"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Τεθολωμένα καὶ δηλητηριώδη ὕδατα (Περὶ ψυχολογίας) Μέρος Ζ΄

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
   «Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφτεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἢ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγῳ τῆς προπατορικῆς πτώσεως [σ.σ. ἂς θυμηθοῦμε τὰ διάφορα φληναφήματα τοῦ Φρόϋντ, τοῦ Γιούνγκ, τῆς Κλάϊν καὶ ἄλλων «ψυχολόγων»]. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη» (βλ. Ἐφ. δ΄, 14: «ἐν τῇ κυβείᾳ (=δολιότητι) τῇ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης»), κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου, καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλό τους» (βλ. Κολ. β΄, 18: «εἰκῆ φυσιούμενος ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ». (Ἀσκητικὲς Ἐμπειρίες Β΄, σελ. 152-153)
   «Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾷ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν (σ.σ. ἀπὸ τοὺς ὁμόφρονές τους) ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης καὶ, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα (διαβόλου)» (Ἀσκ. Ἐμπ. Β, σελ. 157-158).

   Ἂς κάνουμε ἐδῶ ἕνα μικρὸ σχόλιο: Ἀσφαλῶς, ὅπως βλέπουμε, ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σὲ αἱρετικοὺς καὶ στὰ συγγράμματά τους. Ἀλλὰ, ὅταν ἀναφερώμεθα στοὺς πατέρες καὶ ἱδρυτὲς τῆς συγχρόνου Ψυχολογίας καὶ τὴν πλειονότητα τῶν Ψυχολόγων μέχρι τὶς ἡμέρες μας, τί ἄλλο εἶναι αὐτοὶ ἐκτὸς ἀπὸ αἱρετικοὶ, ἀλλόθρησκοι, ἄθεοι, νεοεποχῖτες, ἐκκοσμικευμένοι, ἀδιάφοροι περὶ τὰ πνευματικά;  Ἐξάλλου, ὅπως ἐφάνη ἐκ τῶν προεκτεθειμένων, ἡ πλειονότητα τῶν θεωριῶν τῶν σχολῶν (σκέψεως) Ψυχολογίας καὶ τὸ ἐν γένει πνεῦμα αὐτοῦ ποὺ λέγουμε σήμερα «Ψυχολογία», παρουσιάζουν μία πολὺ διαφορετικὴ προσέγγισι τοὺ ἀνθρωπίνου προσώπου, μία ἄλλη ἀνθρωπολογία, ποὺ ἂν οἱ ψυχολόγοι αὐτοαπεκαλοῦντο χριστιανοὶ, εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ἐχαρακτηρίζοντο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αἱρετικοί, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπολογία τους. Ἀλλὰ, ὅπως εἴπαμε, οὔτε ὀρθόδοξοι εἶναι (μιλώντας γιὰ τὴν πλεινότητα τῶν ψυχολόγων σὲ παγκόσμια κλίμακα)· πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων (ποὺ ὑπάρχουν κυρίως σὲ ὀρθόδοξες χῶρες, ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ), τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν ὑπευθύνων της, πολλῷ μᾶλλον τῶν ἁγίων της, πρέπει νὰ τοὺς ἐνημερώσῃ γιὰ τοὺς κινδύνους τῆς ἐπιστήμης τους καὶ νὰ τοὺς κατευθύνῃ (ἐφ’ ὅσον θελήσουν) καταλλήλως. Ἄρα, ταπεινῶς φρονοῦμε, ὅτι οἱ ἀνωτέρω ρήσεις τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου δύνανται νὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς ψυχολόγους τῆς σήμερον καὶ τὰ συγγράμματά τους.   

   Συνεχίζει ο θεοφόρος πατήρ: «Στὸ μεταξὺ παρουσιαζόταν ἤδη μπροστὰ στὰ μάτια μου τὰ ὅρια τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων ἀκόμα καὶ σὲ ἐπιστῆμες προχωρημένες, ὁλοκληρωμένες. Φτάνοντας σ’ αὐτὰ τὰ ὅρια, ρωτοῦσα νοερὰ τὶς ἐπιστῆμες: «Τί σταθερὸ καὶ μόνιμο δίνετε στὸν ἄνθρωπο; Αἰώνιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αἰώνια πρέπει νὰ εἶναι κι ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Δεῖξτε μου, λοιπόν, τὸν αἰώνιο αὐτὸ πλοῦτο, ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν πάρω μαζί μου πέρα ἀπὸ τὸν τάφο! Μέχρι τώρα δὲν εἶδα παρὰ γνώση ποὺ περιορίζεται στὴ γῆ, γνώση ποὺ τελειώνει μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ, γνώση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μετὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
   Σὲ τί χρησιμεύει ἡ σπουδὴ τῆς ἐπιστήμης τῶν μαθηματικῶν[1]; Ἀντικείμενό της εἶναι ἡ ὕλη. Ἀποκαλύπτει τοὺς νόμους τῆς ὑλης, διδάσκει τὴν ἀρίθμηση καὶ τὴ μέτρηση τῆς ὕλης γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἀποκαλύπτει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀπείρου, δίνοντάς μας μιὰν ἰδέα γιὰ ὅσα εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν ὕλη. Ἀδύνατη εἶναι λογικὰ ἡ ἀκριβὴς γνώση, ἀδύνατος εἶναι λογικὰ καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς ἰδέας αὐτῆς σὲ ὁποιαδήποτε λογική, ἀλλὰ περιορισμένη ὕπαρξη. Ἀποκαλύπτει ἀκόμα ἡ ἐπιστήμη τῶν μαθηματικῶν τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὰ μέτρα πού, εἴτε λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ μεγέθους τους εἴτε λόγῳ τῆς ἐξαιρετικῆς μικρότητάς τους, δὲν μποροῦν νὰ ἐρευνηθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἀποκαλύπτει, τέλος, τὴν ὕπαρξη γνώσεων γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τάση, ἀλλὰ δὲν διαθέτει τὰ ἀπαραίτητα μέσα. Μόνο ἀσαφεῖς νύξεις κάνει γιὰ τὴν ὑπαρξη ἀντικειμένων ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ πεδίο τῶν αἰσθήσεών μας.
   Ἡ φυσικὴ καὶ ἡ χημεία ἀποκαλύπτουν ἄλλους νόμους τῆς ὕλης. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γνώριζε τίποτα γι’ αὐτοὺς τοὺς νόμους, πρὶν τοὺς ἀνακαλύψει ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλά, ἀποκαλύπτοντάς τους, διαπίστωσε πὼς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀναρίθμητοι νόμοι. Ὁρισμένοι παραμένουν μέχρι σήμερα ἀνεξήγητοι, παρ’ ὅλες τὶς διερευνητικὲς προσπάθειες τῶν ἐπιστημόνων, καὶ ἄλλοι δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν λόγῳ τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ εὔγλωττος καὶ σοφὸς καθηγητὴς Σολοβιώφ, ὅταν μᾶς ἔκανε τὴν εἰσαγωγὴ στὸ μάθημα τῆς χημείας, μᾶς ἔλεγε ὅτι, σπουδάζοντας αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη, μαθαίνουμε πὼς τίποτε δὲν γνωρίζουμε καὶ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε· ἕνα τέτοιο, ἀπεριόριστο, πεδίο γνώσεων ἀποκαλύπτει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ νοῦ! Ἡ χημεία ξεκάθαρα ἀποδεικνύει πὼς ἡ ὕλη, μολονότι ὡς ὕλη ἔχει ὅρια, δὲν μπορεῖ νὰ κατακτηθεῖ καὶ νὰ καθοριστεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῆς ἐκτάσεώς της, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὲς ἄλλες αἰτίες [...]
   Λιγότερο θετικὴ ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐπιστῆμες εἶναι ἡ φιλοσοφία (σ.σ. τοποθετῆστε νοερῶς τὴν λέξι «σύγχρονη Ψυχολογία» στὴν θέσι τῆς λέξεως «φιλοσοφία»), μὲ τὴν ὁποία ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μεγάλη ὑπερηφάνεια. Οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες στηρίζονται στὸ πείραμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύουν τὴν ὀρθότητα τῶν θεωριῶν ποὺ ὑποστηρίζουν. Χωρὶς πειραματικὴ ἀπόδειξη οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες δὲν ἔχουν καμμιὰν ἀξία[2]. Ἡ φιλοσοφία δὲν ἔχει ἀποδεικτικὰ μέσα, ποὺ νὰ ἐπιβεβαιώνουν πειραματικὰ τὶς θεωρίες της.Τὸ πλῆθος τῶν ποικίλων φιλοσοφικῶν συστημάτων (σ.σ. «πλῆθος σχολῶν ψυχολογίας»), συστημάτων ἀσύμφωνων καὶ ἐναντίων μεταξύ τους, ἀποδεικνύει πὼς ἡ ἀνθρώπινη φιλοσοφία (σ.σ. καὶ σύγχρονη «Ψυχολογία») δὲν ἔχει θετικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας. Τί αὐθαιρεσία ὑπάρχει στὴ φιλοσοφία, τί φαντασιοκοπία, τί παραληρηματικὸς λόγος ἀπαράδεκτος ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη! Ἡ ἴδια, ὡστόσο, ἡ φιλοσοφία φαίνεται ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Μαζὶ μὲ τὸ ἀπατηλό της φῶς μπαίνει στὴν ψυχὴ ἀκατάσχετη καὶ ἡ ἔπαρση, ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ περιφρόνηση τοῦ πλησίον. Ὁ τυφλωμένος κόσμος ραίνει τὴ φιλοσοφία, δική του καθὼς εἶναι, μὲ εγκώμια καὶ τιμές. Εὐχαριστημένος μὲ τὶς γνώσεις ποὺ αὐτὴ τοῦ παρέχει, δὲν ἀποκτᾷ ὀρθὴ γνώση γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν πνευματικὸ κόσμο. Ἀπεναντίας, δηλητηριάζεται μὲ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις ποὺ διαφθείρουν τὸν νοῦ, ποὺ τὸν καθιστοῦν ἀνίκανο, ὡς μολυσμένο καὶ διαβρωμένο ἀπὸ τὸ ψεῦδος, νὰ κοινωνήσει μὲ τὴν Ἀλήθεια (βλ. Β΄ Τιμ, γ΄, 8: «...ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν, ἀδόκιμοι περὶ τὴν πίστιν»).
   «Ὁ κόσμος δὲν μπόρεσε μὲ τὴ σοφία του ν’ ἀναγνωρίσει τὸν Θεό» , λέει ὁ ἀπόστολος (πρωτότυπο κείμενο: Α΄ Κορ., α΄, 21: «...οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεὸν...»). Γιατὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ὁδηγεῖ στὸν θάνατο..., καθὼς εἶναι ἔχθρα στὸν Θεό· δὲν ὑποτάσσεται, βλέπετε, στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ» (πρωτότυπο κείμενο: Ρωμ. η΄, 6-7: «τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· ουδὲ γὰρ δύναται.»). Ἡ ὑποταγὴ στὸν θεῖο νόμο δὲν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος. Γι’ αὐτὸ, ἀδελφοί, «προσέχετε καλά, μὴ σᾶς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τοὺς ἀπατηλοὺς καὶ κούφιους συλλογισμοὺς τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, ποὺ στηρίζονται σὲ ἀνθρώπινες παραδόσεις καὶ σὲ μία λαθεμένη πίστη στὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως» (πρωτότυπο κείμενο: Κολ. β΄, 8,3: «8. Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγὼν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν. 3. ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»).
   Ἡ φιλοσοφία (σ.σ. καὶ «Ψυχολογία»), γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης πτώσεως, λέει ψέμματα γι’ αὐτὴ τὴν πτώση, τὴν κολακεύει, τὴ συντηρεῖ καὶ τὴν τρέφει. Ἡ φιλοσοφία ὁδηγεῖ τὸ πνεῦμα μας σὲ κατάσταση αὐταπάτης καὶ αὐτοκαταστροφῆς, ὅπως φανερώνουν τὰ παραπάνω λόγια τοῦ ἀποστόλου. Ὁ ἴδιος συμβουλεύει ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπορρίψουν τὴν ἀπατηλὴ γνώση τῆς κοσμικῆς σοφίας. «Κανένας», λέει, «ἂς μὴ ξεγελᾷ τὸν ἑαυτό του. Ὅποιος ἀπὸ σᾶς νομίζει πὼς εἶναι σοφὸς μὲ τὰ μέτρα αὐτοῦ ἐδῶ κόσμου, ἂς γίνει μωρός, γιὰ νὰ γίνει ἔτσι πραγματικὰ σοφός» (Α΄ Κορ. γ΄, 18: «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός»). Ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία βρίσκεται στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ (βλ. Α΄ Κορ, α΄, 24, 30: -24- ...Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν... -30- ὃς (ὁ Χριστός) ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις»). Γράφει ὁ Ἁγιος Τύχων τοῦ Ζαντόσκ: «Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει ἁγιασμός, δὲν ὑπάρχει λύτρωση. Καὶ κάθε σοφία χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι μωρία. Κάθε σοφὸς χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι μωρός, κάθε δίκαιος χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι ἁμαρτωλός, κάθε ἁγνὸς χωρὶς τὸν Χριστὸ εἶναι ἀκάθαρτος... Τί εἶναι δικό μας; Μόνο ἡ ἀδυναμία, ἡ φθορά, τὸ σκοτάδι, ἡ κακία, ἡ ἁμαρτία».   
   Λέω στὶς ἐπιστῆμες (συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος): «Δῶστε μου, ἂν μπορεῖτε νὰ μοῦ δώσετε, κάτι αἰώνιο, κάτι ἀναφαίρετο, κάτι ἄξιο νὰ ὀνομάζεται κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου!». Οἱ ἐπιστῆμες σωπαίνουν...»[3]  (ὅπ. π. σελ. 404-408)

Συνεχίζεται…



[1] Ἕνας φίλτατος ἀδελφὸς, ἐπιστήμων, ἔκανε τὴν ἑξῆς παρατήρησι ἐπ’ αὐτοῦ, φρονώντας προφανῶς ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀπαξιοῖ ἀδιακρίτως τὰ Μαθηματικά: «Τὰ Μαθηματικὰ ἀκονίζουν τὸ μυαλὸ καί προάγουν τὸ πνεῦμα. Ἀποτελοῦν τὸ κύριον ἐργαλεῖον σχεδὸν ὅλων τῶν ἐπιστημῶν καὶ μέσῳ αὐτῶν ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος προσεγγίζει καλύτερα τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, π.χ. τὸ Σύμπαν».
   Νομίζουμε, πάντως, ὅτι ὁ Ἅγιος θέλει νὰ καταδείξῃ ὅτι τὰ Μαθηματικὰ καὶ κατ’ ἐπέκτασι οἱ ἄλλες, εἴτε θετικὲς εἴτε κοινωνικές, ἐπιστῆμες «περιορίζονται στὴν γῆ» (ὅπως σημειώνει ἀνωτέρω) καὶ ἀδυνατοῦν νὰ μᾶς ἐξυψώσουν πνευματικῶς ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε τοῦ σκοποῦ μας, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχής μαςὩς γνήσιος ὀρθόδοξος κατηχητής, θέλει νὰ τοποθετήσῃ τὶς ἐπιστῆμες αὐτὲς στὴν πραγματική τους διάστασι ὡς πρὸς τὸ τέλος (=σκοπὸ) τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ ἀποφευχθῇ ἡ ὑπερβολή, δηλαδὴ νὰ θεωροῦνται οἱ ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες αὐτοσκοπὸς τοῦ Ἀνθρώπου (πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει σήμερα μὲ τοὺς «ἐπιστημολάτρες»), ἢ νὰ θεωροῦνται κατὰ πάντα ἀξιόπιστες καὶ ἀληθεῖς ἢ, ἀκόμη περισσότερο, ἀπαραίτητες γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάρτισι καὶ σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου (βαρλααμισμός).
   Ναί, «ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος προσεγγίζει καλύτερα τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (ἔχει δηλαδὴ πλέον τὴν δυνατότητα μὲ τὰ σύγχρονα μέσα νὰ ἰδῇ καλύτερα τί συμβαίνει στὴν ἀνόργανη καὶ ὀργανικὴ ὕλη), ἀλλὰ τὸ πρόβλημα ἐντοπίζεται στὸ πῶς θὰ ἀνυψωθῇ ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς Πίστεως καὶ τῆς πνευματικῆς του καταρτίσεως, ὥστε νὰ ταπεινωθῇ καὶ νὰ δοξάσῃ τὸν Πάνσοφο Πλάστη αὐτῆς τῆς Ὕλης. Νὰ ἐπιθυμήσῃ τὴν κοινωνία μὲ Αὐτόν, καὶ νὰ μὴ παραμείνῃ προσκολλημένος σὲ αὐτήν (τὴν ὕλη) .

[2] «Δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξία», ὡς πρὸς τὴν ἀποτύπωσι τῆς ἀληθείας ἐπὶ τοῦ ἐξεταζομένου θέματος. Κατὰ δὲ τοὺς ἐπιστημολόγους, ἔχει κάποιαν ἀξία ὡς πρὸς τὴν ἐξέλιξι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, ποὺ ἐνδεχομένως, ἀργὰ ἢ γρήγορα, (αὐτὴ ἡ ἐξέλιξι) θὰ ὁδηγήσῃ στὴν ἐπιθυμητὴ τεκμηρίωσι.   
[3] Σημειωτέον ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοί μας) δὲν καταφρονεῖ οὔτε καταδικάζει τὴν ἀληθὴ Ἐπιστήμη (ἡ ἀληθὴς Ἐπιστήμη δὲν ἀντιβαίνει ἐπ’ οὐδενὶ στὸν Θεὸ καὶ τὴν θεία διδασκαλία). Καταδικάζει, ὅμως, ἀπεριφράστως τὴν ἐμπαθῆ προσκόλλησι καὶ ἐντρύφησι σὲ αὐτὴν καὶ τὶς ὅποιες ἀντιχριστιανικές, ψευδεῖς καὶ ἐπικίνδυνες θεωρίες ἐκφράζουν οἱ ἐπιστήμονες.
   Κάθε ἐπιστήμη ἔχει, λίγα ἢ πολλά, σπέρματα ἀληθείας καὶ κάποιους, λίγους ἢ πολλούς, ταπεινοὺς ἐπιστήμονες (πάντως, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μόνον ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ μποροῦν νὰ γίνουν ταπεινοί). Ἐπίσης, «ὁ ἀεἰμνηστος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Στέργιος Σάκκος ἔλεγε ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη δὲν ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν» καὶ, ἀκόμη, θὰ λέγαμε, δὲν ἀνήκει αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ στὸ «κοσμικὸ (=ἐφάμαρτο) φρόνημα», στὸ «φρόνημα τῆς σαρκός». Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἀσφαλῶς, πιστεύουμε, θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὰ προλεχθέντα. Ἐὰν διαφαίνεται στὰ λεγόμενά του μία γενίκευσι, αὐτὸ συμβαίνει, ἴσως, ἕνεκα τῆς ἱερᾶς του ἀγανακτήσεως (ἀπαθῶς ἐκφραζομένης) γιὰ τὴν ἔπαρσι στὴν ὁποία δύναται νὰ ὁδηγηθῇ ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ μέσῳ τῆς κακῆς χρήσεως τῆς Ἐπιστήμης. Καὶ ὡς ἀποδεικνύει ἡ πραγματικότης, οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπιστημόνων (π.χ. μαθηματικῶν, βιολόγων, ψυχολόγων κ.λ.π.), ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή μας, εἶναι ἀδιάφοροι περὶ τὴν Πίστι καὶ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα τῆς ἐπάρσεως (ποὺ οἱ ἴδιοι, ἀσφαλῶς, δὲν δύνανται νὰ ἀναγνωρίσουν οὔτε νὰ παραδεχθοῦν), μὲ ἄμεσο ἀντίκτυπο νὰ παρουσιάζεται ἡ ἐπιστήμη τους, διὰ τῶν περισσοτέρων θεωριῶν της, ὡς ἐμφορουμένη ἀπὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἀπὸ πνεῦμα σαρκὸς καὶ πλάνης. Πάντως, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος κάμει λόγο περὶ φιλοσοφίας, προφανῶς ἀναφέρεται κυρίως στοὺς πάμπολλους ἐκείνους θεωρητικοὺς στοχασμούς, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ κοσμική, ἐφάμαρτη καὶ δαιμονικὴ ματαιότητα καὶ ρηχότητα, καὶ ποὺ ἐπήγασαν ἀπὸ ὑψηλόφρονες νόες. Ὑπὸ τὸ πρῖσμα, λοιπόν, τῶν ἀνωτέρω «κάθε σοφία χωρὶς Χριστὸ εἶναι μωρία» (ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἅγιός μας), διότι τέτοια σοφία εἶναι εἴτε ἐπικίνδυνη, εἴτε ἀμφισβητίσιμη, εἴτε ματαία, εἴτε εἶναι μὲν ἀληθὴς ὡς διαπίστωσι, ἀλλὰ δὲν μᾶς προάγει πνευματικῶς (παρ’ ὅτι εἶναι πιθανὸν ἢ βέβαιον ὅτι μᾶς παρέχῃ ὑλικὲς-ἐγκόσμιες διευκολύνσεις), δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωσι, δὲν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, στὴν αἰωνιότητα, στὸν Δεσπότη Χριστό. Ὁ δὲ Χριστός μας θὰ ἔλεγε σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ματαιόφρονες ἐπιστήμονες: «ὑμεῖς (=ἐσεῖς) ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (κατὰ Ἰωάννην η΄, 23). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου