"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ (Μέρος Α’)


Ὁρισμός καί σύσταση τῆς αἱρέσεως.
  Πρίν ἀναφερθοῦμε στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, εἶναι ἀπαραίτητο νά διευκρινισθεῖ σαφέστερα ἡ ἒννοια τῆς αἱρέσεως, στό πλαίσιο τῆς ποικίλης διδασκαλίας της. Πῶς ἀντιλαμβάνονται αὐτήν οἱ ἃγιοι Πατέρες μέχρι καί τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Τοῦτο γιατί ἡ ἀντιμετώπιση γιά τούς ἐξ αἱρέσεων κεκριμένων ἐπιστρέφοντας ποικίλει ἀπό αἳρεση σέ αἳρεση. Ἒτσι μόλις εἶναι ἀνάγκη νά δοῦμε σέ τί συνίσταται αὐτή ἡ διαφορετική ἀντιμετώπιση, καί ἐάν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά κάποια δια­βάθμιση τῶν αἱρέσεων.
   «Αἳρεσις εἶναι ἡ ἐκ προθέσεως καί μετ’ ἰσχυρογνωμοσύνης ἀπόρριψις κα­θωρισμένου ὑπό τῆς Ἐκκλησίας δόγματος ἢ ἡ παραδοχή δογματικῆς διδασκα­λίας πεπλανημένης καί ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἢδη κατακεκριμένης. Ἡ ἐκκλησιαστική τούτου ποινή εἶναι τό ἀνάθεμα»(1).
  «Ἡ διατύπωσις καί διακήρυξις δογματικῆς διδασκαλίας περί τῆς κατά Χριστόν πίστεως, ἐξερχομένης ἀπολύτως ἢ ἀποκλινούσης ἁπλῶς ἀπό τῶν ὃρων τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως, συνιστᾶ τό Κανονικόν ἀδίκημα τῆς αἱρέσεως. Ὁ διαπράττων τό ἀδίκημα τοῦτο καλεῖται αἱρετικός»(2).
  «Αἱρέσεις μέν (ὠνόμασαν οἱ παλαιοί), τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, Σχίσματα δέ, τούς δι’ αἰτίας τινάς ἐκκλησιαστικάς καί ζητήματα ἰάσιμα πρός ἀλλήλους διενεχθέντας, Παρασυνα­γωγάς δέ, τάς συνάξεις, τάς παρά τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινο­μένας»(3).
  «Αἱρετικούς δέ λέγομεν τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καί τούς μετά ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας. Πρός δέ τούτοις καί τούς τήν πί­στιν μέν τήν ὑγιᾶ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ καί ἀντισυνάγοντας τοῖς Κανονικοῖς ἡμῶν Ἐπισκόποις»(4).
  «Αἱρετικούς δέ πάντας καλεῖ (ὁ κανών) τούς παρά τήν ὀρθόδοξον πί­στιν δοξάζοντας, κἂν πάλαι ἀπεκηρύχθησαν, κἂν προσφάτως, κἂν παλαιαῖς αἱρέσεσι κοινωνῶσι, κἂν νέαις»(5).
  Ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι φανερό ὃτι ἡ αἳρεση ἀντιμάχεται τόν σωτήριο σκοπό τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμφανίζεται δῆθεν ὡς ὀρθή δόξα καί ὑποστηρίζεται μέ πά­θος ἀπό τούς φορεῖς της, οἱ ὁποῖοι συνήθως εἶναι φιλόσοφοι καί λογάδες, ἢ θά ἒλεγα κα­λύτερα φιλόζοφοι (ὃπως εὐφυῶς ἒλεγε ὁ λόγιος κολλυβᾶς Ἀθανάσιος Πάριος) καί πολυλογάδες, γιατί πραγματικοί φιλόσοφοι καί λο­γάδες (ἐννοεῖται διά τά συναφῆ θέματα τῆς πίστεως), ἦταν μόνο οἱ ἃγιοι Πατέρες.
   Στήν ἀρχή ἡ αἳρεση συμπα­ρασύρει σέ ἀποδοχή τῆς ἐτεροδιδασκαλίας της, πολλούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας πολεμοῦσα τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία της ἐκ τῶν ἒσω. Τοῦτο ἰσχύει τοὐλάχιστον γιά ὃλες τίς χριστολογικές αἱρέσεις. Αὐτή ἡ ἐκ τῶν ἒσω πολεμική γίνεται φυσικά μέχρι τή συνοδική καταδίκη τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῶν ἐκπροσώπων της. Ἒκτοτε ἡ αἳρεση ἢ ἀποδυναμώνεται σταδιακά μέχρι νά ἀφανισθεῖ ἢ, ὃπως συμβαίνει συνήθως, ἀντιστρατεύεται τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἰδρύουσα ἂλλη ἀντιεκκλησία. Ὃλες ἀνεξαιρέτως οἱ αἱρετικές ὁμολογίες εἶναι ἀντιεκκλησίες οἱ ὁποῖες πολεμοῦν ἒξωθεν ἀκατάπαυστα τήν Μία καί ἀληθινή Ἐκκλησία.
  Εἲδαμε ὃτι ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στόν στ΄ Κανόνα της ὁρίζει τούς αἱρετικούς σέ τρεῖς ἐκδοχές.
α. «...τούς πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας»,
β. «...τούς μετά ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας»,
γ. «...τούς τήν πίστιν μέν τήν ὑγιᾶ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ καί ἀντισυνάγοντας τοῖς Κανονικοῖς ἡμῶν Ἐπισκόποις». 
  Θά ἀναφερθοῦμε κάπως διεξοδικώτερα στήν πρώτη κατηγορία, ὃσο μᾶς ἐπιτρέπει ἐδῶ ὁ χῶρος, γιατί ἒχει παρατηρηθεῖ στίς ἀναφορές περί αἱρετικῶν ἀρκετῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων καί θεολόγων, μία σύγχυση προερχό­μενη ἀπό τήν ταύτιση, τοὐλάχιστον τῶν δύο πρώτων κατηγοριῶν. Ὃπως θά δοῦμε οἱ διαφορές τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν καί ἡ ὃποια τυχόν πρόσκαιρη «δι­ακοινωνιακή» σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι τό κλειδί τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τῶν σχετικῶν ἱερῶν Κανόνων, τῶν ἀναφερομένων δηλαδή στόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν.
  Οἱ πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντες
  Στήν περίπτωση αὐτή κατά τήν εὐστοχωτάτη ἒκφραση τοῦ Μ. Βασιλείου, «οἱ πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντες» αἱρετικοί, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀνῆκαν στίς «παντελῶς ἀπερρηγμένες καί περί τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένες αἱρέσεις». Εἶναι δηλαδή οἱ αἱρέσεις πού ἀρνοῦνταν καί αὐτό τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καί ὡς ἐκ τούτου ἦταν ἀπολύτως ξένες πρός τήν χριστιανική πίστη. Πρόκειται γιά τίς πρῶτες αἱρέσεις πού ἐμφανίσθηκαν ἀμέσως μέ τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀνά τήν οἰκουμένη. Ἡ ἰδιαιτερότητα τούτων σέ σχέση μέ τίς ἂλλες γνωστές αἱρέσεις εἶναι ὃτι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία κυ­ρίως καί ἐξ ἀρχῆς ἀπό ἒξω. Βέβαια μερικοί ἀπό τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ξεκίνησαν νά διδάσκουν τά σαθρά δόγματά τους, ὂντες μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τήν δημοσι­οποίηση ὃμως τῆς «περί τήν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένης» διδασκαλίας τους, ὃπως θά δοῦμε, «ἒθεσαν ἑαυτούς» κυριολεκτικά ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ὃμως καί οἱ τότε ἀποστολικοί Πατέρες καί ἐπίσκοποι, ἀληθεῖς ζηλωτές τῆς πίστεως, μό­λις ἀντελήφθησαν τήν διεστραμμένη διδασκαλία τους ἀμέσως ἀπεκήρυξαν αὐτούς. Μετέπειτα αὐτοί οἱ ἀποκηρυχθέντες ἲδρυσαν σχολές, οἱ ὁποῖες ἐτάσσονταν ἀνοιχτά ἐναντίον τῆς σωτηρίου χριστιανικῆς διδασκαλίας. Οἱ κυριώτεροι ἀπό αὐτούς ἦταν οἱ Θεόδοτος ὁ Σκυτεύς, Παῦλος ὁ Σαμοσα­τεύς, Σαβέλλιος, Πραξέας καί Νοητός.
   Ἢδη ἀπό τούς πρώτους αἱρεσιολόγους τῆς Ἐκκλησίας, Εἰρηναῖο, Ἱππόλυτο, Ἰουστῖνο, Τερτυλλι­ανό, κατανοήθηκε ὁ κίν­δυ­νος τῶν σχολῶν αὐτῶν γιά τήν Ἐκκλησία. Ἀφοῦ μελέτησαν λοιπόν τήν διδασκαλία τους, διεῖδαν ἓναν Ἰουδαιο-χριστιανισμό μέ βάση τίς Ἰουδαϊκές ἀρχές, ὁ ὁποῖος παραδέχονταν ἓνα Θεό χωρίς τήν Τριαδικότητά Του. Παραδεχόμενοι τήν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀρνούμενοι τήν Θεότητά Του ἐδημιούργησαν ἀλλοπρόσαλλες μυθοπλα­σίες, εἰς τρόπον ὣστε νά ἀλλοτριωθοῦν τελείως ἐκ τῆς χριστιανικῆς διδασκα­λίας. Οἱ αἱρετικοί αὐτοί λόγῳ τοῦ θεομονισμοῦ πού ἐκήρυσσαν ὀνομάσθηκαν γενικῶς Μοναρχιανοί ἢ Μο­ναρχιανιστές.   
  Ἀντίθετα ἀπό τήν Ἰουδαϊκή νοοτροπία τῶν Μοναρχιανικῶν αἱρέσεων ἐμφανίζεται τόν δεύτερο αἰῶνα ὁ Γνωστικισμός μέ συγκρητιστικά χαρα­κτηρι­στικά. Δηλαδή συγκέντρωνε τήν διδασκαλία του ἀπό διάφορα θρησκευτικά καί φιλοσοφικά συστήματα σέ ἓνα γενικό σύστημα γνώσεως καί ἀξίωνε μάλιστα λυτρωτικό χαρακτῆρα. «Τό γνωστικό σύστημα δέν εἶναι μιά ἁπλή  πρόσληψη φιλοσοφικῶν καί μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων, ἀλλά συγχρόνως μιά μεταλλαγή τῶν άντιλήψεων αὐτῶν σέ σύστημα ζωῆς καί σέ ἐπαγγελία σωτηρίας»(6).
  Μία ἐκδοχή τοῦ γνωστικισμοῦ ἦταν ὁ χριστιανικός γνωστικισμός ὁ ὁποῖος ἀναγνώριζε τόν χριστιανισμό «ὡς τήν μόνη ἀληθινή θρησκεία, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσῃ τόν ἂνθρωπο στή σωτηρία»(6). Ἂν καί «χριστιανι­κός» ἦταν ρι­ζικά ἀντίθετος μέ τήν χριστιανική πίστη καί διδασκαλία. Θεωροῦσε τήν ὓλη ὡς δη­μιούργημα ἑνός κακοῦ ὂντος, λόγῳ δυϊστικῆς ἀντιλήψεως γιά τή δημι­ουργία τοῦ κόσμου. «Ὁ χριστιανικός γνωστικισμός ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά συναριθμηθεῖ μέ τίς χριστιανικές αἱρέσεις, ἀφοῦ ἐμφανῶς ἀπέρριπτε τά βασι­κώτερα χριστια­νικά δόγματα καί προφανῶς υἱοθετοῦσε παράδοξες δοξασίες. Ὡστόσο ὑπῆρξε σάν μιά σκιά πού συνώ­δευε καί παρακολουθοῦσε τήν χριστια­νική Ἐκκλησία γιά περισσότερο ἀπό δύο αἰῶνες»(6).
  Κυριώτεροι ἐκπρόσωποι τοῦ χριστιανικοῦ γνωστικισμοῦ ἀλλά καί μέ δι­αφο­ρετικές ἀντιλήψεις καί διδασκαλίες στίς σχολές τους ἦταν οἱ «Σίμων ὁ μάγος, πηγή ὂχι μόνο τοῦ χριστιανικοῦ γνωστικισμοῦ, ἀλλά καί ὃλων τῶν αἱρέσεων»(6), Δοσίθεος, Μένανδρος, Σατορνεῖλος, Βασιλείδης, Ἰσίδωρος, Οὐαλεντῖνος, Καρ­ποκράτης κ.ἂ. Ἐξ αὐτῶν «ὁ Οὐαλεντῖνος ἀνεδείχθη ὁ σημα­ντικώτερος ἀπό τούς γνωστικούς λόγῳ τῆς δραστηριότητας καί τῆς εὐρείας ἀπηχήσεως τῆς διδασκα­λίας του... Ἡ διδασκαλία του συνεκροτεῖτο ἀπό ἓνα συνδιασμό, μυθικῶν, τελετουργικῶν, χριστιανικῶν, μαγικῶν, ἀστρολογικῶν, μυστικῶν καί φιλοσοφικῶν στοιχείων σέ μία ἑνιαία γενεαλογική θεογονία»(7).
  Στήν κατηγορία τοῦ γνωστικισμοῦ θά μποροῦσε νά ἀνήκει καί ὁ Μαρ­κι­ωνι­τισμός. Ἐνῶ οἱ ἂλλοι γνωστικοί ἐδημιούργησαν σχολές, ὁ Μαρκίων ἒκανε δική του ἀντιεκκλησία παράλληλη μέ τήν χριστιανική. Εἶχε ἐξαπλωθεῖ σχε­δόν σέ ὃλο τόν τότε γνωστό κόσμο καί ἀνάγκασε τήν Ἐκκλησία νά ἀμυνθεῖ σθεναρά γιά νά τόν ἐξασθενήσει. Τελικά ὁ Μαρκιωνιτισμός ἂνθισε μέχρι τόν τέταρτο αἰῶνα. Ἒκτοτε ἂρχισε νά ἐξασθενεῖ σταδιακά μέχρι νά σβήσει τόν ἓβδομο αἰῶνα γιά νά «παραμείνει στήν ἱστορία ὡς ἀνάμνηση μιᾶς ἐπικίνδυνης παρέκκλισης»(6).
   Ἂλλη αἳρεση ξένη ἀπολύτως πρός τήν χριστιανική διδασκαλία ἦταν ὁ Μα­νιχαϊσμός ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε «ἓνα συμπίλημα στοιχείων ἀπό πολ­λές νεκρές ὡς ἐπί τό πλεῖστον αἱρέσεις»(6). Ἦταν τό κατ’ ἐξοχήν δυαρχικό σύστημα. Ἰδρυτής του ἦταν ὁ Μάνης ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὡς τόν τέταρτο καί τελευταῖο μεγάλο προφήτη μετά τούς Βούδα, Ζωροάστρη, Χριστό καί ταυτίζο­νταν μέ τόν Παράκλητο. Ἡ διδασκαλία του εἶχε παγκόσμια προ­οπτική, ἡ ὁποία θυμίζει ἒντονα τόν σημερινό οἰκουμενισμό διότι σέ κάθε περιοχή πού δροῦσε προσελάμβανε ἰδιαίτερα στοιχεῖα τῆς τοπικῆς θρη­σκείας  μέ σαφῆ ἐπίδραση τῆς Περσικῆς ἐκ τῆς καταγωγῆς τοῦ ἰδρυτοῦ της.
   Ὁ Μοντανισμός ἦταν κίνηση ἀποκαλυπτική καί ξεκίνησε ὡς προ­σπάθεια μεταρρυθμιστική μέσα στούς ἲδιους τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, στή συνέχεια δέ ἀποσχίσθηκε ἀπό αὐτή καί καταδικάσθηκε ὡς αἳρεση. Ἰδρυτής του ἦταν ὁ Μοντανός ὁ ὁποῖος πίστευε ὃτι εἶχε ἰδιαίτερο χάρισμα προφητείας καί ἒφθανε σέ ἒκσταση καί ἐνθουσιασμό. Τόν περιστοίχιζε ὁμάδα δῆθεν προφητιδῶν ὃπως ἡ Μαξιμίλλα καί ἡ Πρίσκιλλα.    
  «Ὁ Οὐαλεντινισμός, ὀ Μαρκιωνιτισμός καί Μανιχαϊσμός βρῆκαν εὐρύτερη ἀπήχηση μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τά ἂλλα γνω­στικά συστήματα, καθώς καί ὁ Μοντανισμός ὡς διαλεκτικός ἀντίποδας τοῦ Γνωστικισμοῦ»(8).
  Τέλος ὁ χιλιασμός μέ τίς δύο ἐκφάνσεις του ὡς ὑλικός χιλιασμός καί ὡς πνευματικός εἶναι ἡ «χριστιανική ἐκδοχή μιᾶς Ἰουδαϊκῆς διδασκαλίας πού ἀντιλαμβανόταν τόν Μεσσία ὡς ἐπίγειο βασιλέα»(9). Ἦταν περισσό­τερο κίνηση παρά ὀργανωμένη αἳρεση. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε τόν ἐνέκρινε, μέ ἀποτέλεσμα νά σβήσει στό τέλος τοῦ τετάρτου αἰῶνα καί νά «ἐπανεμφανισθεῖ ἀνανεωμένος κατά τόν Μεσαίωνα καί τούς νεώτερους χρό­νους».
  Μέσα άπό τήν περιληπτική αὐτή ἀναφορά τῶν μοναρχιανικῶν καί τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων ἀλλά καί τῶν δύο τελευταίων ἀποκαλυπτικῶν κινή­σεων, ἐκεῖνο πού παρατηρεῖται, ὃπως ἢδη ἀναφέραμε, εἶναι ὃτι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία ἀπ’ ἒξω κυρίως καί ὂχι ὡς αἱρέσεις πού ἒδρασαν ἐντός αὐτῆς. Πρός καταπολέμησιν αὐτῶν, κυρίως τῶν γνωστικῶν, ἡ Ἐκκλησία μεταχειρί­σθηκε τά ἑπόμενα τρία μέσα.
― «Τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα καί ἰδιαιτέρως τήν ἀδιάκοπον ἀποστολικήν διαδο­χήν αὐτοῦ»(10) μέ ἐπισκοπικούς καταλόγους τῶν σπουδαιοτέρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας. Διά τοῦ τρό­που αὐτοῦ ἀποδεικνύονταν ψευδής ὁ ἰσχυρισμός αὐτῶν ὃτι ἡ διδασκαλία τους ἦταν κρυφία ἀποστολική παράδοση, τήν ὁποία ἐάν ἦταν «τοιαύτη θά ἐγνώριζον οἱ κατ’ ἀδιάκοπον διαδοχήν ἐκ τῶν ἀποστόλων προελθόντες ἐπίσκοποι»(10).  
― Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως κατά τό βάπτισμα ἡ ὁποία ἀπό ἁπλή καί πρακτική πού ἦταν στήν ἀρχή, ἀπέκτησε σταδιακά πιό αὐστηρή καί ἐπίσημη δι­ατύ­πωση μέ δογμα­τικές λεπτομέρειες, ἀκριβῶς γιά νά καταπολεμήσει ἡ Ἐκκλησία τούς γνωστι­κούς. Ἡ ἀνάπτυξη διαφόρων γνωστικῶν συστημάτων κατά τόπους, ἐξηγεῖ καί τήν ὓπαρξη πολλῶν παρηλλαγμένων βαπτιστηρίων συμβό­λων στίς τοπικές Ἐκκλησίες. 
― Τρίτον, ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, διά τοῦ ὁποίου διέκριναν οἱ πιστοί τά γνήσια ἀποστολικά βιβλία ἒναντι τῶν ψευδεπι­γράφων ἒργων τῶν γνωστικῶν, «οἱ ὁποῖοι δι’ αὐτῶν ἐζήτουν νά παρουσιάσωσι τάς διδασκαλίας αὐτῶν ὡς ἀποστολικάς». 
  Γιά τίς πρό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς γνωστές τοπικές συνόδους οἱ ὁποῖες φαίνε­ται ὃτι ἀναθεμάτισαν τούς «πάλαι» αἱρετικούς, τούς ἢδη ἐκτός Ἐκκλησίας εὑρισκομένους, ὃπως εἲδαμε, εἶναι αὐτονόητο ὃτι εἶχαν μόνο διαπιστωτικό χαρακτῆρα, προφανῶς καί πάλι γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὑγιαινούσης διδασκα­λίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου. Τόν ἲδιο διαπιστωτικό χαρακτῆρα ἐπίσης, συγχρόνως καί ἀνανεωτικό, εἶχαν οἱ ἀναθεματισμοί τῶν με­τέπειτα οἰκουμενικῶν συνόδων κατά αἱρέσεων καί αἱρετικῶν πού ἦταν ἢδη ἀναθεματισμένοι ἀπό προγενέστε­ρες συνόδους, το­πικές καί οἰκουμενικές.
  Αὐτές εἶναι κυρίως οἱ αἱρέσεις πού ὁ Μ. Βασίλειος τίς χαρακτηρίζει «παντελῶς ἀπερρηγμένες» ἀπό τήν Ἐκκλησία καί «περί τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένες»· αὐτοί εἶναι οἱ αἱρετικοί περί τῶν ὁποίων ὁ στ΄ Κανό­νας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς λέγει «οἱ πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντες»(11) καί οἱ παραπάνω τρεῖς τρόποι ἦταν ἡ κυρία μέθοδος ἀποκηρύξεως αὐτῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὃτι αὐτούς ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ στ΄ Κανόνας φαίνεται καί ἀπό τόν δια­χωρισμό πού κάνει ἡ ἲδια σύνοδος στόν ζ΄ Κανόνα της, διά τούς ἐξ αἱρετικῶν προσερχομένους στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ὁ στ΄ Κανό­νας προοιμιά­ζει τόν ζ΄. Ἐπίσης σ’ αὐτές τίς αἱρέσεις ἀναφέρονται κυρίως οἱ ἀποστολικοί Κα­νόνες, γνωστοῦ ὂντος ὃτι ἡ δράση τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἂρχισε ἀπό τήν ἐποχή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν μεταποστολικῶν πατέρων. Ὃμως εἰδικά γιά τόν ζ΄ Κανόνα θά δοῦμε ἀναλυτικώτερα σέ ἑπόμενο θέμα.
  Οἱ μετά ταῦτα ἀναθεματισθέντες      
  Στή δεύτερη (β) περίπτωση ὁ Κανόνας ὁρίζει τούς αἱρετικούς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπελάθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία διά συνοδικοῦ ἀναθέματος. Τό «μετά ταῦτα» ἐκτός ἀπό τόν χρονικό προσδιορισμό, φαίνεται ὃτι εἰδοποιεῖ καί τόν δι­αφορετικό τρόπο (διά συνόδων) ἀντιμετωπίσεως τῶν νεωτέρων αἱρετικῶν ἀπό τούς «πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας». Τοῦτο γιατί οἱ Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά καί τῆς Α΄ ἀκόμη περισσότερο, ἦταν γνῶστες τῶν τριῶν τρόπων ἀντιμετωπίσεως τῶν παλαιῶν αἱρετικῶν, ἀφοῦ καί πρόσφατοι ἦταν, καί ἐφάρμοζαν ἀκόμη αὐτούς. Ἐπικαλοῦνταν μάλιστα ὡς πα­ράδοση πλέον τῆς Ἐκκλησίας τήν διατήρηση τῶν ἐπισκοπικῶν καταλόγων, τόν Κα­νόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τά βαπτιστήρια σύμβολα ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε καί διαρθρώθηκε στήν τελική του μορφή τό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
  Μ’ ἓνα λόγο οἱ «μετά ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντες» αἱρετικοί ἀνήκουν στίς χριστολογικές αἱρέσεις ἀλλά κεκριμένοι (καθώς καί ἡ αἳρεσή τους) καί ἐκβεβλημένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία διά συνοδικῶν πράξεων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν συνόδων.
   Γιατί ὃμως οἱ «πάλαι ἀποκηρυχθέντες» θεωρήθηκαν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά προηγηθοῦν συνοδικές διαδικασίες, ἐνῶ οἱ νεώτεροι αἱρετικοί (τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων) ἒπρεπε νά ἀναθεματισθοῦν ὑπό συνό­δων γιά νά τεθοῦν καί αὐτοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας;(12)
  Ἡ σύνολη προβληματική τῆς παρούσης θεματο­λο­γίας κα­ταφάσκει στό βαρυσήμαντο τοῦτο ἐρώτημα καί στηρίζεται ἐπαρκῶς στήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σαφῶς τό ἀπόλυτο καί ἀκριβές κριτήριο γιά τά ἐκκλησιολογικά ζητήματα.
  Οἱ χριστολογικές αἱρέσεις ἦρθαν στό προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, στίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰῶνα. Ἡ διαφορά αὐτῶν ἀπό τίς προηγηθεῖσες ἒγκειται στό γεγονός ὃτι ἐδέχονταν μέν τήν χριστιανική διδα­σκαλία στό σύνολό της ἀλλά παρεκτρέπονταν, ποικιλοτρόπως ἡ μία ἀπό τήν ἂλλη, ἀπό τήν ὀρθή ἑρμηνεία σέ συγκεκριμένα σημεῖα τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. Ἐπίσης ὑπῆρχαν μέσα στό σῶμα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἒδρασαν ἐντός αὐτῆς φανερά καί μέ παρρησία, ἐπί τό πλεῖστον ὑποστηριζόμενοι ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας, πολλές φορές καί ἀπό τόν αὐτοκράτορα, τοὐλάχιστον μέχρι τήν διά συνόδου κα­ταδίκη αὐτῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πολλές φορές καί μετά τήν κατα­δίκη. Ἑπομένως ὁ ἀναθεματισμός αὐτῶν ὑπό τῶν συνόδων ὑπονοεῖ ἀσφαλῶς, ἀλλά καί προϋ­ποθέτει, ὃτι οἱ φορεῖς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ὀρθόδοξοι ὂντες μέχρι πρότινος, γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν μέσα στό σῶμα τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Περί τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν ἀναφέρεται ὁ Εὐαγ­γελιστής Ἰωάννης λέγων: «ἐξ ἠμῶν ἐξῆλθον ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν». (Καθ.Α΄ Ἰω. β΄19.)
  Ὡστόσο μέχρι νά ἀντιληφθεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν σοβαρότητα τῆς παρεκτροπῆς τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν καί τόν κίνδυνο πού θά ἀκολουθοῦσε γιά τά ὑγιῆ μέλη της, καί μέχρι νά ἀναλάβει δραστικά μέτρα πρός ἀντιμετώπιση αὐτῶν, αὐτοί θεωροῦσαν ὃτι ὑπηρετοῦν τό θεῖο θέλημα καί τό σωτηριολο­γικό ἒργο τῆς Ἐκκλησίας. Περιέργως δέ οἱ πρώταρχοι τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἦταν συνήθως, πατριάρχες, ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, ἡγούμενοι καί μοναχοί. Δηλαδή ὡς κληρικοί ἦταν καί ἰδιαιτέρως ἐνεργά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο ἂλλωστε ἡ παρέκκλιση αὐτῶν στό χριστολογικό δόγμα κρίθηκε ἡ πλέον ἐπικίνδυνη γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεώρησή τους (ὃτι ὑπηρετοῦσαν τό θεῖο θέλημα) καθιστοῦσε ἀναγκαία τήν «συνοδική διάγνωση» πρῶτα τῆς διδασκαλίας τους καί ἀφοῦ ἀποδεικνύονταν κακό­δοξη, τήν κατά­γνωσή της (καταδίκη) δι’ ἀναθέματος τῆς συνόδου. Στή συνέ­χεια ἀνακρίνονταν ὑπό τῆς συνόδου οἱ φορεῖς-ἒξαρχοι τῆς κακοδοξίας οἱ ὁποῖοι παραμένοντες ἀμετανόητοι, ὡς ἀναπολόγητοι πλέον, ἀναθεματίζονταν, δηλαδή ἐκβάλλονταν τελεσιδίκως ἀπό τήν Ἐκκλησία.
  Κύριο χαρακτηριστικό τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων ἦταν ὃτι ἐτάραξαν τήν Ἐκκλησία μέ τίς γνωστές χριστολογικές ἒριδες μεταξύ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖες διήρκεσαν ἀρκετές δεκαετίες, ἀκόμη καί μετά τήν συνοδική καταδίκη αὐτῶν. Μετά τήν Δ΄ Οἰκουμενική σύνοδο συνεχί­σθηκε ἡ ἒριδα μιά ὁλόκληρη ἑκατονταετία, κατά τήν ὁποία ἓνα μέρος τῶν πιστῶν ἀποδέχονταν τόν Ὃρο τῆς συνόδου (χαλκηδόνιοι-ὀρθόδοξοι) καί τό ἂλλο μέρος τόν πολεμοῦσε (ἀντιχαλκηδόνιοι). Ὃλες οἱ χριστολογικές αἱρέσεις ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία δι’ οἰκουμενικῶν συ­νόδων, ἀλλά καί τοπικῶν μέ τήν διαφορά ὃτι ὃταν ἡ διάδοση τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς ἐξαπλώνονταν πέρα ἀπό τά τοπικά ὃρια, πά­ντοτε κρί­νονταν ἡ σύγκληση μείζονος συνόδου.
   Πάντοτε ἐπίσης ἡ σύγκληση τῶν συνόδων γιά τίς αἱρέσεις αὐτές γίνονταν ἀφοῦ πρῶτα δημιουργήθηκε σάλος καί ἀναταραχή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, θορυβούμενο ἀπό τήν ἑτεροδιδασκαλία πού προβάλλονταν. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ μονοφυσίτου Εὐτυχοῦς τόν ὁποῖο κα­τήγγειλε μόνος ὁ Εὐσέβιος Δορυλαίου στόν ἃγιο Φλαβιανό Πατριάρχη Κων/πόλεως, μάλιστα δέ ἐπανειλημένως γιά τόν λόγο ὃτι ὁ Φλαβιανός δέν ἐνέδιδε εὒκολα στίς κατηγο­ρίες. 
  Στήν τρίτη (γ) περίπτωση ὁ Κανόνας ὀνομάζει αἱρετικούς ἐκείνους πού προσποιοῦνται τούς ὀρθοδόξους, ἀποσχίζονται δέ ἀφ’ ἑαυτῶν χωρίς εὒλογη αἰτία ἀπό τόν κορμό τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί συνα­θροίζονται σέ ἰδίους εὐκτηρίους οἲκους. Ὑπό τήν ἒννοια αὐτή, ὃσοι σχισματικοί ἐπικαλοῦνται ἐπουσιώδη καί «ἰάσιμά τινα ζητήματα», ἀλλά ἀπό μεγάλη ἒπαρση συνα­θροίζονται σέ ἰδιαίτερους ναούς δύνανται ἐπίσης νά θεωρηθοῦν ὡς αἱρετικοί. Τοῦτο βεβαιώνει ὁ ἃγιος Νικόδημος στήν ἑρμηνεία τούτου τοῦ Κανόνα ἀναφέρων: «Διατί δέ αἱρετικούς τούς σχισματικούς καί παρασυνάκτας ὠνόμασεν ὁ κανών;  Ὃρα κ.τ.λ.»(13). Καί συνεχίζει σέ ἂλλο σημεῖο· «Οἱ σχισματι­κοί σχισματοαιρετικοί εἰσί, καθ’ ὃτι ὁ Αὐγουστῖνος (ἐπιστολή ρα΄) λέγει, ὃτι δέν εἶναι κανέν σχίσμα εἰ μή πρό­τερον αἳρεσιν ἀναπλάσῃ, ἳνα ὀρθῶς δόξῃ τῆς ἐκκλησίας χωρισθῆναι. Καί Κεφ. ια΄, εἰς τό κατά Ματθ. ὁ αὐτός λέγει· Τό σχί­σμα κακῶς διαμένον, γί­νεται αἳρεσις, ἢ καταφέρεται εἰς αἳρεσιν, εἰ καί τούς σχισματικούς κυρίως, οὐχ ἡ διά­φορος πίστις ποιεῖ, ἀλλ’ ἡ διαρρηχθεῖσα τῆς κοινωνίας συντρο­φία»(13). Περί τῶν ἰδίων αὐτῶν σχισματικῶν ἀναφέρονται καί οἱ ιγ΄, ιδ΄καί ιε΄ (κατά τό πρῶτο μέ­ρος του) Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας συ­νόδου.

   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον. Νικ. Μίλας. σελ.698.
2. Ποινικόν Δίκαιον. Π. Παναγιωτάκου. σελ.343.
3. Ἐκ τοῦ α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου.
4. Ἐκ τοῦ στ΄ Κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικής Συνόδου.                    
5. Σύντ. Β΄182 – Ἑρμην. τοῦ στ΄ Κανόνος τῆς Β΄ Οἰκ.Σ. ὑπό Ἰ. Ζωναρᾶ.
6. Ἱστορία δογμάτων. Κ.Σκουτέρη. Τόμ. Α΄ σελ.294, 298, 299, 300, 328, 330.
7. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Β.Φειδᾶ. Τόμ. Α΄ σελ.158.
8. Ἐκκλ. Ἱστορία. Β. Φειδᾶ. Τόμ.Α΄ σελ.169.
9. Ἱστ. Δογμ. Στό ἲδιο. σελ.343, 344.
10. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Β. Στεφανίδου. σελ.73, 74.
11. Τό ρῆμα ἀποκηρύσσω ἐδῶ ἑρμηνεύεται ὡς ἀπαγόρευση στούς πιστούς διά προκηρύξεων (δηλαδή τῶν τριῶν τρόπων ἀντιμετωπίσεως) τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς. (Ἀποκηρύσσω=ἀπαγορεύω διά προκηρύξεως.  Λεξικόν Ἰ. Σταματάκου).
12. Τοῦτο τό ἐρώτημα ἒπρεπε νά τεθεῖ πρωτίστως ἀπό ὃλους ἐκείνους τούς ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, καί ὂχι μόνο, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύοντες κατά τό δοκοῦν τούς ἱερούς Κανόνες καί πράσσοντες, ἐδημιούργησαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία τά ὁποῖα ἐστιγμάτισαν σχεδόν ἀνεπανόρθωτα τό λεῖμμα τῆς εὐσεβείας στά μάτια τῶν ἀντιδίκων, καλοπροαιρέτων καί μή, μέ ἀνυπολόγιστη πνευματική ζημία, καί ἐταλάνισαν τούς πιστούς τριῶν γενεῶν καί ταλανίζουν ἀκόμη. Οἱ παροικοῦντες τήν Ἱερουσαλήμ γνωρίζουν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
13. Πηδάλιον. σελ.161,589.
(Συνεχίζεται)

ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου