ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
Ἡ
ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πλήρωμα καί τό κόσμημα ὅλων τῶν
Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Εἶναι τό πλήρωμα τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ
σχεδίου τῆς σωτηρίας μας πού πραγματοποίησε ὁ ἐνσαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τά περί τῆς θείας Ἀναλήψεως
τοῦ Κυρίου ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος πληροφορούμαστε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί
συγκεκριμένα ἀπό τήν ἀναφορά στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ καί στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.[1] Ὑπάρχει ὡστόσο
καί σύντομη ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μᾶρκου. Σύμφωνα λοιπόν μέ τή Γραφή, ὁ
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε
πολλές φορές στούς Μαθητές Του, πραματοποίησε τήν τελευταία ἐμφάνιση στό Ὄρος τῶν
Ἐλαιῶν, ὅπου, κατά τήν εὐαγγελική διήγηση «μετά τό λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν
καί ἐκάθισεν έκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ»[2]. Οἱ Μαθητές
τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου, παρά τόν ἀποχωρισμό τους ἀπό Ἐκεῖνον καί τόν ἀπορφανισμό
τους, ἐπέστρεψαν στην Ἱερουσαλήμ «μετά
χαρᾶς μεγάλης». Ἡ χαρά τῶν Ἀποστόλων ὀφείλεται στήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου
περί τῆς παροχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Τό διατυπώνει τό Ἀπολυτίκιο
τῆς Ἐορτῆς: «χαροποιήσας τούς Μαθητάς, τῇ
ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί στίς Πράξεις τονίζεται ἡ ἐνίσχυση τῶν Ἀποστόλων
ἀπό τόν Παράκλητο πού θά ἔρθει κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «ἀλλά λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς».[3] Ἡ δέ ἐσχατολογική
προσδοκία τῆς ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους
οἱ Ἀπόστολοι («ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν,
πορευόμενον εἰς οὐρανόν»[4]), ὑπῆρξε
ἀκόμη μία ἀφορμή χαρᾶς, παρά τόν κατά τά φαινόμενα χωρισμό τους ἀπό τόν Διδάσκαλο
Χριστό.
Στήν Ἀνάληψη πραγματοποεῖται ἡ
πληρότητα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση, δοξαζόμενη στό
Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀχωρίστως ἐνωμένη μέ τήν θεία φύση. Καί εἶναι
γεγονός ὅτι «εἰς τήν Ἀνάληψιν περατοῦται ἡ κίνησις ἐπιστροφῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Λόγου ἐκ τοῦ ἀβολίστου βάθους τοῦ τάφου καί τοῦ Ἅδου πρός τόν Πατέρα,
διερχομένη ἀπό τήν Ἀνάστασιν».[5] Ὅλο τό
ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν Ἐνανθρώπηση μέχρι τήν Ἀνάληψη,
παρουσιάζει διπλή κίνηση: ἀπό ἐπάνω πρός τά κάτω καί ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω.
Θεολογικά αὐτό ἐκφράζεται μέ τίς ἑξεῖς ἀντιθετικές λέξεις πού περιέχουν τά
βιβλικά καί πατερικά κείμενα: κάθοδος
καί ἄνοδος, συγκατάβαση καί ἀνύψωση, κένωση καί δόξα.[6]
Τήν συνεχῆ κίνηση τῆς
καθόδου, τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκούσιας ταπεινώσεως καί συγκαταβάσεώς
Του ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ κένωση φθάνει «μέχρι σταυροῦ καί θανάτου», ὅπου
καταργεῖται ὁ θάνατος ἀπό Αὐτόν ὁ Ὁποῖος κατεβαίνει «εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς», ἀφοῦ κατά τόν Παύλο «ὁ καταβάς αὐτός ἐστί και ὁ ἀναβάς»[7]. Ἐκεῖ συντρίβεται τό κράτος τοῦ διαβόλου μέ
τήν ἐξουσία τοῦ Παντοδυνάμου Λόγου, τόν Ὁποῖον, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία τοῦ Μ.
Σαββάτου, βλέπει ὁ Ἅδης «κατάστικτον τοῖς
μόλωψι καί Πανσθενουργόν»[8].
Καί στή συνέχεια συντελεῖται ἡ «διάβασις», τό ἀληθινό Πάσχα, ἡ μετάβασις ὅλων
μας «ἐκ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός
οὐρανόν» μέ τήν ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού συνανιστᾶ «παγγενῆ τόν Ἀδάμ». Ἀπό ἐκεῖ πλέον ἐγκαινιάζεται
ἡ ἀντίστροφη κίνηση, ἡ «ἐν Δόξῃ» ἄνοδος
τοῦ Κενωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά φθάσει στήν ἔνδοξο Ἀνάληψη, ὁλοκληρώνοντας
τό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ὑποσχόμενος τήν Κάθοδο τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας
Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά ἔρθει γιά νά συνεχίσει ὡς «ἄλλος Παράκλητος» τό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ
τῶν πιστῶν μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ
Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἄν καί εἶναι γεγονός ἱστορικό, ἀφοῦ πραγματοποιεῖται ἐν τόπῳ
καί χρόνῳ, ἐντούτοις ἀπό τήν Ἐκκλησία κατατάσσεται στά δόγματα τῆς Πίστεώς μας καί περιλαμβάνεται στό Σύμβολο της, λόγῳ τοῦ
ὑπερφυσικοῦ χαρακτῆρα της.
Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς
μέ τό τεθεωμένο σῶμα ὅπως διδάσκει ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶναι ὁ πρῶτος
καί μοναδικός πού τό ἔκανε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης
μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς
τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».[9] Ὡστόσο, ὅμως,
στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε καί ἄλλον νά ἀναλαμβάνεται
στόν οὐρανό, τόν Προφήτη Ἠλία. Πῶς αὐτό συμβιβάζεται μέ τό «οὐδείς» πού εἶπε ὁ
Κύριος; Ὑπάρχει ἡ ἐξήγηση μέσα ἀπό τά ἴδια τά βιβλικά κείμενα. Γιά τόν ζηλωτή Προφήτη
ἡ Γραφή λέγει ὅτι «ἀνελήφθη ἐν συσσεσμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν».[10] Γιά τόν
Θεάνθρωπο Χριστό λέγει ὅτι «ἀνελήφθη εἰς τόν οὐρανόν». Ἡ πρόθεση «ὡς» δηλώνει τήν διαφορά, καθότι ὁ Ἠλίας
δέν μετέβη ἀκριβῶς στόν οὐρανό, ἀλλά ἔτσι ἐφάνη καί βρίσκεται σέ «χῶρο» πού
γνωρίζει μόνο ὁ Κύριος, μέχρι λίγο πρίν
τήν Β΄ ἔνδοξο Παρουσία, ὁ πύρινος Προφήτης
θά ἐμφανιστεῖ καί θά κηρύξει στόν κόσμο τήν μετάνοια. Σύμφωνα μέ τήν πατερική
Διδασκαλία, ἡ ἀνάληψη τόσο τοῦ Ἡλία, ὅσο καί ἄλλων προσώπων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, εἶναι κατά κάποιον τρόπο
μία μετάθεση πού τούς ἀνύψωσε μέν
ἀπό τή γῆ, ἀλλά δέν τούς ἔβγαλε ἔξω ἄπό αὐτήν. Ἦταν μία «οἷον τις μετάθεσις», ὅπως θα γράψει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.[11] Δηλαδή,
κανείς ἀπό τούς κοινούς θνητούς πού ἀνελήφθησαν δέν ξεπέρασε τήν περίγεια ἀτμόσφαιρα.
Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μετά τοῦ σώματος τό ὁποῖο εἶχε λάβει ἀπό τήν Παναγία
καί τό ὁποῖο ἐθέωσε.
Στήν
παρούσα ἀναφορά θά ἐπισημανθεῖ ἐπίσης ὅτι ἀπό ἀνθρωπολογικῆς ἀπόψεως ἡ εἰς οὐρανούς
θεία Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μετά τοῦ τεθεωμένου σώματος εἶναι κάτι πολύ σπουδαίο,
καθότι δείχνει τό γεγονός τῆς ἀνυψώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν
Θεάνθρωπο Χριστό, καί τῆς θεώσεώς της.
Ἔτσι, ἡ ἀξία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φαίνεται στή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως
τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐνδύεται ὁ ἐπίσκοπος τήν Ἀρχιερατική του στολή, καί συγκεκριμένα
ὅταν φοράει τό μεγάλο ὠμοφόριο, λέγεται μιά εὐχή ἡ ὁποία ἐκφράζει αὐτή τήν
θεολογική πραγματικότητα πού καλεῖται νά διακονήσει ὁ εἰς τύπον καί τόπον
Χριστοῦ ἱστάμενος ἀρχιερεύς καί νά καταστεῖ μιμητής τοῦ Μεγάλου Ποιμένος, Ἰησοῦ
Χριστοῦ. : «ἐπί τῶν ὤμων Χριστέ τήν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν ἀναληφθείς τῷ Θεῷ καί
Πατρί προσήγαγες». Θά πρέπει ἐν
προκειμένῳ νά σημειώσουμε ὅτι τό ὠμοφόριο
πού φορεῖ ὁ ἀρχιερεύς παραπέμπει στήν παραβολή τοῦ «Καλοῦ Ποιμένος», ὁ ὁποῖος
παίρνει στούς ὤμους του τό πλανηθὲν πρόβατο γιά νά τό σώσει. Τό ὠμοφόριο
συμβολίζει ἀκριβῶς αὐτό τό πρόβατο, τήν πτωτική ἀνθρωπότητα την ὁποία ἀνέλαβε ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του καί τήν ὁποία ἀνύψωσε στόν οὐρανό καί
θέωσε Οἱ σχετικοί ὕμνοι τῆς Δεσποτικῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως ἐκφράζουν αὐτή τήν
πραγματικότητα. Ἕνα τροπάριο λ.χ. τοῦ Κανόνος στόν Ὄρθρο τῆς Ἑορτῆς λέγει: «Τὴν
φύσιν τῶν ἀνθρώπων Χριστέ, φθορᾷ πεσοῦσαν ἐξανέστησας, καὶ τῇ ἀνόδῳ σου ὕψωσας,
καὶ σαυτῷ ἡμᾶς ἐδόξασας».[12].
Καί στό Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινοῦ ψάλλουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «τήν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας,
τῷ Πατρί συνεκάθισε».
Ἡ
Ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ἔχει μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα γιά τήν ὀρθόδοξη
πνευματική ζωή τῶν Χριστιανῶν. Καί τοῦτο διότι συνδέεται μέ τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ ὀποία ἀποτελεῖ τή στοχοθεσία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Θέωση εἶναι «ἡ προς Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις», ὅπως
τονίζουν οἱ Πατέρες μας.[13]
Ἡ θέωση, βεβαίως, δέν παράγεται ἀπό τόν κτιστό, πεπερασμένο καί πτωτικό ἄνθρωπο!
Εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ὑπό προϋποθέσεις, ὅταν αὐτός
«ἀνοιχτεῖ» πρός τόν Θεό καί περάσει ἀπό τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆ, δηλαδή ἀφοῦ
καθαρθεῖ καί φωτιστεῖ. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχή τῆς Ἱστορίας
προσπάθησε νά θεωθεῖ ἀλλά ἀπέτυχε, διότι ἀρνήθηκε τόν Θεό. Αὐτό ὅμως πού δέν
κατόρθωσε αὐτός μέ τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός μέ τήν Ἐνσαρκη
παρουσία του στόν κόσμο. Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐκφράζει πολύ χαρακτηριστικά ἕνας
ὕμνος (Δοξαστικόν) ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου: «Ἐψεύσθη
πάλαι Ἀδάμ, και θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν. Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τόν
Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία
Θεοτόκο καί τήν θέωσε. Ἀξίζει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα
Θεάνθρωπο Χριστό δέν ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς στήν κατάσταση πού βρισκόταν
πρίν τήν πτώση του, ἀλλά ὁδηγεῖται πολύ ψηλότερα.
Ἡ νέα αὐτή κατάσταση φανερώνεται μέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάληψη, ὅπως ἄλλωστε
καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποτελεῖ προσωπική ὑπόθεσή Του, ἀλλά φανέρωση τῆς δόξας τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ἡ
Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν κοσμική ἀναγκαιότητα
καί τήν ἀνύψωσε στή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.[14]
Τώρα πλέον ὅπου ὁ «καταβάς» καί μετά
σώματος «ἀναβάς» Θεάνθρωπος Κύριος πραγματοποίησε ἀντικειμενικῶς τήν σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου, θεώνοντας την φύση του, πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ, νά
«ἀνοιχτεῖ» καί νά «ἀναχθεῖ» πρός τόν Θεό. Αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὅλη
πνευματική ζωή ὅπως λέμε, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά «φρονεῖ τά ἄνω[15]»
ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του καί ὅπως ἡ
θεία Εὐχαριστία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προτρέπει:
«Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Καλεῖται νά ζεῖ εὐχαριστιακά, πνευματικά,
προσευχητικά καί μετανοητικά, κατά Θεόν, νά «συνεργάζεται» μέ τόν Θεό,
προκειμένου νά ὁδηγηθεῖ στήν προσωπική του χαρισματική θέωση. Καί αὐτή ἡ
μακαρία κατάσταση τῆς θεώσεως, ἔρχεται ὡς καρπός τῆς ὁμοιώσεώς του, ὅσο εἶναι
δυνατόν, μετά τοῦ Θεοῦ, τῆς διατηρήσεως τοῦ «κατ᾿
εἰκόνα» καί τῆς πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿
ὁμοίωσιν». Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν θέλει, μπορεῖ νά γίνει κοινωνός τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ὅπως
σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλμᾶς.[16]
Πολλά ἀκόμη θά μπορούσαν νά παρατεθοῦν
ὡς θεολογικά ἐδέσματα ἀπό τήν πατερική Διδασκαλία περί τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως
τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀρκούμαστε στά ὅσα ἀναφέρθησαν. Θά περατώσουμε τήν παρούσα ἀναφορά
μας μέ τό Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τήν θεολογία αὐτῆς.
«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γης ἐνώσας
τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξη, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν
χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσι σε∙ Ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ᾿ ὑμῶν».
ΜΑΙΟΣ 2015
[1] Λκ. κδ΄, 50, Πρ. α΄, 1-11.
[2] Μρκ. ιστ΄, 19
[3] Πρ. α΄, 8.
[4] Τροπάριον τῆς Λιτῆς.
[5] Ἀνδρέα Θεοδώρου, περί τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς Ἀναλήψεως
εἰς ΘΗΕ, 2, 501.
[6] ΘΗΕ, 2,
500.
[7] Ἐφ. 4, 10.
[8] Βλ. Κανόνα Ὄρθρου
Μ. Σαββάτου, Ὠδή Δ΄.
[9] Ἰω. γ΄, 13.
[10] Βασ. Β΄, 11.
[11] Βλ. Ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ, 10,
24. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς
Γεν. τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 311.
[12] Τροπάριον Γ΄ Ὠδῆς τοῦ Α΄Κανόνος.
[13] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 3, MPG. 3, 376 Α.
[14] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική
ήθική, 2΄, 2003, σελ. 677.
[15] Κολ. 3, 2.
[16] ΕΠΕ, 10, 29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου