Νὰ ἐπισημανθῇ ἀκόμη ὅτι ἡ ἴδια ἡ ὀνομασία τῆς Ψυχολογίας («Ψυχο-λογία») προκαλεῖ σύγχυσι καὶ κρίνεται ἀκατάλληλος. Ὡς ἐπισημαίνει καὶ ὁ καθηγητὴς Ψυχολογίας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν π. Ἀδαμάντιος Αὐγουστίδης: «ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους παράγοντες ποὺ προκαλοῦν τὴν ἐν λόγῳ σύγχυση ἤ, τοὐλάχιστον, τὴν ἐνισχύουν σοβαρά, εἶναι ἡ τρέχουσα ἐπιστημονικὴ ὁρολογία. Ἡ χρησιμοποίηση τῆς ρίζας «ψυχ-» ἀπὸ τὶς σύγχρονες ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου (π.χ. «Ψυχο-λογία», «Ψυχ-ιατρική», «Ψυχ-ανάλυση», «Ψυχο-θεραπεία» κ.λ.π.) εἶναι καταχρηστικὴ ἐφ’ ὅσον δὲν παραπέμπει στὴν ἔννοια τῆς ψυχῆς ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ἡ παλιότερη φιλοσοφικὴ παράδοση ἢ ὅπως κατανοεῖται στὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση. Μετὰ τὴν ἀποστασιοποίηση καὶ τὴν αὐτονόμηση τῆς Ψυχολογίας ἀπὸ τὴ Φιλοσοφία, ὅπου ἀνῆκε μέχρι τὸν 19ο αἰώνα, οἱ ἐπιστῆμες τῆς συμπεριφορᾶς δὲν ἀσχολοῦνται οὐσιαστικὰ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου (δὲν ἔχουν, ἄλλωστε, τὶς προϋποθέσεις ἢ τὰ «ἐργαλεῖα» γιὰ κάτι τέτοιο), ἀλλὰ μὲ τὶς συμπεριφορικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὶς διαταραχὲς στὸ ἐπίπεδο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῆς (πεπτωκυίας) ἀνθρώπινης φύσεως[1]».
Ἐκ τῶν ὡς ἄνω μάλιστα καθίσταται ἐπίσης σαφὲς ὅτι ἡ Ψυχολογία ἦτο παλαιόθεν κλάδος τῆς Φιλοσοφίας, χῶρος ἀσφαλῶς στὸν ὁποῖο καὶ ἁρμόζει νὰ συγκαταλέγεται, ἀφοῦ καὶ πολλὲς θεωρίες της εἶναι ἀναπόδεικτες· εἶναι ἁπλὲς «φιλοσοφίες». Θὰ ἦταν λοιπὸν πιὸ ἔντιμο νὰ ἀποκαλῆται φερ’ εἰπεῖν «Φιλοσοφία τῆς ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς». Ὁ πατὴρ Νικόλαος Λουδοβίκος, ἐπικαλούμενος καὶ ἄλλους μελετητές, ἐπιβεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές: «ἡ πρώτη λοιπὸν κριτικὴ ἀντίρρηση τοῦ (σ.σ. συγχρόνου φιλοσόφου) Wittgenstein (Βίτγκενσταϊν) ἀφορᾷ στὴν ἴδια τὴν ἐπιστημονικότητα τῆς ψυχανάλυσης: ὁ φιλόσοφος ἀρνεῖται στὸν Φρόϋντ αὐτὴν τὴν τελευταία. Αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ ψυχανάλυση εἶναι ὄχι ἐπιστήμη, ἀλλὰ speculation - «κάτι λιγότερο ἀπὸ τὴν διαμόρφωση μιᾶς ἐπιστημονικῆς ὑπόθεσης». Ἡ ὑπέρογκη αὐτοπεποίθηση τοῦ Φρόϋντ, ὁ δογματισμός του τῆς πίστης σὲ μία καὶ μοναδικὴ σωστὴ ἐξήγηση - τὴν δική του - τὸν ὁδηγεῖ σὲ συνεχεῖς γενικεύσεις τῆς μονοδιάστατα προσωπικῆς του ἑρμηνείας: αὐτὸς εἶναι ὁ ὁρισμὸς, κατὰ τὸν Βίτγκενσταϊν, ὄχι τῆς ἐπιστήμης ἀλλὰ τῆς μυθολογίας, ποὺ θέλει νὰ καταπλήξει καὶ νὰ ἐντυπωσιάσει τὴν ἀστικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς του [...] Ὁ Φρόϋντ λοιπὸν δρᾷ ὡς φιλόσοφος μᾶλλον, κατὰ τὸν Βίτγκενσταϊν, ἀφοῦ τοῦ ἀρκεῖ η μελέτη μιᾶς περίπτωσης ὑστερίας γιὰ νὰ ἐξαχθεῖ ἐκεῖθεν ἡ δομὴ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ [...] Γενικεύοντας καὶ καθολικοποιώντας μὲ φιλοσοφικὸ τρόπο λίαν εὐάριθμες ἐπί μέρους περιπτώσεις καὶ προσθέτοντας τὸ μυθικὸ κῦρος τοῦ ἀναλυτῆ, προσφέρει μία ἐλευθερωτικὰ αὐθαίρετη καὶ δογματικὰ μονομερῆ ἐξηγητικὴ τοῦ ὀνειρικοῦ ὑλικοῦ[2] μὲ τὴν σπουδὴ ποὺ ἕνας ἀρχαιολόγος ἑρμηνεύει τὰ εὑρήματά του». Καὶ παρακάτω ὁ πατὴρ Νικόλαος συνεχίζει: «Σὲ τί ὅμως διαφέρει ἡ ψυχανάλυση ἀπὸ τὴν φιλοσοφία, θὰ ρωτοῦσε ἴσως κάποιος. Τὸ ὅτι ἡ ψυχανάλυση δὲν εἶναι θετικὴ ἐπιστήμη τῆς στερεῖ τὴν ἐπιστημονικότητα τελείως;»[3].
Νὰ προσθέσουμε, ἐπίσης, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο, ὡς φαίνεται, ὅτι ὁ Φρόϋντ συμμετεῖχε στὸ 1ο Διεθνὲς Συνέδριο Φιλοσοφίας (τὸ 1900 στὸ Παρίσι, μὲ θέμα «Ἡ ἑρμηνεία τών ὀνείρων»· βλ. Ι .Μ. Μποχένσκι, «Ἱστορία τῆς σύγχρονης Εὐρωπαϊκῆς Φιλοσοφίας», ἐκδ. Δωδώνη, 1985).
Ἐν συνεχείᾳ παραθέτουμε καὶ τὴν θέσι ἑνὸς συγχρόνου Ἕλληνος διδάκτορος ψυχολογίας, καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ ὁ σχολιασμός της: «Η Φιλοσοφική Ψυχολογία είναι σήμερα το πλέον σύγχρονο (και ταυτόχρονα το πιο παλιό) ρεύμα ψυχολογίας το οποίο γιγαντώνεται τα τελευταία χρόνια συνεχώς σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Αυτό (σ.σ. τὸ ρεῦμα), διαπιστώνοντας την αναποτελεσματικότητα των μέχρι τώρα ψυχολογικών απόψεων στην επίτευξη μιας σταθερής και συνεχώς ανερχόμενης ποιότητας ζωής και αυτοπραγμάτωσης στη ζωή του ανθρώπου, αποτελεί παγκοσμίως εδώ και μια τριακονταετία περίπου τη σαφή “στροφή” της εφαρμοσμένης ψυχολογίας προς τις “ρίζες” της, που είναι ρίζες και κάθε σύγχρονου επιστημονικού κλάδου, τη Φιλοσοφία.
Όταν αναφερόμαστε δε εδώ στη Φιλοσοφία, εννοούμε τις μεγάλες φιλοσοφικές απόψεις (σχολές) οι οποίες εμφανίστηκαν πάνω στη γη. Ιδιαίτερα δε για τον ελληνικό χώρο, εννοούμε κυρίως τις ολοκληρωμένες απόψεις όχι μόνο για τον άνθρωπο (φύση, δομή, λειτουργία και παθογένεση αυτού) αλλά και για το φυσικό περιβάλλον στο οποίο αυτός γεννιέται και ζει, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη,του Ηράκλειτου, των πρακτικών και πάντα σύγχρονων Στωικών φιλοσόφων κ.α. οι οποίες άνθισαν στη μοναδική κλασσική Ελληνική Εποχή» (βλ. «Φιλοσοφικὴ Ψυχολογία καὶ Ψυχοθεραπεία», Γ. Ρίζου, διαδικτυακὴ ἀνάρτησι).
Ἐὰν πράγματι τὸ ψυχολογικὸ ρεῦμα τῆς Φιλοσοφικῆς Ψυχολογίας γιγαντώνεται διεθνῶς, ἐπειδὴ διεπιστώθη ἡ ἀναποτελεσματικότητα τῶν ψυχολογικῶν ἀπόψεων καὶ ὡς ἐκ τούτου θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ ἐπιστροφὴ τῆς Ψυχολογίας στὶς φιλοσοφικές της ῥίζες, τοῦτο δεικνύει πάλι τὴν ἄμεση σχέσι μεταξὺ Φιλοσοφίας καὶ Ψυχολογίας, καὶ ὅτι ἡ τελευταία δὲν κατώρθωσε (ἔστω ἀκόμη) νὰ διαχωρισθῇ ἀπὸ τὴν πρώτη ἕνεκα ἐπιστημονικῆς ἀνεπαρκείας. Ἐπίσης, ὁ κ. Ῥίζος κάνει λόγο γιὰ ἀρχαίους Ἕλληνες Φιλοσόφους (ὅπως γίνεται λόγος καὶ γενικῶς σὲ ψυχολογικὰ ἐγχειρίδια καὶ ἄρθρα[4]), γεγονὸς ποὺ συνειρμικῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς παραπέμψῃ στὴν διαμάχη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὸν πλανεμένο καὶ δυστυχῆ Βαρλαάμ, ποὺ ὑπερτόνιζε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φιλοσοφικῆς καταρτίσεως τῶν χριστιανῶν προκειμένου νὰ προσεγγίσουν τὸ Θεῖο (βλ. κατωτέρω, σὲ ἑπόμενο μέρος τοῦ ἄρθρου). Ἂς προσέξουν, λοιπόν, οἱ συμπαθοῦντες, χρησιμοποιοῦντες καὶ διαφημίζοντες τὴν Ψυχολογία (καὶ δὴ τὴν Ψυχοθεραπεία) μὴ τυχὸν καὶ βαρλααμίζουν;
Συμπερασματικῶς, ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ σύγχρονη «Ψυχολογία» εἶναι κατὰ βάσιν ἕνα σύνολο θεωριῶν φιλοσοφικοῦ τύπου τῆς «ἔξωθεν» (ἢ «κάτω», ὅπως τὴν ἐχαρακτήριζαν κάποιοι ἅγιοι) γνώσεως - δηλαδὴ τῆς μὴ Ἐκκλησιαστικῆς, τῆς μὴ Ἁγιογραφικῆς-Ἁγιοπατερικῆς - καὶ ὄχι (θετική[5]) ἐπιστήμη[6], ὅπως φερ’ εἰπεῖν τὰ Μαθηματικὰ ἢ ἡ Χημεία[7]. Ἑπομένως, δικαιούμεθα καὶ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀκόμη ὡς ἕνα κλάδο τῆς Φιλοσοφίας, γιὰ τὴν ὁποία (φιλοσοφία) ἔχουν ἐκφρασθῆ (ἀρνητικῶς) κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ Ἅγιοί μας καὶ ἄλλοι ἐνάρετοι καὶ ἐπιτυχῶς θεολογοῦντες.
Ἐν συνεχείᾳ δέ, πρὸς ἐπίῤῥωσιν τῶν ἄχρι τοῦδε λεχθέντων, θὰ παραθέσουμε τὶς θέσεις τινῶν ἐκ τῶν ἁγίων μας καὶ ἄλλων, ποὺ ἐκφράζουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅσον ἀφορᾷ στὴν Φιλοσοφία καὶ ἐν γένει τὴν «ἔξωθεν» γνῶσι.
Συνεχίζεται…
[1] Πάντως, αὐτὲς οἱ συμπεριφορικὲς ἐκδηλώσεις καὶ διαταραχὲς συνδέονται ἀῤῥήκτως μὲ τὴν ψυχή καὶ τὸ τριμερές αὐτῆς (λογικό-θυμικό-ἐπιθυμητικό). Εἶναι ἀπορίας ἄξιο ποὺ στὸ κείμενο τοῦ πατρὸς Ἀδαμαντίου διαφαίνεται ἕνας σαφὴς διαχωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις της. Ἴσως δὲν κατανοοῦμε τὸν συλλογισμό του…
[2] Ἂς θυμίσουμε ἐδῶ μία διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ τῶν ὀνείρων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στὴν «Κλίμακά» του, καὶ στὸν λόγο του «Περὶ ἐνυπνίων ἐπακολουθούντων εἰσαγωγικοῖς (=ἀρχαρίοις)», ἐπισημαίνει χαρακτηριστικῶς: «Ὁ ἐνυπνίοις πεισθεὶς, εἰσάπαν ἀδόκιμος, ὁ δὲ πᾶσιν ἀπιστῶν, οὗτος φιλόσοφος». Δηλαδή: αὐτὸς ποὺ πείθεται καὶ πιστεύει στὰ ἐνύπνια-ὄνειρα, εἶναι ὅλως διόλου ἀδόκιμος-ἄπειρος-ἀρχάριος στὰ πνευματικά. Αὐτὸς δὲ ποὺ ἀπιστεῖ σὲ ὅλα, εἶναι φιλόσοφος (ἐν προκειμένῳ: κατὰ Θεὸν προσεκτικός, ποὺ ἔχει γνῶσι καὶ συναίσθησι τῆς πονηρίας τοῦ Διαβόλου). Ἐρωτοῦμε: Ἔχει καμμία σχέσι αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὶς θέσεις «ψυχολόγων» περὶ τῶν ὀνείρων;
[3] Ἐδῶ θὰ θέλαμε νὰ σχολιάσουμε ὅτι ἡ ἀπάντησι ποὺ δίνει ὁ ἱερεὺς στὸ ἐρώτημα, καὶ ἀκολουθεῖ ἀμέσως παρακάτω στὴν ὑποσημείωσι αὐτή, μοιάζει περισσότερο μὲ ἕνα πρωτότυπο φιλοσοφικὸ στοχασμό, παρὰ μὲ φωτισμένη ἀπάντησι ἑνὸς πατερικοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι ὁ σκοπός μας νὰ κρίνουμε τὸν παπα- Νικόλαο, οὔτε βεβαίως φρονοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ὅτι ἔχουμε φιλοσοφικὴ ἢ ψυχολογικὴ σκέψι ἢ δεινότερη ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα ἀπὸ αὐτὸν. Δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀδικήσουμε διὰ τῆς ἀγνωσίας καὶ ἀνοησίας μας. Ἁπλῶς ἡ ἀπάντησί του δὲν μᾶς ἀναπαύει... Λέγει λοιπόν: «ἡ ψυχανάλυση μοιάζει νὰ εἶναι θεμελιωδῶς μιὰ πρώην φιλοσοφία ποὺ θέλει νὰ γίνει θεολογία καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ θεμελιώδης ‘ἐπιστημονικότητά’ της».
Καὶ ἐρωτοῦμε: Γιὰ ποιὰ «θεολογία» ὁμιλεῖ; Τὴν Ὀρθόδοξο; Ποιὸς ψυχολόγος ἐπιδιώκει συνειδητὰ νὰ «γίνῃ» θεολόγος; Ἀντιθέτως, πιστεύουμε ὅτι ἡ πλειοψηφία ἐξ αὐτῶν θὰ ἀπέῤῥιπτε μετὰ βδελυγμίας τοιαύτη προοπτική. Ὅταν λέγουμε «ἐπιστημονικότητα» τὴν ἐννοοῦμε μὲ τὴν κλασσικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου ἢ θεωροῦμε ὡς «ἐπιστημονικότητα» τὸ ἐμπειρικὸ βίωμα τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως τῶν ἐναρέτων ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἐκ τοῦ ὁποίου πηγάζει καὶ ἡ γνησία «ψυχανάλυσι», ἡ γνησία ἀνθρωπολογία;
[4] Βλ. ἐνδεικτικῶς «Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες, Οι φιλοσοφικές καταβολές της Ψυχολογίας», Επίκ. Καθ. Γεωργία Α. Παπαντωνίου, Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων, ἀνοικτά ακαδημαϊκά μαθήματα, διαδικτυακὴ ἀνάρτησι.
[5] Ἡ σύγχρονη Ψυχολογία δὲν χαρακτηρίζεται μὲν ἐπισήμως θετική - ἀνήκει στὶς «κοινωνικὲς» ἐπιστῆμες - ἀλλὰ ὑπάρχει μία διάχυτη ἰδέα (ποὺ διάφοροι κύκλοι προωθοῦν καὶ συντηροῦν, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἁπλότητα τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων) ὅτι τὰ πορίσματά της ἔχουν αὐξημένο (ἢ καὶ ἀδιαφιλονίκητο) κῦρος καὶ εἶναι ἀξιόπιστα, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ μαθηματικῶν πράξεων.
[6] Ὅπως κάποιοι θέλουν νὰ τὴν παρουσιάζουν, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸ κῦρος τῶν θεωριῶν της, καὶ νὰ τὴν ἐμπιστευθοῦν τυφλὰ ἀκόμη καὶ οἱ (ἀκατήχητοι) χριστιανοὶ καὶ γενικῶς οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν πρόσβασι στὰ ἐπιχειρήματα ἐναντίον της. Θυμηθῆτε στὸ α΄ μέρος τῆς παροῦσης ἐργασίας τὴν ἀναφορὰ στὴν μεγάλη ἔρευνα (2015), ποὺ ἀπέδειξε ὅτι «ἡ πλειονότητα τῶν ψυχολογικῶν μελετῶν δὲν μποροῦν νὰ ἀναπαραχθοῦν (ἐπαληθευθοῦν) ἀπὸ ἄλλους ἐπιστήμονες, γεγονὸς ποὺ μειώνει τὴν ἀξιοπιστία τους».
[7] Ὅπου καὶ σὲ αὐτές, σαφέστατα, ὑπάρχουν διαφοροποιήσεις καὶ μετεξελίξεις, ἀλλὰ καὶ θεωρητικὲς προσεγγίσεις φιλοσοφικοῦ-μεταφυσικοῦ τύπου, γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖ ὅτι δὲν ἔχουν κατασταλάξει στὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ ὀρατοῦ κόσμου. Ἂς θυμηθοῦμε, ἐπὶ παραδείγματι, τὰ περὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς θεωρίας τῆς ἀτομικῆς δομῆς: «Από το πεπλανημένο πρότυπο του Thomson σήμερα έχουμε το σύγχρονο κβαντομηχανικό πρότυπο» (τὸ ὁποῖο, μὲ τὴν σειρά του πιθανώτατα θὰ τροποποιηθῇ ἢ καὶ θὰ ξεπερασθῇ ὡς παρουσιάζον κενὰ καὶ ἀδυναμία νὰ δώσῃ ἀπαντήσεις σὲ διάφορα φαινόμενα). Ἂς παραθέσουμε ἐπὶ πλεῖον καὶ μία μαρτυρία ἑνὸς Ἕλληνος ἀστροφυσικοῦ, ποὺ μᾶς δίνει μία εἰκόνα γιὰ τὸ πόσον ἐπιστημονικὲς εἶναι κάποιες θεωρίες: «Προκειμένου να καταλήξουμε σε μια κατ’ επίφαση μέτρηση της ηλικίας του Σύμπαντος δεχτήκαμε μια επιστημονική σοφιστεία η οποία πηγάζει από μια φιλοσοφική άποψη, που ονομάζεται Οπερασιοναλισμός, η οποία δέχεται ότι αφού το μέγεθος της μεζούρας που μετράμε τον χρόνο μεγαλώνει ανάλογα με τον χρόνο, τότε μπορούμε να αθροίζουμε άνισα δευτερόλεπτα. («Η ηλικία του σύμπαντος», Δρ Μάνου Δανέζη, Ἐπικούρου Καθηγητοῦ Ἀστροφυσικῆς, διαδυκτιακὴ ἀνάρτησι)
Παρακαλῶ πολύ, ὅποιος διαφωνεῖ θὰ μποροῦσε νὰ στείλῃ ἕνα σχόλιο ὥστε νὰ κατανοήσουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσει στὸ ἄρθρο. Ἴσως μᾶς βοηθήσει νὰ εἴμαστε προσεκτικώτεροι. Ἴσως κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις καὶ λυθεῖ ἡ διαφωνία. Εὔχεσθε! Ν.Β.
ΑπάντησηΔιαγραφή