Στην Κωνσταντινουπόλεως, η γειτονιά στο διάβα των
χρόνων, παρέμενε απαράμιλλα ίδια. Οι ίδιες κεραμιδοσκέπαστες μονοκατοικίες με τις
ασβεστωμένες αυλές και την κλαρωτή κληματαριά στην ξύλινη κρεβατίνα, οι ίδιες
στιβαγμένες περιποκλάδες στα ξεφλουδισμένα κάγκελα με τα πορφυρά
αγριοτριαντάφυλλα και το μεθυστικό αγιόκλημα να κρέμεται στις χαλασμένες
μάντρες και τους ξύλινους στύλους της γωνίας. Χρόνια τώρα, τα Χριστούγεννα
γιορτάζονται με ευταξιακή ιεροτελεστία, πλουμιστή αρχοντιά και ανείπωτη
μαγεία. Το σπίτι της Κωνσταντινουπόλεως έχει, να υπερηφανεύεται για τις πάλαι
ποτέ ένδοξες μεγαλοσύνες που γνώρισε. Τα περιώνυμα τραπεζώματα, τα ακατάσχετα
γλέντια, την χριστουγεννιάτικη μέθη των παιχνιδιών και των γλυκισμάτων. Η κυρία
Ελένη, αρχόντισσα, νοικοκυρά απ' τις παλιές, σώριασε σε μια γωνιά της κουζίνας όλα
τα μανάβικα καλούδια και τις μπακαλίστικες νοστιμιές στο πάτωμα. Μοσχοβόλαγε η φέτα
Καλαβρύτων, τα λεμονοπορτόκαλα από την Μακεδονία και τα φρέσκα ζαρζαβατικά από
την Θήβα. Δύο ψυγεία ήθελε η έρμη, για να τα χωρέσει όλα. Όμως, ατόφια, αυθεντική
νοικοκυρά, όπως ήταν, ήξερε, πως να τα συνταιριάξει όλα, κατά το πρέπον. Στον
διάδρομο, αραδιασμένα, μπουκέτα από πουρνάρια, ζουμερά, ολοζώντανα ρόδια για να 'χει τύχη το σπίτι, λυγερές κουμαριές και ακαθόριστες ξεροκουκουνάρες ν'
αναπαύονται ησύχως στην γωνία. Στο σαλόνι, η θέα ήταν μαγευτικά ανεκλάλητη! Ένα
πυκνό έλατο δύο μέτρων να βαστάζει πάνω του, όλα τα χρυσά πλουμίδια και τις
αυτοσχέδιες, πολύχρωμες κατασκευές από ξεραμένα κουκουνάρια και φρέσκα, στρογγυλά
κυπαρισσόμηλα. Εκτυφλωτικά λαμπάκια το φώτιζαν, ως λαοφιλή σταρ του σινεμά, ως
περικαλή κοκκέτα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Το ραδιόφωνο τραγουδούσε στους ήχους
του ΄΄Ρούντολφ το ελαφάκι,΄΄ του ΄΄Χιόνια στο καμπαναριό,΄΄ του ΄΄Santa Claus is coming tonight΄΄, ενώ η τενόρος
της κλασσικής ορχήστρας της Βιέννης έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας στο ΄΄Silent night!΄΄. Μαγεία! Γινόσουν
παιδί ανέμελο, που χάνεται στο ανέκφραστα ποιητικό ΄΄Πνεύμα των Χριστουγέννων΄΄
του κύριου Σκρουτζ, στο μαγικά όμορφο ΄΄Κοριτσάκι με τα σπίρτα, ως και τον
παραμυθευμένα αξέχαστο ΄΄Μολυβένιο στρατιώτη΄΄. Αν χιονίσει το βράδι, η μαγεία
των Χριστουγέννων θα φτάσει στο ζενίθ της. Θα νιώθουμε τα Χριστούγεννα στο πετσί
μας, έτσι όπως είναι γραμμένα στα παραμύθια του Άντερσεν και όπως είναι
σχεδιασμένα στις χιονισμένες ζωγραφιές, με τα θεώρατα έλατα να σκεπάζουν το
ξύλινο εργαστήρι του Άι Βασίλη, με τους ώχρα, γεροδεμένους ταράνδους και το
χρυσοποίκιλτο μεγαλοπρεπές του άρμα! Θα ξενυχτήσουμε εκεί στο παραθύρι, να
βυθιστούμε στο παραμυθένιο όνειρο του αφράτου σαν αλοιφή χιονιού, να στρώνεται
στον παγωμένο δρόμο, με τα ανεμοσκορπισμένα φύλλα και τα ξεριζωμένα άνθη των
γειτονικών μπαλκονιών. Έξω ο αέρας μετράει τις ξεραμένες φυλλωσιές των
δένδρων. Αφεγγάρωτη νύχτα ακροβατεί ανάμεσα στην σκληρή πραγματικότητα και την
γιορτινή μέθη της ημέρας. Μαζεύονται στα σπίτια να γλεντήσουν, στις ταβέρνες και
τα κέντρα να γιορτάσουν. Ένας διαβάτης κοιτάει περίεργα έξω από το φωταγωγημένο
παράθυρο της Κωνσταντινουπόλεως. Φτωχός, ενδεής επαίτης, που αναζητά κάποιο
σπίτι, λίγο δα, να νιώσει τα Χριστούγεννα. Περίεργο όμως, το βλέμμα του
κατευθύνεται στο απέναντι σπίτι του παγωμένου δρόμου, στο σπίτι της κυρίας
Ξένης, που οι γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες από τα βάθη της Καππαδοκίας το
'22, τότε με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Δεν υπάρχει κανείς μέσα. Έχουν από νωρίς
ετοιμάσει τα παιδιά και τα εγγόνια τους και φύγαν για την αγρυπνία της
Γεννήσεως, εκεί ψηλά στο σκαρφαλωμένο μοναστήρι του βουνού. Το σπίτι αναπνέει την
γαλήνη του πνεύματος και την ελαφρότητα της ψυχής. Κυπαρισσένιο μοσχοθυμίαμα
αναπαύεται στο τριζοβολών φέγγος απ' το γωνιακό εικονοστάσι και στο
οικογενειακό τραπέζι με το καλό, χειροποίητο τραπεζομάντηλο της βάβως. Πάνω στον
σκαλιστό μπουφέ με τον χρυσοκορνιζαρισμένο, τεράστιο καθρέφτη, στέκεται στωικά
μια ξύλινη, αχυρένια φάτνη με λίγα φωτάκια να φωτίζουν την νηνεμία της
νυχτός. Μια σοκολατιέρα είναι προσεχτικά φορτωμένη με φουρνισμένους κουραμπιέδες
και μελωμένα,γλυκά μελομακάρονα,δίπλα σε μια εικόνα της Γεννήσεως να χαμογελάει
εκστατικά μπροστά στο κρασοπότηρο που έγινε αυτοσχέδιο,αναμμένο καντηλάκι. Ένα
μάλλινο κατοστάρι κομποσκοίνι κρέμεται αμέριμνα από την εικόνα, ως εσταυρωμένος
Χριστός, ως σταυρωμένος πιστός. Λιτή ευπρέπεια του χώρου, μεγαλοσήμαντη
καρδιά, αφημένη στην ατμόσφαιρα. Πάνω στο καρυδένιο τραπέζι, προσεχτικά αφημένο το
΄΄Μέγα Ωρολόγιο΄΄, τσακισμένο στην σελίδα της ΄΄Θείας Μεταλήψεως΄΄. Τι
αγιότης! Νομίζεις, πως ανάλαφρα αιωρείσαι στο εσωτερικό κλεισμένης εκκλησίας, με
μελισσοκέρια αναμμένα και τον πολυέλαιο να χορεύει στους ήχους των αγγελικόηχων
τεριρέμ! Η κουζίνα έχει τα απολύτως απαραίτητα. Ένα ζυμωμένο απ' το πρωί
Χριστόψωμο, λίγο κρέας και κάποια λάχανα για την σαλάτα. Βαρελόφρονες
κοκκινοβασίληδες δεν υπάρχουν, το μπαλκόνι δεν είναι μετατροποιημένο σε φωτισμένη
πίστα γνωστού σκυλάδικου, στην βεράντα δεν συναθροίζονται την νύχτα
αυτή φουσκωμένοι τάρανδοι και πλαστικοποιημένα ελαφάκια. Ο Κοκκινοβασίλης
εκλείπει μαζί με την γυναίκα του, το σπίτι αυτό δεν διαθέτει πολύχρωμη
μαρκίζα, μόνο ένα μικρό αστεράκι να θυμίζει εκείνο το Ουρανόθεν φωτεινό σημάδι
της θεογεννήτορος Βηθλεέμ. Ο ξένος μ' έναν θαυμαστά, ανείπωτο τρόπο βρίσκεται
τώρα, μέσα σ' αυτό το σπίτι της πνευματικής χαράς και της Χριστολογικής
υγείας. Καθήμενος στο παλιό σερβάν της βάβως, κρατάει στα χέρια του το αφημένο
στο τραπέζι γράμμα του μικρού Γιωργάκη. Γράφει...΄΄Αγαπημένε μου
Χριστούλη! Ξέρω,πως οι Άγιοι ήταν αδύνατοι από την νηστεία και χαρούμενοι από
την προσευχή. Δεν ερχόντουσαν με σακιά από τον Βόρειο Πόλο,δεν πετούσαν με
ταράνδους και δεν χάριζαν παιχνίδια. Κι εσύ Χριστούλη γεννήθηκες στην φάτνη, στο
Ισραήλ, δεν υπάρχουν έλατα κι οι μάγοι δεν ήταν κινούμενα σχέδια. Σε περιμέναμε
σαράντα μέρες και νύχτες νά 'ρθεις, με προσευχή και νηστεία. Τώρα που φτάσαμε στο
τέλος, έχουμε μέσα μας την Χαρά της Γεννήσεώς σου, την ελπίδα της Σωτηρίας
μας. Και τώρα, την νύχτα αυτή, μας έχεις ετοιμάσει τραπέζι, θα φάμε καλά στο
μοναστήρι Σου. Η Μεταλαβιά θα είναι το πιο νόστιμο φαγητό για τα Γενεθλιά Σου!΄΄.
Ο ξένος, εξαιρετικά συγκινημένος, δίπλωσε προσεχτικά το χαρτάκι απ' το
τετράδιο του χαριτωμένου, μικρού Γιωργάκη. Σκέφτηκε, αυτό το βράδυ να γιορτάσει με
την οικογένεια αυτή, που έκάνε Χριστούγεννα με Χριστό!...Γιατί οι άλλες δεν
έκαναν Χριστούγεννα... Γιόρταζαν παγανιστικά τον Χειμώνα με τα χιόνια και
ειδωλολατρικά ένα ψεύτικο δέντρο αρματωμένο με θελκτικές ψευτιές. Αποφάσισε...να
γιορτάσει τα Γενέθλιά Του...με την οικογένεια του σπιτιού στην οδό
Κωνσταντινουπόλεως 118!
Γιώργος Δημακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου