Χριστουγεννιάτικο δώρο
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία
Εκείνη τη χρονιά είχε χιονίσει πολύ. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, το χιόνι στην πλατεία είχε φτάσει το ένα μέτρο. Το χωριό, στην κορυφή των Αντιχασίων, ατένιζε τον Όλυμπο κατάματα, προκλητικά και ίσως με λίγη περηφάνεια που είχε αντίκρυ του ένα τόσο διάσημο όρος.
Τα παιδιά ετοιμάζονταν για τις διακοπές του σχολείου, τα κάλαντα, τις εορτές του Δωδεκαημέρου, το τσουρέκι και τα αυγά.
Ο μπαρμπα-Μήτσος, μεσήλικας και γεροδεμένος χωριανός, πρώτος τη τάξει στην πολυτεκνία, ανέβαινε από το καφενείο στο σπίτι. Εκεί τον περίμενε το τσούρμο του: δέκα εν συνόλω κούτσικα, παιδιά και κορίτσια. Η Μήτσαινα ήταν γκαστρωμένη στο ενδέκατο, στους πρώτους μήνες. Δεν το 'χε πει σε κανέναν εκτός απ' τον άντρα της. Ούτε τα παιδιά το ξέραν.
Τα μικρά τρέξανε και αγκαλιάσανε τον πατέρα τους και αυτός έβγαλε από τις τσέπες του καραμέλες και ζαχαρωτά.
Ο Μήτσος κοίταξε τη γυναίκα του και μια σκοτεινιά φάνηκε στη ματιά και των δυο τους. Μα θα τα λέγανε μετά, όχι μπροστά στα παιδιά. Μετά το λιτό γεύμα, ξάπλωσαν για ύπνο. Αύριο, παραμονή Χριστουγέννων, θα βγαίναν τα παιδιά, να πούνε τα κάλαντα. Και μετά διπλή χαρά. Όχι μόνο για το χαρτζιλίκι, αλλά και γιατί το βράδυ θα γιορτάζαν δεόντως την Γέννηση του Χριστού.
Το ζευγάρι όμως δεν συμμετείχε ολόκαρδα στον ενθουσιασμό των παιδιών. Κάτι το βασάνιζε. Άκουσαν πως στην πόλη ήρθε καινούριος γιατρός, γυναικολόγος, σπουδαγμένος στην Αμέρικα. Και πως η Τούλα, η κόρη του φούρναρη, που είχε μια ατυχία με τον αρραβωνιαστικό της που την άφησε στα κρύα του λουτρού - αφήνοντάς της κι ένα δώρο στην κοιλιά -, τον γνώρισε και απαλλάχτηκε από το ανεπιθύμητο αυτό δώρο...
-Τι ψυχή να χει..., μονολογούσε ο μπαρμπα-Μήτσος. Ένα κύτταρο είναι.
Μα η γυναίκα του ήταν περισσότερο προβληματισμένη. Σάρκα από τη σάρκα της βλέπεις. Και το 'νιωθε μέσα της, σπάραζε...
Ζόρικη εποχή. Και δέκα παιδιά, χρυσά και άγια, αλλά αν υπήρχε τρόπος να απαλλαχθούνε από αυτόν τον σταυρό, τον ενδέκατο...
-΄Ημαρτον Παναγία μου, συγχώρα με την καψερή, δεν αντέχω άλλο, σκεφτόταν η Μήτσαινα, για να απαλύνει τις τύψεις της για τις σκέψεις της.
Πέρασαν τα Χριστούγεννα. Πέρασε και του Αγίου Στεφάνου. Την επομένη το πρωί το ζεύγος ετοιμάστηκε.
-Παιδιά θα κατεβούμε στην πόλη για ψώνια. Σάκη, το νου σου στα μικρά.
Ο πρωτότοκος έγνεψε καταφατικά.
-Θέλουμε δώρο, θέλουμε δώρο, φωνάξαν τα μικρά.
Η μητέρα τους χαμογέλασε με θλίψη.
Το λεωφορείο σταμάτησε και ο μπαρμπα-Μήτσος με τη γυναίκα του, κατέβηκαν. Διέσχισαν γοργά τον μεγάλο δρόμο κι έστριψαν σε κάτι στενά. Μπήκαν σε ένα τοπικό ξενοδοχείο.
Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Αύριο ήταν η μεγάλη μέρα. Τους είχε φάει το άγχος, αλλά σκεφτόντουσαν ότι θα ήταν ελεύθεροι και από άλλο βάρος...
Ξάπλωσαν στο κρεββάτι χωρίς να μιλήσουν, μα δεν τους έπαιρνε ο ύπνος. Οι σκέψεις - οι τύψεις; - γυρνοβολούσαν στο μυαλό τους.
Σιγά, σιγά αποκοιμήθηκαν. Ένας ύπνος άστατος, βαρύς κι ονειροστολισμένος και συνάμα αλαφροΐσκιωτος.
-Το άκουσες αυτό, ψιθύρισε η γυναίκα...
-Κοιμήσου, καλή μου.
Μετά από λίγο ανοίξανε τα μάτια και οι δύο.
-Παναγία μου, τα παιδιά...
Ένα κλάμα ακουγόταν και μέσα στον ύπνο τους νόμισαν πως ήταν από κάποιο παιδί τους. Μα τα παιδιά είχαν μείνει στο χωριό.
-Θα σου φάνηκε, είπε ο Μήτσος μη τολμώντας να παραδεχτεί ότι το άκουσε και αυτός.
Μπορεί να είναι και η φαντασία τους, δεν κοιμούνται δα και τόσο συχνά χωρίς παιδιά.
Μόλις τους ξαναπήρε ο ύπνος, το κλάμα ακούστηκε εντονότερο.
Πετάχτηκαν και οι δύο πάνω.
-Κάτι έπαθαν τα παιδιά.
Ο νους τους πήγε αμέσως στο κακό. Μα που να τους πάρουν τηλέφωνο μέσα στη νύχτα.
-Κοιμήσου και θα τους πάρουμε πρωί πρωί, είπε ο άντρας.
Έπεσαν ξανά προσπαθώντας να βιάσουν τον εαυτό τους να κοιμηθεί.
Σε λίγο το κλάμα ακούστηκε πολύ πιο δυνατά.
Δεν τόλμησαν καν να σηκωθούν, μόνο άρχισαν τις προσευχές, μήπως ήταν και εκ του πονηρού...
Μετά από ένα εφιαλτικό βράδυ, σύντομα ο ήλιος έδινε τις ακτίνες του για άλλη μια μέρα σε δικαίους και αδίκους.
Κατέβηκαν στο περίπτερο.
-Έχετε τηλέφωνο;
Τους υπέδειξε ο περιπτεράς και αμέσως τηλεφώνησαν στο καφενείο.
-Χρηστοπάνο, ο Μήτσος είμαι. Σύρε φώναξε τον Σάκη και σε παίρνω σε πέντε λεπτά.
Πέντε λεπτά αιώνας. Τι να 'πάθαν τα παιδιά. Τι σημείο να ήταν αυτό το κλάμα.
-΄Ελα Χρηστοπάνο.
-Έλα Μήτσο, πάρτονε.
-Πατέρα...
-΄Ελα Σάκη, πώς είστε αγόρι μου, είναι καλά τα παιδιά.
-Καλά ήμαστε βρε πατέρα, αλλά άυπνοι. Όλη τη νύχτα ακούγαμε ένα κλάμα και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε...
Σε λίγο το ζευγάρι κατευθύνθηκε με δάκρυα στα μάτια στον προορισμό τους.
-Παναγία μου, τι κακό πήγαμε να κάνουμε, μονολογούσε ο μπαρμπα-Μήτσος και γυναίκα του συγκινημένη - και ξαλαφρωμένη συνάμα - κουνούσε το κεφάλι της συμφωνώντας.
Ο προορισμός τους δεν ήταν πλέον το γραφείο του γιατρού, αλλά ο κοντινότερος ναός.
Μπήκαν μέσα, σταυροκοπήθηκαν και άναψαν τα κεριά τους.
Κόντευε απόλυση.
Την ώρα που πλησίαζαν να λάβουν αντίδωρο άκουγαν τον ιερέα:
"... των Αγίων και Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, των Αγίων Δεκατεσσάρων Χιλιάδων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, ων και την μνήμην επιτελούμεν και πάντων σου των Αγίων...".
Έλαβαν το αντίδωρο και ξεκίνησαν για το χωριό.
Έφερναν ένα δώρο στο παιδιά τους.
Το αδελφάκι τους.
Ν.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου