Οἱ ἃγιοι Ἀπόστολοι
διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων
προστάζουν τά ὂργανα τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἀπό τούς ὀγδόντα πέντε (πε΄) Κανόνες τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων οἱ ἑβδομῆντα περίπου ἒχουν προστακτικό χαρακτῆρα. Τά ἐπιτίμια πού ὁρίζουν
ἐπί ὃλων τῶν προβλεπομένων Κανονικῶν παραβάσεων ἀναφέρονται σέ χρόνο μέλλοντα.
Δηλαδή προστάζουν αὐτοί οἱ Ἀπόστολοι, διά τῶν κανόνων, τά ἐπιτίμια νά διεκδικοῦνται
ἀπό τούς τότε ἐπισκόπους, τούς ζῶντες κατά τήν ἐπιτέλεση αὐτῶν τούτων τῶν
Κανονικῶν παραπτωμάτων ὑπό τῶν ὑπευθύνων δραστῶν. Ἢ σέ περίπτωση πού ἀδυνατεῖ
νά συγκληθεῖ ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων κατά τήν περίοδο πού παραβαίνονται
οἱ κανόνες, γιά διάφορες αἰτίες, τότε τά ἐπιτίμια διεκδικοῦνται ἀπό μέλλουσα
σύνοδο, ὃποτε αὐτή μπορεῖ νά συγκληθεῖ.
Ὁ ἃγιος Νικόδημος ἀναφερόμενος γενικά γιά ὃλους
τούς κανόνες πού τά ἐπιτίμιά τους ἒχουν προστακτικό χαρακτῆρα, συγκεκριμένα τά καθαιρείσθω, ἀνάθεμα ἒστω, ἀφοριζέσθω,
καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν κ.ἂ. ἑρμηνεύει αὐτά μέ πολύ ἁπλότητα καί
σαφήνεια. Δέν ἀφήνει νά νοηθεῖ μέ κανένα τρόπο ὃτι οἱ κανόνες αὐτοί ἐκδικάζουν,
δυνάμει τῆς ἰσχύος τους καί μόνο, τούς παραβαίνοντες τούτους καί μάλιστα
τελεσιδίκως. Ἂλλωστε εἶναι τόσο ἂτοπο καί νά τό σκέφτεται κανείς. Γιά τό πῶς ἐκδικοῦνται
λοιπόν τά προστακτικά ἐπιτίμια ἑρμηνεύει ὁ ἲδιος τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέ τά ἑξῆς·
«Καθαιρεῖσθαι προστάζομεν, ἢγουν νά
παρασταθῇ εἰς κρίσιν, καί ἐάν ἀποδειχθῇ πώς τοῦτο ἒκαμε, τότε ἂς γυμνωθῇ μέ τήν
ἰδικήν σας ἀπόφασιν ἀπό τήν ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν»(1).
Μερικοί διαχωρίζουν τίς παραβάσεις σέ ἀτομικά
σφάλματα βίου καί σέ ἐγκλήματα εἰς βάρος τοῦ συνόλου τῶν χριστιανῶν καί πού
σκανδαλίζουν τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ἐν προκειμένῳ ὡς σκανδαλίζοντες ἀναφέρονται
οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς οἰκουμενίζουσας Ἐκκλησίας τῶν νεοημ/τῶν. Λέγουν ὃτι τά προστακτικά
αὐτά ἐπιτίμια ἀναφέρονται μόνο σέ ἀτομικά σφάλματα καί μᾶς ἐφιστοῦν τήν προσοχή
ὃτι «ἐδῶ ΠΕΡΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΟΜΙΛΕΙ ΜΟΝΟΝ ὁ ἃγιος (Νικόδημος),
ὂχι περί αἱρετικῶν καί ἀθετήσεως Πίστεως»(2) (sic). Ὃμως περισσότεροι ἀπό δέκα ἀποστολικοί κανόνες
ἐμπεριέχοντες τά προστακτικά (καθαιρείσθω κ.τ.λ.), ἀναφέρονται σέ ἐνέργειες
κληρικῶν πού σκανδαλίζουν τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ὃπως συμπροσευχές μέ αἱρετικούς,
ἀδιάκριτη ἀποδοχή βαπτίσματος ὑπό αἱρετικῶν, εἲσοδος κληρικοῦ ἢ λαϊκοῦ «εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν». Ὁ
με΄ κανόνας ὃταν λέγει· «Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος
ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς,
ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω», ὁμιλεῖ γιά ἀτομικό σφάλμα μόνο ἢ εἶναι
καί ζήτημα πίστεως; Τότε γιατί καταγγέλονται οἱ οἰκουμενιστές πού συμπροσεύχονται
μέ τούς αἱρετικούς; Ἐπίσης ὁ μστ΄ κανόνας λέγει· «Ἐπίσκοπον, ἢ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν,
καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; Ἢ τίς μερίς
πιστῷ μετά ἀπίστου;» σέ τί ἀναφέρεται ἂν ὂχι σέ ζητήματα πίστεως;
Ἐάν ὁ «περινούστατος
καί λεπτολόγος» ἃγιος Νικόδημος φρονοῦσε ὃτι τά περί κανόνων καί κανονικῶν
παραβάσεων, ἀναφέρονται μόνο σέ ἀτομικά σφάλματα βίου καί «ὂχι περί αἱρετικῶν καί ἀθετήσεως Πίστεως», δέν θά ξεχώριζε τούς
δέκα αὐτούς «ἀντιφατικούς» κανόνες ἀπό τούς ἂλλους ἑρμηνεύων αὐτούς κατάλληλα,
γιά νά τούς φέρει τέλος πάντων σέ κάποια συμφωνία, κατά τήν συνήθειά του, μέ τά
λεγόμενα στήν δεύτερη ὑποσημείωση τοῦ τρίτου ἀποστολικοῦ; Πλήν ὃμως μία τέτοια
ἑρμηνευτική θά ἀντέστρεφε τήν συμφωνία τῶν ἁγίων πατέρων σέ πλήρη σύγχυση καί ἀσυμφωνία,
τήν ὁποία ἦταν ἀδύνατο νά υἱοθετήσει ὁ σοφός ἃγιος.
Ἀλλά εἶναι φανερό ὃτι ὁ ἃγιος ἀναφέρεται
γενικά σέ ὃλους τούς κανόνες πού ἐμπεριέχουν τά ἐπιτίμια αὐτά, τά ὁποῖα λέγει
«κατά τήν γραμματικήν τέχνην, εἶναι
τρίτου προσώπου προστακτικοῦ μή παρόντος. Εἰς τό ὁποῖον, διά νά μεταδοθῇ ἡ
προσταγή αὓτη, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται νά εἶναι δεύτερον πρόσωπον παρόν»(3).
Τοῦτο ἰσχύει καί «περί τῶν δι’ ἀτομικῶν
σφαλμάτων παραβαινόντων τούς κανόνας» καί «περί τῶν ἐγκληματούντων εἰς βάρος τοῦ συνόλου τῶν χριστιανῶν καί
σκανδαλιζόντων τά συνειδήσεις τῶν πιστῶν...»(4). Καί συνεχίζων ὁ ἃγιος ἀναφέρεται
στήν συνέπεια πού ἐπιφέρει ἡ μή ἐκτέλεση τῆς προσταγῆς τῶν κανόνων λέγων ὃτι, «ἂν ἡ σύνοδος δέν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τήν
καθαίρεσιν τῶν ἱερέων, ἢ τόν ἀφορι-σμόν, ἢ ἀναθεματισμόν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς
αὐτοί, καί οἱ λαϊκοί, οὒτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὒτε ἀφωρισμένοι ἢ ἀναθεματισμένοι»(5).
Πιό κατατοπιστικός εἶναι ὁ τά ἲδια φρονῶν μέ
τόν ἃγιο Νικόδημο, λόγιος μοναχός Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης μέ τά ἑξῆς· (μτφρ. ἡμ.)
«Ὃταν τά προστακτικά δηλώνουν προσταγή ἐπί
τρίτου προσώπου μή παρόντος, κατ’ ἀνάγκην πρέπει νά παραλαμβάνεται δεύτερο
πρόσωπο γιά νά μεταδώσει τήν προσταγή· ἐάν ὃμως δέν παραληφθεῖ τό δεύτερο
πρόσωπο θά εἶναι ἀσύστατη ἡ προσταγή ἐπί τοῦ τρίτου. Σύμφωνα μέ αὐτά λοιπόν καί
γιά τούς ἱερούς κανόνες παραλαμβάνονται, ὡς πρῶτο πρόσωπο, οἱ διορίσαντες
τούς ἱερούς τούτους κανόνες, ὡς δεύτερο, ἐκεῖνοι πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνεται
ὁ λόγος, ...δηλαδή τούς ἱεράρχες πού θά ἐκδικάσουν κατά τούς νόμους, καί τρίτο,
οἱ ὑπεύθυνοι περί τῶν ὁποίων προστάζουν οἱ νόμοι. Ἑπομένως τά ἱερά διατάγματα
διατηροῦν μέν τό κῦρος τους ἀναλλοίωτο, ἀσφαλῶς ὃμως δέν ἐνεργοῦν ἀπό μόνα τους
αὐτομάτως, ἀλλ’ ἐπειδή εἶναι πρός τρίτα πρόσωπα ἡ προσταγή τους, γι’ αὐτό χρειάζεται
καί τό δεύτερο πρόσωπο νά τήν διαδεχθεῖ, νά τήν μεταδώσει, καί τότε βέβαια νά ἐνεργήσει
τήν προσταγή τοῦ πρώτου στά τρίτα πρόσωπα. Ἒως ὃτου ὃμως τό δεύτερο πρόσωπο δέν
ἐνεργεῖ ἐπί τοῦ τρίτου προσώπου τήν προσταγή τοῦ πρώτου, δέν ἐνοχοποιεῖται ἐνεργείᾳ
ἓνεκα τῆς προσταγῆς τοῦ πρώτου προσώπου, δηλαδή τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ποινῆς.
Παρομοίως καί οἱ διά χρημάτων(6) ἐγκατεστημένοι κληρικοί (σιμωνιακοί), ἓως ὃτου
δέν ἐκδικασθοῦν σύμφωνα μέ τούς κανόνες ἀπό τούς ἐκδίκους ἱεράρχες καί νά
καθαιρεθοῦν, δέν ὑστεροῦν τοῦ νά εἶναι ἱερεῖς, ἓνεκα τῆς ἐκ τῶν νόμων ποινῆς
καί μόνο, ἒστω καί ἐάν δέν εἶναι ἓως τότε ἀπαλλαγμένοι ἐκ τῆς ἐνοχῆς τους· ἀφήνω
νά λέγω, ὃτι τά προστακτικά ἒχουν τήν σημασία τους, σέ μέλλοντα χρόνο καί ὂχι ἐνεστῶτα».
Ὁ δέ ἀκαταμάχητος ἃγιος Χρυσόστομος ἀποφαίνεται
ὃτι «μή διεκδικούμενοι ἀργοῦσιν οἱ
νόμοι». Πῶς ὃμως διεκδικοῦνται οἱ νόμοι; Λέγει ὁ Νεόφυτος. «Τό προστατικό ὓφος ἐπί τῶν Κανονικῶν
Διαταγμάτων ἒχει κυρίως καί ἀποφασιστικῶς ἀπό τό πρῶτο πρόσωπο ἰδιότητα
προτρεπτική αὐτή καθ’ ἑαυτή τήν προσταγή· δηλαδή τήν πράξη τῆς δίκης τήν ἀναθέτει
στό δεύτερο πρόσωπο πρός τό ὁποῖο καί ἀποτείνεται». Καί πάλι στό «...ἒστω σοι ὣσπερ ὁ ἐθνικός καί ὁ
τελώνης» παραλαμβάνεται ὡς δεύτερο πρόσωπο, τό ὂργανο τῆς Ἐκκλησίας πρός τό
ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ θεῖος λόγος (γιατί
λέγει, «ἐάν καί τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ») γιά νά ἀνακοινώσει καί νά ἐφαρμόσει
τό προστασσόμενο. Γιατί ὂχι ἁπλῶς, ἀλλά θά πρέπει νά προηγηθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ ἐκκλησιαστική
καταδίκη, τήν ὁποία κατά τήν γνώμη τους θά ἐπιφέρουν οἱ ἁρμόδιοι τῆς Ἐκκλησίας
πρός ἐκδίκαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων (δηλ. ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων),
καί τότε στή συνέχεια θά μπορεῖ νά εἶναι γιά ἐμᾶς ὁ παρακούσας αὐτῆς τῆς
συνόδου «ὡς ὁ ἐθνικός καί ὁ τελώνης... Ὣστε ἡ καθαιρετική φωνή τῶν ἱερῶν
κανόνων χωρίς συνεργοῦ, ὁπωσδήποτε ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά καθαιρέσει ἐκεῖνον
τόν ὑπόδικο, ἓνεκα τῆς ἐν δυνάμει ἰσχύος αὐτῆς πρός καθαίρεση.
Εἶναι
φανερό λοιπόν «ὃτι τά καθαιρείσθω, ἀφοριζέσθω, ἀνάθεμα ἒστω, κ.ἂ. εἶναι
προστακτικά ἀποβλέποντα πρός τούς παρανομήσαντες, ὡς πρός τρίτα πρόσωπα καί ἀποτείνονται
πρός τούς ζῶντες ἐπισκόπους, τούς ἁρμοδίους διεκδικητές τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων,
(διά συνόδου τοπικῆς ἢ μείζονος, ἀνάλογα μέ τήν εὐρύτητα τῆς ἐξ αὐτῶν διαταραχῆς
στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας), ὡς πρός δεύτερο πρόσωπο. Οἱ ὁποῖοι ἐπίσκοποι ἐάν
δέν ἐνεργήσουν σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού τούς δόθηκε καί παραμελεῖται ἡ πράξη
τῆς καθαιρέσεως ἢ τοῦ ἀφορισμοῦ, παραμένουν τά ἐπιτίμια ἀνενέργητα. Γιατί
λέγει «ὃσα ἂν δήσητε ἒσται δεδεμένα». Πῶς γίνεται ὃμως νά εἶναι «δεδεμένα» τά
σχετικά μέ τούς ὑποδίκους ἐπιτίμια χωρίς νά ὑπάρχει κανείς ὁ ὁποῖος θά δέσει
(ἐπιτιμήσει) αὐτούς;»(7).
Ὃμως ἐνιστάμενος ὁ συγγραφέας καί ἐπιμένων
λέγει ὃτι «περί τῶν τοιούτων (δηλ. τῶν
καινοτόμων Ἀρχιερέων) ἀπεφάνθη ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἁγία Σύνοδος, εἰποῦσα ὃτι: «Τοῦτον
ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ΗΔΗ ΑΛΛΟΤΡΙΟΝ ΕΚΡΙΝΕ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»(8)(sic).
Μία τέτοια θεωρία ἀντιλαμβάνεται κανείς ὃτι ἀνατρέπει
τό ἒργο τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ὂχι αὐτό τό συνοδικό
σύστημα. Ὃτι παραθεωρεῖ τό ὂργανο τῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖο ἒχει τήν ἀποστολή νά
θριαμβεύει τήν ἀλήθεια ἒναντι τῆς πλάνης νά ἀναθεματίζει αὐτήν καί νά ἐξαποστέλλει
μετ’ αὐθεντίας τούς ἐπιμένοντας αἱρετικούς ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Δύο εἶναι τά σκεωρήματα τοῦ ἐπιμελητοῦ τῆς
θεωρίας. Ἐλπίζουμε καί εὐχόμαστε νά ἒγιναν ἐκ συναρπαγῆς. Πρῶτο, ὃτι περιέκοψε
τόν κανόνα, ἐμφανίσας μόνο τά κατ’ ἐπίτασιν
συμφέροντα πρός τόν σκοπό του σημεῖα. Δεύτερο, ὃτι περιάγων ὃλους τούς ἱερούς
κανόνες ἂφησε τήν συντριπτική πλειονότητα αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ὂντες τοῦ αὐτοῦ
πνεύματος καί ἒχοντες φανερό προστακτικό χαρακτῆρα, δέν συνηγοροῦν πρός τόν
σκοπό του καί «εὑρών λῆμμα τι» εἰς
τόν Α΄ Ἀντιοχείας «κρεμάστηκε» ἀπό αὐτό γιά νά περισώσει τόν σκοπό του. Ἀλλά πῶς
εἶναι δυνατόν οἱ ἱεροί κανόνες νά ἀντιμάχονται ἀλλήλους ἐφ’ ὃσον πάντες
συντάχθηκαν ἀπό τούς ἁγίους συνοδικούς πατέρες, ὑπό ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ
Πνεύματος φωτιζόμενοι; Ὁ ἀποδεικτικός αὐτός τρόπος ὃμως, μέ περικεκομμένα λήμματα μπορεῖ μέν νά
συντελεῖ πρός τό ἲδιο συμφέρον, πλήν ὃμως λυμαίνεται τό σύμφωνο πνεῦμα τῶν ἱερῶν
κανόνων, μᾶλλον δέ τόν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐργαζόμενο, γιατί οἱ κανόνες ποτέ
δέν διαπίπτουν.
Ἡ ὑπόθεση στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Α΄ Ἀντιοχείας
εἶναι γιά τήν ἀθέτηση τοῦ Πασχαλίου ὃρου τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, τῆς μόλις
πρό 16ετίας συνερχομένης, ὃπου οἱ μή δεχόμενοι τόν ὃρο τῆς μεγάλης συνόδου,
δικαίως καί ἐπιτιμοῦνται κατ’ ἐπίτασιν
ὑπό τῆς τοπικῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας· «εἰ
ἐπιμένειεν» λέγει «φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι
πρός τά καλῶς δεδογμένα». Ἀλλά τό κατ’
ἐπίτασιν τοῦτο λῆμμα δέν εἶναι ἂλλο
παρά φόβητρο καί οὐδέποτε μπορεῖ νά νοηθεῖ ὃτι ὁ ἀθετῶν κληρικός τόν ὃρο τοῦ
Πάσχα ἐξέρχεται αὐτομάτως τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή χωρίς διαδικαστική ἀπόφαση ὑπό
τῆς προϊσταμένης του ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, σάν νά εἶναι ὁ Α΄ κανόνας τῆς τοπικῆς
αὐτῆς συνόδου τό δεύτερο πρόσωπο ἢ ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων, πού ἐκδικάζει
τόν παραβαίνοντα τόν ὃρο.
Ἂμεση συνέπεια λοιπόν τοῦ προστακτικοῦ χαρακτῆρα
τῶν κανόνων εἶναι ὃτι τά ὁριζόμενα σχετικά ἐπιτίμια ἑπί Κανονικῶν παραβάσεων, προϋποθέτουν
τήν ὓπαρξη ἁρμοδίου δικαστικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας. Τό ὁποῖο καλεῖται νά
φέρει εἰς πέρας τήν προσταγή τῶν κανόνων, δηλαδή τῶν συνόδων ἢ πατέρων πού
συνέταξαν τούτους, διά τῆς ἐπιβολῆς τῆς προβλεπόμενης ποινῆς γιά κάθε ἀξιόποινη
πράξη στούς παραβάτες αὐτῶν τούτων τῶν ἱερῶν κανόνων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πηδάλιον. Ὑποσημ.
2 τοῦ γ΄ ἀποστ. κανόνος. σελ.5.
2. Ἡ συμφωνία τῶν ἁγίων πατέρων περί τοῦ τρόπου ἀποδοχῆς αἱρετικῶν.
Σεβ/του Μακαρίου 2004. σελ.54.
3. Πηδάλιον.
Προλεγόμενα. Ἀξίωμα δέκατον.
4. Ἡ συμφωνία τῶν ἁγ. πατέρων...
σελ.57.
5. Πηδάλιον. σελ.5. (ἒκδ.
Παπαδημητρίου).
6. Ἐδῶ ὁ Νεόφυτος άναφέρεται στήν
Κανονική ἐπιστολή τοῦ ἁγ. Πατριάρχου Κων/πόλεως Γενναδίου (ε΄ αἱών), στό σημεῖο·
«Ἒστω τοίνυν καί ἒστιν ἀποκήρυκτος, καί πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καί
λειτουργίας ἀλλότριος, καί τῇ κατάρᾳ τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος, ὃτε ταύτην κτᾶσθαι
διά χρημάτων οἰόμενος, καί ὁ ταύτην παρέχειν ὑπισχνούμενος, εἲτε κληρικός, εἲτε
λαϊκός εἲη, κᾂν ἐλέγχοιτο, κᾂν μή ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν». Ὁ δέ θαυμάσιος ἃγιος
Νικόδημος ἐπί τούτου σχολιάζει ἐπιστομίζοντας τούς νεώτερους ἑρμηνευτές·
«Μερικοί ἱεροκατήγοροι οἱ λέγοντες, ὃτι τώρα δέν εἶναι Ἱερωσύνη, μέ τό νά
χειροτονοῦνται οἱ περισσότεροι μέ ἀργύρια, ἐπιστηρίζονται εἰς τά λόγια ταῦτα τοῦ
Ἁγίου, καί λέγουν, ὃτι ὂχι μόνον λέγει ὁ Ἃγιος, καί ἡ περί αὐτόν Σύνοδος, ἂς ᾖναι
ἀπόβλητος ὁ τοιοῦτος, παρά τῆς Συνόδου δηλ. διά προστακτικοῦ ρήματος ὁμιλῶν, τό
ὁποῖον χωρίς μεσιτείαν τοῦ β΄ προσώπου εἶναι ἀσύστατον κατά τούς γραμματικούς,
ἀλλά προσθέτει καί τό, ἀπόβλητος, καί χωρίς νά καθαιρεθῇ δηλαδή ἀπό ἂλλους. Ἀλλά
ἀκουσάτωσαν, ὃτι τό μέν ἂς ᾖναι (ἒστω),
ἐννοεῖται, ὃτι νά γένῃ ὁ τοιοῦτος ἐνεργείᾳ
καί κατά τήν ποινήν ἀπόβλητος παρά τῆς διεκδικούσης Συνόδου τούς θείους
Κανόνας, τό δέ εἶναι (ἒστιν), ἐννοεῖται, ὃτι εἶναι ἀπόβλητος δυνάμει καί κατά τήν ἐνοχήν· ἐπειδή, ἂν
καί τά δύω ἦσαν ταὐτοσήμαντα, τό ἂς ᾖναι, τί ἐχρειάζετο καί τό εἶναι; ἢ τό εἶναι,
τί ἐχρειάζετο καί τό ἂς ᾖναι; καί τό μέν, μέλλοντος, τό δέ, ἐνεστῶτος, καί διά
τοῦτο ἐναντία ὂντα ἀλλήλοις; Πλήν ταῦτα λέγοντες, οὐδέ ἐκεῖνο σιωποῦμεν, ὃτι ἀληθῶς
φοβερόν εἶναι εἰς τούς ἐπί χρήμασι χειροτονοῦντας καί χειροτονουμένους, τοῦτο ὁποῦ
λέγει ἐδῶ ὁ Ἃγιος ἀποφαντικῶς καί ὁριστικῶς, ὃτι εἶναι ἀμέσως ἀπόβλητοι οἱ
τοιοῦτοι τῆς Ἱερωσύνης». Καί «Ὃρα ὃτι ζῆλον ἒχων πολύν ὁ Ἃγιος νά ἐκριζώσῃ τελείως τό κακόν εἶπε, τό κᾂν
φανερωθῇ, κᾂν δέν φανερωθῇ. Ὁ γάρ β΄ τῆς δ΄ ὃν ἀνέφερεν ἀνωτέρω, ἒχει· «Ὁ τοῦτο
ἐπιχειρήσας (τήν Σιμωνίαν δηλ.) καί ἐλεγχθείς, κινδυνευέτω περί τόν οἰκεῖον βαθμόν».
(Πηδάλιον. σελ.696)
7. Τό κείμενο τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου
ἀπό τό ὁποῖο ἒγινε ἡ ἀπόδοση τοῦ ἀποσπάσματος εἶναι τό «Περί τοῦ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ
τῶν Ἱερῶν Κανόνων». (Ἐπιτομή Ἱερῶν Κανόνων. Ἀπάνθισμα. Ἐκδ. ΑΣΤΗΡ. σελ.167. Ἐπιμέλεια
Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου.)
8. Ἡ συμφωνία... σελ. 57.
(Συνεχίζεται)
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου