Πολὺ πρὶν τὴ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ Ἀνθίμου ἀπὸ τοὺς
πατέρες Θεόδωρο Ζήση καὶ Νικόλαο Μανώλη, τῶν ὁποίων παρακουλούσαμε τὰ λεγόμενα,
ἦταν ἐμφανῆ κάποια σύννεφα τὰ ὁποῖα μαρτυροῦσαν τὴν μὴ ξεκάθαρη τοποθέτισή τους
στὸ ζήτημα τῆς ἀποτειχίσεως.
Ἀπὸ τὶς ἀναφορές
τους στὸν Αυγουστῖνο Καντιώτη καὶ τοὺς Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο καὶ Παραμυθίας
Παῦλο, οἱ ὁποῖοι τὸ 1971 διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ αἰρεσιάρχη Ἀθηναγόρα,
φαίνονταν ὅτι τοὺς εἶχαν ὡς πρότυπα ὁμολογίας. Καὶ καλῶς μὲν οἱ τρεῖς ἐπίσκοποι
διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, ἀλλὰ εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἐπισκόπους
τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὸν μνημόνευαν. Ὅσο γιὰ τὸ γέροντα Αὐγουστῖνο (οἱ ἄλλοι
δύο εἶχαν κοιμηθεῖ) μνημόνευε μέχρι τέλους τὸν Βαρθολομαῖο, χωρὶς ὁ τελευταῖος
νὰ ἔχει ἀλλάξει τὴν πορεία τῶν προκατόχων του.
Αὐτὴ ἡ
δίπορτη «ἀποτείχιση» (ἀπὸ τὴν μία νὰ βγαίνεις καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μπαίνεις), οὔτε
κανονικὸ ἔρεισμα ἔχει, οὔτε ἀγιοπατερικὴ μαρτυρία. Ὁ 15ος κανόνας τῆς ΑΒ’
Συνόδου, ὑποδικάζοντας ἐμμέσως «δι’ αἵρεσιν» τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο ἑνὸς ἑκάστου
πιστοῦ, κληρικοῦ ἢ λαϊκοῦ, δὲν ἀμνηστεύει κανέναν «παραδοσιακὸ» μὲν, κοινωνικὸ
δέ, μὲ τὴν αἵρεση μέσῳ τοῦ μνημοσύνου τοῦ ἀνωτέρου του ἐπισκόπου, μητροπολίτη ἢ
πατριάρχη. Ἀπὸ πότε ὁ κοινωνικὸς μὲ τὴν αἵρεση βαφτίστηκε παραδοσιακὸς μόνο καὶ
μόνο ἐπειδὴ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ λόγια στὴν αἵρεση, στὴν πράξη ὅμως τὴν
σιγοντάρει; Οὐδεὶς ἐκ τῶν μεγάλων ὁμολογητῶν πατέρων ποὺ διέκοψαν τὸ μνημόσυνο
τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου «δι’ αἵρεσιν», εἶχε παράλληλη κοινωνία μέ ἄλλους δῆθεν
παραδοσιακοὺς ποὺ τὸν μνημόνευαν. Θὰ ἦταν ἡ ἀποτείχισή τους μία πράξη ἄνευρη καὶ
ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη στὴν ἀποτυχία. Ὄχι πὼς δὲν ὑπῆρξαν στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία καὶ τέτοιες περιπτώσεις, πλὴν ὅμως ἐξέπεσαν τῆς ὁμολογιακῆς μαρτυρίας.
Μὲ αὐτὰ τὰ πρότυπα λοιπόν οἱ
σεβαστοὶ πατέρες, ἐνῶ προχώρησαν κανονικὰ καὶ πρὸς ἔπαινό τους στὴν ἀποτείχιση,
προτείνουν ἀτυχῶς μία «πρὸς καιρὸν» οἰκονομία στὸ ποίμνιό τους μέχρι νά γίνει ἀπὸ
ὅλους λέγουν, ἐφικτὴ ἡ ἀκρίβεια.
Τοὐλάχιστον αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ ἡ σκέψη, εἶναι καθαρὴ οὐτοπία, διότι (δυσκολεύομαι
νὰ πιστέψω ὅτι δὲν γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ ἐκ πείρας ὅτι) ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀκρίβειας
ἀπὸ ὅλους τοὺς «παραδοσιακοὺς», κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς, εἶναι ἀνέφικτη, καὶ ἡ
«πρὸς καιρὸν» οἰκονομία ποὺ προτείνουν πέφτει στὸ κενό, ἀφοῦ πάντοτε θὰ εὑρίσκονται
τέτοιοι «παραδοσιακοί».
Πῶς ἐννοοῦν
οἱ πατέρες τὴν οἰκονομία στὴν πίστη; Ἂς μᾶς βροῦν κάποιον ἅγιο ὁμολογητὴ τῆς ὀρθοδοξίας
ποὺ νὰ μίλησε γιὰ οἰκονομία στὰ τῆς πίστεως. Ὅλοι τους ἐφάρμοσαν τὴν ἀκρίβεια
γιατὶ ἁπλούστατα δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ οἰκονομία χωρὶς συγχρόνως νὰ μὴν
συμβεῖ ἔκπτωση στὴν πίστη. «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως» βροντοφωνάζει
ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Ἡ παραμικρὴ οἰκονομία ἐδῶ δὲν ἔχει θέση, γιὰ τὸν
λόγο ὅτι σκιάζει τὴν ἀλήθεια ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῶν δογματικῶν ὅρων τῶν
ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων. Ὅτι κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο ὑπάρχουν «δύο εἴδη
κυβερνήσεως» στὴν Ἐκκλησία, τὸν ὁποῖο συνεχῶς ἐπικαλεῖται ὁ π. Νικόλαος, εἶναι ἀληθές,
ἀλλὰ ἡ ἀρχὴς τῆς οἰκονομίας ἐφαρμόζεται «πρὸς καιρὸν» σὲ κανόνες μὴ δογματικοῦ
περιεχομένου, (λ.χ. περὶ νηστείας καὶ ἐν γένει γιὰ προσωπικὰ ἁμαρτήματα τῶν
πιστῶν).
Μόνο σὲ μία
περίπτωση εἶναι δικαιολογημένη ἡ οἰκονομία στὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση. Ὅταν ἡ
αἵρεση κηρύσσεται μὲν στοὺς κόλπους τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ κάποιον κληρικὸ
ἢ λαϊκό, ἀλλὰ ἡ διάγνωσή της εἶναι ἀκόμη μὴ ἐντελὴς καὶ ἀνεπίσημη. Δηλαδὴ μὴ
κατεγνωσμένη αἵρεση, τοὐλάχιστον ἀπὸ μία ὀρθόδοξη τοπικὴ σύνοδο. Περὶ δὲ τοῦ οἰκουμενισμοῦ
ὡς ἐντελὴ καὶ ἐπίσημη παναίρεση, οἱ ἴδιοι πατέρες τὸ γνωρίζουν πολὺ καλύτερα.
Οἱ πατέρες ὅμως
προβάλλουν ἀτυχῶς καὶ πάλι ὡς λόγον οἰκονομίας τὴν ἀδυναμία καὶ ἀναβλητικότητα
κυρίως, πολλῶν πιστῶν, μὲ τὸ ἐπίσης ἀτυχὲς ἐπιχείρημα τῆς προτέρας δικῆς τους ἀναβλητικότητας
μέχρι τὸ Μάρτιο τοῦ 2017. Τὰ περὶ τοῦ πρακτικοῦ μέρους στὶς ἀνάγκες τῶν πιστῶν
(βαπτίσεις, γάμοι, θεία μετάληψη), ἀποτελοῦν φτηνὲς δικαιολογίες, διότι γιὰ ὅσους
θέλουν πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἀποφύγουν τὴν κοινωνία μὲ τὴν παναίρεση, προσφέρονται
λύσεις ἐναλλακτικὲς, τὶς ὁποίες οἱ πατέρες γνωρίζουν καλύτερα. Ἄλλωστε ὅταν οἱ
πιστοὶ ἐπικαλοῦνται γιὰ τὶς ἀνάγκες τους διάφορα κοσμικὰ τερτίπια ποὺ
φανερώνουν, ὄχι ἀδυναμία ἀλλὰ ὅτι δὲν θέλουν νὰ φυλαχτοῦν ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ
τοὺς αἱρετίζοντες, γιατὶ νὰ ἐπωμίζονται οἱ ἐν λόγῳ πατέρες τὴν εὐθύνη, σὲ καιρὸ
μάλιστα ποὺ οἱ ἴδιοι τὴν ἀποποιήθηκαν γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς τους διακόψαντες τὸ
μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου;
Μία ἀναγκαία
ἐπισήμανση στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀντίδοση τῆς ποιμαντικῆς οἰκονομίας καὶ
συγκαταβάσεως τῶν ποιμένων-πνευματικῶν, γιὰ προσωπικὰ ἁμαρτήματα τῶν πιστῶν (ὡς
ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ καὶ ἀσθενεῖς), στὸ ζωτικὸ ζήτημα τῆς πίστεως (τὴν κοινωνία μὲ
τὴν αἵρεση), τὸ ὁποῖο δὲν ἐπιδέχεται τὴν παραμικρὴ οἰκονομία. Ἡ σύγχυση ποὺ
προήλθε ἀπὸ αὐτὴ τὴν τακτικὴ τῆς ἀντιδόσεως εἶναι προφανής.
Ἀσφαλῶς εἶναι
καρπὸς τῆς χρόνιας ἀναβλητικότητας καὶ τὸ χείριστο πάντων εἶναι ὅτι χρυσώθηκε τὸ
χάπι μὲ τὴν ἀπαράδεκτη ἑρμηνεία τῆς δυνητικότητας τοῦ 15ου κανόνα τῆς
Πρωτοδευτέρας. Ἡ ἐδῶ καὶ πέντε δεκαετίες διαστροφὴ καὶ διάδοση τῆς
κακουργηματικῆς ἀπὸ νομοκανονικῆς ἀπόψεως ἑρμηνεία αὐτή, ἔχει καταστεῖ ὅπλο
μαζικῆς καταστροφῆς, στὴν οὐσία ἐναντίον τοῦ πιστοῦ πληρώματος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
κρατώντας το στὴν κοινωνία μέ τὸν οἰκουμενισμό.
Ἡ ἀνωτέρω ἀναγκαία
ἐπισήμανση θὰ πρέπει νὰ ληφθεῖ πολὺ σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξυγίανση
τῆς πολυσχιδοῦς πλέον πορείας τῶν νεοαποτειχισθέντων.
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα
χωρὶς ἐλπίδα πλέον ἑνώσεως. Εὔχομαι νὰ ἀπατῶμαι.
ΔΑΜΙΑΝΟΣ MΟΝΑΧΟΣ
ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΗΣ
Δυστυχῶς, δέν ἀπατᾶσθε, Σεβαστέ Πάτερ! Αὐτή εἶναι ἡ πικρή ἀλήθεια. Προκειμένου νά μήν δυσκολευθοῦν, οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες Θεόδωρος καί Νικόλαος κοινωνοῦν ἐμμέσως μέ τόν Βαρθολομαῖον, ἐνῷ στέλνουν τά ποίμνιά των καί σέ ἄμεσον κοινωνίαν μέ τόν Βαρθολομαῖον!
ΑπάντησηΔιαγραφή