Με αφορμή τις αρχιεπισκοπικές εκλογές στην Εκκλησία της Κύπρου (η οποία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση λόγω του ότι επιτρέπει ακόμη την συμμετοχή του λαού σε αυτές, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων κύκλων), ας κατατεθούν ορισμένα στοιχεία επί του θέματος.
Ως γνωστόν από την τάξη των ποιμαινόμενων, δηλαδή του Λαού, προέρχονται και οι Ποιμένες. Μιλώντας για Ποιμένες αναφερόμαστε και στους Επισκόπους και στους Ιερείς διότι «ἀμφότεροι ποιμένες εἰσὶν, ὅ,τε Ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερεὺς, ὁ μὲν γενικός, ὁ δὲ μερικός, ποιμαίνοντες τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ»[1].
Οι ποιμένες δεν πρέπει να είναι αυτόκλητοι, αλλά θεόκλητοι ή έστω δημόκλητοι. Ο Απόστολος Παύλος γράφει χαρακτηριστικά: «καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών»[2]. Και ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Ἴτω δὲ οὖν αὐτόμολος μηδεὶς εἰς τὸ ἱερᾶσθαι»[3]. Ο δε Ιερός Νικόδημος στο εξαίρετο πόνημά του «Εγχειρίδιον Συμβουλευτικόν» αναφέρει πως ο μελλοντικός ποιμένας «ἦτον ἀνάγκη, ἤ νὰ καλεσθῆ εἰς τοῦτο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ σημείων τινῶν καὶ άποκαλύψεων· ἤ τὸ ἐλάχιστον, νὰ καλεσθῆ ἀπὸ τὸν λαὸν»[4], δηλαδή από τους ποιμαινόμενους. Άνευ τέτοιας κλήσεως «κινδυνεύει νὰ θεωρηθῇ ἐγωϊστὴς καὶ φιλόδοξος καὶ ἀποδοκιμασθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνάξιος» κατά τον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως[5].
Οι αυτόκλητοι ποιμένες δεν απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των ποιμενόμενων και όταν καλούνται να λάβουν αποφάσεις για θέματα που απασχολούν το ποίμνιο συνήθως δημιουργούνται έριδες και διχογνωμίες εξαιτίας ακριβώς αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης στα πρόσωπά τους.
Γι’ αυτό στην εκλογή των ποιμένων ενεργό ρόλο πρέπει να έχουν και οι ποιμαινόμενοι, οι οποίοι πρέπει να συμμετάσχουν στην εκλογή του ιερέα της ενορίας τους ή του επισκόπου της περιοχής τους, που με τη σειρά τους θα χειροτονηθούν από τον επίσκοπο ή την Σύνοδο των επισκόπων αντίστοιχα. Αυτό γίνεται φανερό και από την εκκλησιαστική ιστορία[6].
Όταν οι Απόστολοι έπρεπε να χειροτονήσουν αυτόν που θα λάμβανε την θέση του πεπτωκότος Ιούδα σηκώθηκε ο Πέτρος ενώπιον εκατόν είκοσι χριστιανών και τους ζήτησε να προτείνουν το πρόσωπο αυτό. «Καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν»[7] και αφού προσευχήθηκαν οι Απόστολοι στον Κύριο για να αναδείξει τον ένα, έβαλαν κλήρο και κληρώθηκε ο Ματθίας. Και θέτει το ερώτημα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «διατὶ δὲ καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν οὐ ποιοῦνται τὴν ἐκλογήν;»[8]. Για να απαντήσει ο ίδιος: «ἴνα μὴ περιμάχητον τὸ πράγμα γένηται, καὶ εἰς φιλονικίαν ἐμπέσωσιν»[9]. Γι’ αυτό ο Απόστολος Πέτρος «τῳ πλήθει τὴν κρίσιν ἐπιτρέπει»[10].
Αλλά όχι μόνο στην εκλογή επισκόπου, αλλά και την εκλογή των επτά διακόνων έκαναν οι ποιμαινόμενοι. «Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας»[11]. Βλέπουμε ξεκάθαρα πως οι Απόστολοι «τοὺς ἀρχομένους κοινωνοὺς τῆς γνώμης ἐλάμβανον», όπως παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος[12].
Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα ακόμη από την εκκλησιαστική ιστορία. Σε ένα από αυτά, ο λαός διά της ιαχής «Ambrosium episcopum!» εξέλεξε τον Άγιο Αμβρόσιο επίσκοπο Μεδιολάνων. Αργότερα απευθυνόμενος προς το ποίμνιό του ο Άγιος Αμβρόσιος έγραψε τα εξής: «Ὑμεῖς ἐστὲ οἱ πατέρες μου οἱ ἐκλέξαντές με ἐπίσκοπον· ὑμεῖς, λέγω, ἔστε τέκνα καὶ πατέρες μου, τέκνα ἀτομικῶς, πατέρες συλλήβδην»[13].
Με το πέρασμα των αιώνων, που αυξήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός του ποιμνίου η Εκκλησία απαγόρευσε την εκλογή των ποιμένων μόνο από τους ποιμενόμενους «διὰ τὰς ἔριδας καὶ μάχας ὁποῦ ἠμποροῦν νὰ γεννηθοῦν εἰς τὰς ψηφοφορίας αὐτῶν»[14], αλλά δεν κατήργησε την συμμετοχή των ποιμαινομένων τόσο σε αυτήν, όσο και στην χειροτονία των ποιμένων.
Ο μέγας κανονολόγος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης είναι διαφωτιστικός περί τούτου.
Στην ερμηνεία του Λ΄ Αποστολικού Κανόνος γράφει τα εξής: «πρέπει νὰ ἐρωτῶνται καὶ αὐτοὶ (σ. ημ. οι λαϊκοί) ἂν συναινοῦσιν εἰς τὴν ψῆφον, ἢ ὅλοι, ἢ οἱ περισσότεροι, α΄. διότι ἂν αὐτοὶ ἔχουν νὰ ἀποδείξουν κατὰ τοῦ ὑποψηφίου καμμίαν κατηγορίαν ἀληθῆ, πρέπει νὰ ἐμποδίζεται ἡ χειροτονία του και β΄. ἂν καὶ αὐτοὶ δὲν συναινοῦσιν εἰς τὴν ψῆφον του, ἐνδέχεται νὰ μὴ δεχθοῦν τὸν Ἀρχιερέα ἐκεῖνον ὁποῦ ψηφίσῃ μόνη ἡ σύνοδος, καὶ έντεῦθεν νὰ ἀκολουθήση σύγχυσις καὶ διαίρεσις μεταξῦ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Χριστιανῶν»[15].
Παρόμοια γράφει και στην ερμηνεία του ΞΑ΄ Αποστολικού: «αἱ ψῆφοι τῶν Ἐπισκόπων καὶ Κληρικῶν, πρέπει νὰ γίνωνται ἔμπροσθεν εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ἔχῃ ἄδειαν ὄποιος θέλει νὰ λέγῃ. Ὅθεν ἀκολούθως και ἡ Καρθαγέν. Κανόνι νθ΄. αὐτὸ τὸ ἴδιον λέγει, ὁρίζουσα ὅτι, ἀνίσως, ὅταν γίνωνται αἱ ψῆφοι καὶ ἐκλογαὶ τῶν Ἀρχιερέων, γεννηθῇ από τινας καμμία ἀντιλογία κατηγορίας καὶ ἐγκλημάτων, νὰ ἐξετάζωνται οἱ ἀντιλέγοντες, καὶ ἀφ’ οὗ φανῇ ὁ ὑποψήφιος καθαρὸς ἔμπροσθεν εἰς τὸ πρόσωπον ὅλου τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὰς κατ’ αὐτοῦ ἐπαγομένας κατηγορίας, τότε νὰ χειροτονῆται Ἐπίσκοπος. Δῆλον δὲ ὅτι τοῦτο ὁποῦ λέγει ἡ σύνοδος διὰ τοὺς Ἐπισκόπους, νοεῖται ὁμοίως καὶ διά τοὺς Κληρικούς»[16].
Σχετικά με την απαγόρευση της εκλογής των ποιμένων από τους ποιμαινόμενους[17] αναφέρεται και ο Ε΄ Κανόνας της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου. Ο Άγιος Νικόδημος αναφέρει πως η απαγόρευση αυτή έγινε για να μην σκανδαλίζονται οι ποιμαινόμενοι ακούγοντας διάφορες κατηγορίες κατά των ψηφιζομένων. Όμως τονίζει ο Άγιος πως για τις χειροτονίες «πρέπει καὶ οἱ φρονιμώτεροι καὶ εὐλαβέστεροι τῶν λαϊκῶν νὰ ἐρωτῶνται ἂν συναινοῦν εἰς αὐτάς»[18].
Στον ΙΓ΄ Κανόνα της ίδιας Συνόδου διακρίνει ο Άγιος τους ποιμαινόμενους, στο μεγάλο και άτακτο πλήθος και στους λίγους ευλαβέστερους και φρονιμότερους λαϊκούς και γράφει: «ἐμποδίζει ὁ παρών Κανών, τὸ νά κάμνουσιν οἱ ὄχλοι καὶ τὰ ἄτακτα πλήθη τῶν πόλεων τάς ψήφους καὶ τάς ἐκλογὰς ἐκείνων ὅπου μέλλουν να χειροτονηθουν Ἱερεῖς (ἢ καὶ Ἀρχιερεῖς), α. ὅτι κατὰ προηγούμενον μὲν λόγον οἱ τοιοῦτοι πρέπει νά ψηφίζωνται ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ συνιερεῖς, ἑπομένως δὲ νά συμψηφίζωνται καὶ ἀπὸ τὸν λαόν∙ καὶ β΄. ὅτι ἴσως οἱ φρονιμώτεροι καὶ εὐλαβέστεροι λαϊκοὶ πρέπει νά συμψηφίζουν μὲ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς, τὸν μέλλοντα χειροτονηθῆναι εἰς αὐτοὺς Ἱερέα (ἢ καὶ Ἀρχιερέα), ἀλλ’ ὄχι καὶ ὁ χύδην καὶ ἄτακτος ὄχλος, διὰ τάς ἔριδας καὶ μάχας ὅπου ἠμποροῦν νά γεννηθοῦν εἰς τάς ψηφοφορίας αὐτῶν, ἄλλων μὲν ἄλλον ψηφιζομένων, καὶ ἄλλων ἄλλον»[19].
Με βάση τα παραπάνω το γνωστό «ψήφω κλήρου και λαού» δεν είναι ένα σύνθημα παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι, αλλά η γνήσια ορθόδοξη διδασκαλία για το ζήτημα αυτό. Μια τέτοια, κατά πάντα Ορθόδοξη και Κανονική, συμμετοχή των ποιμαινόμενων στην εκλογή των ποιμένων τους μπορεί να διασφαλίσει εν μέρει την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας και σίγουρα να προάγει το έργο της.
[1] Κωνσταντίνου Οικονόμου, Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Ναύπλιο, 1835, σελ. 46.
[2] Εβρ. ε΄ 4.
[3] Αγίου Νεκταρίου, Μάθημα Ποιμαντικής, Αθήναι, 1898, σελ. 134, υποσ. 1.
[4] Νικοδήμου Αγιορείτου (Αγίου), Εγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, 1801, σελ. 21-22.
[5] Ὀ. π., σελ. 134.
[6] Περί εκλογής των ποιμένων γενικώς στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας βλέπε κυρίως: α. Διονυσίου Λάτα, Χριστιανική Αρχαιολογία, τόμος α΄, Αθήναι, 1883, σελ. 191-197, β. Νικηφόρου Καλογερά (Μητροπολίτου Πατρών), Χριστιανική αρχαιολογία, Αθήνησι 1902, σελ. 38-39 και γ. Γεωργίου Δέρβου, Εγχειρίδιον της χριστιανικής αρχαιολογίας, Αθήναι 1913, σελ. 238-241.
[7] Πραξ. α΄ 23.
[8] PG 60, 34.
[9] Αυτόθι, 35.
[10] Αυτ.
[11] Πραξ. 6, 2-6.
[12] PG 60, 527.
[13] Διονυσίου Λάτα ό.π., σελ. 195.
[14] Νικοδήμου Αγιορείτου (Αγίου), Πηδάλιον, Αθήναι 1886, δ΄ έκδοση, Ερμηνεία του ΙΓ΄ Κανόνος Λαοδικείας, σελ. 346.
[15] Αυτόθι, Ερμηνεία του Λ΄ Αποστολικού Κανόνος, σελ. 39.
[16] Αυτόθι, Ερμηνεία του ΞΑ΄ Αποστολικού Κανόνος, σελ. 75.
[17] Και κατά την μαρτυρία του κανονολόγου Ζωναρά: «Τὸ παλαιὸν οἱ δῆμοι τῶν πόλεων ἡροῦντο ἐπισκόπους» (Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμος Γ΄, Αθήνησιν 1853, σελ. 182)
[18] Ό. π., Ερμηνεία του Ε΄ Κανόνος Λαοδικείας, σελ.343-344, υποσ. 1.
[19] Ό. π., Ερμηνεία του ΙΓ΄ Κανόνος Λαοδικείας, σελ.346.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου