Αρκετοί νεότεροι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της Αποτειχίσεως (δηλαδή της διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου και της μετ' αυτού κοινωνίας) έχουν ισχυριστεί ότι αυτή επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση που ο επίσκοπος κηρύξει δημόσια καταδικασμένη αίρεση. Για να υποστηρίξουν την άποψη αυτή αναφέρουν το σχετικό απόσπασμα από τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου: "Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται".
Οι υπέρμαχοι αυτής της απόψεως θεωρούν ότι για κανέναν άλλον λόγο δεν επιτρέπεται η Αποτείχιση. Για το ζήτημα όμως αυτό υπάρχει και ο ΛΑ΄ Αποστολικός Κανόνας, τον οποίο είτε αποσιωπούν, είτε παρερμηνεύουν ισχυριζόμενοι ότι τον διασάφησε ο ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας (εννοώντας ως διασάφηση την ως άνω άποψή τους).
Ας δούμε όμως τί μας λέει το επίμαχο σημείο του ΛΑ΄ Αποστολικού Κανόνος, πώς τον ερμηνεύουν οι έγκριτοι Κανονολόγοι της Εκκλησίας, αλλά και ποια είναι η πατερική διδασκαλία για το ζήτημα αυτό.
"Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου χωρὶς συναγάγῃ καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος".
Εδώ βλέπουμε ότι οι θιασώτες της ως άνω απόψεως κάνουν την εξής αυθαίρετη εξίσωση:
"ζήτημα ευσέβειας και δικαιοσύνης" (ΛΑ΄ Αποστολικός) =
"ζήτημα αιρέσεως" (ΙΕ΄ Πρωτοδευτέρας).
Με αυτή την ερμηνεία όμως ακυρώνεται ο τρόπος αντιστάσεως των κληρικών και των λαϊκών που αποτειχίζονται από έναν άδικο επίσκοπο, ο οποίος τοιουτοτρόπως λυμαίνεται την Εκκλησία ανενόχλητος!
Όμως ας δώσουμε την σκυτάλη στους Κανονολόγους:
Ο Βαλσαμών: «Εκάστης πόλεως ιερωμένοι και λαϊκοί οφείλουσιν υποκείσθαι τω κατά χώραν επισκόπω, και μετά τούτου συνάγεσθαι και εκκλησιάζειν, ει μη καταγνώσουσι τούτου ως ασεβούς ή αδίκου. Τηνικαύτα γαρ αποδιισταμένοις αυτού, ουκ ευθυνθήσεται. Ο δε παρά ταύτα ποιήσας, και ανευλόγως εκ του ιδίου επισκόπου αποσχισθείς, και ιδία εκκλησιάζων, ει μεν κληρικός εστι, καθαιρεθήσεται, ως φίλαρχος, ει δε λαϊκός, αφορισθήσεται. Πλην ταύτα διορίζεται γενέσθαι ο κανών μετά πρώτην, δευτέραν και τρίτην επιφώνησιν... Σημειώσαι τον παρόντα αποστολικόν κανόνα διοριζόμενον ακινδύνως αποσχίζειν τους κληρικούς από των επισκόπων αυτών, καταγινώσκοντας τούτων ως ασεβούντων και αδικούντων· και εστι καινόν το της αδικίας. Εξ ετέρου δε τρόπου, καν χείριστος πάντων εστίν ο επίσκοπος ή ο ιερεύς, ουκ οφείλει τις αποσχίζειν εξ αυτών, μάλλον μεν ουν πιστεύειν δι’ αυτούς αγιάζεσθαι· πάντας γαρ, φησίν, Θεός ου χειροτονεί, διά παντών δε ενεργεί» (P. G. 137, 97).
Ο Ζωναράς: «Tάξις συνέχει και τα ουράνια, και τα επίγεια. Δει τοίνυν απανταχού την ευταξίαν φυλάττεσθαι, και μάλλον παρά τοις εκκλησιαστικοίς, και τους πρεσβυτέρους και τους λοιπούς κληρικούς υπείκειν τω επισκόπω. Ει δε τις πρεσβύτερος εν μηδενί κατεγνωκώς του ιδίου αρχιερέως, μήτε ως περί την ευσέβειαν σφαλλομένου, μήτε ως άλλο το ποιούντος παρά το καθήκον και δίκαιον, διά φιλαρχίαν δε παρασυναγωγήν ποιήσει, ιδιαιτάτως εκκλησιάζων, και θυσιαστήριον πήξας εν τούτω ιερουργεί, καθαιρείσθαι διατάττεται ο κανών και αυτόν, και τοις αυτώ συνερχομένους κληρικούς· τους δε λαϊκούς αφορίζεσθαι» (P. G. 137, 100). Ο ίδιος αναφέρεται στον ίδιο Κανόνα και στην ερμηνεία του ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας: «Καὶ ὁ μὲν παρὼν κανὼν (δηλ. ο ΙΕ΄ της ΑΒ΄) τοὺς διὰ δογματικὴν αἰτίαν ἀποτειχίζοντας οὐ κολάζει· ὁ δὲ ΛΑ΄ Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ τοὺς κατεγνωκότας τῶν οἰκείων ἐπισκόπων ὡς προδήλως άδικούντων καὶ ἀποσχίσαντας ἐξ αὐτῶν, ἀνευθύνους συντηρεῖ» (P. G. 137, 1069).
Αριστηνός: «Ο εξ αναιτίου σχισθείς επισκόπου, και πηγνύς άλλο θυσιαστήριον, μετά των δεξαμένων έξει το έκπτωτον. Ει τις του ιδίου επισκόπου αναιτίως κατέγνω, ως μήτε προς ευσέβειαν μήτε προς δικαιοσύνην προσκρούσαντος, και συναγωγήν λαού ιδιαιτάτως ποιήσαιτο, και θυσιαστήριον έτερον πήξοι, καθαιρείσθω αυτός τε ως φίλαρχος, και οι συνακολουθήσαντες αυτώ κληρικοί» (P. G. 137, 100).
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Όποιος Πρεσβύτερος ήθελε καταφρονήση τον ιδικόν του Επίσκοπον, και χωρίς να γνωρίση αυτόν πως σφάλλει φανερά ή εις την ευσέβειαν, ή εις την δικαιοσύνην· ταυτόν ειπείν, χωρίς να γνωρίση αυτόν πως είναι φανερά, ή αιρετικός, ή άδικος, ήθελε συμμαζώνη κατ’ ιδίαν τους Χριστιανούς, και κτίσας άλλην εκκλησίαν ήθελε λειτουργή εις αυτήν ξεχωριστά, χωρίς την άδειαν και γνώμην του Επισκόπου του, ο τοιούτος ως φίλαρχος, ας καθαίρηται...» (Πηδάλιον, 4η έκδ., 1886, σελ. 40).
Έχουμε δύο περιπτώσεις Αποτειχίσεως· μία αντικανονική και μια Κανονική (δηλαδή βασισμένη στους Κανόνες). Η αντικανονική είναι όταν αυτή γίνεται με πρόφαση κάποια κατηγορία ("αιτίαμα") για αναπόδεικτες παραβάσεις του επισκόπου («εγκληματικά αιτιάματα»), η Κανονική σε δύο περιπτώσεις: α) όταν φανερά κηρύττει αίρεση ή κακοδοξία, δηλαδή παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη διδασκαλία και β) όταν είναι άδικος, σφάλλει δηλαδή παρά «το καθήκον και δίκαιον».
Ποια είναι τα «εγκληματικά αιτιάματα» για τα οποία δεν πρέπει να διακόπτουμε την κοινωνία αν δεν είναι αποδεδειγμένα; Κατά τους Κανονολόγους είναι η πορνεία, η ιεροσυλία, η επί χρήμασι χειροθεσία (σιμωνία) και η αθέτηση των κανόνων:
Ο Βαλσαμών: «...όταν προφάσει εγκληματικής τινος ὑποθέσεως καθ' εαυτόν τις τοῦ οἰκείου ποιμένος καταγνώσεται... εγκληματικά δε αιτιάματα εισί πορνεία, ιεροσυλία και των κανόνων αθέτησις» (P. G. 137, 1068-1069).
Ο Ζωναράς: «…προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και την ένωσιν διασπώντων της Εκκλησίας, ότε δηλαδή πορνείαν ίσως αιτιωμένω προσάπτουσιν, ιεροσυλίαν, η επί χρήμασι χειροθεσίαν, ή άλλα τοιαύτα τινά». P. G. 137, σελ. 1069
Και δεν πρέπει να υπάρχει διακοπή της κοινωνίας για αυτές τις παραβάσεις, όταν δεν είναι αποδεδειγμένες, διότι αυτές αν ισχύουν έχουν προσωπικές επιπτώσεις στον επίσκοπο και όχι στην Εκκλησία.
Αν όμως γίνονται φανερά, είναι δηλαδή αποδεδειγμένες, τότε, επειδή έχουν επιπτώσεις και στην Εκκλησία, πρέπει να αποτειχιζόμαστε από έναν τέτοιον Επίσκοπο, όπως διδάσκει και ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ» (P.G. 99, 1668).
Κοντολογίς, αν ακουστεί για κάποιον Επίσκοπο π.χ. ότι είναι πόρνος, τότε απαγορεύεται να διακόψουμε την κοινωνία μαζί του και όποιος κληρικός χρησιμοποιήσει ως πρόφαση αυτήν την φήμη και το πράξει, τότε καθαιρείται από τους Κανόνες ως φίλαρχος. Αν όμως ο Επίσκοπος δημοσίως και ξεδιάντροπα πορνεύει, τότε φυσικά επιβάλλεται η διακοπή κοινωνίας, διότι αφενός μεν πράττει αποδεδειγμένα "παρά το καθήκον και δίκαιον", αφετέρου δε η μετ' αυτού κοινωνία μας αποξενώνει από τον Θεό και μας πηγαίνει κατά διαβόλου!
Επίσης για τις παραβάσεις των Κανόνων παρατηρεί ορθότατα ο μακαριστός π. Θεοδώρητος ότι, «δέον να νοούνται πάντοτε ως προσωπικαί παραβάσεις και ουχί επ’ Εκκλησίας αθέτησις ή καταφρόνησις των Κανονικών Διατάξεων και Παραδόσεων της Εκκλησίας» (περιοδικό «Εκκλησιαστική Παράδοσις», αρ. φύλ. 117 [2001]). Ερμηνεύοντας δε, ο ίδιος πατήρ, τον ΛΑ΄ Αποστολικό Κανόνα γράφει επίσης τα εξής διαφωτιστικά, τα οποία συνοψίζουν όσα είπαμε παραπάνω: «ὁ Κανὼν ἀναφέρεται εἰς αἵρεσιν καὶ ἀδικίαν, ἤτοι πτώσεις μὴ περιοριζομένας εἰς τὸν ἀμαρτάνοντας ἐπίσκοπον , ἀλλὰ προσβαλλούσας, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ δίκαιον τοῦ ὑπ᾿ αὐτὸν ποιμαινομένου λαοῦ» (Κανονική θεώρησις του ημερολογιακού σχίσματος, Αθήνα, 1976, σελ. 16).
Αποκαλυπτικότατη είναι και η διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου επί του θέματος: «Ἐάν οὖν ἴδης ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχης ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου ἤ ‘Επισκόπου ἤ διακόνου ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι΄ εί ἐστί σώφρων, εἰ ἐστί φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ἄδην, νοσῶν χρήματα καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν΄ οὐ γάρ ἐστί ποιμήν ἐπιστημονικός, ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δέ οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖα ἐπί τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ ποιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τούς Χριστεμπόρους, ὅτι φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; ‘Εκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἄκανθας παρακοῆς καί τριβόλους ἀδικημάτων καί δένδρα πονηρά. ‘Εάν ἴδης συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ ποῦς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα. Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, ἤ σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσι εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας» (P.G. 26, 1253). Και αλλού: «Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα μή τόν αἰσθητόν, ἀλλά τόν νοητόν΄ οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (στο ίδιο, 1257).
Κλείνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός της Αποτειχίσεως πάντοτε είναι να προκληθεί συνοδική κρίση και να αποφανθεί δικαίως. Εάν βεβαίως η Σύνοδος προσπαθήσει να συγκαλύψει τον εκπεσόντα Επίσκοπο τότε απλά αποδεικνύει εαυτήν Ψευδοσύνοδο και η Αποτείχιση συνεχίζεται μέχρι μία μεγαλύτερη Σύνοδος να δώσει την λύση. Σημειωτέον ότι έσχατο κριτήριο για την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί η Οικουμενική ή Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου