Ὁ Οἶκος
Τὰ γενέσιια τοῦ Ἡρῴδου πᾶσιν ἐφάνησαν ἀνόσια, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν τρυφώντων, ἡ κεφαλὴ τοῦ νηστεύοντος παρετέθη ὥσπερ ἔδεσμα, τῇ χαρᾷ συνήφθη λύπη, καὶ τῷ γέλωτι ἐκράθη πικρὸς ὀδυρμός, ὅτι τὴν κάραν τοῦ Βαπτιστοῦ πίνακι φέρουσα, ἐπὶ πάντων εἰσῆλθεν, ὡς εἶπεν, ἡ παῖς· καὶ διὰ οἶστρον, θρῆνος ἐπέπεσε πᾶσι τοῖς ἀριστήσασι τότε σὺν τῷ βασιλεῖ· οὐ γὰρ ἔτερψεν ἐκείνους, οὔτε Ἡρῴδην αὐτόν, φησί, καὶ ἐλυπήθησαν λύπην οὐκ ἀληθινήν, ἀλλ' ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.
"...κλείει τὸ στόμα ἐκεῖνο ὁποῦ δὲν ἔπρεπε νὰ κλείση ποτὲ, ὡσὰν ὁποῦ ἦτον κοινὸν ἰατρεῖον τοῦ κόσμου. Καὶ φαίνεται ἡ κακία να θριαμβεύη κατὰ τῆς ἀρετῆς, φαίνεται ὁ ἐρωτομανὴς πῶς νὰ ἔκλεισε τὸν ἔλεγχον τῆς παρανομίας του, πλὴν νὰ, ὁποῦ στηλιτεύεται ἀπὸ τότε μέχρι τὴν σήμερον.
Ἀλλ' ἐμένα φαίνεται καὶ ἐκεῖ στάζουσα τὸ αἷμα ἡ κεφαλὴ νὰ ἔλεγχε τὸν Ἡρώδην, καὶ νὰ τοῦ ἔλεγε τοιούτης λογῆς:
Ὦ παρανομίας ἄγαλμα, καθὼς δὲν εἶναι ἄλλο πράγμα πλέον ἀτιμότερον καὶ καταφρονεμένον ὡσὰν τὸ αἷμα ὅταν χυθῆ ἀπὸ αἰτἰαν αἰσχρὰν καὶ οὐτιδανὴν, τέτοιας λογῆς δὲν εἶναι ἄλλο πρᾶγμα πλέον πολυτιμότερον οὔτε ἐνδοξότερον ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ αἷμα ὁποῦ νὰ χυθῆ διὰ αἰτίαν εὔλογον καὶ ἔντιμον.
Καὶ τὶ ἄλλο τιμιώτερον, τὶ ἄλλο ἐνδοξότερον, τὸ νὰ χυθῆ τὸ αἷμα τὸ ἐδικὸν μου ὑπὲρ τῆς ἀληθεἰας;
Ποῖος ἄλλος πολυτιμότερος στέφανος ἤθελε μοῦ δοθῆ ὡσὰν τὸ νὰ γένω ἐγὼ θυσία τῆς σωφροσύνης;
Ποῖον ἄλλο σεμνότερον διάδημα τοῦ μαρτυρίου, ὡσὰν ἐκεῖνο ὁποῦ λαμβάνει τινὰς διὰ τὸν νόμον τῆς ἀληθείας;
Ποῖος ἄλλος σεμνότερος θάνατος, ὡσὰν ἐκεῖνον ὁποῦ γίνεται διὰ τὴν διαφέντευσιν τῶν θείων νόμων, διὰ τὸ σέβας τῶν θείων ἐντολῶν;
Ὦ παράνομε Ἡρώδη, μεθυσμένος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς μοιχείας, δὲν ἰξεύρεις τὶ μοῦ ἐχάρισες σήμερον;
Καὶ μὴ θέλωντας καὶ ἀκουσίως μοῦ δίδεις τοιοῦτον προνόμιον, νὰ εἶμαι κῆρυξ ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἐπὶ γῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἐν ἅδῃ.
Καὶ βέβαια ἂν ἴξευρες πόση πανήγυρις, πόση χαρὰ θέλει γένῃ σήμερον εἰς τοὺς ἀποθανόντας Προπάτορας, δὲν ἤθελες μοῦ χωρίσῃ τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Πλὴν διὰ περισσοτέραν σου αἰσχύνην καὶ λύπην ἄκουσαι τὸ ἀποβησόμενον, μάθε τὸ τὶ θέλει ἀκολουθήσει μετὰ τὸν θάνατόν μου.
Ἀντὶς διά φωνὰς, ἔχε τούτους τοὺς σταλαγμοὺς τοῦ αἵματός μου.
Διὰ ζημίαν μου μεγάλην ἐπρόσταξες να χωρισθῇ ἡ κεφαλὴ μου ἀπὸ τὸ σῶμα, πλὴν αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκροτάτη μου εὐτυχία, ἐπειδὴ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ δύο βρωμεραῖς φυλακαῖς, μίαν ἀπὸ ἐκείνην ὁποῦ μὲ ἐκαταδίκασεν ἡ μανία τοῦ ἔρωτος τῆς μοιχείας σου, καὶ ἄλλην ὁποῦ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τῆς ἐρήμου, ἀπὸ τὴν πικρὰν τροφὴν τοῦ μέλιτος, καὶ τὸ μεγαλλίτερον ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορον ἀχαριστίαν καὶ σκληροκαρδίαν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ γένους.
Δὲν θέλω ἔχει πλέον ἀπὸ τὴν σήμερον γείτονας τὰ θηρία, διὰ παραμυθίαν τὰ δάκρυα.
Δὲν θέλω λυπηθῆ πλέον, πῶς ἐπροσκάλεσα πολλοὺς εἰς μετάνοιαν καὶ δὲν μὲ ἤκουσαν, ἐδίδαξα πολλοὺς διὰ νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν ἐρχομὸν τοῦ Μεσία, καὶ ὀλίγοι τὸν ἀκολούθησαν.
Ἀπὸ τέτοια μὲ ἐλευθέρωσες Ἡρώδη. Καὶ ἀντὶ τούτων ἔχω καλοὺς συνοδίτας τοὺς Προπάτορας, εὑρίσκω σήμερον εἰς τὸν ἅδην, τῶν Προφητῶν τοὺς χοροὺς. Ὡσὰν πόση χαρὰ λογιάζης πῶς θέλει μὲ περιλάβει, ὅταν ἴδω Ἀδὰμ, καὶ Εὔαν, Ἐνὼχ καὶ Ἄβελ, Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαάκ;
Τὶ θέλει εἶσται εἰς ἐμένα ὅταν συγκατοικῶ, μὲ τοιούτους; Πόση δόξα, πόση εὐφροσύνη, ὅταν ἀκούσουν ἀπὸ ἐμένα τῆς σωτηρίας αὐτῶν τὰ μηνύματα; Πόση δεξίωσις, πόση φιλοφροσύνη, θέλει μοῦ γένει, ὅταν τοὺς εἰπῶ, ἔφθασεν ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς σωτηρίας ἡμῶν, καὶ ἂς μὴν εἶναι πλέον εἰς ἐσᾶς θλίψεις, ἂς μὴν εἶναι καμμία στενοχωρία.
Διότι ἐκεῖνος ὁ ἐλπιζόμενος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ δυνατὸς διὰ νὰ συντρίψη τὰ δεσμὰ τοῦτα τοῦ ἄδου, ἐκεῖνος ὁποῦ σᾶς ἔδωκε τὴν ἐπαγγελίαν, ὅτι θέλει σᾶς ἀνεβάσῃ εἰς τὴν πρώτην τιμὴν καὶ ἀξίαν, ἀνθρωπίνην φύσιν ἐνδυθεὶς περιπατεῖ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας προσμένετε τὸν ἐρχομόν του.
Μὲ πόσους θανάτους εἶναι ἄξιον νὰ ἀγορασθῆ τοῦτο τὸ μήνυμα, τούτη ἡ χαρὰ ὁποῦ γίνεται σήμερον εἰς τοὐς ἐν ἅδη διὰ μέσου τῆς σφαγῆς τοῦ Ἡρώδου;"
Καὶ βέβαια ἂν ἴξευρες πόση πανήγυρις, πόση χαρὰ θέλει γένῃ σήμερον εἰς τοὺς ἀποθανόντας Προπάτορας, δὲν ἤθελες μοῦ χωρίσῃ τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Πλὴν διὰ περισσοτέραν σου αἰσχύνην καὶ λύπην ἄκουσαι τὸ ἀποβησόμενον, μάθε τὸ τὶ θέλει ἀκολουθήσει μετὰ τὸν θάνατόν μου.
Ἀντὶς διά φωνὰς, ἔχε τούτους τοὺς σταλαγμοὺς τοῦ αἵματός μου.
Διὰ ζημίαν μου μεγάλην ἐπρόσταξες να χωρισθῇ ἡ κεφαλὴ μου ἀπὸ τὸ σῶμα, πλὴν αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκροτάτη μου εὐτυχία, ἐπειδὴ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ δύο βρωμεραῖς φυλακαῖς, μίαν ἀπὸ ἐκείνην ὁποῦ μὲ ἐκαταδίκασεν ἡ μανία τοῦ ἔρωτος τῆς μοιχείας σου, καὶ ἄλλην ὁποῦ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τῆς ἐρήμου, ἀπὸ τὴν πικρὰν τροφὴν τοῦ μέλιτος, καὶ τὸ μεγαλλίτερον ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορον ἀχαριστίαν καὶ σκληροκαρδίαν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ γένους.
Δὲν θέλω ἔχει πλέον ἀπὸ τὴν σήμερον γείτονας τὰ θηρία, διὰ παραμυθίαν τὰ δάκρυα.
Δὲν θέλω λυπηθῆ πλέον, πῶς ἐπροσκάλεσα πολλοὺς εἰς μετάνοιαν καὶ δὲν μὲ ἤκουσαν, ἐδίδαξα πολλοὺς διὰ νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν ἐρχομὸν τοῦ Μεσία, καὶ ὀλίγοι τὸν ἀκολούθησαν.
Ἀπὸ τέτοια μὲ ἐλευθέρωσες Ἡρώδη. Καὶ ἀντὶ τούτων ἔχω καλοὺς συνοδίτας τοὺς Προπάτορας, εὑρίσκω σήμερον εἰς τὸν ἅδην, τῶν Προφητῶν τοὺς χοροὺς. Ὡσὰν πόση χαρὰ λογιάζης πῶς θέλει μὲ περιλάβει, ὅταν ἴδω Ἀδὰμ, καὶ Εὔαν, Ἐνὼχ καὶ Ἄβελ, Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαάκ;
Τὶ θέλει εἶσται εἰς ἐμένα ὅταν συγκατοικῶ, μὲ τοιούτους; Πόση δόξα, πόση εὐφροσύνη, ὅταν ἀκούσουν ἀπὸ ἐμένα τῆς σωτηρίας αὐτῶν τὰ μηνύματα; Πόση δεξίωσις, πόση φιλοφροσύνη, θέλει μοῦ γένει, ὅταν τοὺς εἰπῶ, ἔφθασεν ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς σωτηρίας ἡμῶν, καὶ ἂς μὴν εἶναι πλέον εἰς ἐσᾶς θλίψεις, ἂς μὴν εἶναι καμμία στενοχωρία.
Διότι ἐκεῖνος ὁ ἐλπιζόμενος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ δυνατὸς διὰ νὰ συντρίψη τὰ δεσμὰ τοῦτα τοῦ ἄδου, ἐκεῖνος ὁποῦ σᾶς ἔδωκε τὴν ἐπαγγελίαν, ὅτι θέλει σᾶς ἀνεβάσῃ εἰς τὴν πρώτην τιμὴν καὶ ἀξίαν, ἀνθρωπίνην φύσιν ἐνδυθεὶς περιπατεῖ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας προσμένετε τὸν ἐρχομόν του.
Μὲ πόσους θανάτους εἶναι ἄξιον νὰ ἀγορασθῆ τοῦτο τὸ μήνυμα, τούτη ἡ χαρὰ ὁποῦ γίνεται σήμερον εἰς τοὐς ἐν ἅδη διὰ μέσου τῆς σφαγῆς τοῦ Ἡρώδου;"
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ ἁγίου Διδασκάλου τοῦ Γένους Μακαρίου τοῦ Καλογερᾶ "Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου