐκ τῆς
Α΄ Οἰκουμενικῆς; Ἐπίσης ἡ Πενθέκτη στόν 95ο Κανόνα της ἀναφέρεται μόνο σέ
κεκριμένες αἱρέσεις ἀπό προηγηθεῖσες συνόδους. Ἀποδεχομένη τούς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους
μόνο διά λιβέλλου, θεώρησε ἂραγε τά μυστήρια τούτων κατά τι πλέον ἒγκυρα τῶν
γινομένων δεκτῶν διά λιβέλλου καί χρίσεως ἁγίου Μύρου;
Περί αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως ὁ
καθηγητής Β. Γιαννόπουλος λέγει: «Ἡ ἐπιστροφή
εἰς τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν αἱρετικῶν, χωρίς τήν ἐπανάληψιν τοῦ βαπτίσματος ἢ
καί τῆς χειροτονίας, ἀλλά μόνον διά τῆς χρίσεως δι’ ἁγίου Μύρου ἢ καί ἁπλῶς
διά λιβέλλου, καθ’ ἡμᾶς, δυσκόλως συμβιβάζεται μέ τήν ἰδέαν τῆς κατ’ ἀκρίβειαν ἀκυρότητος
τῶν μυστηρίων πάντων τῶν αἱρετικῶν. Καί τοῦτο, διότι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐφήρμοσε
τήν ἀρχήν τῆς οἰκονομίας εἰς ἐπιστρέφοντας ἐξ ἀκραίων αἱρέσεων, ἀλλ’ εἰς ἐπιστρέφοντας
ἐκ τῶν θεωρουμένων ὡς μετριοπαθεστέρων. Ἡ διάκρισις αὓτη δέν σημαίνει ὃτι τά
μυστήρια τῶν αἱρετικῶν τῶν γινομένων δεκτῶν διά χρίσεως ἁγίου Μύρου, ἒχουν τι
τό πλέον ἐκείνων τῶν ὁποίων ζητεῖται ἡ ἐπανάληψις καί τι ἓλαττον τῶν μυστηρίων
τῶν αἱρετικῶν τῶν γινομένων δεκτῶν διά λιβέλλου; Καί ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει
τά μυστήρια ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀναγνωρίζονται δι’ ἐπιδόσεως λιβέλλου ὑπό τοῦ ἐπιστρέφοντος,
δέν πρέπει νά θεωρῶνται ὡς εὑρισκόμενα εἰς ἐγγυτάτην σχέσιν πρός τά μυστήρια τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας;»(1)
Ἡ ἐρώτηση αὐτή τοῦ
καθηγητή «λογικό» συμπέρασμα ἀπό τήν διαβάθμιση τῶν αἱρέσεων ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν
Β΄ καί Πενθέκτης, προσεγγίζει τήν ἀκραία ἂποψη τοῦ Στεφάνου πάπα Ρώμης. Τά
Πρακτικά ὃμως τῶν δύο αὐτῶν συνόδων καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, δέν μᾶς παρέχουν
καμμία εἲδηση περί τῶν μυστηρίων τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἐάν εἶναι ἒστω καί ἐν μέρει
ἰσχυρά.
Ἡ ἂποψη αὐτή
αἲρει τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς «ταμειούχου τῆς θείας χάριτος» τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα
στά οἰκουμενιστικά μονοπάτια περί ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν ἢ δύο πνευμόνων τοῦ Σώματος
τοῦ Χριστοῦ, ἀθεολογήτως καί βλασφήμως ἐκφερόμενα καί ἀπό ὀρθοδόξους ἀνωτάτους
κληρικούς. Εἶναι ἀδύνατο νά ὑποθέσουμε ὃτι οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς
συνόδου συνέταξαν τόν ζ’ Κανόνα στηριζόμενοι σέ μία τέτοια ἐκδοχή περί ἐγκυρότητας
τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν τούτων. Τοῦτο ἀντίκειται ὁλότελα στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
καί στήν ἲδια τήν ὑπόστασή της ὡς μοναδικῆς γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Πλήν ὃμως
δέν παρέβλεψαν τό γεγονός ὃτι τά τελούμενα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν
διέσωζαν τόν τύπο τῶν ἀντιστοίχως τελουμένων ὑπό τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Δηλαδή ἦταν ἐλλειπῆ μόνο ὡς πρός τήν ἁγιαστική χάρη, τά ὁποῖα μέ τήν προσέλευση
αὐτῶν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπέπτυαν τήν αἳρεση καί μετανοοῦσαν,
θεώρησαν ὃτι ἀναπληρώνονται(2). Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ θεῖοι Πατέρες
διευθέτισαν Συνοδικῶς ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες τίς ὁποῖες
συνεπάγονταν ἡ ἀκριβής καί ἀπόλυτη τήρηση τῶν μή δογματικῶν ἱερῶν Κανόνων, μέ
δυσμενῆ ἀντίκτυπο στούς ἐπιθυμοῦντες νά προσέλθουν «ὃτι ὡσάν ἂπιστοι βαπτίζονται»(3).
Οἱ δυσχέρειες προφανῶς προέρχονται
ἀπό τήν μή διάκριση τοῦ κύρους τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς ἰσχύος αὐτῶν. Τό μέν
κῦρος εἶναι ἀπόλυτο ἐνῶ ἡ ἰσχύς σχετική(4). Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν οἱ δογματικοῦ
περιεχομένου κανόνες ἢ Ὃροι τῶν συνόδων, τῶν ὁποίων καί ἡ ἰσχύς εἶναι ἀπόλυτη.
Ἀλλά ἐάν ἡ ἰσχύς τῶν μή δογματικῶν κανόνων εἶναι καί αὐτή ἀπόλυτη τότε ἀσφαλῶς
δυσχεραίνεται τό σωστικό ἒργο τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο γιατί ἡ ἀπολυτοποίηση αὐτή ἀρνεῖται
ὁλοφάνερα τήν ἐκκλησιαστική οἰκονομία ἡ ὁποία εἶναι παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἰσόκυρη
μέ τήν ἀκρίβεια. «Δύο εἲδη κυβερνήσεως
καί διορθώσεως» λέγει ὁ ἃγιος Νικόδημος «φυλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τό ἓν εἲδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια,
τό δέ ἂλλο Οἰκονομία καί Συγκατάβασις, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦσι τήν σωτηρία τῶν
ψυχῶν οἱ τοῦ πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἓνα, πότε δέ μέ τό ἂλλο».(5)
Ἑπομένως μοναδικό
κριτήριο γιά τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν στήν Ἐκκλησία ἀπομένει καί πάλι ἡ ἀκρίβεια
καί ἡ οἰκονομία. Ἂλλοι ἒγιναν δεκτοί ὑπό τῶν ἁγίων πατέρων διά τῆς κατ’ ἀκρίβειαν ἐφαρμογῆς τῶν ἱερῶν κανόνων,
ἰδιαίτερα τῶν ἀποστολικῶν, καί ἂλλοι κατ’
οἰκονομίαν, «ἳνα τι μεῖζον
κερδάνωσιν».(6) Δηλαδή γιά νά σωθοῦν περισσότερες ψυχές. Στήν κατ’ ἀκρίβειαν ἀποδοχή ὑπάγονται οἱ
προσερχόμενοι ἐκ τῶν ἀκραίων καί «ἀπερρηγμένων»
αἱρέσεων, τῶν γνωστικῶν καί μοναρχιανῶν. Κατ’ αὐτή τήν τάξη τῶν αἱρέσεων ὃλοι οἱ
ἃγιοι πατέρες εἶναι σύμφωνοι περί τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς, ἀρυόμενοι τήν ἐφαρμογή τῆς
ἀκρίβειας ἐκ τῶν ἀποστολικῶν Κανόνων, συγκεκριμένα τούς μστ΄, μζ΄ καί ξη΄.
Προφανῶς οἱ ἀποστολικοί Κανόνες ἀναφέρονται περί αὐτῶν τῶν αἱρέσεων καθόσον ἡ
δράση τῶν χριστολογικῶν ξεκίνησε πολύ ἀργότερα στίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰῶνα.
Περί τούτου μᾶς δίνει σαφέστατη διευκρίνιση ὁ ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν
(μ΄) πρός Ναυκράτιον ἐπιστολή του, ἑρμηνεύων τόν (ξη΄) ἀποστολικόν Κανόνα ἀκολούθως· «...αἱρετικούς
ὁ ἀποστολικός κανών ἐκείνους ἒφη, τούς μή εἰς ὂνομα Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου
Πνεύματος βαπτισθέντας καί βαπτίζοντας, καί τοῦτο ἐκ θείας φωνῆς τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου διδασκόμεθα· φησί γάρ αἱρέσεις μέν τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί
κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ τούς δι’ αἰτίας τινάς ἐκκλησιαστικάς
καί ζητήματα ἰάσιμα πρός ἀλλήλους διενεχθέντας».
Ἀλλ’ οὒτε ἡ διάφορος ἀποδοχή
τῶν προσερχομένων ἓνεκα τῶν διαβαθμίσεων αὐτῶν ἐναντιώνεται στήν κατ’ ἀκρίβειαν
ἐφαρμογή τῶν ἀποστολικῶν διατάξεων. Πῶς θά ἦταν δυνατόν ἂλλωστε ἡ Β΄ καί Πενθέκτη
οἰκουμενικές νά ἀποφασίσουν κάτι τέτοιο; Διότι ἐάν οἱ μετριοπαθεῖς αἱρέσεις
μεταλλάσσονταν ἀργότερα πρός τό χειρότερο καί διέφεραν «περί αὐτῆς τῆς εἰς Θεόν πίστεως» στό βαθμό πού ἦταν καί οἱ
γνωστικές αἱρέσεις, τότε ἀσφαλῶς δέν θά μποροῦσε νά γίνει λόγος γιά κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχή τῶν ἐξ αὐτῶν προσερχομένων
στήν Ἐκκλησία. Τοῦτο γιατί αἰρομένων τῶν προϋποθέσεων κατά τούς ὁποίους γίνεται
ἐφικτή ἡ οἰκονομία παύει πλέον αὐτή νά ὑφίσταται. Πρόσφορο παράδειγμα εἶναι ὁ παπισμός
ὁ ὁποῖος ἐκτός ἀπό τήν ἐξ ἀρχῆς ἐκτροπή στό χριστολογικό δόγμα διά τῆς προσθήκης
«καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) στό σύμβολο τῆς πίστεως, προσέθεσε καί πολλές
ἂλλες αἱρετικές δοξασίες καί κανονικές παραβάσεις, πρωτεῖο, ἀλάθητο, περί κτιστῆς
χάριτος, ἂσπιλη σύλληψη τῆς Ἁγίας Ἂννης, ψευδοϊσιδώρια διατάγματα,
Μαριολατρεία, τήν ἀποκρουστέα ἀρχή τῆς οὐνίας καί φυσικά τήν ἀπαράδεκτη
παραχάραξη τοῦ ὀρθοδόξου τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων δι’ ἐπιχύσεως καί ραντισμοῦ.
Τά μυστήρια τῶν ἀκρίτων ἰσχυρά.
Στήν ἀναφορά
μας περί τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων εἲδαμε ὃτι, συνήθως ὃταν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
ἀρχίσει νά θορυβεῖται ἀπό τήν διδασκόμενη αἳρεση ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τότε
κινεῖται ἡ διαδικασία γιά τή σύγκληση συνόδου πρός ἀποκατάσταση τῆς ὀρθοδόξου
διδασκαλίας. Ἀποσαφηνίζεται πλήρως ἡ δογματική ἢ θεολογική «ἀσάφεια», καθαιροῦνται
ἢ ἀναθεματίζονται κατά πρόσωπο καί ὀνομαστικῶς οἱ ἒξαρχοι τῆς αἱρέσεως, αἲρεται
ἡ μεταξύ τῶν μελῶν ἒριδα καί θριαμβεύει ἡ Ὀρθοδοξία.
Ποτέ στήν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας δέν παρατηρήθηκε τό φαινόμενο, ἃμα παράβασις, ἃμα σύνοδος. Τοῦτο ἐνέχει πρώτιστα μία σκοπιμότητα ἡ
ὁποία συνάδει μέ τά οὐσιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας ὡς κιβωτοῦ σωτηρίας. Πάντοτε
ἡ Ἐκκλησία ἒχει πρό ὀφθαλμῶν της τήν φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ καί παρέχει κατ’
οἰκονομίαν τήν χρονική δυνατότητα στά παρεκτραπέντα μέλη της νά μετανοήσουν. Τοὐλάχιστον
μέχρι νά διαπιστώσει ὃτι ἡ δράση τῶν ὑπευθύνων γιά αἳρεση γίνεται ἐπικίνδυνη πλέον καί ἐπιβλαβής γιά τά ὑγιῆ μέλη της. Εἲπαμε
τοὐλάχιστον γιατί ἀσφαλῶς ὑπῆρξαν πολλές περιπτώσεις ὃπου ἡ κρίση τῶν
παρεκτραπέντων, παρατάθηκε πολύ περισσότερο ἐκ διαφόρων περιστάσεων (ὃπως
συμβαίνει σήμερα μέ τήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ), ἀπό ἀδυναμία νά συγκληθεῖ
ὀρθόδοξη σύνοδος.
Ἡ
σκοπιμότητα αὐτή διαφαίνεται σαφέστατα μέσα ἀπό τήν πράξη τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ ἃγιος
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀπαντῶν πρός τούς κατηγοροῦντες αὐτόν ὃτι δέν ἐνήργησε ἒγκαιρα
γιά τήν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου ἒγραφε πρός τόν κλῆρο καί λαό τῆς
Κων/πόλεως. «Ἀπολογούμεθα ταῖς ἁπάντων ὑμῶν
διά τοῦτο λύπαις. Διετελέσαμεν γάρ οὐκ ἀδακρυτί τόν παρωχηκότα καιρόν· προσεδοκῶμεν
δέ ὃτι συμβουλαῖς καί παραινέσεσιν ἐκκλησιαστικαῖς, ...μεταστήσεται τῶν ἀπηχεστάτων
ἑαυτοῦ δογμάτων... Αἰτιάσθω δέ μηδείς τήν μέλλησιν (καθυστέρησιν)· οὐ γάρ ἐνυστάξαμεν
θορυβουμένης οὓτω μεγάλης ἀγέλης, μᾶλλον δέ καί τῶν ἁπανταχῶσαι λαῶν καί ἐκκλησιῶν·
ἐμιμησάμεθα τούς τήν ἰατρικήν ἒχοντας ἐμπειρίαν, οἱ τά ἐν τοῖς σώμασι
γινόμενα τῶν παθῶν οὐκ εὐθύς ταῖς διά σιδήρου καί πυρός ὑποφέρουσιν ἀνάγκαις· ἀλλ’
ἠπίοις ἐν ἀρχαῖς φαρμάκοις καταμαλάσσουσι, περιμένοντες τόν ταῖς τομαῖς
πρέποντα καιρόν»(7).
Ἑπομένως
μέχρι τήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς ἑτεροδιδασκαλίας τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν
μεσολαβεῖ κάποιος χρόνος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά εἶναι ἀπό σχετικά μικρός ἓως δέκα,
εἲκοσι, πενῆντα ἢ καί ἑκατό χρόνια «κρίμασιν
οἷς οἶδεν ὁ Κύριος». Πρακτική συνέπεια τούτου εἶναι ὃτι στό μεταξύ
συμβαίνει νά εἶναι λειτουργοί σέ ναούς ὀρθοδόξων καί νά τελοῦν ἱερά μυστήρια.
Οὐδέποτε
στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἒχει ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἐγκυρότητα αὐτῶν τῶν μυστηρίων, ὑπό
τῶν πατέρων τῶν ἁγίων συνόδων. Ἡ προσωπική ἀποξένωση τῶν κληρικῶν αὐτῶν ἀπό τήν
σώζουσα θεία χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας τῆς ἀντορθοδόξου διδασκαλίας πού κηρύσσουν,
δέν ἐμποδίζει τήν πρός τούς πιστούς θεία ἐνέργεια τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελουμένων
μυστηρίων. Τοῦτο ἐπειδή ἀφ’ ἑνός, δέν παρέχουν βέβαια αὐτοί τήν θεία χάρη στά ἱερά
μυστήρια, ἀλλά τό Πανάγιον Πνεῦμα καί ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή τελοῦνται στούς
κόλπους τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἒλαβαν, ἀξίως ἢ ἀναξίως τήν χάρη
τῆς ἱερωσύνης.(8)
Βέβαια
ἡ ἐγκυρότητα αὐτῶν τῶν μυστηρίων δέν ὠφελεῖ, τόν ἲδιο τόν αἱρετίζοντα κληρικό
πού τελεῖ αὐτά, οὒτε τούς παρεκτραπέντες πιστούς σέ αἱρετικά δόγματα, οὒτε καί
αὐτούς πού κοινωνοῦν μέ τούς κακοδόξους ἐνῶ γνωρίζουν τήν αἳρεσή τους. Περί τοῦ
σοβαρωτάτου τούτου ζητήματος γίνεται λεπτομερής ἀνάλυση στό (ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ ΣΤ’).
Τί
λόγον ἒχει ὃμως ἡ ἐγκυρότητα αὐτῶν τῶν μυστηρίων, ἐφ’ ὃσον οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί ὀφείλουν
νά φεύγουν ἀπό τήν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν γιά νά μήν μολύνονται; Ἐάν ὁ σκοπός καί τό τέλος τῶν ἱερῶν μυστηρίων
εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν, ὃπως καί εἶναι βέβαια, τότε ποιοί ἁγιάζονται;
Ἁγιάζονται
οἱ κοινωνοῦντες ἀπό τούς ἀνωτέρω ἀκρίτους αἱρετικούς ὡς ἀπό ὀρθοδόξων κληρικῶν
γιατί δέν γνωρίζουν τήν κατακριτέα πορεία τους. Ἁγιάζονται οἱ ἁμαρτωλοί οἱ τήν ἐνδεκάτην ὣραν προσερχόμενοι σ’ αὐτούς
μετανοοῦντες, καί διά μέσου αὐτῶν στήν Ἐκκλησία. Ἁγιάζεται ἒστω καί ἓνας
μονώτατος αἱρετικός ἢ ἁμαρτωλός πού προσέρχεται τήν ἐσχάτη ὣρα μετανοημένος,
γιά τόν ὁποῖο λέγει ἡ Γραφή ὃτι «ὁ κόσμος ὃλος δέν εἶναι ἀντάξιος τῆς ψυχῆς
του». Περί τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παντοιοτρόπως ζητεῖ
νά σώσει τό «ἀπολωλός», μᾶς πείθουν ὁ καλός Σαμαρείτης, ἡ Χαναναία, ἡ σαγήνη,
ἡ ἀναβολή ἐκκοπῆς τῆς ἀκάρπου συκῆς κ.ἂ.
Μέ
ποιά ἒννοια ὃμως ἀπό Κανονικῆς ἀπόψεως δικαιολογεῖται ἡ ἐγκυρότητα τούτων τῶν
μυστηρίων;
Ἑρμηνεύοντες
τόν στ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί συνοψίζοντες τά μέχρι ἐδῶ λεχθέντα,
θεωροῦμε ὃτι ὃταν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς ἀναθεματισθέντας, ὑπονοεῖται ὃτι πρό
τοῦ ἀναθεματισμοῦ αὐτῶν ἀπό τίς συνόδους πού ἒκριναν τήν διδασκαλία τους, ἦταν
μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά νεκρά ἢ νοσοῦντα. Κρίθηκαν ὡς μέλη, γιατί κανείς δέν
καθαιρεῖται ἢ ἀφορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία χωρίς νά εἶναι μέλος της, δηλαδή ἐκτός
αὐτῆς. Ὡς νεκρά ἢ νοσοῦντα γιατί ἦταν ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι στά ἐπιτίμια τῶν ἱερῶν
κανόνων τούς ὁποίους εἶχαν παραβεῖ. Ὡς ὑπόλογοι δέ καί ὑπεύθυνοι, ἀκόμη πρίν ἀπό
τήν κρίση αὐτῶν ἐνέχονταν μέν ἐπί καθαιρέσει (κληρικοί), ἀλλά ἀκαθαίρετοι ὂντες
κατεῖχαν τούς θρόνους ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ὡς ἀκαθαίρετοι ὂντες ἀρύονταν
ὑπό τῆς ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς «ἐνεργά» μέλη αὐτῆς, τήν δυνατότητα
νά τελοῦν ἐγκύρως τά μυστήριά της, τῶν ὁποίων μόνη αὐτή ὑπάρχει ταμειοῦχος καί
χορηγός.
Ὃλα ἀνεξαιρέτως
τά «καθαιρείσθω», τά «ἀφοριζέσθω» καί τά «ἀνάθεμα ἒστω» τῶν ἱερῶν Κανόνων κατ’ αὐτόν
τόν τρόπο ἑρμηνεύονται· δηλαδή ἐφαρμόζονται ἐπί μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὑπευθύνων
πρωτίστως γιά αἳρεση ἀλλά καί γιά ἂλλες κανονικές παραβάσεις. Στοχεύουν ὃμως
καί στόν ἐκφοβισμό αὐτῶν, ὣστε μέχρι νά καθαιρεθοῦν ἢ νά ἀναθεματισθοῦν ἀπό τίς
συνόδους τῶν ζώντων ἐπισκόπων, νά μετανοήσουν. Βρίθει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό
περιπτώσεις ἀκρίτων αἱρετικῶν οἱ ὁποῖοι χορηγοῦσαν τά ἱερά μυστήριά της σέ
πλήθη ὀρθοδόξων πιστῶν, καί χειροτόνησαν πολλούς κληρικούς, ἐκ τῶν ὁποίων ἀρκετοί
ἑορτάζονται σήμερα ὡς ἃγιοι. Ἀλλοίμονο ἐάν μέ τήν παρεκτροπή μερικῶν ἢ ὃλων τῶν
ἐπισκόπων μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, γίνονταν τά ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια, αὐτομάτως
πρό τῆς καταδίκης αὐτῶν ὑπό συνόδου, ἀνίσχυρα. Ἡ μετάνοια καί ὁ ἁγιασμός γιά πλῆθος
ἀναιτίων πιστῶν θά ἦταν ἀνέφικτος, ὁπότε ἀφεύκτως θά γίνονταν θηριάλωτοι ὑπό τῶν
καραδοκούντων δαιμόνων.
Ὁ πολύς
ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς ἐκθέτει καταφανῶς αὐτή τήν ὀλέθρια πλάνη τῆς αὐτομάτου
ἀπωλείας τῆς θείας χάριτος τῶν μυστηρίων
τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν, μέ τά ἑξῆς μνημειώδη λόγια: «Πόσοι ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί βορρᾶ καί θαλάσσης (νότου) ἣκασιν ἐν
τῷ μεταξύ, καί συνήφθησαν διά κοινωνίας τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ ἱερωμένοι; Καί ὃσοι
ἂνευ χρημάτων τηνικάδε κεχειροτόνηνται καί κεχειροτονήκασι, κἂν ἡρέτιζον;
(ἦταν αἱρετικοί;)». Καί συνεχίζων περί τοῦ ἰδίου θέματος ἀποδεικνύει τρανῶς ὃτι
ἡ αὐτενεργός (ἐκ τῶν κανόνων καί μόνο) καθαίρεση τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν, θά ὁδηγοῦσε
ἀνέκαθεν ἀναδρομικά στήν καθαίρεση πάντων τῶν ἱερωμένων «διά τῆς ἀλληλούχου συλλειτουργήσεως», καί ὡς ἐκ τούτου στήν οὐτοπία
(ἀλλά καί βλασφημία) τῆς ἐκλείψεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἀπό τήν Ἐκκλησία.
«Ἐπεί εἰ περισσότερον διερεύνηται, ...ἐκλιμπάνει
τοσοῦτον τό τῆς ἱερωσύνης δῶρον, ἐφ’ ὧ τό χριστιανοί καλεῖσθαι ἒχομεν, ὡς εἰς
ἐθνικήν ἡμᾶς μεταπεσεῖν λατρείαν, ὃπερ ἂτοπον.
Πρός τό γε καί ἀκριβευομένους, οὓτω
μηδέ ἐν Δύσει καί Ἀνατολῇ ἀφικομένους εὑρίσκειν τό ζητούμενον, ἀναδρομάδην καθαιρουμένων πάντων διά τῆς
ἀλληλούχου συλλειτουργήσεως».(9)
Ἡ ὀρθή ἑρμηνεία
λοιπόν τῶν ἱερῶν Κανόνων σύμφωνα μέ τούς λόγους καί τήν πράξη τῶν ἁγίων πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιλύει ὃλα τά ἐκκλησιαστικά προβλήματα καί μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια
στή μέση καί βασιλική ὁδό. Οἱ «ἐκκλίνοντες
εἰς τά ἀριστερά» θεωροῦν τούς ἐν
γνώσει κοινωνοῦντες μέ τούς αἱρετικούς, ἀνευθύνους, ἀπό μία ἐσφαλμένη ἑρμηνεία
τοῦ ιε΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ συνόδου, ὡς δῆθεν δυνητικοῦ, ἂρα κατ’ αὐτούς δέν
κατακρίνονται ἀλλά ἁγιάζονται. Ἐνῶ οἱ «ἐκκλίνοντες
εἰς τά δεξιά» θεωροῦν γιά τούς ἀκρίτους αἱρετικούς ὃτι δέν τελοῦν ἰσχυρά μυστήρια,
ἂρα ἀποστέλλουν, τοὐλάχιστον, τούς ἐν ἀγνοίᾳ
κοινωνοῦντες στόν πνευματικό θάνατο.
Καταλήγοντες,
σύμφωνα μέ τήν ἀδόκιμη αὐτή θεωρία ὃτι «ἐκλιμπάνει
τό τῆς ἱερωσύνης δῶρον (ἢ μᾶλλον ἐξέλιπε πρό πολλοῦ), ἐφ’ ὧ τό χριστιανοί καλεῖσθαι ἒχομεν... ἀναδρομάδην καθαιρουμένων πάντων
διά τῆς ἀλληλούχου συλλειτουργήσεως», ἀντιλαμβάνεται κανείς πόση εἶναι ἡ σοβαρότητα
τοῦ ζητήματος τούτου καί σέ τί πνευματικό κίνδυνο περιπίπτουν οἱ ὑποστηρικτές
τῆς θεωρίας αὐτῆς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. περ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Ἀνάτυπον Α.Π.Θ. σελ. 532.
2. Ἒτσι «τό
δυσσεβές τοῦ φρονήματος αὐτῶν ἐθεραπεύετο διά τοῦ λιβέλλου» καί «διά τοῦ θείου
χρίσματος», χορηγουμένου «εἰς βεβαίωσιν τῆς αὐτῶν ὁμολογίας καί πίστεως», «ἳνα
γένωνται μέτοχοι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς τοῦ Πνεύματος δωρεᾶς, ἧς ἀπεστεροῦντο». (Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα. Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ἐκδ. Τῆνος. σελ.49.)
3. Ὃπως εἶδαμε
ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἦρε τήν αὐστηρή πρακτική ἀναβαπτισμοῦ ὃλων ἀνεξαιρέτως
τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, πού ἐπρότειναν οἱ τρεῖς τοπικές Σύνοδοι τῆς
Καρχηδόνας (3ος αἰ.) Ἐπίσης εἲδαμε ὃτι, ὃταν ἒγινε ἡ ἂρση ἦταν ὃλες κεκριμένες ὑποθέσεις.
Ἐνῶ οἱ ματθαιϊκοί καί οἱ ματθαιίζοντες στηριζόμενοι ἀδιακρίτως στίς Συνόδους τῆς
Καρχηδόνας, ἀναβαπτίζουν, ἀναμυρώνουν καί ἀναχειροτονοῦν προσερχομένους ἐξ ἀκρίτων
σχισματο-αιρετικῶν! Ἀλλά καί οἱ νεοημερολογίτες ἒχουν διαπράξει παρόμοιες ἱεροσυλίες,
λ.χ. ἀναχειροτονίες τῶν ἐπισκόπων Παϊσίου καί Βικεντίου(!)
4. Ὡς ὃμως
διαπιστοῦται… εἶναι δυνατόν εἰς ὡρισμένας σοβαράς περιπτώσεις καί διά λόγους ἀνάγκης
(ψυχικῆς ἢ σωματικῆς) ἡ ἰσχύς καί ἡ ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων νά ἀναστέλλεται,
νά ἀδρανῇ, τ.ἒ. νά εἶναι σχετική, καί ὃμως τοῦτο νά μή ἒχῃ οὐδεμίαν δυσμενῆ ἐπίπτωσιν
είς τήν αὐθεντίαν, εἰς τό ἀπόλυτον κῦρος αὐτῶν. (Τό κῦρος καί ἡ ἰσχύς τῶν ἱ.
Κανόνων. Παν. Μπούμη, σελ.108-109).
5. Πηδάλιον. σελ.53.
6. Βλ. Ἐπιστολή
πρός Γεννάδιον τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
7. Πρακτικά Συνόδων. Σ. Μήλια –
σελ.461.
8. «Ἡ ἱερωσύνη
εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι θησαυρισμένο στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς καί παραδίνεται ἀδιάσπαστα μέ τήν «ἐπίθεση» τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου.
...ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἱερέα δέν εἶναι παρά ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, πού ἒχει ἐναποτεθεῖ
στήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του... Ὁ ἱερέας δέν εἶναι οὒτε «ἀντιπρόσωπος» οὒτε «ἀναπληρωτής»
τοῦ Χριστοῦ· στό μυστήριο (τῆς Εὐχαριστίας)
εἶναι παρών ὁ ἲδιος ὁ Χριστός, καί ἡ Σύναξη τό Σῶμα Του. (Εὐχαριστία. Ἀλεξ.
Σμέμαν. Μετάφραση Ἰ. Ροηλίδη. Ἐκδ. Ἀκρίτας. σελ.36,37)
9. Ἐπιστολή
Στεφάνῳ ἀναγνώστῃ.
(Συνεχίζεται)
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου