"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀνθολόγιον νεκραναστάσεων»



(Ἀκολουθεῖ ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο. Ἡ ὑποσημείωσι 1 τοῦ κάτωθι κειμένου
 ἀντιστοιχεῖ στὴν 499 τοῦ βιβλίου κ.ο.κ.)

Ὁ ἐπιμένων νικᾷ


   Ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας εἶναι μυστική, ἀπόκρυφη, δὲν διαφημίζεται ἀπὸ τοὺς ἰδίους, δὲν προβάλλεται αὐταρέσκως[1]. Πολλὰ γεγονότα, κάποια σίγουρα θαυμαστά, παραμένουν ἄγνωστα σὲ ὅλους. Δὲν ἔχουν καταγραφῆ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὑπῆρχαν μάρτυρες· καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι δὲν τὰ ἀπεκάλυψαν ποτέ.
   Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν καταγραφῆ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου[2], θεμελιωτοῦ τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Δύσεως, κατανοοῦμε ὅτι πρόκειται περὶ θαυμασίου ἀνδρός. Φλογερὰ πίστις ἐκ νεότητος, ἀταλάντευτος ἐλπὶς στὴν θεία Πρόνοια, γνησία ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον[3]. Διορατικός[4], προορατικός[5], ὄντως εὐλογημένος.
   Μίαν ἡμέρα ἐξῆλθε στὸν ἀγρὸ γιὰ παγκοινιὰ[6] μὲ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Τότε ἦλθε στὸ μοναστήρι γυρεύοντας τὸν πεφωτισμένο Βενέδικτο ἕνας γεωργός, ὁ ὁποῖος κλαίγοντας ἐβαστοῦσε στὰ χέρια του τὸ λείψανο τοῦ πρὸ ὀλίγου κεκοιμημένου υἱοῦ του. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ γέρων ἐργάζεται στὸν ἀγρὸ μετὰ τῶν ἀδελφῶν, εὐθὺς ἐναπέθεσε τὸ νεκρὸ σῶμα ἔμπροσθεν τῆς πύλης τῆς Μονῆς καὶ ἔσπευσε τροχάδην πρὸς ἀναζήτησί του.
   Ἐκείνη δὲ τὴν ὥρα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεφε μὲ τοὺς ἀδελφούς, καὶ μόλις ὁ πικραμμένος πατέρας τὸν ἀντίκρυσε ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ φωνάζῃ: «Δῶσε πίσω τὸ παιδί, γέροντα, δῶσε το πίσω!». Ὁ ἅγιος ἔκπληκτος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἐστάθηκε καὶ τοῦ λέγει: «Μήπως ἐγὼ ἐπήρα τὸ παιδί σου, εὐλογημένε ἄνθρωπε;». Ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Ἀπέθανε ὁ υἱός μου, τίμιε πάτερ. Ἔλα καὶ ἀνάστησέ τον». Μόλις ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγο ὁ θεσπέσιος ἐκεῖνος πατήρ, στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ εἶπε: «Γύρισε στὸ σπίτι σου, ἀδελφέ μου. Αὐτὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα δὲν εἶναι γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Γιατὶ θέλεις νὰ φορτωθῶ φορτίο, ποὺ ἀδυνατῶ νὰ σηκώσω;». Ἐκεῖνος δὲ ὁ πατέρας ἐπέμενε στὸ αἴτημά του συνεχίζοντας νὰ παρακαλῇ, καὶ ἐπεσήμαινε ὅτι δὲν θὰ ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ ἐὰν δὲν τοῦ τὸ ἐξεπλήρωνε. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ὅσιος τέτοια ἐπιμονὴ τὸν ἐρωτᾷ: «Ποῦ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ;». Ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Κεῖται[7] στὴν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ, γέροντα».
   Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ ὅσιος Βενέδικτος μετὰ τῶν ἀδελφῶν, ἔκλινε τὰ γόνατά του σὲ προσευχὴ καὶ ἔκλινε τὴν κεφαλή του ἐπάνω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ. Ἐσηκώθηκε πάλιν ὄρθιος καὶ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, λέγοντας: «Κύριε, μὴ παρατηρήσῃς τὰς ἀνομίας μου[8], ἀλλὰ τὴν πίστι αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καὶ δέεται νὰ ἀναστηθῇ ὁ γιός του. Δῶσε πίσω σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα τὴν ψυχὴ ποὺ Σὺ ἀφῄρεσες». Πρὶν ἀκόμη ὁλοκληρώσει τὴν εὐχή, ἡ ψυχὴ εἰσῆλθε στὸ σῶμα καὶ αὐτὸ ἐσείσθη. Ὅλοι ἐθαύμασαν βλέποντας τοιαύτη φρικτὴ θαυματουργία. Καὶ ἀφοῦ ὁ ὅσιος ἐσήκωσε τὸ παιδί, τὸ παρέδωκε ζωντανὸ στὸν πατέρα του.




[1] Αὐτάρεσκος = ὁ ἀρέσκων στὸν ἑαυτό του, ὁ ἱκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἡ αὐταρέσκεια εἶναι μία κατάστασι ἀντίθετος μὲ τὴν ταπείνωσι, τὴν αὐτομεμψία καὶ τὴν Χριστοπεποίθησι (ἡ δὲ Χριστοπεποίθησι εἶναι ἀντίθετος τῆς αὐτοπεποιθήσεως).
[2] Ἐκοιμήθη στὰ μέσα τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ., μᾶλλον τὸ 543. Ἑορτάζεται τῇ 14η Μαρτίου ἑκάστου ἔτους. Τὸ ὄνομα του ἑρμηνεύεται ἑλληνιστὶ «εὐλογημένος».
[3] Στοιχεῖα ποὺ ἀρκοῦν γιὰ νὰ χαρακτηρίζεται κάποιος ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὡς πνευματικῶς ὑγιὴς ὀρθόδοξος χριστιανός, ὡς ἅγιος. Τὰ θαύματα δέ, εἶναι φυσικὸ ἑπόμενο στοὺς ἔχοντες αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, διότι ἡ θεία Χάρις, ποὺ ἀναπαύεται σὲ αὐτούς, ἐνεργεῖ μέσῳ αὐτῶν πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ὠφέλειαν ἀνθρώπων. Οἱ ἅγιοι, ταπεινοὶ ὄντες, δὲν ἐπιζητοῦν τὴν ἑαυτῶν δόξα, ἑπομένως δὲν βλάπτονται ψυχικῶς τελοῦντες τὰ θαύματα, καὶ ὅλα γίνονται λυσιτελῶς (=ὠφελίμως) κατὰ Θεόν.       
[4] Αὐτὸς ποὺ ὁρᾷ (=βλέπει) καὶ περιγράφει τὰ μακρὰν καὶ τὰ κρύφια ὡς νὰ τὰ βλέπῃ ἐνώπιόν του.
[5] Αὐτὸς ποὺ ὁρᾷ καὶ προλέγει τὰ μέλλοντα. Ὁ ὅσιος Βενέδικτος προέβλεψε ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
[6] Κοινὴ ἐργασία.
[7] Εἶναι ἐξηπλωμένο-ξαπλωμένο, τοποθετημένο.
[8] Πρβλ. τὸ ψαλμικό: «Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμός ρκθ΄).

1 σχόλιο:

  1. Πρόσεξα κάποτε ένα ιερομόναχο, (εκτός της παρρησίας και των άλλων περιεαυτολογιών του) να ομολογεί ενώπιον πολλών, οτι η αιτία, που ο φίλος του και γνωστός (ήταν και αυτός παρόν) γλύτωσε την ζωή του από τον κίνδυνο ενός ατυχήματος, ήταν η προσευχή του!!!
    Σύγχρονοι μεγαλόσχημοι ιερείς, επαίρονται και Άγιοι, κοινώς αποδεκτοί και αποδεδειγμένοι, σαν τον όσιο Βενέδικτο, θεωρούν τους εαυτούς τους αναξίους και να το ζητήσουν από τον Θεόν να σώσει συνάνθρωπό τους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή