Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ δευτέρου κατὰ σειρὰ ἑορτασμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας (Κυριακὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾷ - τοῦ παπομάστιγος καὶ γνησίου προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ πλείστων αἱρέσεων καὶ πλανῶν - μὴ λησμονοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι καὶ στὸ "Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας" ἀναφέρονται καὶ τὰ τῆς ἐποχῆς του) καὶ ἐξ ἀφορμῆς τῶν ποικίλων πειρασμῶν καὶ ἀντιδάσεων ποὺ ἀνακύπτουν στοὺς ἑνωτικοὺς διαλόγους στὸν ὀρθόδοξο χῶρο τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου, δημοσιεύουμε τὴν κάτωθι ἐπιστολὴ, μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα νὰ προκύψῃ μόνον ὠφέλεια.
Προλογίζοντας, πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὸ παρὸν
ἄρθρο δὲν θὰ ἀναφερθῶ σὲ Οἰκουμενιστὲς, καθ’ ὅτι αὐτοὶ ἤδη ἑορτάζουν Κυριακὴ
τῆς «Ὀρθοδοξολογίας», ὁμιλοῦντες καὶ μόνον περὶ Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ στὴν πράξι τὴν
ἔχουν προδώσει καὶ ἀπεμπολήσει πρὸ πολλοῦ. Θὰ μιλήσουμε γιὰ ὅλους ἐμᾶς, οἱ
ὁποίοι νοιώθουμε ὀρθόδοξοι, καὶ πολλοὶ περισσότερο γιὰ ἐμᾶς οἱ ὁποίοι νοιώθουμε
ὑπερ-ὀρθόδοξοι…
«Μισθὸς τῆς ἐγκρατείας ἡ ἀπάθεια… καὶ ἡ
ἀπάθεια τίκτει τὴν διάκρισιν» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, κεφάλαια ἀγάπης, α΄
ἑκατοντάς).
Ἰδοὺ, λοιπὸν, ἕνα πνευματικὸ ἀξίωμα: γιὰ νὰ
φθάσῃ κανεὶς στὴν διάκρισι καὶ νὰ ἔχη «νοῦν Χριστοῦ», ὥστε νὰ διακρίνῃ ἀλανθάστως
(καὶ χωρὶς νὰ ἐκπίπτῃ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον) τὰ ἀνακύπτοντα κάθε ἐποχὴ
ζητήματα (στὴν ἐποχή μας π.χ.: κίνδυνοι ἀπὸ τὰ ἠλεκτρονικὰ συστήματα, πλάνες
περὶ εἰκόνων καὶ θείας κοινωνίας, ἀναγνώρισι ἢ μὴ μυστηρίων καὶ ἁγίων σὲ ὅσους
δὲν ἀνήκουν στὴν Σύνοδο ποὺ ἕκαστος ἀνήκει– εἴτε νέου ἡμερολογίου εἴτε παλαιοῦ,
καὶ ἄλλα), πρέπει νὰ ἔχῃ, ἀπαραιτήτως,
διέλθῃ ἀπὸ τὰ στάδια τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἀπαθείας. Ἐὰν δὲν συμβαίνῃ αὐτό, ἡ
ὑποτιθεμένη διάκρισίς μας σίγουρα χωλαίνει. Καὶ ἂν ἀντιτείνῃ κάποιος ὅτι ἔχομε
τοὺς ἁγίους πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐξηγοῦν ἀρκούντως αὐτὰ τὰ ζητήματα, καὶ ὅτι
ἐμεῖς κατανοοῦμε τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων, καθ’ ἣν στιγμὴν, ὅμως, δὲν ζοῦμε κατὰ
τὸν βίον τῶν Πατέρων, προφανῶς αὐτοαπατώμεθα. Διακατεχόμεθα μᾶλλον ἀπὸ
αἰσθήματα ἐπάρσεως, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκπέσουμε τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον (καὶ
τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας, κάποιες φορές), καθ’ ὅτι τοὺς κρίνουμε ὡς πλανεμένους,
ἀθεολογήτους, ἀνοήτους, μακράν του πνεύματος τῶν Πατέρων. Ἐὰν πάλιν ἀντιτείνῃ
κανεὶς ὅτι δὲν ἐκπίπτουμε, τοιουτοτρόπως σκεπτόμενοι, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν
πλησίον, ἂς διαβάσουμε τὰ κεφάλαια ἀγάπης τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὁμολογητοῦ καὶ
ἄλλους πατέρες καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν Ἁγίαν Γραφήν, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ βάθος
τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ τὸ πόσον εὐκόλως ἐκπίπτομεν αὐτῆς, ἐὰν ἀγωνιζώμεθα νὰ
τὴν κατακτήσουμε. Ἐάν, τέλος, ἀντιτείνῃ κάποιος ὅτι αὐτὰ εἶναι «ἀγαπολογίες»
καὶ θυμίζουν οἰκουμενιστές, δὲν μπορῶ νὰ ἀπαντήσω, γιατί, ἴσως, δὲν θὰ ἔχῃ νόημα.
Ἐπαναλαμβάνω, ὅτι ὁμιλοῦμε ἐδῶ γιὰ θέματα
στὰ ὁποῖα ὑπάρχει διχογνωμία, μὲ ἐπιχειρήματα καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές. Δὲν
ὁμιλοῦμε γιὰ λυμένα θέματα πίστεως. Δὲν ὁμιλοῦμε γιὰ δόγματα καὶ ἱεροὺς
κανόνες. Ὁμιλοῦμε γιὰ ζητήματα ποὺ ἀνέκυψαν στὴν ἐποχή μας καὶ δημιούργησαν
ταραχὴ στοὺς πιστούς. Ὅπως τὸ ζήτημα τῆς ἀπωλείας ἢ μὴ χάριτος στοὺς
οἰκουμενιστὲς ἢ καὶ τοὺς κοινωνοῦντες μὲ αὐτούς. Ἢ τὸ θέμα τῶν ἠλεκτρονικῶν
συστημάτων καὶ τὸ κατὰ πόσον κάποια ἀπὸ αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν ψυχικῶς
(ὕπαρξις 666, κατάργησις αὐτεξουσίου). Τέτοια ζητήματα, κατὰ τὴν κενόδοξη γνώμη
μου, ἀπαιτοῦν στὶς ἑρμηνεῖες μας ἕνα «ἴσως», ἕνα «νομίζουμε ὅτι». Οἱ ἀπόλυτες
διατυπώσεις, ἐὰν δὲν ὑπάρχουν οἱ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τῆς ἐγκρατείας καὶ
ἀπαθείας (καί, ἑπομένως, τοῦ θείου φωτισμοῦ), στεροῦνται διακρίσεως, καὶ
ἑπομένως ἀληθείας.
Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ κάποιους ἁγίους
μας πατέρες. Θὰ πέσω στὸν πειρασμὸ νὰ σχολιάσω κάποιες θέσεις τους καὶ σκέψεις
τους. Στεροῦμαι τῶν ὡς ἄνω προϋποθέσεων, ὅποτε συγχωρέστε μου τὴν ὅποια
ἀστοχία, καὶ παρακαλῶ μὴ σπεύσετε νὰ ἐκμηδενίσετε τὸ ὅλο σκεπτικό μου. Γράφω
σκέψεις, δὲν ἀπειλῶ μὲ μαχαίρι. Γράφω γιὰ νὰ συζητήσουμε, ὄχι γιὰ νὰ
φιλονεικήσουμε. Γράφω γιὰ νὰ προσεγγίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι γιὰ νὰ
ἀπομακρυνθοῦμε.
Ἀββᾶ Ἰσαὰκ Σύρου: «Ὅποιος στενάζει μίαν ὥραν
διὰ τὴν ψυχήν του, εἶναι ἀνώτερος ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὠφελεῖ ὄλον τὸν κόσμον διὰ
τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ» (Λόγος 34).
Σχόλιον: Ἐμεῖς, καὶ τὸ ἀνώτερον ἀφήνουμε (νὰ στενάζουμε γιὰ τὴν ψυχή μας – καὶ ὄχι
μία ὥρα· οὔτε λεπτό) καὶ ζημιώνουμε,
οὐσιαστικῶς, ὅλον τὸν κόσμον, ἀφοῦ ἡ διδασκαλία μας δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα
διακρίσεως, ἐλλειπουσῶν τῶν προαναφερθεισῶν προϋποθέσεων.
Ἀββᾶ
Ἰσαάκ: «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν φθάσῃ εἰς τὴν καθαρότητα, δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τὰ
νοήματα αὐτοῦ καθαρά, ἵνα βλέπη τὰ κρυπτά».
Ἄνευ σχολίου…
Ἀββᾶ Δανιήλ, ἐκ τῆς συνομιλίας του μὲ τὸν
ἀββᾶ Κασσιανό: «Τὸ αὐτεξούσιο βρίσκεται μεταξὺ τῆς ἐπιθυμίας τῆς σαρκὸς καὶ τῆς
ἐπιθυμίας τοῦ πνεύματος. Ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ τάσεις βρίσκεται ἡ θέλησι τοῦ
ἀνθρώπου· καὶ τὸ χειρότερο, ἡ θέσι της αὐτὴ στὸν ἐνδιάμεσο χῶρο εἶναι
ἀξιοκατάκριτη. Γιατί, οὔτε οἱ αἰσχρότητες τοῦ πάθους ἀσκοῦν σὲ αὐτὴν γοητεία,
ἀλλὰ καὶ οὔτε συμβιβάζεται μὲ τοὺς κόπους γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς ἀρετῆς. Ἀναζητεῖ
νὰ ἐγκρατευθῇ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἀλλὰ ἀρνεῖται νὰ βαστάξῃ καὶ τοὺς κόπους,
χωρὶς τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ πόθοι τοῦ πνεύματος.
Προσδοκᾷ νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος, χωρὶς ὅμως νὰ δουλαγωγῇ τὴν
σάρκα. Θέλει νὰ ἀποκτήσῃ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας, ἀλλὰ χωρὶς τὴν κόπωσι τῆς
ἀγρυπνίας. Θέλγεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ θέλει νὰ ἀπολαμβάνῃ
ταὐτοχρόνως καὶ τὴν ἀνάπαυσι. Ἐνδιαφέρεται νὰ ἀποκτήσῃ τὸ χάρισμα τῆς ὑπομονῆς,
ἀλλὰ ἀπεχθάνεται τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς σκληρὲς προσβολές. Ἀποφασίζει νὰ
ἀκολουθήσῃ τὸν δρόμο τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ χάσῃ τὶς
τιμὲς τοῦ κόσμου. Ἀποδέχεται τὴν ἁπλότητα τῆς πίστεως, μὲ τὴν προυπόθεσι ὅμως
νὰ ἀκολουθῇ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς. Συμφωνεῖ νὰ ὑπηρετῇ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ
ἔχη ταὐτοχρόνως τὴν ἐπικρότησι καὶ τὴν εὔνοια τῶν ἀνθρώπων. Ἐπιθυμεῖ νὰ λέγῃ
τὴν ἀλήθεια ἀκεραία καὶ μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ προκαλέσῃ σὲ κανένα καὶ
τὴν παραμικρὰ δυσαρέσκεια. Ὀνειρεύεται νὰ κερδίσῃ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ
χωρὶς νὰ ἀφήνῃ καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἀσφαλῶς, μὲ μία τέτοια θέλησι δὲν θὰ
καταφέρουμε ποτὲ νὰ φθάσωμε στὴν ἀληθινὴ τελείωσι. Ἀντιθέτως, αὐτὴ θὰ μᾶς
ὠδηγοῦσε στὴν χλιαρότητα, ποὺ εἶναι ἡ χειροτέρα κατάστασι, ὁμοία μὲ αὐτὴν τὴν
ὁποίαν ὁ Κύριος ἐπιπλήττει μὲ αὐστηρότητα στὴν Ἀποκάλυψι καὶ λέγει: «οἶδά
(γνωρίζω) σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ (εἶσαι) οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἢς
ἢ ζεστὸς (θὰ ἤθελα νὰ ἤσουν ἢ κρύος ἢ ζεστός)· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ (ἀλλ’
ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρός), καὶ οὔτε ζεστὸς
οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου (θὰ σὲ ἀποβάλλω σὰν
ἔμετο ἀπὸ τὸ στόμα μου)» (Ἀποκ. γ, 15-16).
Σχόλιο: ἐὰν, ἀναγινώσκοντες τὸν ἅγιο Δανιὴλ,
καθρεπτίζεται ὁ ἐαυτός μας στὰ ὑπ’ αὐτοῦ λεγόμενα, θὰ ἔπρεπε τοὐλάχιστον νὰ σκύψουμε
τὴν κεφαλὴ καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἀναξιότητά μας, ὄχι μόνον νὰ ὁμιλοῦμε περὶ
τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζουμε (αἰσθανόμενοι μάλιστα τὸν ἑαυτό μας
ἀμύντορα Αὐτῆς καὶ γνήσιο ὁμολογητή), ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσέλθουμε σὲ αὐτὴν τὴν
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Ἀρχὴ (ἀρχικὸ
στάδιο) τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲς προσβολὲς στὴν ἀρχή
τους, μὲ ἕνα ἀποφασιστικὸ λόγο. Μέσον, τὸ νὰ παραμένῃ ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ τὰ
νοήματα τῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος, τὸ νὰ ἁρπαγῇ ὁ νοῦς πρὸς τὸν Κύριον» (λόγος
περὶ προσευχης).
Σχόλιον: Σὲ ποιὸ στάδιον εὑρισκόμεθα;
Τοῦ ἰδίου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμος
(δὲν δύναται νὰ περιγραφῇ) χάρις τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ μόνον
ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας».
Σχόλιον: Ἐὰν δὲν δυνάμεθα νὰ κατανοήσουμε
τὴν ταπεινοφροσύνη (ποὺ εἶχε ὁ Κύριός μας καί) ποὺ ἀπέκτησαν οἱ ἅγιοι πατέρες
μας, παρὰ μόνον ἐὰν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ταπεινωθοῦμε εἰλικρινῶς (καὶ ζήσουμε ἐν
γένει ὅπως αὐτοὶ), πῶς δυνάμεθα νὰ κατανοήσουμε τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων ὅταν
συνέγραφαν βιβλία (μὲ αὐτὰ τὰ ὑψηλὰ – καὶ ἄρα ἀπρόσιτα γιὰ τοὺς χλιαροὺς –
νοήματα), ὅταν ἀντιμετώπιζαν τοὺς αἱρετικούς, ὅταν ἀντιμετώπιζαν διάφορες
πλάνες καὶ πλανεμένους, ὅταν συνέτασαν κανόνες καὶ δόγματα; Τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων
εἶναι ἡ ταπείνωσις, εἶναι ἡ προσευχή, εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι ὁ καρδιακὸς πόνος,
εἶναι, ἀσφαλῶς, καὶ ἡ ἐν Ἁγίω Πνεύματι διάθεσις διασφαλίσεως τῆς ἀκριβείας τῆς
πίστεως. Ναί! Ἐὰν τὰ ἀποκτήσαμε, τότε ναί, ἔχουμε τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων. Ἐὰν
ὄχι, ἔχουμε ἁπλῶς ὑπ’ ὄψιν κάποια ἔργα καὶ ἐνέργειες κάποιων πατέρων (ἐλάχιστα
πράγματα, δηλαδή) καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασι πολλῶν παραγόντων (προπαγάνδα, ἀναγινωσκόμενα
βιβλία, συναναστροφές, ἰδιοσυγκρασία, ἀγωνιστικὴ διάθεσι, κενοδοξία καὶ
γενικώτερον πάθη, καὶ πολλὰ ἄλλα), ὁδηγούμεθα στὴν υἱοθέτησι κάποιας θέσεως, ἡ
ὁποία μᾶς ἀναπαύει καὶ τὴν θεωροῦμε ἀσυζητητὶ ὀρθόδοξη καὶ σύμφωνη πρὸς τὸ
πνεῦμα τῶν Πατέρων. Τὸ εἰλικρινές, ἴσως, θὰ ἦταν νὰ λέγουμε ὅτι ἐμεῖς
«ἀναπαυόμεθα» (ἀποφεύγοντας ἔτσι τὴν ἀπολυτότητα) μὲ τὴν τάδε θέσι (ἐπαναλαμβάνω,
ὁμιλῶ γιὰ θέματα ποὺ ἀνέκυψαν στὴν ἐποχή μας καὶ εἶναι, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον,
διφορούμενα) καὶ ὅταν ἔλθῃ, κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ, ὁ κατάλληλος καιρὸς νὰ
ἐμφανισθοῦν, καὶ μάλιστα ἐν Συνόδῳ, οἱ σύγχρονοι ὄντως θεοφόροι πατέρες, θὰ
λάμψη ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἐπὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν.
Ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ:
Κάποτε ἕνας «μεγάλος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πολλὴ
ἀγάπη καὶ ἐκτίμησι στὴν χώρα του», ἐπεσκέφθη τὸν ἀββᾶ Ποιμένα. «…Ἄρχισε ὁ ξένος
νὰ ὁμιλῆ μὲ χωρία τῆς Γραφῆς γιὰ πνευματικὰ καὶ οὐράνια. Τότε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν
ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν του καὶ δὲν ἀπήντησε. Ἐκεῖνος δέ, ὅταν εἶδε ὅτι δὲν ὁμιλεῖ
μαζί του, ἐξῆλθε λυπημένος καὶ λέγει στὸν ἀδελφὸ ποὺ τὸν ἔφερε: Ματαίως ἔκανα
ὅλο αὐτὸ τὸ ταξίδι… Εἰσῆλθε δὲ ὁ ἀδελφὸς πρὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τοῦ λέγει:
Ἀββᾶ, γιὰ σένα ἦλθε αὐτὸς ὁ μεγάλος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τόση φήμη στὴν χώρα του·
γιατὶ δὲν ὡμίλησες μαζί του; Τοῦ λέγει ὁ γέρων: Αὐτὸς ἀνήκει στὰ ἄνω καὶ
συζητεῖ γιὰ ἐπουράνια, ἐγὼ δὲ, ἀνήκω στὰ κάτω καὶ συζητῶ γιὰ ἐπίγεια. Ἂν μοῦ
ἀνέφερε περὶ ψυχικῶν παθῶν, ἐγὼ θὰ τοῦ ἀπαντούσα· ἀφοῦ μοῦ ἀνέφερε γιὰ θεωρητικά,
ἐγὼ αὐτὰ δὲν τὰ γνωρίζω (σχόλιον: αὐτὴ εἶναι ἡ γλυκυτάτη ταπείνωσις των
πατέρων, οἱ ὁποίοι, ἐνῶ, λόγῳ καθαρότητος καρδίας, ἐγνώριζον τὰ βάθη τῆς σοφίας
τοῦ Θεοῦ, προτιμούσαν νὰ μὴ τὸ δείχνουν, νὰ μὴ παρουσιάζωνται κενοδόξως ὡς
βαθυστόχαστοι ἀναλυτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων – δὲν εἶχαν δηλαδὴ οἱ
πατέρες τὴν νόσο ποὺ ταλανίζει τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ ἐμᾶς σήμερον). Βγαίνοντας
ὁ ἀδελφὸς εἶπε σὲ ἐκεῖνον: Ὁ γέρων δὲν συζητεῖ εὔκολα σὲ ἁγιογραφικὰ θέματα,
ἀλλὰ ἂν κανεὶς τοῦ ὁμιλῆ γιὰ πάθη ψυχῆς, τότε τοῦ ἀποκρίνεται. Ἐκεῖνος δέ,
κατανενυγμένος, εἰσῆλθε πρὸς τὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέγει: Τί νὰ πράξω, ἀββᾶ, ποὺ
μὲ κατακυριεύουν τὰ πάθη τῆς ψυχῆς; Καὶ τὸν ἐκοίταξε μὲ χαρὰ ὁ γέρων καὶ εἶπεν:
Καλῶς ὤρισες, λοιπόν· καὶ τώρα ἄνοιξε τὸ στόμα σου καὶ θὰ τὸ γεμίσω ἀγαθὰ (θὰ
σὲ χορτάσω μὲ πνευματικὲς νουθεσίες, μὲ πνευματικὴ τροφή). Ἐκεῖνος δὲ ἀφοῦ πολὺ
ὠφελήθηκε, ἔλεγε: Ὄντως αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ὁδός. Καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ
ποὺ ἐγνώρισε τέτοιον ἅγιο, ἐπέστρεψε στὴν χώρα του.
Σχόλιον: τέτοιοι ἅγιοι, καὶ στὴν ἐποχή μας
οἱ τούτων ἑπόμενοι, ἑορτάζουν πράγματι, ὅπως θέλει ὁ Θεός μας, Κυριακὴ
Ὀρθοδοξίας. Αὐτοὶ ἔχουν τὶς προϋποθέσεις νὰ θεολογοῦν καὶ νὰ ἀποφαίνωνται ἐν
πλήρει διακρίσει. Διότι αὐτοὶ ἀγαποῦν, αὐτοὶ εἶναι ταπεινοί, αὐτοὶ εἶναι
ἐλεήμονες κατὰ τὸ πρότυπό του Παναγάθου καὶ Φιλανθρώπου Θεοῦ μας.
Ἱερεύς-καθηγητὴς τονίζει εὐκαίρως-ἀκαίρως καὶ πολὺ εὐστόχως ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων, ὄχι ἡ δική μας», τῶν χλιαρῶν. Ἐμεῖς ὁμιλοῦμε περὶ
Ὀρθοδοξίας, «ὀρθοδοξολογοῦμε», ἀλλὰ δὲν ζοῦμε τὸ ἐν Χριστῷ ὀρθόδοξο βίωμα.
Ἀσφαλῶς, ὡς βεβαπτισμένοι ὀρθόδοξοι ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ σωθοῦμε, ὡς
χλιαροὶ ὅμως κινδυνεύουμε νὰ τελευτήσουμε ἀμετανοήτως ὀρθοδοξολογοῦντες…
Νεόφυτος Βάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου