"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Τεθολωμένα καὶ δηλητηριώδη ὕδατα (Περὶ ψυχολογίας) Μέρος Η΄

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ[1]
«…ἡ γνῶσι, ἡ ὁποία ἀναζητεῖ τὸ κατ’ εἰκόνα στὴν ἔξω σοφία
 εἶναι ψευδογνωσία»
«…Αὐτὴ εἶναι παιδεία καὶ γνῶσις ἀληθινή, στῆς ὁποίας οὔτε τὴν ἀρχὴ (δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ) δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσῃ κανεὶς ἂν κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ματαίας φιλοσοφίας καὶ περιτυλίσσεται καὶ συστρέφεται στὶς στροφὲς καὶ θεωρίες αὐτῆς».

   «Ἐρώτησις πρώτη πρὸς ἅγιο Γρηγόριο: Ἄκουσα μερικοὺς[2] νὰ λέγουν ὅτι πρέπει καὶ οἱ μοναχοὶ νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐξωτερικὴ σοφία, διότι χωρὶς αὐτὴν δὲν εἶναι δυνατὸν, λέγουν, νὰ ἀπαλλαγῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὶς ψευδεῖς θεωρίες, ἀκόμη καὶ ἂν φθάσῃ στὴν τελεία ἀπάθεια, οὔτε νὰ ἐγγίσῃ τελειότητα καὶ ἁγιότητα, ἐὰν δὲν συγκεντρώσῃ ἀπὸ παντοῦ τὶς γνώσεις, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία· διότι καὶ αὐτὴ δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι, καθὼς ἰσχυρίζονται, ὅμοιο μάλιστα μὲ τὰ δι’ ἀποκαλύψεως προφητικὰ καὶ ἀποστολικὰ λόγια, καὶ δι’ αὐτῆς (τῆς ἔξωθεν - ἑλληνικῆς φιλοσοφίας) προκαλεῖται στὴν ψυχὴ γνῶσι τῶν ὄντων [...] καὶ ποδηγετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γνῶσι τοῦ Θεοῦ [...] Ὅταν λοιπὸν ἄκουσα νὲ λέγουν αὐτά, δὲν ἐπείσθην, ἐφ’ ὅσον ἡ μικρά μου πεῖρα στὴν μοναχικὴ πολιτεία μοῦ ἀπέδειξε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο [...] Αὐτοὶ δέ, προβάλλουν καὶ ἕνα ὑψηλότερο λόγο. Λέγουν ὅτι «δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι πολυεξετάζουμε τὰ μυστήρια τῆς φύσεως καὶ καταμετροῦμε τὸν κύκλο τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐρευνοῦμε τὶς ἀντιπαρατασσόμενες κινήσεις τῶν ἄστρων, καταγράφουμε τὶς συζυγίες καὶ ἀποστάσεις καὶ ἀνατολές τούτων καὶ τὰ συμβαίνοντα ἐξ αὐτῶν καὶ καυχώμεθα γιὰ αὐτά, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ λόγοι ποὺ συμβαίνουν ὅλα αὐτὰ εὑρίσκονται στὸν θεῖο καὶ πρῶτο καὶ δημιουργικὸ νοῦ (στὸν Θεό), καὶ ἐπειδὴ οἱ εἰκόνες ἐκείνων τῶν λόγων (ποὺ εὑρίσκονται στὸν δημιουργικὸ νοῦ) ἐνυπάρχουν στὴν δική μας ψυχή, ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς γνωρίσουμε καλῶς μὲ διαιρετικές, συλλογικὲς καὶ ἀναλυτικὲς μεθόδους, ἀπαλλάσσοντας ἑαυτοὺς ἀπὸ τὴν ἄγνοια, καὶ ἀποκτώντας τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό (νὰ φθάσουμε στὸ καθ’ ὁμοίωσι)[3]. Σὲ παρακαλῶ, πάτερ, δίδαξέ μου τοὺς λόγους τῆς ἀληθείας.
   Καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος:
[...] Οἱ στηριζόμενοι σὲ λογικὲς ἀποδείξεις (τῆς ἔξω σοφίας) ὁπωσδήποτε θὰ ἀνατραποῦν, ἔστω καὶ ἂν ὄχι τώρα ἀπὸ σένα. Λέγει ἕνα ρητό: «κάθε λόγος παλεύει μὲ ἕνα ἄλλο λόγο»[4]. [...] Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ οἱ μαθητές τους ἀνέτρεπαν συνεχῶς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀνωτέρα, φαινομενικῶς, ἀπόδειξι (σ.σ. ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὶς θεωρίες τῆς Ψυχολογίας, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἔχουν τὶς ρίζες τους καὶ σὲ φιλοσοφικοὺς στοχασμοὺς ἀρχαίων Ἑλλήνων). Ἀφοῦ λοιπὸν εἰπῇς αὐτὰ πρὸς ἐκείνους, ποὺ διαρκῶς προσέχουν και ἐπιδιώκουν γνῶσι ἀπὸ τὴν ἔξω παιδεία καὶ τὴν ἐγκωμιάζουν τόσο πολὺ, νομίζω ὅτι θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς καταλλήλως ἐὰν τοὺς εἰπῇς: «δὲν ἐξασφαλίζετε στοὺς ἑαυτούς σας γνῶσι, ἀγαπητοί, ἀλλὰ  ἐπὶ πλέον ἀγνωσία» [...] Οἱ ἐπιδιώκοντες τὴν γνῶσι ἀπὸ τοὺς ἔξω σοφοὺς τοῦ κόσμου ἀποκτοῦν ἐπὶ πλέον ἀγνωσία παρὰ γνῶσι [...] Τὸ νὰ πιστεύῃ κανεὶς ὄτι κατώρθωσε νὰ ἀνακαλύψῃ-ἐξηγήσῃ τοὺς λόγους στὸν δημιουργικὸ νοῦ (στὸν Θεό) εἶναι μεγάλο σφάλμα· «τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;», λέγει ὁ ἀπόστολος. Ἐὰν, λοιπόν, δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τοὺς λόγους τούτους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσῃ οὔτε τὶς ἐντὸς τῆς ψυχῆς μας εἰκόνες τῶν λόγων αὐτῶν μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἔξω σοφίας. Ἑπομένως, ἡ γνῶσι ἡ ὁποία ἀναζητεῖ τὸ κατ’ εἰκόνα στὴν ἔξω σοφία εἶναι ψευδογνωσία. Ὄχι, λοιπόν· ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἔχει αὐτὴν τὴν ψευδογνωσία [...] δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὴν ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ματαία καὶ ἡ καύχησι γιὰ τὴν ἔξω σοφία. Ἂς ἀκούσουν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ὁποῖος καλεῖ «σαρκικὴ σοφία» τὴν θύραθεν-ἐξωτερικὴ τοιαύτη καὶ «νοῦν σαρκός» καὶ γνῶσι ἡ ὁποία φυσιοῖ, δηλαδὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀλαζονία-ἔπαρσι-ὑπερηφάνεια. Ἑπομένως, πῶς ἡ σαρκικὴ σοφία θὰ παράσχῃ τὸ κατ’ εἰκόνα στὴν ψυχή; [...] Ἡ σοφία τῆς σαρκὸς δὲν θὰ καταστήσῃ (σ.σ. ὄντως καὶ κατὰ Θεὸν) σοφὴ τὴν διάνοια. Καὶ πράγματι, ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ἡ γνῶσι τῆς Σοφίας· πρέπει νὰ προτιμηθῇ ἀπὸ τὴν γηίνη καὶ ἀνωφελῆ (ἀπὸ τὴν ἔξωθεν σοφία) ἡ οὐρανία καὶ μεγαλωφελὴς (ἡ ἁγιοπνευματικὴ σοφία), ποὺ ὁδηγεῖ, μόνη αὐτή, στὸ καθ’ ὁμοίωσι (μὲ ἄλλες λέξεις: πρέπει νὰ προτιμηθῇ η ἁγιοπνευματικὴ σοφία, ποὺ εἶναι οὐράνια, μᾶς ὠφελεῖ πολὺ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ καθ’ ὁμοίωσι, ἀπὸ τὴν ἔξωθεν, ποὺ εἶναι ἐγκόσμια καὶ ἀνωφελής). [...] Χωρὶς καθαρότητα, ἀκόμη καὶ ἂν μάθῃς τὴν φυσικὴ φιλοσοφία ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντελείας, θὰ εἶσαι μᾶλλον μωρὸς παρὰ σοφός. Χωρὶς ἐκείνην δέ, ἀφοῦ καθαρθῇς καὶ ἀπαλλάξῃς τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἤθη καὶ δόγματα, θὰ ἀποκτήσῃς τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία νικᾷ τὸν κόσμο. [...] Ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ καὶ νὰ ἴδῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ κατ’ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἔξω παιδεία, σὰν αὐτὴ νὰ καθιστᾷ καλύτερους τοὺς χαρακτῆρες καὶ νὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, οἱ κατὰ τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα σοφοὶ θὰ ἦσαν θεοειδέστεροι καὶ θεοπτικώτεροι ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ προφῆτες τῆς Π.Δ., οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἐκλήθησαν στὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν ἀγροικικὸ βίο (σ.σ. ἦσαν, θὰ λέγαμε, ὀλιγογράμματοι). Ὁ δὲ Ἰωάννης Πρόδρομος, ἡ τελευταία κορωνὶς τῶν προφητῶν, δὲν ζοῦσε ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας στὴν ἔρημο; [...] Ποῦ ὑπάρχουν στὴν ἔρημο σχολεῖα τῆς ματαίας ἔξω σοφίας; (Ἂς ἀφήσω τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ ἂς μιλήσω γιὰ αυτὸν τὸν Δεσπότη Χριστὸ) Γιατὶ δὲν εἶπε ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, νὰ ἐπιδοθῇς στὴν ἔξω παιδεία, νὰ σπεύσῃς νὰ παρακολουθήσῃς τὰ μαθήματα καὶ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν ἐπιστήμη τῶν ὄντων, ἀλλὰ εἶπε σὲ ἐκεῖνον τὸν νεανία νὰ πωλήσῃ τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ μοιράσῃ  στοὺς πτωχούς, νὰ ἄρῃ τὸν σταυρὸν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ; Ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε καὶ ἔγινε γιὰ ἐμᾶς σοφία ἀπὸ Θεοῦ [...], αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ὰπὸ τεχνητὸ-ἐπισκευαστό (μὴ γνήσιο - ἀκατάλληλο) φυτίλι, δηλαδὴ τὴν ἔξω γνῶσι ποὺ αὐτοὶ φρονοῦν ὅτι ὁδηγεῖ στὴν θεογνωσία, καὶ παραινοῦν καὶ ἄλλους α΄. νὰ ἀφήσουν τήν, κατὰ τὰ ἡσυχαστικὰ πρότυπα, κάθαρσι τῶν ἑαυτῶν τους διὰ τῆς ἐπιστασίας-προσοχῆς τῶν λογισμῶν τους καὶ τὴν ἐντρύφησι στὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ διὰ ἀδιαλείπτου προσευχῆς, καὶ β΄. νὰ καταγηράσουν ματαίως καθήμενοι δίπλα σὲ λύχνο ποὺ καπνίζει καὶ δὲν φέγγει ὅπως πρέπει (σ.σ. εἶναι δηλαδὴ ἀκατάλληλος γιὰ φωτισμό, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὸ γνήσιο φυτίλι)».
   [...] Ὁ πονηρὸς διάβολος, ποὺ ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ μᾶς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὰ ἀνώτερα... θέλει νὰ ἀσχολούμεθα σὲ ὅλο τὸν βίο μας[5] μὲ τὴν ἔξωθεν γνῶσι, ὥστε νὰ μὴ μπορέσουμε νὰ ἐπιδοθοῦμε μὲ ἀφοσίωσι στὴν κατὰ Θεὸν παιδεία, ποὺ καθαρίζει τὴν ψυχή μας, τῆς ὁποίας ἀρχὴ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτὸν δέ, γεννᾶται ἡ συνεχὴς κατανυκτικὴ δέησι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ φύλαξι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Ὅταν δι’ αὐτῶν πραγματοποιηθῇ καταλλαγὴ πρὸς τὸν Θεό, ὁ φόβος μεταβάλλεται σὲ ἀγάπη καὶ ἡ ὀδύνη τῆς προσευχῆς, ἀφοῦ μετατραπεῖ σὲ τέρψι, δηλαδὴ κατὰ Θεὸν εὐχαρίστησι, ἀνατέλλει τὸ ἄνθος τοῦ φωτισμοῦ. Σὰν ὀσμὴ δὲ αὐτοῦ τοῦ ἄνθους τοῦ φωτισμοῦ, ποὺ διαδίδεται σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν φέρει, εἶναι ἡ γνῶσις τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ[6]. Αὐτὴ εἶναι παιδεία καὶ γνῶσις ἀληθινή, στῆς ὁποίας οὔτε τὴν ἀρχὴ (δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ) δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσῃ κανείς ἂν κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ματαίας φιλοσοφίας καὶ περιτυλίσσεται καὶ συστρέφεται στὶς στροφὲς καὶ θεωρίες αὐτῆς. [...]
   Ὁ μέγας Βασίλειος, γράφοντας πρὸς τὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας, θρηνεῖ καὶ τὴν ἰδική του ζωή, ὅση διήνυσε ἀφιερώνοντας τὴν σκέψι του στὴν μελέτη τῶν μαθημάτων τῆς ἔξω παιδείας. «Ἐγώ, λέγει, ἀφοῦ ἐδαπάνησα πολὺ χρόνο στὴν ματαιότητα καὶ ἀφάνισα ὅλη σχεδὸν τὴν νεότητά μου στὴν ματαιοπονία, τὴν ὁποία ἐπαρουσίαζα ἐπιδιδόμενος στὴν παρακολούθησι τῶν μαθημάτων τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας, μόλις κάποτε σὰν νὰ ἐξύπνησα ἀπὸ βαθὺ ὕπνο, ἀντελήφθην τὸ ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος οἱ ὁποῖοι καταργοῦνται, ἔκλαυσα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινή μου ζωή καὶ εὐχόμουν νὰ μοῦ δοθῇ κάποια καθοδήγησι»[7]. Ἄκουσες ποιοὶ εἶναι οἱ χαρακτηρισμοὶ τῆς παιδείας καὶ τῆς γνώσεως, τὴν ὁποία σπεύδουν μερικοὶ νὰ ἐξάρουν τώρα; Κατονομάζεται ματαιότης, ματαιοπονία, σοφία μωρανθεῖσα, σοφία καταργουμένη, σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, σοφία ἀφανιστικὴ-καταστρεπτικὴ τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς καὶ πολιτείας».      

   Ἐδῶ θὰ σταματήσουμε τὴν παράθεσι τῶν θέσεων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐπὶ τοῦ ζητήματος, διότι εἶναι πάμπολλες, παρακαλοῦντες τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες νὰ ἀναζητήσουν καὶ μελετήσουν τὰ ἐπίλοιπα τοῦ λόγου του. Ὁ λόγος αὐτὸς («ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων») τυγχάνει καταλληλότατος γιὰ τὴν κατανόησι τῆς νηπτικῆς-ἡσυχαστικῆς-θεραπευτικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ἀναμφίλεκτη ἀνωτερότητά της ἔναντι τῆς κοσμικῆς-ἔξωθεν γνώσεως, ἡ ὁποία (ἔξωθεν γνῶσι), κατὰ τὸν ἅγιο, «ἐξασφαλίζει ἐπὶ πλέον ἀγνωσία», σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκουν μέσῳ αὐτῆς (τῆς ἔξωθεν γνώσεως) τὴν ἀπόκτησι τῆς ἀληθινῆς γνώσεως, παιδείας καὶ σοφίας. Τονίζουμε ἰδιαιτέρως τὴν θέσι τοῦ Ἁγίου: «ἡ γνῶσι ἡ ὁποία ἀναζητεῖ τὸ κατ’ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἔξω σοφία εἶναι ψευδογνωσία», καὶ τὴν τονίζουμε ἐπειδὴ ἀφορᾷ στὴν ἀνθρωπολογία[8] καὶ ἑπομένως στὴν σύγχρονη Ψυχολογία, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἔχει ἐσφαλμένη ἀνθρωπολογία, καὶ ἕνεκα τούτου ἀποτυγχάνει καὶ νὰ περιγράψῃ καὶ νὰ θεραπεύσῃ ἐπιτυχῶς τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.     
Συνεχίζεται…



[1] Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν λόγο του «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ἁπλοποιημένα στὴν δημοτικὴ καὶ ὀλίγο παραφρασμένα. Ἡ παράφρασι αὐτὴ ἔγινε πρὸς καλλιτέρα κατανόησι τοῦ κειμένου. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι παρακαλοῦνται νὰ προστρέξουν στὸ πρωτότυπο καὶ τὶς καλὲς μεταφράσεις, καὶ ἐὰν ἔχουν νὰ παρατηρήσουν κάτι προβληματικὸ στὴν δική μας ἀπόδοσι-παράφρασι, νὰ μᾶς ἐνημερώσουν, ὥστε νὰ προβοῦμε στὶς ἀπαραίτητες διορθώσεις. Τὴν ἀλήθεια προσπαθοῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε καὶ νὰ διδάσκουμε, σὺν Θεῷ καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοὺ πνευματικοῦ μας. Ἂς συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὶς ἀτέλειές μας· εὐχόμαστε δὲ νὰ βρεθοῦν οἱ ὄντως ἄξιοι, ποὺ θὰ ἀσχοληθοῦν σοβαρώτερα μὲ αὐτὸ τὸ κορυφαῖο σωτηριολογικὸ ζήτημα.
[2] Ἐννοεῖ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ἀκολούθους του βαρλααμῖτες (15ος αἰών). «Ὁ βαρλααμισμός εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ρεῦμα, τό ὁποῖο προηγήθηκε τοῦ Βαρλαάμ καί ἀκολούθησε μετά ἀπό αὐτόν. Στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεωρία καί ἡ πράξη τοῦ σχολαστικισμοῦ, πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν 11ο αἰώνα στόν δυτικό χῶρο καί ἀπέβη ἡ κύρια ἔκφραση τῆς λατινικῆς θεολογίας. Γιά πρώτη φορά οἱ ὀρθόδοξοι ἀνατολικοί γνώρισαν τήν κίνηση αὐτή στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ πλειονότητα ἀπό αὐτούς (σ.σ. τοὺς ἀνατολικούς), μέ ὑπέρμαχο τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν ἀντιμετώπισαν ἐπιτυχῶς (σ.σ. τὸν βαρλααμισμό)…» (Ναυπάκτου Ἱεροθεος, ἄρθρο «Βαρλααμισμός», διαδικτυακὴ ἀνάρτησι).
[3] Λέγει ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Στίς ἀπόψεις αὐτές βλέπει κανείς τήν ἀρχαία πλατωνική παράδοση, τήν κλασσική μεταφυσική, τήν σχολαστική θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία στήν γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει προτεραιότητα ἡ λογική μέ τούς συλλογισμούς της καί ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό διά τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων. Ἐδῶ βλέπει κανείς τήν πλατωνική μέθοδο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ἀλλά μέ τήν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων.
   Οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστές καί βαρλααμίζοντες δέν ἀποδέχονται στήν πράξη τόν ἡσυχασμό, τήν ἱερά μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπό τίς φιλοσοφικές ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στίς λογικές ἀναλύσεις καί τούς διαλεκτικούς συλλογισμούς καί στοχασμούς» (ἄρθρο «Βαρλααμισμός», διαδικτυακὴ ἀνάρτησι). Μήπως, λοιπόν, πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἐγκαταλείπουμε καὶ ἐμεῖς τὸν σωτηριώδη ἡσυχασμό, καὶ καταβιβάζουμε ἑαυτοὺς ἐπικινδύνως σὲ ἐκκοσμικευμένες θεωρήσεις καὶ πρακτικὲς διὰ τῶν ξένων πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία φιλοσοφικῶν ἢ/καὶ ἀναπόδεικτων ἢ/καὶ ἀντιχριστιανιακῶν ἢ/καὶ διεστραμμένων ἀναλύσεων καὶ στοχασμῶν τῆς Ψυχολογίας;
[4] Πρβλ. «Δύο λόγους εἶναι περὶ παντὸς πράγματος ἀντικειμένους ἀλλήλοις» («Θεαίτητος» Πλάτωνος, Ἀπολογία Πρωταγόρου, βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, «Η ζωή και οι διδασκαλίες των διάσημων φιλοσόφων», IX, 51).
[5] Ἐδῶ ἐπισημαίνεται ὁ κίνδυνος τῆς ἀποκλειστικῆς ἢ τῆς ἄμετρης ἐνασχολήσεως μὲ τὰ τῆς ἔξωθεν παιδείας, ποὺ ὑποκινεῖται ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάβολο. Λέγει στὸν ἴδιο λόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τὸ νὰ παραμένῃ κανεὶς ἀφωσιωμένος σὲ αὐτά (τὰ τῆς κοσμικῆς παιδείας) μέχρι γήρατος εἶναι πονηρόν. Εἶναι δὲ ἀγαθόν, ὅταν, ἀφοῦ γυμνασθῇ μὲ αὐτὰ μὲ μέτρον, μεταφέρῃ τὸν ἀγῶνα πρὸς τὰ πολὺ ἀνώτερα καὶ μονιμώτερα» (Ε.Π.Ε., Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόμος 54, σελ. 72). Ὅμως, ὡς πρὸς τὴν σύγχρονη Ψυχολογία, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι εἶναι καλὸν νὰ γυμνασθοῦμε μὲ αὐτὴν μὲ μέτρον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι περιέχει ἄφθονες δηλητηριώδεις θέσεις καὶ γνῶμες, καὶ δεδομένου ὅτι εἴμεθα ἐμπαθεῖς καὶ ἀδιάκριτοι; Ἐξάλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρεται σὲ ἔξωθεν-ἐξωεκκλησιαστικὰ συστήματα καὶ μεθόδους (τοῦ τύπου τῆς συγχρόνου Ψυχολογίας καὶ Ψυχοθεραπείας), τὰ ὁποῖα ἔχουν στόχο τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου· «θεραπεία» μάλιστα, ἡ ὁποία ἔχει διαφορετικὸ νόημα καὶ ἐπιτυγχάνεται μὲ διαφορετικοὺς τρόπους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ  προσφέρει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
[6] Ἐδῶ περιγράφεται τὸ τρίπτυχο τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως: Κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις.
[7] Ἐπιστολὴ 223, 2, PG 32, 824 ΑΒ.
   Ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει ὅτι μετεμελήθη ποὺ ἐπεδόθη κατὰ τὴν νεότητά του στὴν ἐκμάθησι τῆς ἔξω σοφίας καὶ χαρακτηρίζει ὡς ματαιότητα τὸν χρόνο ποὺ ἀφιέρωσε σὲ αὐτήν. Πιστεύουμε ὅτι τὰ λέγει αὐτά, ὄχι διότι ἡ ἔξωθεν παιδεία δὲν παρέχει οὐδεμία ὠφέλεια στὸν ἄνθρωπο (ἂς θυμηθοῦμε τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου «πρὸς τοὺς Νέους», ποὺ περιγράφει τὸ πῶς μποροῦν οἱ νέοι νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα), ἀλλὰ διότι ἀδυνατεῖ νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἀλήθεια, τὴν πραγματικὴ θεογνωσία καὶ ἀνθρωπογνωσία, καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἐὰν κανεὶς τὴν ἐμπιστεύεται, ὁδηγεῖται σὲ αἱρέσεις, πλάνες καὶ ἐν γένει ἀστοχίες, ποὺ τοῦ ἀφαιροῦν τὴν δυνατότητα νὰ καθάρῃ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία του καὶ νὰ σωθῇ. Καί, γιὰ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸ θέμα μας, στὰ ὡς ἄνω ἀκριβῶς συνίσταται ὁ κίνδυνος, ὅταν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὴν σύγχρονη Ψυχολογία.
   Πρέπει νὰ σημειωθῇ, ἀκόμη, ὅτι ὁ Μέγας Πατήρ, ὅπως παραδέχεται παρακάτω στὴν ἰδία ἐπιστολή του (223η), κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐσπούδαζε καὶ ἐπεδίδετο στὴν ἐκμάθησι τῆς ἔξω σοφίας, δὲν ἦτο ὅσο προσεκτικὸς καὶ προσευχόμενος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, καθώς, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, τὸ ἦθος του εἶχε κάπως διαστραφῆ ἀπὸ τὶς συναναστροφές του μὲ τοὺς φαύλους καὶ ἔτσι, ὅταν «ἐξύπνησε ἀπὸ τὸν βαθὺ ὕπνο» καὶ κατενόησε τὴν κατωτερότητα καὶ ματαιότητα τῆς ἔξωθεν γνώσεως-σοφίας (στὴν ὁποία εἶχε ἐπιδοθῇ μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο), ἀρχίζοντας τὴν μελέτη τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου κατεπιάσθη μὲ ἐπιμέλεια νὰ διορθωθῇ. Αὐτὰ ἂς τὰ προσέξουν, ἐπίσης, καὶ οἱ σημερινοὶ νέοι, ποὺ σπουδάζουν, ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς τους, ἐὰν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴν ψυχή τους.       
[8] «Τί, λοιπόν, διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου (σ.σ. ποιὰ εἶναι, δηλαδή, ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία); Σέ γενικές γραμμές, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα, ἀλλά εἶναι σῶμα μέ ψυχή αὐθυπόστατη. Ἡ αὐθυπόστατη ψυχή στόν ἄνθρωπο εἶναι καί αὐτή κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα τοῦ ‘ἐμφυσήματος’ τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μυστήριο κατά τήν οὐσία της, κατά Χάριν ἀθάνατη, καί εἶναι ἐκείνη πού ζωοποιεῖ τό σῶμα. Ἡ ἀθάνατη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου 'κτίζεται', δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό, ἀρρήτως καί ἀγνώστως, κατά τήν σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, χωρίζει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, τό σῶμα πεθαίνει, ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ζεῖ, ἐπειδή ἡ ψυχή του ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος. Ζεῖ μετά τόν βιολογικό του θάνατο ὁ ἄνθρωπος, μόνο κατά τήν ψυχή, περιμένοντας τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν σωμάτων, γιά νά ξαναπάρη τό σῶμα του, καί νά ξαναγίνη πλήρης ἄνθρωπος» (Δαμασκηνοῦ μοναχοῦ Ἁγιορείτου, ἐκ τοῦ πονήματός του «Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καὶ Ἐπιστήμη», διαδικτυακὴ ἀνάρτησι). Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ποιοὶ ψυχολόγοι ἀποδέχονται αὐτὴν τὴν ἀνθρωπολογία;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου