ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ
1. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΣΧΙΣΜΑ
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο δικαιώνει περισσότερο τήν ἒνσταση τῶν παλαιοημ/τῶν εἶναι, ὂχι ἀκριβῶς αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ ἡμερολογιακή μεταβολή, ἀλλά ὃτι αὐτή εἶναι ἒργο οἰκουμενιστικῆς δραστηριότητας. Τοῦτο εἶναι ὁλοφάνερο στό «Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ συνεδρίου τῆς Κων/πόλεως[1] τό
1920. Τό «περί τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν» μαζί μέ ὃλες τίς αἱρετικές ὁμολογίες, εἶναι τό πρῶτο ἂρθρο τοῦ πρωτοφανοῦς τούτου γιά τά χρονικά τῆς Ἐκκλησίας κατασκευάσματος. Βέβαια οἱ ἐνιστάμενοι δέν ἐγνώριζαν τήν ὓπαρξη τῆς ἐγκυκλίου αὐτῆς (εἶχε ἀποσταλεῖ μόνο στούς προκαθημένους τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν σειρά τους τήν παραθεώρησαν ἢ τήν ἀπέκρυψαν, γιά νά γίνει γνωστή μετά ἀπό τρεῖς δεκαετίες). Ἡ οἰκουμενιστική
δράση ὃμως γιά τήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση ἦταν ἢδη γνωστή καθώς καί οἱ
διεθνεῖς κινήσεις. Ὁ δέ παπικός οἰκουμενισμός προσπαθοῦσε ἀδιαλείπτως ἀπό τό
1582 νά ἐπιβάλλει τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο καί στήν ἀνατολική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Μαρτυροῦν τοῦτο οἱ τόσες πανορθόδοξοι σύνοδοι πού ἐπακολούθησαν καί ἀπέκρου-σαν
τίς προτάσεις.
Πιστεύουμε ὃτι οἱ κατά τό φαινόμενα ἠθικοί αὐτουργοί τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς,
ἐκτός ἀπό τίς φιλόδοξες νεωτεριστικές ἰδέες πού διακατέχονταν, ὑπῆρξαν καί ὑποβολιμιαῖα
θύματα ὀργανωμένης συντεχνίας πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν ἀρχόντων καί δυτικῶν
μισσιοναρίων[2]
εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡς ἀνώτατοι Προκαθήμενοι ὃμως φέρουν ἀκεραία τήν εὐθύνη
γιά τόν διχασμό τοῦ σώματος τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ἐντολοδόχοι τῆς
συντεχνίας ξένων, ἀπαλλοτριωμένων καί σαφῶς δηλωμένων ἐχθρῶν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ τότε
Μητροπολίτης Ἀθηνῶν κ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἂν καί γνώστης τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας, καί ὃτι σέ μεταρρυθμίσεις κοινῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων πρωτεύοντα
ρόλο ἒχουν ἡ συμφωνία ὃλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί ἡ καθόλου συνείδηση τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐδίστασε ὃμως νά τελειώσει τήν προσχεδιασμένη ἀλλαγή.
Βέβαια ζήτησε τήν συγκατάθεση καί τῶν ἂλλων Ἐκκλησιῶν πλήν ὃμως τά Πατριαρχεία Ἱεροσολύμων,
Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας ἀρνήθηκαν αὐτήν λέγοντες ὃτι εἶναι «ἂσκοπος, ἀντικανονική καί ἐπιζήμιος οὓτως, ὣστε
ἐπιβάλλεται ἡ μή ἀναγνώρισις»[3]. Τοῦτο τόν καθιστᾶ ἀδικαιολόγητο ἀφ’ ἑνός
γιατί προχώρησε στήν ἀλλαγή, ἐν γνώσει
του μονομερῶς, καί ἀφ’ ἑτέρου, ποιμαντικά σκεπτόμενος ὢφειλε νά ὑπολογίσει καί
τήν σχετική ἀντίδραση ἀπό τό πλήρωμα τῶν πιστῶν. Αὐτά καί μόνο θά ἒπρεπε νά τόν
πείσουν νά σταματήσει τό ἐγχείρημα. Ὑπερίσχυσε ὃμως ἡ ὑπακοή σέ ἀλλότρια
κελεύσματα καί τό μελετώμενο συντελέσθηκε, ὡσάν νά ἦταν τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο
προσωπική του ὑπόθεση. Ἦταν ὃμως, ὃπως θά δοῦμε, καί ὁ καιρός ἁρμόδιος γιά μία
τέτοια μεταβολή ἢ μᾶλλον πραξικόπημα.
Ἡ ἀλλαγή
σχεδόν ἀμέσως προκάλεσε ἀντιδράσεις ἐξ Ἀρχιερέων, κατώτερου κλήρου καί λαϊκῶν.
Ὃσοι πιστοί ἦταν ἐνήμεροι τῶν προθέσεων τῶν μεταρρυθμιστῶν καί παρακολουθοῦσαν
τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα προχώρησαν καί στήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας.
Σταδιακά τούς ἀκολούθησαν ὃλο καί περισσότεροι μέ ἀποτέλεσμα ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία
νά διχασθεῖ πλέον ἀνεπιστρόφως, σέ ἀποδεχομένους τήν ἀλλα-γή (κατά τό πλεῖστον ἀδιάφορους
γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή) καί σέ ἐνισταμένους κατ’ αὐτῆς. Καί οἱ μέν πρῶτοι ἀκολούθησαν
ἀδιακρίτως (ἐκτός ἐξαιρέσεων) τήν κατιοῦσα πορεία τῆς καινοτόμου Ἱεραρχίας ἀκόμη
καί στήν κοινωνία της μέ τό σβησμένο πλέον Φανάρι, λόγῳ τῆς οἰκουμε-νιστικῆς
του ἀβελτηρίας, ἀλλά καί τήν συμμετοχή τῆς νεοημ/κῆς Ἐκκλη-σίας στό πανάθεσμο
καί ἀπόβλητο γιά τήν Ὀρθοδοξία Π.Σ.Ε., ἐνῶ οἱ δεύτεροι παρά τίς ἀκρότητες καί
τούς διχασμούς στούς ὁποίους, ὡς μή ὢφειλε περιπλανήθηκαν ἀπό ἒλλειψη ἡγετῶν,
φυλάχθηκαν ἐπιμελῶς ἐκ τῆς κοινωνίας τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Ἀρχῆς
γινομένης ἀπό τό παράνομο αὐτό συνέδριο ἒκτοτε οἱ νεοημ/τες μέχρι καί σήμερα
θεωροῦν (εὐτυχῶς ὂχι ὃλοι) ὃτι οἱ παλαιοημ/τες εἶναι σχισματικοί καί ἀποκομμένοι
ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό μόνο ἐπιχείρημα πού φέρουν εἶναι ὃτι οἱ ἐνιστάμενοι παλαιοημ/τες
δέν ἒχουν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς καί δέν τούς μνημονεύουν. Τούς
λόγους τῆς ἀκοινωνησίας ὃμως τούς παραβλέπουν σκανδαλωδῶς. Εἰδικά οἱ ἁγιορεῖ-τες.
Ἡ ἐμπάθεια πού ἒχουν ἐγκολπωθεῖ (ἓνεκα τῆς συστηματικῆς προπαγάνδας) καί ἡ ἐκκοσμίκευση,
δέν τούς ἀφήνουν νά κατανοήσουν τήν ἀγωνία τῶν καλῶς ἐνισταμένων γιά τήν ἀπεμπόληση
τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τῆς ὀρθοδοξίας τῶν ἁγίων Πατέρων. Μᾶλλον ὃμως δέν θέλουν
νά κατανοήσουν γιατί προσκολλημένοι στά «βολέματά» τους, ἒχουν γίνει καί αὐτοί
μέρος τῆς οἰκουμενιστικῆς «μηχανῆς», ἡ ὁποία στήθηκε ἀκριβῶς γιά νά συγχωνεύσει
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν μόνη κατέχουσα τόν θησαυρό τῆς Ἀληθείας, μέ τίς αἱρετικές
ὁμολογίες καί κατ’ ἐπέκταση μέ ὃλες τίς θρησκεῖες.
Ποῦ
συνίσταται τό σχίσμα τῶν ἐνισταμένων παλαιοημερολογητῶν; Μήπως διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική
ἐπικοινωνία ἀπό τήν προτέρα ἐκκλη-σιαστική τους ἀρχή χωρίς Κανονικό ἒρεισμα;
Μήπως προφασίσθηκαν ἢ προφασίζονται κάποιες ἐγκληματικές αἰτιάσεις καί
προσωπικά σφάλματα τῶν ἀνωτέρων τους, λόγοι πού ἐμπίπτουν στίς Κανονικές παραβάσεις
τῶν ιγ΄, ιδ΄ καί ιε΄ (κατά τό πρῶτο μέρος του) κανόνων τῆς ΑΒ΄ συνόδου καί πού
δέν δικαιώνουν τήν ἀποτείχιση; Εἶναι ὂντως κατάφωρη ἀδικία νά ἐπιστρατεύουν
τούτους τούς κανόνες γιά νά στήσουν τό ἐπιχείρημα ὃτι εἶναι σχισματικοί ἢ καί
παρασυνάγωγοι.
Δέν ὑποτάσσονται,
λέγουν, στήν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἑλλαδι-κῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ἀλλαγῆς τοῦ
ἡμερολογίου. Ἡ ὁποία «μεταβολή δέν θίγει
τά δόγματα καί τάς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας», «μή προσκρούουσα εἰς δογματικούς
καί κανονικούς λόγους»[4]. Κατά
συνέπειαν πού στηρίζεται ἡ ἒνσταση τῶν παλαιοημ/τῶν δεδομένου, λέγουν, ὃτι ὁ
ιε΄ κανόνας τῆς ΑΒ΄ συνόδου δίνει τό δικαίωμα γιά ἀποτείχιση μόνο ὃταν ἡ προϊσταμένη
ἐκκλησιαστική ἀρχή κηρύσσει κάποια αἳρεση;
Μετά ἀπό
πληθώρα ἐπιστολῶν, καί μελετῶν ἀπό ἐγκρίτους θεολόγους[5] περί τῆς
ἡμερολογιακῆς μεταβολῆς εἶναι μᾶλλον ἀνούσιο νά ἀσχο-ληθοῦμε ἐδῶ μέ τά ἀκριβῆ
χρονολογικά γεγονότα, τούς «παρά κανόνας»
ἐκθρονισμούς καί ἐνθρονισμούς τῶν προκαθημένων Κων/πόλεως καί Ἀθηνῶν, τίς ἀντιρρήσεις
τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων καί τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Κύπρου, τίς παρασκηνιακές
μηχανορραφίες πολιτικῶν καί θρη-σκευτικῶν παραγόντων καί τέλος, τό καί
σημαντικώτερο, τούς ἀνύπαρ-κτους ποιμαντικούς λόγους γιά τό ὂντως ἱερόσυλο
τόλμημα. Εἶχαν δέ τήν πρόθεση νά ἀλλάξουν καί τόν Πασχάλιο Κανόνα. Ὃλα αὐτά ὃμως
ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος εἰλικρινά γιά τήν ἀλήθεια ὀρθόδοξος χριστιανός πρέπει νά
τά γνωρίζει, γιατί εἶναι τόσο σοβαρά πού ἃπτονται ἀκόμη καί τῆς σωτηρίας του. Φαίνεται τολμηρός αὐτός ὁ λόγος βέβαια, σ’ ἐκείνους
πού δέν γνωρίζουν, ὃμως ποτέ μία ἀντικανονική μεταρρύθμιση δέν μπορεῖ νά ἒχει ἀγαθούς
καρπούς, πολύ περισσότερο ὃταν ὑφηγεῖται ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες καί
γίνεται σκοπίμως, μέ τήν κατάργηση ἂνευ λόγου τῶν καλῶς παραδεδομένων πρός
κατάλυση τῆς εἰρήνης καί τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν. Ἡ εὐθύνη τῶν κληρικῶν,
θεολόγων καί πνευματικῶν πού ἀπο-κρύπτουν τήν πραγματική ἀλήθεια καί τόν σκοπό
τῆς ἀλλαγῆς εἶναι μεγίστη. Παρόλα αὐτά διατυμπανίζουν «εὐκαίρως ἀκαίρως» τίς ἀκρότητες τῶν παλαιοημ/τῶν στοχεύοντες ἀσφαλῶς
στήν κατασυκοφάντηση τῆς Κανονικῆς ἐνστάσεως αὐτῶν. Τοῦτο εἶναι ἂδικο ἐκ μέρους
αὐτῶν, ἀφ’ ἑνός γιατί δέν ἐπικροτοῦν ὃλοι οἱ ἐνιστάμενοι τίς ἀκρότητες, οἱ ὁποῖες
βέβαια ἢδη ἀναφέραμε συνιστοῦν ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές, ἀφ’ ἑτέρου, ὃτι αὐτές ὠχριοῦν
ἀπέναντι στίς ἐκτροπές τῶν οἰκουμενιστῶν, ἐνῶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτούς συνωθοῦν
καί αὐτοί τήν νοητή κιβωτό τῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας στόν σκόπελο τῆς οἰκουμενιστικῆς
ἀποστασίας. Ἡ διαφορά τῶν δύο ἐκτροπῶν εἶναι ἀβυσσαλέα. Οὐδέποτε ἐπίσης οἱ ἐνιστά-μενοι
ἀνέβασαν τό ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο σέ ἐπίπεδο δόγματος, οὒτε ἐξαρτοῦν τή
σωτηρία τους ἀπό αὐτό. Τυχόν ἀτυχεῖς ἐκφράσεις ἀπό ἁπλότητα ὃτι εἶναι τό ἓνα φτερό
καί ἂλλα παρόμοια, στεροῦνται σοβαρότητας.
Ὃσο
γιά τήν προϋπόθεση τῆς ἐνστάσεως ὃτι πρέπει νά κηρύσσεται αἳρεση, πρίν
καταθέσουμε τήν ἂποψή μας, ἀφήνουμε στήν κρίση κάθε ὀρθοδόξως σκεπτόμενου
λέγοντες τοῦτο: «Τό ἡμερολογιακόν, ἐν ἂλλοις λόγοις, ἐκινήθη ὑπό
τῆς προσπαθείας ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καί μόνον καί ἀποτελεῖ τά προπύλαια καί τήν εἰσαγωγήν τῶν ἐπακολουθησάντων
θλιβερῶν, μέ κατάληξιν τάς ἀντικανονικάς καί προδιδούσας τήν ὀρθοδοξίαν τῶν
πατέρων ἡμῶν ποικίλας συμπροσευχάς, ἂρσεις ἀναθεμάτων, αἱρετικάς δηλώσεις
κ.λ.π., πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκ. θρόνου Κων/πόλεως τῇ συνερ-γασίᾳ δέ τῶν λοιπῶν
ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[6]. Ἐπιπροσθέτως
θυμίζουμε καί τόν λα’ ἀποστολικό Κανόνα.
Πρῶτο πλῆγμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ κατά τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου-ἑορτολογίου.
Ἂς
γυρίσουμε πίσω στά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά νά δοῦμε ἐκ τῶν ὑστέρων, σάν
ἀπό ἓνα γενικό παρατηρητήριο, τήν οἰκουμενιστική δράση[7], καί τήν
«Κανονικότητα» τῆς ἡμερολογιακῆς μεταβολῆς. Τελικά ἀδυνατοῦμε νά μήν ἀναφερθοῦμε
στά ἡμερολογιακά τεκταινόμενα γιατί ἁπλούστατα εἶναι συνυφασμένα μέ τήν οἰκουμενιστική
δράση (καί ὂχι μόνο), τήν ὁποία πολλοί δυστυχῶς τήν παρέρχονται, ἀμνηστεύοντες ἒτσι
τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἀλλαγῆς καί ἀποθρασύνοντες τούς αἰωνίους ἐχθρούς καί ἐπιβούλους
τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ἒχει εἰσχω-ρήσει τόσο πολύ ἡ ἀποστασία καί ἡ ἀθεΐα
τῶν δυτικῶν «ἀναμορφωτῶν» καί στήν Πατρίδα μας. Εἶναι πράγματι μέγα δυστύχημα ὃτι
οἱ ὀρθόδοξοι Ἓλληνες δέν διδάσκονται ἀπό τήν ἱστορία τους.
Περί τά
τέλη τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται στό Ἑλλαδικό
πολιτικο-θρησκευτικό προσκήνιο μία ἒντονη ἡμερολογιακή φιλολογία. Μία φιλολογία
στά ἀνώτερα κλιμάκια χωρίς τήν μετοχή τοῦ λαοῦ, χωρίς ἀναταραχή ἢ ἀνάγκη γιά
τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὣστε νά κινηθεῖ μία διαδικασία
με-ταβολῆς τοῦ ἑκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου. Στήν Ἀθήνα ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος
Μεταξάκης προτείνει στήν σύνοδο (23-1-1919) νά ὁρισθεῖ ἐπί-σημα ἐπιτροπή γιά
τήν μελέτη τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Ὁρίζονται δύο ἐπίσκοποι, ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ θεολόγος Ἐμμ. Ζολώτας, καί ἓνας ἀστρονόμος, ὁ Δ.
Αἰγινίτης.
Ὡς
μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ὁ Αἰγινίτης προτείνει τότε γιά πρώτη φορά καί ἀποφαίνεται ὃτι
«ἡ μεταβολή τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μή
προσκρούουσα εἰς δογματικούς καί κανονικούς λόγους, δύναται νά γίνῃ μετά
συνεννόησιν κ.τ.λ.» Αὐτή ἡ πρόταση γίνεται δεκτή ἀπό τούς ἐπισκόπους καί
τόν ἀρχιμανδρίτη, πλήν τοῦ Ζολώτα ὁ ὁποῖος ζητοῦσε συνετά τήν ἀναβολή τοῦ
θέματος, «μέχρι νά καθορισθῇ ὁ πολιτικός
καί ἐκκλησιαστικός ἡμῶν ὁρίζων». Ἀλλά οἱ ἐπίβουλοι ἐντολοδότες ἐπέλεξαν ἐπίτηδες
νά τεθεῖ τό ἡμερολογιακό ζήτημα σέ καιρό πολέμων καί πολιτικῶν ἀκαταστασιῶν
γιά νά πετύχουν εὐκολώτερα τόν σκοπό τους. Ἡ λαϊκή
παροιμία λέγει σοφά ὃτι «ὁ λύκος στήν ἀντάρα
χαίρεται». Αὐτή ἡ πρόταση δίνει τό ἒναυσμα γιά νά προχωρήσουν οἱ διαδικασίες
τῆς ἀλλαγῆς. Αὐτή τήν πρόταση διατυμπανίζουν καί οἱ μετά τήν ἀλλαγή θεωρητικοί
τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας. Πρέπει νά γνωρίζουν ὃμως ὃτι παρομοίως οἱ εἰκονομάχοι[8] ἒλεγαν ὃτι
«ἡ κατάργησις τῶν ἱερῶν εἰκόνων δέν
προσκρούει εἰς δόγματα καί ἱερούς κανόνας». Παρά τοῦτο ὃμως ἀποδείχθηκαν ἱερόσυλοι,
ἀσεβεῖς καί αἱρετικοί.
Ἒτσι ὁ ἀστρονόμος «ἒφα»
ὡς κανονολόγος καί δυστυχῶς ὃλοι σχεδόν οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες ἐπεκρότησαν,
δίνοντες τό προβάδισμα στήν ἐπιστήμη. Οὒτε σκέψη γιά τό ἐάν ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ πιστός λαός (ὂχι ὁ ἀδιάφορος), ἐπικροτοῦσε ἢ ὂχι τό ἐγχείρημα. Ἡ φιλοδοξία,
ὁ νεωτερισμός καί τό κοσμικό φρόνημα παραμέριζαν τέτοιες σκέψεις. Ὁ δέ Θεός λέγουν, ὡς ἂχρονος εἶναι ἀδιάφορος
γιά τούς «χρόνους καί καιρούς» τῶν
μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας Του! Ὃμως «ἐάν
ἡ θριαμβεύουσα ἐν Οὐρανοῖς Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω χρόνου, ἡ στρατευομένη δέν εἶναι, ἀκριβῶς ἐπειδή
εἶναι στρατευομένη, ἢτοι ἐπί γῆς ἀγωνιζομένη καί ἐν χρόνῳ ἐπιτελοῦσα τά τῆς
πνευματικῆς στρατείας “εὐσχημόνως καί κατά τάξιν” κατά τό ἀποστολικόν»[9]. Μερικοί
θέτουν ἀκόμη καί ζήτημα ἀλαθήτου τῆς ἀποφάσεως τῆς ἀλλαγῆς, σάν νά ἦταν ἡ
σύνοδος τῶν καινοτόμων Ἀρχιε-ρέων, οἰκουμενική ἢ πανορθόδοξη καί ἐπιπλέον ἀποδεκτή
ἀπό ὃλα τά Πατριαρχεῖα καί τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο ἡ ψυχή τῆς θεωρίας περί ἡμερολογια-κῆς μεταβολῆς ἦταν ὁ Βιζύης Ἂνθιμος.
Συνέβαλε δέ καί πρακτικῶς στήν προώθηση αὐτῆς γιατί ἦταν καί πρόεδρος τῆς
σχετικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Ἐξέδωσε τό 1922 μελέτη μέ
τίτλο «Τό ἡμερο-λογιακόν ζήτημα» στήν ὁποία ἀναφέρει ὃτι· «Τήν ἑορτολογικήν καινοτομίαν ἀπαιτοῦσι καί ἐπιβάλλουσιν
ἢδη καί σχέσεις διεθνεῖς καί ἀνάγκαι κοινωνικαί», ὡς τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκ παραλλήλου πρός
τήν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν»[10].
Δέν ἀναφέρθηκε τοὐλάχιστον
μόνο στό πολιτικό ἡμερολόγιο, ἀλλά προτείνει
τήν ἀλλαγή καί τοῦ ἐκκλησιαστικού ἑορτολογίου. Πῶς προ-ωθοῦνται τέτοιοι ἐπίσκοποι
σέ θέσεις «κλειδιά», καί ἀπό ποῦ ὁ συντονισμός ὣστε νά κινοῦνται τά νήματα
περί τῆς ἀλλαγῆς ταυτόχρονα σέ Εὐρώπη, Πετρούπολη, Κων/πολη καί Ἀθήνα; Ὃποιος
λέγει ὃτι εἶναι τυχαῖα ὃλα αὐτά καί μάλιστα ὃπως εἲπαμε, ἀνάμεσα σέ πολέμους
καί πολιτικές ἀκαταστασίες, πράγματι ἐθελοτυφλεῖ.
Ἐδημιούργησαν λοιπόν
ἐκ τοῦ μηδενός παγκόσμιο σκάνδαλο. Τά περί ἀναγκαίας συμπόρευσης τοῦ
θρησκευτικοῦ ἡμερολογίου μέ τό πολιτικό, ἦταν προσποιητά καί προκατασκευασμένα[11]. Ὁπωσδήποτε
ὁ λαός τίς τραγικές ἐκεῖνες ἡμέρες ἦταν ἐντελῶς ἀμέτοχος σέ μία τέτοια λογική
μετα-βολῆς καί συμπόρευσης τῶν δύο ἡμερολογίων. Ὁ λαός θρηνοῦσε γιά τήν
Μικρασιατική καταστροφή καί αὐτοί περί ἡμερολογίων «ἐτύρβαζαν». Ἐνῶ ἦταν ἂκρως ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά διατηρηθεῖ ἡ ἑνότητα
τῶν πιστῶν.
Οἰ ἐθνικές συγκυρίες
λοιπόν, ἡ πολιτική ἀκαταστασία, ἡ ξαφνική καί ἂνευ λόγων Κανονικῶν ἒξωση τῶν Ἀρχιεπισκόπων
Κων/πόλεως καί Ἀθη-νῶν καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ τούς δύο θιασώτες καί
πρωτεργάτες τῆς ἀλλαγῆς, οἱ ἀνύπαρκτοι ποιμαντικοί λόγοι, οἱ ἐπιτηδευμένες
διεθνεῖς κινήσεις καί οἱ στρατευμένοι πολιτικοί καί θρησκευτικοί ἂρχοντες, ἂγευστοι
ἀπό Ὀρθοδοξία καί Παράδοση, ὂχι μόνο αἲρουν τήν ἀνάγκη τῆς ἡμερο-λογιακῆς
μεταβολῆς, πολύ περισσότερο τήν Κανονικότητά της, ἀλλά καί ἀποδεικνύουν
περίτρανα τήν δράση ἀφανῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν ὀργα-νώσεων. Ἐπιπλέον ἒτσι ἐξηγεῖται
τό πῶς ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συνέταξαν τήν αἱρετική καί βλάσφημη ἐγκύκλιο τοῦ
1920. Μιά ἐπιτροχάδην ἀνάγνω-σή της μᾶς πείθει ὃτι οἱ συντάξαντες αὐτήν κάθε ἂλλο
παρά ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἦταν. Ἒτσι ἐξηγεῖται καί τό ἀντορθόδοξο πνεῦμα τῶν
συνεδρίων τοῦ ἒτους 1923 σέ Ἀθήνα καί Κων/πολη.
Ἑπομένως ἡ ἒνσταση τῶν
παλαιοημ/τῶν δικαιώνεται ἀφ’ ἑνός
μέν, ἓνεκα τῆς μονομεροῦς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τῶν σφόδρα ἀντικανονικῶν
προθέσεων τῶν συνεδρίων τοῦ 1920 καί 1923 διά τῶν ὁποίων οἱ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι
καί ἂλλες ἀντορθόδοξες δυνάμεις, ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές, ἂρχισαν τήν τακτική
τους γιά τήν ἓνωση τῶν αἱρετικῶν ὁμολογιῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τήν ὁποία ἓνωση
ἐπι-ποθοῦν ἐντελῶς ἀπροκάλυπτα, ἐδῶ καί μερικές δεκαετίες, οἱ οἰκουμενι-στές τοῦ
Φαναρίου ἀλλά καί τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή δέ καθ’ ἑαυτή ἡ θεωρία τῆς ἑνώσεως
ἢ τῶν κλάδων συνιστᾶ μείζονα ἐκκλησιο-λογική αἳρεση. Ἐάν κατά τόν Μ. Βασίλειο ὁ
«προβεβλημένος πρός κατάλυσιν τῆς Ὀρθοδοξίας»
κληρικός δέν προσδέχεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, πολύ περισσότερο ἡ ἑορτολογική μεταρρύθμιση,
ὡς τό πρῶτο πλῆγμα τοῦ οἰ-κουμενισμοῦ κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας
κατέλυσαν τήν μετά πολλῶν κόπων ἐπιτευχθεῖσα ἑορτολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν
γιά νά συνεορτάσουν μέ τίς δυτικές ὁμολογίες, εἶναι ἀπαράδεκτη καί ὁπωσδήποτε
δικαιώνει τούς ἐνισταμένους.
Γιά ἐκείνους ὃμως
πού προβάλλουν τό ἐπιχείρημα ὃτι τά παραπάνω καί πάλι δέν συνιστοῦν λόγους γιά ἀποτείχιση,
ἀφήνουμε τό ἡμερολο-γιακό ζήτημα κατά μέρος καί τούς καλοῦμε νά μᾶς λύσουν τήν
ἑξῆς ἀπορία.
Τί ἒχουν νά μᾶς ποῦν
γιά τήν κοινωνία μέ τούς οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου καί τούς ὁμοίους τους, ἰδιαίτερα
οἱ νεοημ/τες κληρικοί καί οἱ Ἁγιορεῖτες; Γιά τήν συμμετοχή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας
στό Π.Σ.Ε. ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ΄50; Ἢ ἀρνοῦνται ὃτι ὁ οἰκουμενισμός εἶναι ὂχι ἁπλῶς
αἳρεση, ἀλλά παναίρεση; Τοῦτο ὁμολογεῖται καί ἀπό πολλούς νεοημ/τες κληρικούς
καί θεολόγους. Τί περισσότερο ἀπαιτοῦν οἱ λα΄ ἀποστολικός καί ιε΄ τῆς Πρωτοδευτέρας
κανόνες γιά νά ἀποτειχισθοῦν; Ἑπομένως ἐάν σύμφωνα μέ τήν ἂποψή τους ἡ ἒνσταση
τῶν παλαιοημ/τῶν ἦταν βεβιασμένη, σήμερα πού ἡ ἀποτείχιση ἓνεκα τῆς οἰκουμενιστικῆς
ἀποστασίας, ὂχι μόνο δικαιώνεται πλήρως
ἀπό τούς κανόνες, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται γιατί παραμένουν σέ κοινωνία μέ αὐτούς;
Ἀλλά ὃταν θέλουν νά
διαβάλλουν τούς καλῶς ἐνισταμένους παλαιοημ/τες τότε θυμοῦνται τούς κανόνες,
παρασύροντες ἒτσι τούς ἀστηρί-κτους ἀλλά καί καλοπροαιρέτους νεοημ/τες πιστούς.
2. ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ
ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ
Ἀφήνοντες
τά γεγονότα τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς στρέφουμε τόν λόγο πρός τούς θεωρητικούς
τῆς καινοτομίας, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά σκεπάσουν τήν ἀντικανονικότητά της
μέ ἐπιχειρήματα τόσο φτηνά, καί μέ «διαστροφάς
λόγων» τῶν ἁγίων πατέρων, πού κανείς ἐκπλήσσεται.
Ὁμολογοῦμε
μέ εἰλικρίνεια ὃτι, ἐάν τά ἐπιχειρήματα τῶν συνηγόρων αὐτῶν ἦταν ἰσχυρά, μή ἀναιρέσιμα
καί ἀποδεικνύοντα τήν Κανονικότητα τῆς ἀλλαγῆς, τότε ἀσφαλῶς δέν θά ὑπῆρχε
λόγος νά ἀρνηθοῦμε καί νά ἐναντιωθοῦμε σέ Κανονική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἦταν
ὂχι μόνο ἀνόητο καί ἀνωφελές, ἀλλά καθαρή τρέλλα καί πνευματική αὐτοκτονία. Ἐάν
ὃμως εἶναι ἀνίσχυρα, ὃπως καί εἶναι, πολύ δέ περισσότερο σκευωρήματα πατερικῶν
λογίων (θά τό ἀποδείξουμε αὐτό), τότε ἐπιτρέψτε μας, μέχρι νά δώσει ὁ Θεός τήν
καλή λύση καί εἰρήνη στήν Ἐκκλησία Του, προτιμοῦμε τήν ρετσινιά τῶν ζηλωτικῶν ἀκροτήτων
(ὡς κοινωνία, χωρίς νά συμφωνοῦμε μέ αὐτές), ἐκλέγοντες ἐκ δύο κακῶν τό μικρότερο,
πολύ ἀπέχον βέβαια ἀπό τό μεῖζον, τήν κοινωνία μέ τήν παναίρεση.
Τρεῖς
εἶναι οἱ κύριοι πυλῶνες ἐπί τῶν ὁποίων ἒστησαν οἱ συνήγοροι τήν ἐπιχειρηματολογία
τους.
α. Ὁτι οἱ ἐνιστάμενοι
παλαιοημ/τες ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, χάριν «παρατηρήσεως ἡμερῶν καί καιρῶν καί ἐνιαυτῶν» καί ὃτι ἡ Ἐκκλησία δέν
γνωρίζει «χρόνων ἀκρίβειαν».
β. Ὁτι ἒγινε
διόρθωση τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου.
γ. Ὁτι ἡ ἀπόφαση
τῆς καινοτόμου Ἱεραρχίας ἒχει τό «ἀλάθητον», ἐφ’ ὃσον μάλιστα ἐπικοινώνησαν
μαζί της, ἐκτός ἀπό τήν Κων/πολη καί τά ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα.
Στήν
πρώτη (α) περίπτωση ἐπέλεξαν ἀπό τόν λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου «Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας», τά
κατά τόν ἲδιο σκοπό τους ρητά, πρῶτα γιά νά προσδώσουν κῦρος στά λεγόμενά τους,
καί δεύτερο νά ἐκφοβίσουν τούς ἐνισταμένους ὡς δῆθεν παρακούοντας στούς λόγους
καί τίς παραινέσεις τῶν ἁγίων.
Διαβάζοντας κανείς τοῦτον τόν λόγο τοῦ Χρυσοστόμου εὒκολα συμπεραίνει ὃτι
τούς ἀνυπότακτους ἐκείνους στήν ἐποχή του δικαίως τούς κατηγοροῦσε ὁ ἃγιος
λέγων: «Τριακόσιοι πατέρες ἢ καί πλείους,
εἰς τήν Βιθυνῶν χώραν συνελθόντες ταῦτα ἐνομοθέτησαν· καί πάντας ἀτιμάζεις ἐκείνους[12];» Καί παρά τό ὃτι οἱ ἀνυπότακτοι προφασίζονταν ὃτι
τηροῦσαν τήν παράδοση τῶν πατέρων τους (ἡ ὁποία παράδοση κρατοῦσε ἀπό τόν ἃγιο
Πολύκαρπο Σμύρνης), ὃμως ὁπωσδήποτε ἒσφαλλαν ἀντιλέγοντες στήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
συνόδου.
Οἱ ἐνιστάμενοι
ὃμως μένοντες στήν παράδοση δύο περίπου χιλιετηρίδων, οὒτε ὡς ἀδιακρίτως
προφασιζόμενοι μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν, οὒτε πολύ περισσότερο ὡς ἀνυπότακτοι.
Τί σχέση ἒχουν οἱ ἐπί τοῦ ἁγίου ἀντιλέγοντες πρός τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκ.
συνόδου, καί σ’ αὐτό τό ἃγιον Πνεῦμα ἀντιτασσόμενοι, μέ τούς ἐνισταμένους κατά
τῆς αὐθαιρέτου καί μονομεροῦς[13] ἡμερολογιακῆς
μεταβολῆς;
Καί ὃμως ἐπεστράτευσαν τόν ἃγιο ὡς δῆθεν συνηγοροῦντα
μέ τά παρακάτω σημεῖα· «Μή τοίνυν, τῶν
τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων πρός τά πρότερα ἐπανατρέχωμεν, μηδέ ἡμέρας
καί ἐνιαυτούς παρατηρῶ-μεν...»· «...τῶν τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων»,
δηλαδή τήν ἀπό Θεοῦ εὐλογημένη καί τελεία συμφωνία ὃλων τῶν τότε ὀρθοδόξων τοπι-
κῶν Ἐκκλησιῶν, ἀποδεχομένων τόν Πασχάλιο Κανόνα τῆς Α΄ συνόδου τήν παραβάλλουν
μέ τήν αὐθαίρετη, μονομερῆ καί ἀντικανονική ἡμερο-λογιακή μεταβολή ἀπό τόν Ἀθηνῶν
κ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Κατη-γοροῦν δέ ἀσύστολα διά στόματος τοῦ ἁγίου τούς
παλαιοημ/τες ὡς δῆθεν ἀνυποτάκτως «πρός
τά πρότερα ἐπανατρέχοντας» καί «ἡμέρας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς παρατηροῦντας».
Δηλαδή τούς ἐμμένοντες στά ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων θεσπισθέντα, τούς
συσχετίζουν μέ τούς ἀνυπότα-κτους τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου, τούς κακῶς «πρός τά πρότερα ἐπανατρέχο-ντας», καί
δικαιώνουν τήν καινοτόμο ἱεραρχία, τήν διά παρατηρήσεως «ἡμερῶν καί καιρῶν και ἐνιαυτῶν» δῆθεν χάριν ἀστρονομικῆς ἀκριβείας
(εἶπεν ὁ γάϊδαρος τόν πετεινό κεφάλα!), μεταβάλλουσα τό ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο,
χωρίς τήν σύμφωνη γνώμη καί τῶν ἂλλων Πατριαρχείων.
«Ἀλλά πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑπώμεθα μετά ἀκριβείας
τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην προτιμῶντες, οὐδέ γάρ ἡ Ἐκκλησία χρόνων ἀκρίβειαν οἶδεν».
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐγνώριζε τό σφάλμα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ὃπως ἂλλωστε
καί οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκυμ. συνόδου. Τοῦτο φαίνεται στή συνέχεια τοῦ
λόγου τοῦ ἁγίου· «Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία,
οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὃσον ἒγκλημα ἀπό τῆς
διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου...». Λέγει ὃτι τό ἡμερολο-γιακόν σφάλμα
δέν ἒχει καί τόση σημασία γιά τήν Ἐκκλησία, σέ σχέση μέ τό «ἒγκλημα τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος».
Ἐνῶ ἡ καινοτομοῦσα Ἱεραρχία (μᾶλλον ὁ τότε Ἀθηνῶν) ἐπιθυμοῦσα νά «διορθώσει»
τό σφάλμα, προφάσει ἀκριβείας, ἐδημιούργησε τό μέγα σκάνδαλο τοῦ διχασμοῦ[14] τῆς Ἐκκλησίας· αὐτή ἡ ὁποία ἐτάχθη νά διαφυλάξει τήν ἀγάπη,
τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί οἱ συνήγοροι
κατηγοροῦν τούς καλῶς διακρίνοντες τό ἡμερολογιακό σφάλμα ὡς ἐπου-σιῶδες, ὃτι ἒσχισαν
τήν Ἐκκλησία «διά χρόνων ἀκρίβειαν»
καί «παρατηρήσεως ἡμερῶν καί καιρῶν καί ἐνιαυτῶν».
Κατάφωρη διαστροφή τῆς ἀλη-θείας.Τούς ὁποίους ἐνισταμένους σαφῶς δέν ἐνδιέφερε ἡ
ἒκπτωση τῆς ἰσημερίας, ἀλλά ἡ ὁμόνοια καί ἡ εἰρήνη μέ τήν ἢδη καθιερωμένη καί συνυφασμένη
ἡμερολογιακή καί ἑορτολογική[15] τάξη.
«Μή τοίνυν σκιαμαχῶμεν, μηδέ ὑπέρ τῶν τυχόντων φιλονεικοῦντες, ἐν τοῖς
μεγάλοις ἑαυτούς καταβλάπτωμεν...». Ἡ μέχρι τότε τοπική παράδοση τήν ὁποία
ἐπικαλοῦνταν οἱ ἀνυπότακτοι τοῦ καιροῦ ἐκείνου, μετά τήν συμφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποδείχθηκε «σκιᾶς ἀσθενεστέρα» καί κάθε ὑποστήριξή
της δέν ἦταν πλέον παρά πραγματική σκιαμαχία καί φιλόνεικη ἀνταρσία. Ὃσο μηδαμινή
ἦταν αὐτή ἡ τοπική παράδοση σέ σχέση μέ τήν ἀπόφαση τῆς Μεγάλης Πρώτης
Συνόδου, ἂλλο τόσο μέγα ἦταν τό ἁμάρτημα τῆς φιλονεικίας, τῆς διχοστασίας καί
τοῦ σχίσματος πού ἒκα-ναν στήν Ἐκκλησία, καί δικαίως ὁ ἃγιος τούς ἐπέπληττε μέ
φοβερές κατηγορίες.
Αὐτή τήν ἱερή ἀγανάκτηση
τοῦ Χρυσοστόμου χρησιμοποίησαν οἱ συνήγοροί μας ὡς φόβητρο κατά τῶν
παλαιοημ/τῶν, ἐξισώνοντες πάντοτε τήν καλή καί θεάρεστη συμφωνία τῶν ἁγίων ἐκείνων
Πατέρων καί ὃλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μέ τήν ἀσυμφωνία τῆς καινοτομίας.
Πράγματι, ὃση διαφορά ὑφίσταται μεταξύ τῆς πρώτης συμφωνίας καί τῆς δεύτερης ἀσυμφωνίας,
τόσο ἀπέχουν ἀπό τήν ἀλήθεια ὃσοι συσχετίζουν τά δύο γεγονότα μή ἀντιλαμβανόμενοι
ὃτι οἱ ἲδιοι σκιαμαχοῦν καί ὃτι στήν πραγματικότητα οἱ λόγοι τοῦ μεγάλου ἁγίου
ἐπιπίπτουν καί πάλι κατ’ αὐτῶν ὡς καταπέλτης.
β) Ἐξίσου παραπλανητικό εἶναι
καί τό ἐξ ἀρχῆς λεγόμενο καί μέχρι σήμερα ἐπαναλαμβανόμενο ὃτι μέ τήν ἡμερολογιακή
μεταρρύθμιση ἒγινε διόρθωση τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἒγινε
«ἀφομοίωση τοῦ Ἰουλιανοῦ μέ τό προβαδίζον
κατά 13 ἡμέρες Γρηγοριανό»[16].
Ἂς πάρουμε τά πράγματα ὃμως ἀπό τήν ἀρχή
γιά νά καταδείξουμε συνάμα μέ
τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἀλλαγῆς, ὃτι δέν πρόκειται γιά διόρθωση ἀλλά γιά ἂλλη ὑπόθεση[17], τῆς ὁποίας
γνωρίζοντες οἱ ἒξωθεν ὑποβολεῖς τό πλῆγμα καί τήν φθορά πού θά ἐπέφερε στό σῶμα
τῆς ἑνωμένης ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, προέβαλαν τό μορμολύκειο τῆς δῆθεν
«διορθώσεως» γιά νά πετύχουν πιό εὒκολα
τό σχέδιό τους. Τήν ἀφορμή γιά νά μελετήσουμε βαθύτερα τό ζήτημα αὐτό μᾶς τήν ἒδωσε
μία ἐνδιαφέρουσα ἀπάντηση τοῦ Εὐσταθίου Βουλισμᾶ τό 1888 πρός τούς θια-σῶτες τῆς
ἀλλαγῆς, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ σαφῶς τό ἐπιχείρημα τῆς θρυλουμένης «διορθώσεως». Εἶναι δέ ἡ ἑξῆς· «Μετά παρέλευσιν 2 ἢ 3 χιλιάδων ἐτῶν· ὃταν ἡ
πραγματική ἰσημερία ἢθελεν ὀπισθοχωρήσῃ ἓνα μήνα, πρό τῆς στα-θερᾶς, ἂς
παρεμβάλλωσιν ἓνα μήνα, καί τότε θά εὑρεθῶσιν εἰς τό αὐτό σημεῖον τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου»[18].
Ἡ ἒκπτωση
τῆς φυσικῆς (πραγματικῆς) ἑαρινῆς ἰσημερίας συνίσταται στήν ὑπερπλήρη ἐκτέλεση
τοῦ ἐνιαύσιου ἡμερολογιακοῦ κύκλου, σέ σχέση μέ τόν τροπικό ἐνιαύσιο κύκλο, λόγῳ
σφάλματος τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερο-λογίου καί ἀσταθείας τῆς φυσικῆς ἰσημερίας. Δηλαδή
ὁ πλήρης ἡμερολο-γιακός ἐνιαύσιος κύκλος ὑπερβαίνει τόν πλήρη τροπικό ἐνιαύσιο
κύκλο κατά 1/129 τῆς ἡμέρας ἢ 11,16 λεπτά τῆς ὣρας (κατά προσέγγιση), μέ ἀποτέλεσμα
σέ διάστημα 129 ἐτῶν ἡ φυσική ἰσημερία νά ὀπισθοδρομεῖ στό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο
κατά μία ἡμέρα. Ἒτσι μετά παρέλευση 16 αἰώνων περίπου ἀπό τήν ἐποχή τῆς Α΄ Οἰκουμ.
συνόδου ἡ ὀπισθοδρόμηση αὐτή ἒφθασε στίς 13 ἡμέρες.
Οἱ ἃγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς γνωρίζοντες τό σφάλμα τοῦ Ἰουλιανοῦ
ἡμερολογίου καί θεόθεν κινούμενοι, γιά νά μήν ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον μέ ἀφορμή
τήν ἒκπτωση τῆς ἰσημερίας διχασμοί καί σκάνδαλα περί τοῦ ἀκριβοῦς χρόνου ἑορτασμοῦ
τοῦ Πάσχα, ἀποφάσισαν γιά τήν τότε συμπίπτουσα ἑαρινή ἰσημερία τήν 21η Μαρτίου
νά εἶναι στό ἑξῆς σταθερή καί νά ὑπολογίζεται ἐξ αὐτῆς ὁ Πασχάλιος Κανόνας.
Δηλαδή νά θεωρεῖται πάντοτε γιά τό ἐπικρατοῦν ἐκκλησιαστικῶς Ἰουλιανό ἡμερολόγιο
ὡς ἑαρινή ἰσημερία ἡ 21η Μαρτίου. Πρός διάκριση αὐτῆς ἀπό τήν ἀσταθῆ φυσική ἰσημερία
λέγεται συμβατική ἢ κατά συνθήκην ἰσημερία.
Τό «κλειδί» πού μᾶς ἀνοίγει
διάπλατα τό σχέδιο τῆς «διορθωτικῆς» ἐπιβουλῆς κατά τῆς ἑνότητας καί τῆς ὁμόνοιας
τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ὁ θεσμός τῆς συμβατικῆς ὡς σταθερᾶς.
Βάσει τῆς σταθερᾶς αὐτῆς οἱ ἃγιοι Πατέρες ρύθμισαν τόν Πασχάλιο Κανόνα συναρμόζοντες ταυτόχρονα ἡμερολόγιο καί ἑορτολόγιο
σέ ἓναν ἂρρηκτο δεσμό μή ἐπιδεχόμενο καμμία ἑορτολογική ἀλλοίωση ἀπό τήν ἒκπτωση
τῆς πραγματικῆς (φυσικῆς) ἰσημερίας. Καί τό σημαντικώτερο[19] ἐπέφεραν
στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα μέ τόν ταυτόχρονο ἑορτασμό
τοῦ Πάσχα.
Σέ τί ἒγκειται
λοιπόν ἡ διόρθωση τοῦ σφάλματος τῶν 13 ἡμερῶν καί τί ἒπραξε ἡ τότε διοικοῦσα Ἱεραρχία;
Ἐφ’ ὃσον ἡ συνεχῶς ἐκπίπτουσα
πραγματική ἰσημερία δέν ἐπιφέρει ἑορτολογικές ἀλλοιώσεις ὁ μόνος τρόπος νά
διορθωθεῖ τό ἡμερολογιακό σφάλμα ἦταν νά ἐφαρμόσουν τήν προτροπή τοῦ Εὐσταθίου
Βουλισμᾶ. Νά προσθέσουν δηλαδή παρεμβάλλοντας 13 ἡμέρες στόν ἐνιαύσιο ἡμερολο-γιακό
κύκλο τοῦ ἒτους 1924. Μέ τήν παρεμβολή αὐτή θά «ἀνέβαινε» ἡ πραγματική ἰσημερία
μέχρι τήν συμβατική (βέβαια τοῦτο εἰκονικά)[20] μέ ἀποτέλεσμα
νά μήν ἀλλοιώνεται ἡ σχέση κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν, οὒτε ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων θά ἐλαττώνονταν, πολλές φορές μέχρι καί τήν ἐξαφάνισή της.
Ἂς δοῦμε
ὃμως καί τήν «διόρθωση» τῶν νεοημ/τῶν.
Ἀναλύοντες
τήν μεταβολή ὃπως διαπράχθηκε σέ πραγματικό χρόνο, δηλαδή μετονομάζοντες τήν
10η Μαρτίου σέ 23η Μαρτίου, οὐσιαστικά κατεβάζουμε τήν συμβατική ἰσημερία τῆς
21ης Μαρτίου μέχρι τήν 8η Μαρτίου, ἡμέρα στήν ὁποία ἀντιστοιχεῖ ἡ πραγματική ἰσημερία
μέ τήν ἒκπτωσή της κατά 13 ἡμέρες. Ἀφαιρώντας δηλαδή τίς 13 ἡμέρες ἐξισώ-νεται
μέν ἡ συμβατική μέ τήν πραγματική, ἀλλ’ ὃμως ἡ σχέση κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν
δέν παρέμεινε ἀναλλοίωτη γιά τόν λόγο ὃτι μετακινήθηκε ἡ ὁρισθεῖσα ἀπό τήν Α’ Οἰκουμ.
σταθερά συμβατική ἰσημερία.
Εἶναι
σαφές λοιπόν ὃτι ἀπομένει ἡ εἰκονική μετακίνηση τῆς ἀντι-στοίχου πραγματικῆς ἰσημερίας
στό ἡμερολόγιο γιατί (καί πάλι εἰκονικά) αὐτή ἐκπίπτει σέ σχέση μέ τήν
συμβατική. Ἐάν ἒκαναν λ.χ. τό ἀντίθετο, δηλαδή νά μετονομασθεῖ ἡ 23η Μαρτίου σέ
10η Μαρτίου θά ἀνέβαινε ἡ πραγματική ἰσημερία τῆς 8ης Μαρτίου μέχρι τήν
συμβατική σταθερά τῆς 21ης Μαρτίου. Θά εἲχαμε ἒτσι μία ἁπλή παρεμβολή 13 ἡμερῶν
καί θά ἐπιτυγχάνονταν ἐπίσης ἡ ταύτιση τῆς πραγματικῆς μέ τήν συμβατική, χωρίς ὃμως
ἑορτολογικές ἀλλοιώσεις. Τότε ἀσφαλῶς θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά διόρθωση
τοῦ ἡμερολογιακοῦ σφάλματος, ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτή ἒγκειται στήν ἀνάβαση τῆς ἐκπίπτουσας
πραγματικῆς μέχρι τήν συμβατική καί ὂχι στήν κατάβαση τῆς συμβατικῆς, ὃπως
πράγματι ἒπρα-ξαν ἱεροσύλως οἱ μεταρρυθμιστές, ἀτιμάζοντες «πάντας ἐκείνους» τούς (318) πατέρες,
κατά τόν Χρυσόστομο. Ρυθμίζοντες δέ καί τά «ἒτη τῶν αἰώνων»[21] ἐπ’ αὐτοῦ
τοῦ διορθωμένου Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου θά προέκυπτε τοῦτο καί ἀκριβέστερο.
Νά
παραθέσουμε ὃμως πρός εὐκολώτερη κατανόηση τῆς εἰκονικῆς ἀναβάσεως τῆς φυσικῆς ἰσημερίας
ἓνα ἁπλό παράδειγμα.
Τί εἶναι
τό ἡμερολόγιο; Ἓνα ἐκτεταμένο ὡρολόγιο τοῦ ὁποίου στή θέση τοῦ κύκλου τῶν
δώδεκα ὡρῶν ὑπάρχει ἓνας πολύ πιό μεγάλος κύκλος ὃπου εἶναι ἀριθμημένες οἱ ἡμέρες
τοῦ χρόνου. Φαντασθεῖτε τώρα ὃτι βρισκώμαστε στήν ἐποχή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
συνόδου καί ἒχουμε ἓνα τέτοιο μηχανικό ἡμερολόγιο χωρισμένο σέ ἰσόποσα χρονικά
διαστήματα πού συμπληρώνουν ἓνα πλήρη κύκλο 365,25 ἡμερῶν (0,25х4=1 ἡμέρα γιά τά βίσεκτα ἒτη). Ἀπό ἓνα ἐλάχιστο
σφάλμα τό μηχανικό μας ἡμερολόγιο πηγαίνει πρός τά ἐμπρός μέ ἀποτέλεσμα κάθε
129 χρόνια νά προχωρεῖ μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Ἒτσι λ.χ. τήν 21η Μαρτίου, μετά ἀπό
129 χρόνια ὁ ἡμεροδείκτης θά τήν δείχνει ὡς 22η Μαρτίου (σέ σύγκριση μέ τό ἀκριβές
ἡμερολόγιο). Καί μετά ἀπό 1650 περίπου χρόνια θά τήν δείχνει ὡς 3η Ἀπριλίου.
Δηλαδή ἡ φυσική ἰσημερία τῆς 21ης Μαρτίου σύμφωνα μέ τό μηχανικό μας ἡμερολόγιο
σέ 1650 χρόνια θά κάνει πτώση 13 ἡμερῶν καί θά ἀντιστοιχεῖ στήν 8η Μαρτίου. Τί
πρέπει νά κάνουμε γιά νά διορθώσουμε τό σφάλμα; Τί ἂλλο ἀπό τό νά γυρίσουμε
τόν ἡμεροδείκτη 13 ἡμέρες πίσω· ἀπό τίς 3 Ἀπριλίου στήν 21η Μαρτίου (ἢ ἀπό τίς
23 Μαρτίου στήν 10η Μαρτίου· ἀντίθετα ἀπό ὃτι ἒπραξαν τό 1924). Γυρίζοντας
δηλαδή τόν ἡμεροδείκτη ἀπό τήν 23η Μαρτίου στήν 10η Μαρτίου, οὐσιαστικά παρεμβάλλουμε
ἂλλες 13 ἡμέρες στόν ἐνιαύσιο ἡμερολογιακό κύκλο καί ἐπαναταυτίζουμε τήν
φυσική ἰσημερία μέ τήν σταθερά συμβατική. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπανέρχεται τό ἡμερολόγιο
στήν ἲδια θέση ὃπως τήν ἐποχή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου.
Ὣστε
λοιπόν ἡ καινοτομοῦσα Ἱεραρχία δέν ἒκανε διόρθωση τοῦ Ἰου-λιανοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά
ἀφομοίωση μέ τό Γρηγοριανό ὡς πρός τίς ἀκίνητες ἑορτές, μή θίγουσα βέβαια τόν
Πασχάλιο Κανόνα, πλήν ὃμως ὃπως ἒγινε φανερό δέν ἀπέφυγε τίς ἑορτολογικές ἀλλοιώσεις.
Εἶναι δέ γνωστό ὃτι ὑπῆρχε ἡ πρόθεση νά ἀλλάξουν καί τό Πασχάλιο. Πιθανῶς δίχως
νά τό ἀντιληφθοῦν, ἒπεσαν στήν ἲδια παγίδα πού ἒστησε ὁ «κοσμοκράτωρ τοῦ αἰῶνος τούτου», πού ἒπεσε καί ὁ πάπας Γρηγόριος τό
1582. Δυστυχῶς ὃμως ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, κανείς δέν ἀντέδρασε στήν
γενικώτερη ἐπιχείρηση «μεταρρυθμίσεως τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μας πραμάτων» πού ὀργάνωσαν οἱ νεωτερίζοντες προκαθήμενοι τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο ἡ εὐθύνη
βαρύνει σχεδόν ὃλους.
γ) Ἢδη ἀναφέραμε στό Κεφ. Α΄4, ὃτι τό ἀλάθητο μιᾶς
συνοδικῆς ἀποφάσεως συνίσταται στό νά ἒχει οἰκουμενικό χαρακτῆρα καί πλήρη ἀποδοχή
ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενικό χαρακτῆρα μπο-ρεῖ νά ἀποκτήσει καί
μία ἀπόφαση τοπικῆς συνόδου ὃταν γίνεται ἀπο-δεκτή ἀπό ὃλες τίς ἂλλες ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες. Ἐπίσης εἲδαμε ὃτι ὁ ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης προσδιορίζει τό ἀλάθητο
στό νά μήν ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία «τά ἀσεβῆ
δόγματα καί τίς ἀντικανονικές πράξεις». Καί πάλι Ἐκκλησία εἶναι ὁλόκληρο
τό πλήρωμα τῶν πιστῶν, κλῆρος καί λαός.
Γιά τό
θέμα μας τῆς ἡμερολογιακῆς μεταβολῆς, ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς καινοτόμου Ἱεραρχίας
σύμφωνα μέ τά προαναφερόμενα κάθε ἂλλο παρά οἰκουμενικῆς ἀποδοχῆς εἶναι. Εἲδαμε
ὃτι καί ὁ ἲδιος ὁ Ἀθηνῶν ἐγνώριζε ὃτι δέν συμφώνησαν τά τρία Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
Ἑπο-μένως δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος περί ἀλαθήτου γιά τήν ἀπόφαση τῆς ἡμερολογιακῆς
τῆς ἀλλαγῆς.
Ἀλλά,
λέγουν, παρά τήν ἀσυμφωνία τους μέ τήν ἀλλαγή, δέν διέκοψαν τήν Ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία.
Ἀπαντοῦμε.
«...οἱ Γ.Ο.Χ. εἶχον ὃλως ἰδιαίτατον καθῆκον
νά “ἀντιστα-θοῦν” εἰς τήν καινοτομήσασαν Ἑλλ. Ἐκκλησίαν, ἐνῶ αἱ λοιπαί αὐτοκέφαλοι
Ἐκκλησίαι, ὡς διακρατήσασαι τό Παλαιόν, ἐστάθησαν μακράν τοιούτου πει-ρασμοῦ»[22]. Ἀλλά «...μήπως
καί σήμερα, μετά ἀπό τόσες ἀντικανονικότητες καί προδοσίες τοῦ Φαναρίου δέν
συνεχίζουν νά κοινωνοῦν ἃπασαι αἱ ἀνω-τέρω Ἐκκλησίαι μετ’ αὐτοῦ; Τί σημαίνει αὐτό,
ὃτι πάει καλά ὁ Οἰκουμ. Θρόνος; Ἀσφαλῶς μυριάκις ὂχι! Ἁπλούστατα ἀποτελεῖ ἐναργῆ
εἰκόνα τῆς πτώσεως τῶν συγχρόνων ποιμένων, οἱ ὁποῖοι ἐν συγκρίσει πρός τούς
παλαιούς, ἀποτελοῦν παρωδίαν ποιμένων»1.
Ἡ ἐκκλησιαστική
κοινωνία σέ καμμία περίπτωση δέν αἲρει τήν μονομέρεια καί ὡς ἐκ τούτου τήν ἀντικανονικότητα
τῆς ἀλλαγῆς[23]. Ἀφήνουμε τά ἂλλα. Δηλαδή τήν πρόθεση τῶν
μεταρρυθμιστῶν νά συνεορτάσουν μέ τις δυτικές ὁμολογίες καί τήν παντελῆ ἒλλειψη
ποιμαντικῶν λόγων. Καί μόνο αὐτό τό τελευταῖο καταρρίπτει ἰσχυρῶς τό περί ἀλαθήτου
ἐπιχείρημα. Σέ τί συνίσταται ἡ ἀποδοχή ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας,
ὣστε ἡ ἀπόφαση νά ἒχει τήν σφραγίδα τοῦ ἀλαθήτου τήν στιγμή πού ὂχι μόνο δέν
ζητοῦσε, ἀλλά δέν συζητοῦσε κἂν τά περί τῆς ἀλλαγῆς; Οἱ συζητήσεις καί οἱ ἒξωθεν
ἐπιρροές γίνονταν πίσω ἀπό τίς πλάτες τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας, στά ψηλά
κλιμάκια. Ἡ δέ μετέπειτα ἀποδοχή ἀπό τήν πλειοψηφία τοῦ λαοῦ, ἐκφράζει κάθε ἂλλο
παρά τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐρωτοῦμε. Τί ποσοστό μέρος τοῦ
Ἑλληνικοῦ λαοῦ σήμερα ἐνδιαφέρεται μέ πόνο ψυχῆς γιά τά ἐκκλη-σιαστικά ζητήματα
καί διάγει μία ζωή μέ ζῶσα πίστη καί χριστιανική συνέπεια; Διά τοῦτο χωρίς αὐτά
τά δύο ἀλληλοπεριχωρούμενα «ὁλίγοι οἱ σωζόμενοι»,
ἐνῶ ἡ πλειοψηφία ἐπαναπαύεται στήν πλατεῖα καί εὐρύχωρη ὁδό. Ὣστε ἐάν ἐπαναληφθεῖ
μία ἀντικανονική ἐκκλησιαστική μεταρρύθμιση, πάλι ἡ πλειοψηφία θά τήν ἀποδεχθεῖ,
ἢ τοὐλάχιστον θά τήν ἀνεχθεῖ χωρίς καμμία ἀντίδραση. Δέν λέγουμε ὃτι οἱ τότε
λίγοι ἐνιστάμενοι παλαιοημ/τες ἦταν οἱ πιστοί καί ἐνάρετοι, ἐνῶ ἡ πλειοψηφία
πού ἀκολούθησε τήν καινοτομία, ἦταν στό σύνολό της ἀδιάφορη περί τά ἐκκλησιαστικά.
Οὒτε πιστεύουμε κάτι τέτοιο, οὒτε μπαίνουμε σέ τέτοιου εἲδους κρίσεις. Ὁ λόγος
τοῦ Ἀποστόλου εἶναι σαφής· «Ὁ δοκῶν ἑστάναι
βλεπέτω μή πέσῃ»[24]. Ἀλλά
θέλουμε νά καταδείξουμε ὃτι ἡ πλειοψηφία ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει μέτρο ἀληθείας
ἢ δικαιοσύνης καί εὐσέβειας.
Γιά νά
δεχθοῦμε ὃτι ὑπῆρχε ποιμαντικός λόγος, θά ἒπρεπε νά εἶχε ἀναστατωθεῖ τό πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὑποτίθεται ὃτι θά ἀντι-μετώπιζε προβλήματα ἀπό τήν χρήση τῶν
δύο ἡμερολογίων. Τέτοιο πρόβλημα ὃμως δέν ὑπῆρχε, τοὐλάχιστον σοβαρό, ὃπως δέν ὑπάρχει
καί σήμερα σέ τόσες τοπικές Ἐκκλησίες (Ἱερολόλυμα, Ρωσία, Ρωσική Διασπορά,
Σερβία, Ρουμανία) πού οἱ πιστοί κρατοῦν τό παλαιό ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἡ πολιτεία
στήν ὁποία εὑρίσκονται, τό νέο.
Τέλος,
οἱ πρό καί μετά τήν ἀλλαγή ὑποστηρικτές της ἐχάλκευσαν καί ἂλλα «ἐπιχειρήματα».
Έπικαλέσθηκαν τήν ἀπομάκρυνση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα λέγοντες ὃτι, «μετά παρέλευσιν δύο ἢ τριῶν χιλιάδων ἐτῶν,
θά τελεῖται τό Πάσχα δύο μήνας μετά τήν πραγματικήν ἰσημερίαν». Ὁ Κύριος ὃμως
διδάσκει περί, αὐτῶν τῶν ἀναγκαίων βιοτικῶν πραγμάτων, μόλις γιά τήν αὐριανή ἡμέ-ρα
νά μήν ἒχουμε μέριμνα. Ποιός γνωρίζει ἐάν μετά ἀπό δύο ἢ τρεῖς χιλιετηρίδες θά ὑπάρχει
ὁ παρόν κόσμος; Ἀλήθεια μέχρι ποῦ μπορεῖ
νά φθάσει ἡ σκοπιμότητα!
Προέβαλαν ὡς ἂλλοθι τήν δῆθεν σύγχυση τοῦ λαοῦ πρίν τήν ἀλλαγή γιά τό
πότε ἒπρεπε νά ἑορτάσουν τήν Ἐθνική ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου· μέ τό ἢδη ἀλλαγμένο
(ἀπό τήν 10η Μαρτίου 1923) πολιτικό ἡμερολόγιο ἢ μέ τό σύνηθες ἐκκλησιαστικό;
Σημειωτέον ὃτι ἡ τότε Κυβέρνηση διέταξε νά ἑορτάζεται τήν 25η μέ τό νέο
πολιτικό, ὁπότε γιά τό ἐκκλησιαστικό συνέπιπτε τήν 12η Μαρτίου. Ὑποστηρίζει
λοιπόν πασίγνωστος Ἀγιορείτης μοναχός στήν ὑπ’ αὐτοῦ σχολιαζομένη ἀπολογία τοῦ
Ἀθηνῶν κ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου «Ἡμερολογιτικῶν κατηγοριῶν ἒλεγχος» (σελ.
12), ὑπέρ αὐτοῦ τά ἑξῆς: «Ἐκ τοῦ χωρισμοῦ
τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπό τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Μαρτίου προῆλθε
γενική ἀναστάτωσις καί εἰς τήν Πρωτεύουσαν καί εἰς τάς Ἐπαρχίας, ἐγίνετο δέ ἂδικος
ἐπίθεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας, διότι δέν ἐδέχθη νά γίνῃ ταυτοχρόνως καί εἰς αὐτήν
ἡ μεταβολή τοῦ ἡμερολογίου».
Λοιπόν! Γιά νά μή χωρισθεῖ ὁ Εὐαγγελισμός ἀπό τήν Ἐθνική ἑορτή, «ψαλίδισαν»
κατά 13 ἡμέρες τήν νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, «ἒσπα-σαν» τήν ἑορτολογική ἑνότητα
τῶν ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐδί-χασαν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπέκυψαν
στίς ἀξιώσεις τῶν δυτικῶν «πρός
ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν» καί τόσα ἂλλα
παρεπόμενα. Ὃμως, ἐφ’ ὃσον ἡ πολιτεία διέταξε ὃπως διέταξε γιά τήν Ἐθνική ἑορτή,
καθαρά δική της ὑπόθεση, εἶναι ἐντελῶς ἀπίθανο νά «προῆλθε γενική ἀναστάτωσις» στό πανελλήνιο. Ἀλλά ἐάν συνέβαινε κάτι
τέτοιο, ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δέν θά εἶχε καμμία εὐθύνη καί οὒτε ἦταν ὑποχρεωμένη
νά ἀλλάξει καί αὐτή τό ἡμερολόγιό της γιά νά συνεορτάσει τόν παγκόσμιο Εὐαγγελισμό
της μέ μία Ἑλληνική Ἐθνική ἑορτή. Παρόλα αὐτά ἐνῶ ἡ πολιτεία τούς ἀφαίρεσε κάθε
δικαίωμα καί πρόφαση περί συνεορτασμοῦ τῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς μέ τήν Ἐθνική, αὐτοί
δέν σταμάτησαν ἐκεῖ ἀλλά προχώρησαν στήν οὓτως ἢ ἂλλως προσχεδιασμένη ἀλλαγή. Ἐπιπλέον,
τό λεγόμενο γιά ἂδικη ἐπίθεση καί τοῦτο εἶναι καταφύγιο ψευδοαπολολογίας. Ἡ ἐπίθεση
κατά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνώρισμα αὐτῆς ὃτι «οὐκ ἒστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καί γίνεται ἀπό αὐτή ἀκόμη τήν ἀρχή
τῆς ἐπί τῆς γῆς ἱστορίας της. Ποιός χριστιανός δέν γνω-ρίζει ὃτι ἡ Ἐκκλησία
δέχεται καθημερινῶς ἐπιθέσεις σέ ὃτιδήποτε μπορεῖ νά τήν βλάψει ἢ καί νά
σκανδαλίσει τούς πιστούς της; Γι’ αὐτό λέγουμε ὃτι ἡ δῆθεν ἀναστάτωση τοῦ λαοῦ ἦταν
ἓνα ἂλλοθι γιά νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία καί τούς πιστούς,
καί γι’ αὐτό ἐπίσης μιλήσαμε στήν ἀρχή γιά φτηνά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα εἶναι
φανερό ὃτι ἀποτελοῦν ἰσχυρά τεκμήρια σκοπιμότητας.
Δ.Μ.
[1]. «Ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1920, προδήλως δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά οἰκουμενιστική.
Ἀποτελεῖ ἂρνησιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί κήρυγμα τῆς ἐσχάτης προδοσίας. ...Ἀγνοεῖ τήν Ἁγίαν Γραφήν, τάς Οἰκουμενικάς
συνόδους καί τούς ἁγίους Πατέρας ὡς πηγάς τῆς ἀληθείας καί διαβάλλει τούς Ἁγίους
ὡς φορεῖς δῆθεν «παλαιῶν προλήψεων καί ἓξεων» καί «ἀξιώσε-ων», ἐξ ὧν προέκυψαν
«δυσχέρειαι» «τοσάκις τό ἒργον τῆς ἑνώσεως ματαιώσασαι»! Δηλαδή, ὀρθόδοξος ὁμολογία
καί Ἱ. Κανόνες κηρύσσονται πεπαλαιωμένοι καί ἀπορριπτέοι, χάριν τῆς κοινωνίας τῆς
ἑνώσεως μετά τοῦ κόσμου τούτου. Ἀπορρίπτει τήν πατροπαράδοτον «ἑνότητα τῆς πίστεως»
καί ὑποστηρίζει ἀντορθοδόξως, ὃτι δῆθεν ἡ «κοινωνία» Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεων «οὐκ
ἀποκλείεται ὑπό τῶν ὑφισταμένων μεταξύ αὐτῶν δογματικῶν διαφορῶν», ὃπερ ἐστίν ἡ
γνωστή «ἀδογμάτιστος ἓνωσις» τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. ...ὑποστηρίζει ὃτι
Ὀρθοδοξία καί αἱρέσεις δέον ὃπως λογίζονται «ἀλλήλας», οὐχί «ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας,
ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ».
...πρός τοῦτο ἡ Ἐγκύκλιος ἀριθμεῖ ἓνδεκα πρακτικά μέτρα ἑνώσεως τῆς ἐσχάτης
ἀποστασίας». (Ἀ. Δ. Δελήμπαση. Πάσχα Κυρίου. σελ.630,1.)
[2]. «Ἀναφορικῶς
πρός τούς καταχθονίους σκοπούς τοῦ δῆθεν πανορθοδόξου συνεδρίου τοῦ 1923 ἀναφέρομεν
τά ἑξῆς ἐκ τῶν Πρακτικῶν του. Κατά μίαν τῶν συνεδριῶν του ἐνεφανίσθη ὃλως ξαφνικῶς
ὁ ἀγγλικανός ἐπίσκοπος CORE, εἰδικός ἐπί
τῶν θεμάτων τῶν ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ὃστις εἶπε τά ἑξῆς φοβερά μεταξύ τῶν ἂλλων:
«...τό δεύτερο βῆμα (πρός τήν ἓνωσιν) θά μᾶς κάμῃ τό ἡμερολογιακόν ζήτημα, τό ὁποῖον
θά μᾶς φέρῃ εἰς τόν συνεορτασμόν τῶν ἑορτῶν... Χθές ἐπέδωκα εἰς τήν Ὑμετέραν
Παναγιότητα δύο ἒγγραφα: τό ἓν φέρει ὑπογραφάς 5 χιλιάδων ἀγγλικανῶν ἱερέων
δηλούντων ὃτι δέν εὑρίσκουσι δυσκολίαν εἰς τήν πλήρη ἓνωσιν... τό δεύτερον ἒγγραφον
εἶναι εἰσήγησις περί τῶν ὃρων τῆς ἑνώσεως» (σελ.87).
Ἐρωτῶμεν: πότε συνεκεντρώθησαν αἱ ἀνωτέρω ὑπογραφαί καί διατί; Οὐχί πρό
χρόνου ἱκανοῦ καί μάλιστα μετά τήν ἀναγνώρισιν ἀμέσως τῆς ἱερωσύνης τῶν ὑπογρα-ψάντων
μέ σκοπόν τήν ἓνωσιν μετά τῶν ὀρθοδόξων χρησιμοποιουμένου τοῦ συνεδρίου τοῦ
1923 ὡς καταλλήλου ὀργάνου πρός ἐπιτυχίαν τοῦ ἀνοσίου σκοποῦ;»
(Ἀντίδοτον. σελ.207,8.)
[3]. Περιοδικόν Ὀρθοδοξία. 1926. σελ.62.
[4]. Ἀπό τό
πόρισμα τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ θέματος τῆς ἡμερολογιακῆς μεταβολῆς –
Μάρτιος 1919.
[5]. Μία ἁπλή ἀνάγνωση
τῶν τότε τραγικῶν συμβάντων εἶναι ἰκανή νά πείσει τούς πάντες γιά τήν ἀντικανονικότητα
τῆς ἀλλαγῆς. (βλ. περί τούτων τήν «διασάφηση περί τοῦ ζητήματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
ἡμερολογίου» τῶν Σεβ/των Μητροπολιτῶν Δημητριάδος Γερμανοῦ, πρ. Φλωρίνης
Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου. (Ἃπαντα πρ.
Φλωρίνης. Τ. Α΄ σελ. 203-208).
[6]. Τό Ἀντίδοτον.
σελ.196.
[7]. «Τά ἒτη 1912 – 1922 ἦσαν διά τήν Ἀνατολήν χρονική περίοδος πολέμων. Οἰκουμενικόν
Πατριαρχεῖον Κων/πόλεως, Ἑλλάς καί Ρωσία ἦσαν ἐμπερίστατοι. Τότε σκοτειναί δυνάμεις
ἒδρασαν ἀποφασιστικῶς εἰς τά χώρας τῶν Ὀρθοδόξων ὑπέρ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας.
Συνδυάζεται δέ ἡ δρᾶσις αὓτη πρός παγκοσμίους κινήσεις ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως...
Τό ἒτος 1913 «ἡ Διεθνής Ἓνωσις τῶν Ἀκαδημιῶν, συνελθοῦσα ἐν Πετρουπόλει» ἀπεφάσισεν
«ὑπέρ τῆς ἑνοποιήσεως τῶν ἡμερολογίων» καί «διώρισεν ἐπιτρο-πήν, ὃπως μελετήσῃ
τήν ἁπλοποίησιν τοῦ ἡμερολογίου». Μερικές ἡμέρες πρίν ἀρχίσει ὁ Α΄ παγκόσμιος
πόλεμος συνῆλθε ἂλλο συνέδριο στή Λιέγη «διά τήν μεταρρύθμισιν τοῦ ἡμερολογίου
κατά τήν 27ην, 28ην καί 29ην Μαΐου τοῦ ἒτους 1914». Τοῦτο προέτεινεν «ὑπό
μορφήν εὐχῆς», «ὃπως ἓν νέον παγκόσμιον ἡμερολόγιον γίνῃ παραδεκτόν ἀπό τά
πολιτικάς καί ἐκκλησιαστικάς ἀρχάς». (Στό ἲδιο – σελ.645,6).
[8]. «...ἡ ἡμερολογιακή
καινοτομία τυγχάνει ἐνέργεια συγγενής πρός τήν εἰκονομαχικήν μεταρρύθμισιν τοῦ
8ου αἰῶνος, ἡ ὁποία προφάσει μιᾶς δῆθεν
καθαρωτέρας καί πνευματικωτέρας λατρείας ἐπεχείρησε τήν κατάλυσιν τῶν καλῶς
παραδεδομένων. Οὓτω καί ἐνταῦθα· προφάσει μιᾶς ἀκριβεστέρας χρονομετρικῆς ἀκριβείας,
τῇ δέ οὐσίᾳ ἐκ κακοδόξου διαθέσεως ἑνώσεως μετά τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως,
τούς ὁποίους μόλις τό 1920 τό Οἰκ. Πατριαρχεῖον εἶχε χαρακτηρίσει ὡς «συγκληρονόμους
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ!», ἀναγνωρίσαν μετ’ ὁλίγον καί τάς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν
Ἀγγλικανῶν (1922), ὃτε δηλ. ἀκριβῶς ὁ ἑλληνικός κόσμος ἐθρήνει διά τήν Μικρασιατικήν
καταστροφήν, τότε λέγομεν τό Οἰκ. Πατριαρχεῖον τῇ ἀρωγῇ καί συμμαχίᾳ, ἳνα μή εἲπομεν
πρωτοβουλίᾳ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, κατέλυε τάξιν ἐν τῷ ἱερῷ θεσμῷ τῆς
λατρείας ἐπί Πανορθοδόξου πεδίου!» (Τό Ἀντίδοτον. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. σελ.162).
[9]. Στό ἲδιο. σελ.163.
[10]. Ἐπικαλεῖται πρός τοῦτο καί τήν ἂδικον «μομφήν»
τῶν αἱρετικῶν κατά τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ἐπιμενόντων εἰς θεσμόν ἀπηρχαιωμένον, «εἰς
ἀπηρχαιωμένας σκέψεις, παραδόσεις καί συστήματα», ἃτινα δῆθεν ἀποτελοῦσιν
«αδίκημα καί σπουδαῖον ἀναχρονισμόν διά τό Ἒθνος τό Ἓλληνικόν», καί παρέχουσι
«τήν παράδοξον εἰκόνα τῆς ὀπισθοδρομικότητος»! Διό ὑποστηρίζει τήν ἑορτολογικήν
μεταρρύθμισιν, διά τήν «πρόοδον» καί τήν «διευκόλυνσιν τῶν ἐμπορικῶν,
βιομηχανικῶν καί λοιπῶν κοινωνικῶν σχέσεων τοῦ Ἒθνους μετά τοῦ λοιποῦ
πεπολιτισμένου κόσμου». Προφανῶς ἐνταῦθα συγχέονται οἰκουμενιστικῶς βιοτική
σκοπιμότης καί ἐκκλησιαστική τάξις, κόσμος καί Ἐκκλησία. Δέν ὁμιλεῖ Ὀρθόδο-ξος Ἱεράρχης,
ἀλλά τό ἀντίχριστον πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου τῆς ἀποστασίας».
(Πάσχα Κυρίου. Ἀ. Δ. Δελήμπαση. σελ.655,6)
[11]. Τό ἒτος
1916 ὁ πρωθυπουργός Ἐλ. Βενιζέλος παρακινήθηκε ὑπό τοῦ συμβούλου ὑπουρ-γοῦ Ἀν.
Μιχαλακοπούλου, νά προβεῖ σέ μία ἐπαναστατική μεταρρύθμιση τῶν ἐκκλη-σιαστικῶν
μας πραγμάτων. Παραθέτουμε τήν ἐπιστολή του.
«Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε, σᾶς ἒλεγα πρό καιροῦ, εἰς τό Συμβούλιον ὃτι ὃταν
ξεμπερδέψωμεν μέ τό καλό, ἀπό τόν ἐθνικόν ἀγῶνα... πρέπει διά τό καλόν τοῦ
τόπου, νά ἀναλάβητε ἓναν ἂλλον, ἐπίσης μεγάλον, τήν τακτοποίησιν ἐπί τό νεωτεριστικώτερον, τῶν θρησκευτικῶν μας
πραγμάτων... καί τά τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων καί εἰ τι ἂλλο. Θά σᾶς
χρειασθῇ νά τεθῇ ἐπί κεφαλῆς τῆς ἀληθῶς ἐπαναστατικῆς μεταρρυθμίσεως, ἓνας εὐρείας
διανοίας – σχεδόν σάν καί σᾶς εἰς τήν πολιτικήν κληρικός. Τόν ἒχετε: Εἶναι ὁ
Κύπρου (Μελέτιος Μεταξάκης). Ποῖα τά χρήζοντα μεταρρυθμίσεως, ἀφοῦ ἡ ἐπανάστασις
ἡ πολιτική, θέσει κατά μέρος τόν Προκόπιον Ἀθηνῶν καί τούς ὁμοίους του εἰς τήν
διανόησιν καί τόν καλογερισμόν, νά καταρτίσῃ τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἱεραρχίαν... Θά
σᾶς εἲπουν κ. Πρόεδρε, ὃτι εἶναι δύσκολος ἡ ἐπιχείρησις τοιούτου ἒργου. Ὃτι ὁ
λαός θά ἐξαναστῇ κατά τῶν νέων εἰκονοκλαστῶν. Ὃτι θά ἐγερθῇ ἐπανάστασις κατά τῶν
βεβήλων. Τίποτα ἀπό ὃλα αὐτά δέν θά συμβῇ τήν ὣραν πού θά ἒχει μεγαλώσει τό ἰδικόν
σας γόητρον... Ἂν ἡ ΕΝΤΕΝΤΕ, ὡς ὃλοι πεποίθαμεν, ἐπιβάλλει τούς ὃρους τῆς εἰρήνης,
ἡ Ἀγγλία θά προσφέρῃ εἰς τόν Βενιζέλον Ἑλλάδα
τοὐλάχιστον τήν Κύπρον... Οὐδείς δέ θά ἒχει τό ἀνάστημα νά δημιουργῇ ταραχάς,
οἶας κατά Θεοτόκη ἐδημιούργουν διά τά εὐαγγελικά... Ἰδικός σας Ἀνδρέας
Μιχαλακόπουλος». (βλ. περισσότερα Ο.Τ. φύλλον 939/1991 καί Δ.Γατόπουλος, Ἀ.Μιχαλακόπουλος
1875-1938, Ἀθήνα, Ἐλευθερουδάκης, 1947, σελ.90-93).
[12]. Migne 48. σελ.865.
[13]. «Ὁ δέ ἐν
μακαριστοῖς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος... ἐγνωμάτευσεν, ἒχων καί τήν γνώμην
τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, ὃτι τό νέον διά τήν Ὀρθόδοξον
Ἐκκλησίαν ἡμερολόγιον οὐκ ἒρρωται (δέν ἒχει ἰσχύν), οὒτε Κανονι-κῶς, ἀλλ’ οὒτε
καί Δογματικῶς». (βλ. ἐπιστ. Πατρ. Ἀλ/δρείας Φωτίου πρός Μ. Ἀρχ/πον Ἀθηνῶν κ.
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον). Ἃπαντα πρ.
Φλωρίνης. Τόμ. Β΄ σελ.88-9.
[14]. Θά παρατηροῦσε κανείς ἐδῶ, ὃτι οἱ ἐνιστάμενοι παλαιοημ/τες εἶναι αὐτοί
πού ἒσχισαν τήν Ἐκκλησία, γιατί δέν ὑπήκουσαν στήν ἀπόφαση τῆς τότε συνόδου Ἑλλαδικῆς
Ἐκκλησίας. Τοῦτο φαίνεται εὒλογο στά μάτια πολλῶν οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν τίς
αἰτίες καί τίς προθέσεις, καί κυρίως τήν ἀντικανονικότητα
ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου τῆς ἡμερολογιακῆς-ἑορτολογικῆς ἀλλαγῆς.
Περί τοῦ «σχίσματος» ὃμως τῶν ἀποτειχιζομένων βλέπε στή σελίδα 115-116.
[15]. Ὁ Μ. Φώτιος λέγει τό ἑξῆς ἐπίκαιρο· «κἂν τό βραχύτατον τῆς θρησκείας
παρατρέψῃ τις, μεγίστην τήν ἀσχημοσύνην ἐργάζεται καί παραυτίκα τόν ἒλεγχον
δέχεται».
[16]. Ἃπαντα πρ. Φλωρίνης. Τόμ. Β΄ σελ.365.
[17]. «Οἱ χριστιανοί δέν ὁδηγοῦνται ἀπό τίς ἀμερόληπτες παρατηρήσεις πού ἒχουν
βγεῖ ἀπ’ τήν ἱστορία, ἀλλά ἀπό μία θεωρητική ρουτίνα πού εἶναι ἀνίκανη νά
πετύχει κάποιο πραγματικό ἀποτέλεσμα.
...Ἡ διανοούμενη τάξη τῶν χριστιανῶν θά καυχιέται γιά τίς γνώσεις της
καί, χωρίς νά τίς ἐξετάζει λογικά, θά βάζει σέ ἐνέργεια ὃλα τά διδάγματα τῆς ἐπιστήμης
πού συνάγονται ἀπό τούς πράκτορές μας γιά νά ὁδηγηθοῦν τά πνεύματα τῶν χριστιανῶν
πρός τήν κατεύθυνση πού μᾶς εἶναι ἀναγκαία». ( Τά πρωτόκολλα τῶν σοφῶν τῆς
Σιών. σελ.59).
[18]. Ε. Βουλισμᾶ. «Τό Πάσχα τοῦ
1888». «Κερκυραία φωνή» 1888. Θ. Α. Στράγγα. Ε.Ε.Ι. Τόμ. Β΄ (σελ.1155-6).
[19]. Πόσο μέγα ἦταν τό κατόρθωμα τοῦτο τῶν ἁγίων Πατέρων καί τοῦ Μ.
Κωνσταντίνου καί πόσους ἀγῶνες κατέβαλαν γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἑορτολογική ἑνότητα
τῆς Ἐκκλη-σίας καταφαίνεται ἀπό τά ὑπάρχοντα Πρακτικά τῆς Α΄ Συνόδου καί τίς ἐπιστολές
τοῦ αὐτοκράτορα πρός ὃλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα ἡ καινοτομοῦσα Ἱεραρχία
προφάσει ἀστρονομικής ἀκριβείας καί μόνο, «ἒσπασε» τήν ἑορτολογική ἑνότητα τῶν
πιστῶν καί τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀναμφισβήτητα κατέστη ἡ ἠθική αὐτουργός τοῦ
ἡμερο-λογιακοῦ σκανδάλου καί τοῦ σχίσματος στήν Ἐκκλησία.
[20]. Στό σημεῖο
αὐτό ὁ ἀρχιμ/της π. Ἰωήλ Γ. ἀπάντησε μέ μεγάλη δόση εἰρωνίας σέ κάποιον
χριστιανό πού τοῦ ἒθεσε ἀνάλογο ἐρώτημα, τά ἑξῆς: «Θά μετακινήσῃς δηλαδή ἐσύ
τήν φυσική ἰσημερία; Σύνελθε κ.τ.λ.», ἐννοῶν μᾶλλον ὃτι ὁ χριστιανός αὐτός ζητοῦσε
νά σταματήσει τόν ἣλιο 13 ἡμέρες σάν τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἓνας ἀπό τούς
θεωρητικούς τῆς καινοτομίας καί ὁ π. Ἰωήλ δέν θέλησε νά ἐννοήσει ὃτι,
παρεμβάλλοντας τίς 13 ἡμέρες διορθώνεται ἀθροιστικά τό σφάλμα τοῦ ἡμερολογίου
καί δέν μετακινεῖται ἡ φυσική ἰσημερία ἀπό τήν συνήθη θέση τοῦ ἐνιαύσιου
(τροπικοῦ) ἡλιακοῦ κύκλου, παρά μόνο θεωρητικά καί εἰκονικά στό ἡμερολόγιό
μας.
[21]. «Τά ἒτη τῶν
αἰώνων (δηλ. τά λήγοντα εἰς δύο μηδενικά) τότε μόνον θά εἶναι βίσεκτα, ὃταν ὁ ἀριθμός
τῶν αἰώνων διαιρούμενος διά τοῦ 9 δώσῃ ὑπόλοιπον 2 ἢ 6. Ὃλα τά ἂλλα ἒτη τῶν αἰώνων
θά εἶναι κοινά. Ἑπομένως μεταξύ τῶν κατωτέρω σημειουμένων ἐτῶν τῶν αἰώνων θά εἶναι
βίσεκτα τά ὑπογραμμιζόμενα. Οὓτω: 2.000,
2.100, 2.200, 2.300, 2.400, 2.500,
2.600, 2.700, 2.800, 2.900, 3.000,
3.100, 3.200, 3.300, 3.400, 3.500,
3.600, 3.700. Κατά τήν διακανόνησιν ταύτην, τό μέσον μῆκος τοῦ πολιτικοῦ ἒτους
θά ἀποτελεῖται ἐκ 365 ἡμε-ρῶν, 5 ὡρῶν, 48΄ καί 48΄΄ λεπτῶν, ἐν πλήρει συμφωνίᾳ
πρός τό μέσον μῆκος τοῦ τροπικοῦ ἒτους». (Ἐπιστ. Πατρ. Κων/πόλεως πρός Μητρ. Ἀθηνῶν
κ. Χρυσόστομον Παπαδόπουλον Ἀρ. Σ.
Πρωτ. 2423)28)13.7.1923).
Ἀσφαλῶς δέν ἀξιώνουμε νά ὑποδείξουμε κάποια διόρθωση γιά τό ἡμερολογιακό
σφάλμα (οὒτε εἲμαστε ἐπιστήμονες), οὒτε θεωροῦμε σωστό νά μετακινηθεῖ ἓστω καί
στό ἐλάχιστο ἡ καθιερωθεῖσα ἑορτολογική ἁρμονία ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων,
λογιζόμενοι μία τέτοια μετακίνηση ὡς ἀσέβεια, ἀλλά νά ξεσκεπάσουμε τήν διαθρυλλούμενη
πλάνη τῆς δῆθεν διορθώσεως.
[22]. Ἀντίδοτον. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. σελ.28,29.
[23]. Ἐπίσης οὒτε κατεδίκασαν τήν διακοπή τῆς κοινωνίας τῶν ἐνισταμένων ἀπό
τήν καινοτόμο Ἱεραρχία. Ἐπιπλέον μέ τήν βοήθεια τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων
καί τῶν Σλαυι-κῶν Ἐκκλησιῶν ἀνέμεναν οἱ παλαιοημ/τες νά γίνει ἡ ἐπαναφορά τοῦ Ἰουλιανοῦ,
τοὐλά-χιστον ὃσο ἦταν ἐφικτό μέχρι τήν δεκαετία τοῦ ΄40.
[24]. Κορ. Α’ ια΄19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου