Εἰσαγωγικὰ
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ ἐπικαίρου ἄρθρου μὲ τὸν ὡς ἄνω τίτλο, τὸ ὁποῖο ἀναδημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ, εἶναι ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Τριάδος Ἀβέρκιος, ἕνας ἐπιφανὴς Ἱεράρχης τῆς Ἀδελφῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸ ἔτος 1976.
Ἡ ἀναδημοσίευσις γίνεται ἀπὸ τὸ ἐπίσημο 15νθήμερο τότε Ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» (ἀρ.φ. 610-611 / 15.2.1971, σελ. 1-5), ὅπου τὸ πρῶτον παρετέθη σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι.
Δι’ αὐτοῦ, ἐξηγεῖται ἐν πρώτοις μὲ τρόπο σαφῆ καὶ κατανοητὸ ἡ οὐσιώδης διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο. Ἡ πρώτη ἔχει ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, ἀποβλέπει στὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν καὶ ὁδηγεῖ τὸν θεραπευμένο ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ πιστὸ στὴν αἰώνιο σωτηρία. Ἡ δεύτερη συμμορφώνει τὸν Χριστιανισμὸ στὶς ἀπαιτήσεις καὶ ἐπιδιώξεις τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα αἰωνίου κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.
Ἡ νεοφανὴς αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποσκοπεῖ ἀκριβῶς σὲ αὐτὴ τὴν συμμόρφωσι καὶ τὸν συγχώνευσι τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν ἑτερόδοξο Δύσι, ὥστε νὰ παύση νὰ ἀποτελῆ τὴν Κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας καὶ νὰ ἀπωλέση τὴν μοναδικότητα, ἰδιαιτερότητα καὶ ἀποκλειστικότητά της.
Πρὸς ἐπίτευξιν τούτου, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἐπιστρατεύθηκε ἡ λῆψις μιᾶς σειρᾶς μέτρων, γιὰ τὴν ἀποδυνάμωσι καὶ κατάλυσι τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ὅσον μάλιστα εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια καὶ τὸν φύλακα ἄγγελο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁριοθετοῦν καὶ διασφαλίζουν τὸ Ὀρθόδοξο Ἦθος ἀπὸ κάθε ἐκτροπὴ καὶ ἔκπτωσι. Πλῆγμα κατὰ τῶν Κανόνων, σημαίνει εὐθέως πλῆγμα κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι Δόγμα καὶ Ἦθος δὲν χωρίζονται.
Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ἡ ἐπιδίωξις τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐξ ἀρχῆς ἦταν τὰ ἐκθεμελιωτικὰ ἀντικανονικὰ μέτρα τους νὰ ἐπικυρωθοῦν διὰ συνόδου, πρὸς ἄρσιν τῶν ἐμποδίων γιὰ τὴν προσέγγισι καὶ τὸν συγχρωτισμὸ μὲ τὴν ἑτεροδοξία καὶ γενικὰ μὲ τὸν ἐκπεσόντα κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀνομίας.
Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἄρχισε, συνεχίζεται ἀλλὰ καὶ ἐντείνεται, ἐν ὄψει μάλιστα καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῶν Οἰκουμενιστῶν τοῦ 2016, μία καταφρόνησις καὶ καταπάτησις τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων –σύμφωνα μὲ τοὺς Μεταρρυθμιστὰς- χρειάζονται ἤ ἀλλαγὴ ἤ κατάργησι.
Ὅμως, ὅπως ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος τονίζει, ὅσοι Ὀρθόδοξοι διατηροῦν τὴν γνησία ἐκκλησιαστικὴ Συνείδησί τους, δὲν θὰ δεχθοῦν ποτὲ τὴν ὁδὸ τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τὴν συγκατάλεξί τους στὴν παναιρετικὴ οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ ζηλωτικὸ αὐτὸ κείμενο ἀξίζει προσοχῆς καὶ προβολῆς, ὥστε νὰ μᾶς καλλιεργήση ὁμολογιακὸ φρόνημα ἐμμονῆς στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίας τοῦ πνεύματος Αὐτῆς ἔναντι τῶν πλανωμένων ἀδελφῶν καὶ τοῦ παραπαίοντος κόσμου γύρω μας.
***
Ὡς πρὸς τὸ συγγραφέα, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀβέρκιο, κατὰ κόσμον Ἀλέξανδρο Παύλοβιτς Τάουσεφ, αὐτὸς ἐγεννήθη τὸ 1906 στὸ Καζὰν τῆς Ρωσίας. Τὸ 1920 μετανάστευσε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Βουλγαρία, λόγῳ τῆς ἐπικρατήσεως τῶν ἀθεϊστῶν στὴν πατρίδα του, ὅπου τὸ 1930 ἐπεράτωσε ὡς ἀριστοῦχος τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Σόφιας. Τὸ 1931 ἐκάρη Μοναχὸς καὶ ἐχειροτονήθη Διάκονος καὶ τὸ 1932 Ἱερομόναχος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Καρπαθορωσία ἐναντίον τῆς διαβρωτικῆς δράσεως τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τὸ 1944. Ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς στὸ Βελιγράδι καὶ τὸ Μόναχο καὶ ἀπὸ τὸ 1951 ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀνδρώα Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α., ὅπου τὸ 1952 ἀνέλαβε ὡς Σχολάρχης στὴν ἐκεῖ ἑδρεύουσα Ἱερατικὴ Σχολή. Τὸ 1953 ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος, μὲ τίτλο Συρακουσῶν, τὸ 1960 ἀνέλαβε καὶ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καὶ τὸ 1961 ἀνυψώθηκε στὸν βαθμὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Λειτουργικός, ἀσκητικός, ἐξαίρετος κήρυκας τοῦ θείου λόγου καὶ ἀκαταπόνητος συγγραφεύς, κατέλιπε μνήμη καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ Ποιμένος, μάρτυρος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ Ὀρθοπραξίας. Τὰ δυναμικὰ κείμενά του κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸν ἀνέδειξαν σύγχρονο Ὁμολογητὴ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) τὸν θεωροῦσε εἰδήμονα στὰ θέματα Πίστεως, ἐξέφραζε τὴν πλήρη συμφωνία του καὶ παρέπεμπε τοὺς ἐνδιαφερομένους εἰς αὐτόν. Ἔχαιρε μεγάλου σεβασμοῦ καὶ ἐκτιμήσεως μεταξὺ τῶν συνιεραρχῶν του, ὡς καὶ τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ Λαοῦ τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα.
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος ἦταν θερμὸς φίλος καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος καὶ ἕως τῆς ὁσιακῆς Κοιμήσεώς του διατηροῦσε ἀδελφικοὺς δεσμοὺς προσευχῆς καὶ κοινωνίας μὲ τοὺς ἐν Ἀμερικῇ ἐκπροσώπους Αὐτῆς, καὶ δὴ μὲ τὸν μακαριστὸ Ἱεράρχη Ἀστορίας Πέτρο (+1997).
Εἴθε ἡ μνήμη τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου νὰ εἶναι αἰωνία καὶ τὸ παράδειγμα καὶ ἡ παρακαταθήκη του νὰ ἀποτελοῦν ὁδηγητικοὺς δεῖκτες πορείας καὶ ζωῆς!
***
Τὸ Κείμενο:
Πρέπει νὰ συμμορφοῦται ἡ Ἐκκλησία
πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ἐποχῆς;
Ὑπὸ Ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου
Τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς
«Οὐ πρέπει τῷ καιρῷ δουλεύειν, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ»
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, Ἐπιστολὴ πρὸς Δρακόντιον
ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΙΣ πρὸς τὴν ἐποχήν! Ἰδοὺ τὸ σύνθημα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἐποχήν μας καταβάλλουν τόσο μεγάλην προσπάθειαν διὰ νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ὀρθοδοξίαν μακρὰν τῆς ἀληθοῦς ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. Τὸ σύνθημα αὐτὸ ἴσως νὰ μὴν σαλπίζεται ἀπὸ ὅλους μὲ δύναμιν καὶ σαφήνειαν – αὐτό, στὸ κάτω-κάτω ἴσως ἀπεμάκρυνε μερικούς! Σημασίαν ἔχουν αἱ πρακτικαὶ συνέπειαι τοῦ συνθήματος αὐτοῦ εἰς τὴν ζωήν, ἡ προσπάθεια νὰ τεθῇ εἰς ἐφαρμογὴν κατὰ τὸν ἕνα ἤ ἄλλον τρόπον, κατὰ μεγαλύτερον ἤ μικρότερον βαθμὸν καὶ μέτρον.
Ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ «μοντέρνου», τόσον ἐπικινδύνου διὰ τὰς ψυχὰς συνθήματος, καθ’ οἱονδήποτε τρόπον καὶ ἄν κηρύσσεται ἤ τίθεται εἰς ἐφαρμογήν, δημοσίᾳ ἤ συγκεκαλυμμένως, δὲν δυνάμεθα παρὰ νὰ ἀγωνισθῶμεν ἡμεῖς τὰ πιστὰ τέκνα καὶ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ πεμπτουσία τῆς ἰδεολογίας, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμῳ, δὲν εἶναι ἡ συμμόρφωσις πρὸς τὴν ἐποχήν, ἀλλὰ ἡ διατήρησις ἀκλονήτου ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, πρὸς τὴν ἀληθῆ Ὀρθόδοξον Χριστιανικὴν Πίστιν καὶ Ἐκκλησίαν.
Ἄς ἀνακαλέσωμεν εἰς τὴν μνήμην μας τί ἔγραψεν ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ἀντώνιος, ἱδρυτὴς καὶ πρώτη κεφαλὴ τῆς Ὑπερορίου Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸ δοκίμιόν του: «Κατὰ τί διαφέρει ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ἀπὸ τὰς Δυτικὰς Ὁμολογίας;». Εἰς τὸ δοκίμιον αὐτὸ γράφει ὅτι ἡ βαθεῖα διαφορὰ μεταξὺ τῆς Πίστεώς μας καὶ τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι τὸ ὅτι ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία διδάσκει τὸν τρόπον τοῦ ζῆν κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς Χριστιανικῆς τελειότητος, ἡ ἑτεροδοξία λαμβάνει ἐκ τοῦ Χριστιανισμοῦ μόνον ὅσα στοιχεῖα εἶναι συμβιβάσιμα μὲ τὰς συνθήκας τῆς συγχρόνου πολιτισμένης ζωῆς καὶ κατὰ τὸν βαθμὸν κατὰ τὸν ὁποῖον εἶναι συμβιβάσιμα. «Ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τὸν Χριστιανισμὸν ὡς τὸ αἰώνιον θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους ἑκάστου, ὅπως βιάσῃ ἑαυτὸν καὶ τὴν ζωὴν μέχρις ἐπιτεύξεως αὐτῆς τῆς στάθμης· ἐνῶ ἡ ἑτεροδοξία βλέπει τὰ θεμέλια τῆς συγχρόνου πολιτισμένης ζωῆς ὡς ἕν ἀδιάσειστον γεγονός. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπαιτεῖ ἠθικὸν ἡρωϊσμόν· ἡ ἑτεροδοξία ἐρευνᾶ νὰ εὕρῃ εἰς τὸν Χριστιανισμὸν τί εἶναι χρήσιμον εἰς τὰς παρούσας συνθήκας τῆς ζωῆς μας. Διὰ τὸν Ὀρθόδοξον, κληθέντα εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου αἰωνιότητα ὅπου ἄρχεται ἡ ἀληθινὴ ζωή, ὁ κατὰ τὸν ροῦν τῆς ἱστορίας σχηματισθεὶς μηχανισμὸς τῆς συγχρόνου διαβιώσεως εἶναι ἕν φάσμα, ἐνῶ διὰ τὸν ἑτερόδοξον, ἡ περὶ μελλούσης ζωῆς πίστις εἶναι μία ὑψηλὴ ἰδέα, μία ἰδέα ἡ ὁποία ἐξευγενίζει καὶ βοηθεῖ ἔτι περισσότερον εἰς τὴν δημιουργίαν πραγματικῆς ζωῆς ἐνθάδε».
Αὐτοὶ εἶναι χρυσοῖ λόγοι, οἱ ὁποῖοι περιγράφουν μὲ σαφήνειαν καὶ ἀκρίβειαν ποῖα ἀπύθμενος ἄβυσσος διαχωρίζει τὴν γνησίαν Χριστιανικὴν πίστιν – τὴν Ὀρθοδοξίαν - ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένην μορφήν της – τὴν ἑτεροδοξίαν! Εἰς τὴν μίαν ὑπάρχει ἡ ἄσκησις, ἡ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα· εἰς τὴν ἄλλην ἰσχυρὰ προσκόλλησις εἰς τὴν γῆν, πίστις εἰς τὴν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος ἐπὶ τῆς γῆς.
Περαιτέρω, συνεχίζει ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος, «ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις εἶναι ἀσκητικὴ πίστις», καὶ «ἡ μακαρία κατάστασις τὴν ὁποίαν οἱ λάτραι τῆς δεισιδαιμονίας τῆς προόδου προσδοκοῦν ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ πραγματοποιηθῇ, κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Σωτῆρος, εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν· ἀλλ’ οὔτε οἱ Λατῖνοι οὔτε οἱ Προτεστάνται εἶναι πρόθυμοι νὰ συμμερισθοῦν αὐτὴν τὴν πίστιν, διὰ τὸν ἁπλοῦν λόγον ὅτι – διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν εἰλικρινῶς - ἀσθενῶς πιστεύουν εἰς τὴν ἀνάστασιν. Αὐτοὶ πιστεύουν μὲ δύναμιν εἰς τὴν εὐτυχίαν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει «ἀτμίδα ἀφανιζομένην» (Ἰακώβου Δ’, 14). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἡ ψευδο-Χριστιανικὴ Δύσις δὲν ἐπιθυμεῖ, καὶ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐννοήσῃ, τὴν ἀπάρνησιν τῆς παρούσης ζωῆς ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος δίδει ἐντολὴν ὅπως ἀγωνιζώμεθα, «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» (Κολ. Γ’, 9-10).
«Ἐὰν ἐξετάσωμεν ὅλας τὰς πλάνας τῆς Δύσεως», γράφει ὁ Ἀντώνιος, «τόσον ὅσας εἰσῆλθον εἰς τὴν δογματικήν της διδασκαλίαν ὅσον καὶ ὅσας ὑπάρχουν εἰς τὴν ἠθικήν της, θὰ ἴδωμεν ὅτι ἅπασαι εἶναι ἐρριζωμέναι εἰς τὴν ἀποτυχίαν κατανοήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀσκήσεως, ἥτις ὁδηγεῖ εἰς τὴν βαθμιαίαν τελείωσιν τοῦ ἀνθρώπου».
«Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀσκητικὴ θρησκεία», καταλήγει αὐτὸ τὸ ἐξαίρετον δοκίμιον. «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ συνεχοῦς ἀγῶνος κατὰ τῶν παθῶν· ἡ διδασκαλία τῶν μέσων καὶ προϋποθέσεων διὰ τὴν κτῆσιν τῶν ἀρετῶν. Αἱ προϋποθέσεις αὐταὶ εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐσωτερικαὶ - αἱ δογματικαί μας πεποιθήσεις καὶ τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα μεταδίδουν τὴν Χάριν πρὸς θεραπείαν τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτωλότητος καὶ ἐξυψώσεως εἰς τὴν τελειότητα».
***
Τί βλέπομεν ὅμως τώρα εἰς τὴν σύγχρονον «Ὀρθοδοξίαν» - τὴν Ὀρθοδοξίαν ἡ ὁποία εἰσῆλθεν εἰς τὴν καλουμένην «Οἰκουμενικὴν Κίνησιν»; Βλέπομεν τὴν πλήρη ἄρνησιν τῶν ὡς ἄνω ἁγίων ἀληθειῶν· μὲ ἄλλας λέξεις: τὴν ἄρνησιν τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδοξίας χάριν τῆς πνευματικῆς συγχωνεύσεως μετὰ τῆς ἑτεροδόξου Δύσεως. Ἡ «Ὀρθοδοξία», ἡ ὁποία βαδίζει τὴν ὁδὸν τοῦ «Οἰκουμενισμοῦ» δὲν φροντίζει νὰ ἀνυψώσῃ εἰς τὴν στάθμην τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας τὴν σύγχρονον ζωήν, ἥτις καθίσταται χειροτέρα θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἀλλὰ μᾶλλον «νὰ προσαρμόσῃ» αὐτὴν ταύτην τὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ἐπίπεδον αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Αὐτὴν τὴν ὁδὸν τῆς ἀπαρνήσεως αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας - ἤτοι τῆς ἀσκήσεως πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἐκριζώσεως τῶν παθῶν καὶ ἐμφυτεύσεως τῶν ἀρετῶν - ἠκολούθησαν εἰς τὸν καιρόν των οἱ θιασῶται τῆς ὀνομαζομένης «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἤ «Ἀνακαινισθείσης Ἐκκλησίας». Ἡ κίνησις αὐτὴ διεδόθη ἀμέσως καὶ εἰς ἄλλας Ὀρθοδόξους χώρας ἐκ Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐρρίφθη εἰς σύγχυσιν ὑπὸ τῶν θηριωδῶν ἀθέων.
Εἶναι νωπὸν ἀκόμη εἰς τὴν μνήμην μας τὸ «Πανορθόδοξον Συνέδριον» τὸ συγκληθὲν ὑπὸ τοῦ λυπηρᾶς μνήμης Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ’ τὸ 1923, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐσχεδιάσθησαν «μεταρρυθμίσεις», ὅπως: ἔγγαμοι ἐπίσκοποι, δεύτερος γάμος τῶν ἱερέων, κατάργησις τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν νηστειῶν, συντόμευσις τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, κατάργησις τοῦ ράσου, κλπ.
Παρὰ τὴν τότε ἀποτυχίαν τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν σχεδίων, αἱ σκοτειναὶ δυνάμεις δὲν ἔπαυσαν νὰ δροῦν. Ἐξηκολούθησαν ἐπιμόνως τὴν δραστηριότητά των ἐξευρίσκοντες ὑπάκουα ὄργανά των μεταξὺ τῶν τάξεων τῆς ἱεραρχίας τῶν διαφόρων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Σήμερον, κατὰ θείαν παραχώρησιν, ἔσχον μεγάλην ἐπιτυχίαν: ὅλαι σχεδὸν αἱ τοπικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἰσῆλθον ἤδη εἰς τὴν «Οἰκουμενικὴν Κίνησιν», ἡ ὁποία ἔθεσεν ὡς σκοπόν της τὴν κατάργησιν ὅλων τῶν νῦν ὑπαρχουσῶν ἐκκλησιῶν – περιλαμβανομένης, κατὰ φυσικὸν λόγον, καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – καὶ τὴν ἵδρυσιν κάποιου εἴδους ἐντελῶς νέας «ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀπολύτως σύμμορφος πρὸς τὴν ἐποχήν, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ ἤδη ἀπορρίψει ὡς ἄχρηστα ράκη, ὡς κάτι τὸ ἀπηρχαιωμένον καὶ παρωχημένον, κάθε γνήσιον στήριγμα τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανισμοῦ καὶ κατὰ φυσικὸν λόγον πρῶτον ἐξ ὅλων τὸν ἀσκητισμόν, ἐνῶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις πρὸς ἐκρίζωσιν τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ἐμφύτευσιν τῶν Χριστιανικῶν ἀρετῶν.
***
Ὡς παράδειγμα, ἔχομεν ἐνώπιόν μας ἕν ἐπίσημον ἔγγραφον αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀνῆκον εἰς τὸν τοπικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας: τὸ περιοδικὸν «Θεολογία», τὸ ὁποῖον ἐκδίδεται ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς ἐν Βελιγραδίῳ (8ον ἔτος, τεύχη 1 καὶ 2 διὰ τὸ 1964). Εἰς τὸ περιοδικὸν αὐτὸ εὑρίσκομεν κύριον ἄρθρον μὲ τίτλον: «Ἡ ἀνάγκη τῆς Κωδικοποιήσεως καὶ Δημοσιεύσεως νέας Συλλογῆς Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ὁ συγγραφεὺς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου ἐνῶ ἐπιτηδείως βεβαιώνει ὅτι «αἱ ἰδεώδεις ἀρχαὶ τῆς Ἐκκλησίας θὰ παραμείνουν παντοῦ καὶ πάντοτε χωρὶς ἀλλαγήν», ἐν τούτοις προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ συλλογὴ τῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι μόνον τὸ προϊὸν χρόνου, ὁ ὁποῖος πρὸ πολλοῦ ἀνήκει εἰς τὴν αἰωνιότητα, καὶ διὰ τοῦτο δὲν δίδει ἀπαντήσεις εἰς τὰ προβλήματα τῆς σημερινῆς ζωῆς καὶ πρέπει νὰ καταργηθῇ καὶ ἀντικατασταθῇ ὑπὸ ἄλλης. Ἡ νέα αὐτὴ συλλογὴ Κανόνων, παρατηρεῖ, «πρέπει νὰ ἀχθῇ εἰς συμφωνίαν μὲ τὰς θεμελιώδεις ἀρχὰς τῆς ζωῆς», τὰς ὁποίας δῆθεν ἡ Ἐκκλησία «ἐλάμβανε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν». «Ἡ ἐποχή μας», λέγει ὁ ἐπιτήδειος αὐτὸς συγγραφεύς, «διαφέρει κατὰ πολλὰς ἀπόψεις ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὰς ὁποίας συνετάχθησαν οἱ Κανόνες καὶ διὰ τοῦτο οἱ Κανόνες αὐτοὶ δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν τώρα».
Ἄς ἴδωμεν τώρα ποίους Κανόνας ὁ μοντερνιστὴς αὐτὸς συγγραφεὺς θεωρεῖ ἀπηρχαιωμένους καὶ ὑποκειμένους εἰς κατάργησιν:
−Τὸν 9ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ὅπως οἱ πιστοὶ μετὰ τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ναὸν παραμένουν μέχρι τέλους τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καὶ μὴ ἀποχωροῦν τοῦ Ναοῦ προξενοῦντες οὕτως ἀταξίαν.
−Τὸν 80ὸν Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ Κληρικοὺς διὰ καθαιρέσεως καὶ λαϊκοὺς δι’ ἀφορισμοῦ, ἐὰν χωρὶς σοβαρὰν αἰτίαν ἀπουσιάσουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακάς.
−Τὸν 24ον Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει εἰς Κληρικοὺς καὶ Μοναχοὺς νὰ μεταβαίνουν εἰς ἱπποδρομίας καὶ ἄλλας διασκεδάσεις· σχετικῶς μὲ αὐτὸν τὸν Κανόνα, ὁ συγγραφεὺς προσθέτει τὸ ἐντελῶς ἀφελὲς καὶ παράδοξον σχόλιον, ὅτι κατὰ τὸν παλαιὸν καιρὸν τοιαῦται διασκεδάσεις ἦσαν τόποι ἀχρειότητος καὶ κακίας, ἐνῶ τώρα ὑποτίθεται ὅτι εἶναι «κέντρα πολιτισμοῦ καὶ ἐκπαιδεύσεως» (;!).
−Τὸν 54ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει εἰς Κληρικοὺς νὰ εἰσέρχωνται εἰς ταβέρνας χωρὶς ἀναπόφευκτον ἀνάγκην· ἐδῶ πάλιν κατὰ κάποιον τρόπον ἡ ταβέρνα θεωρεῖται ὅτι πρότερον ἦτο διαφόρου εἴδους κατάστημα ἀπὸ ὅ,τι εἶναι τώρα.
−Τὸν 77ον Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου καὶ τὸν 30ὸν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν εἰς Χριστιανοὺς ἄνδρας νὰ λούωνται μετὰ γυναικῶν. Εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητον διατὶ εἶναι ἀπαραίτητον νὰ θεωρηθοῦν ὡς λίαν ἀπηρχαιωμένοι οἱ Κανόνες αὐτοί!
−Τὸν 96ον Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτης) Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν περιποίησιν τῆς κόμης καὶ τὴν χρῆσιν κοσμημάτων «μὲ σκοπὸν τὸν δελεασμὸν ἀστηρίκτων ψυχῶν» - ἀντὶ «τοῦ στολισμοῦ δι’ ἀρετῶν καὶ καλῶν καὶ χρηστῶν ἠθῶν»· αὐτὸς ὁ Κανὼν ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ θεωρῆται ἀπηρχαιωμένος διὰ τὴν ἐποχήν μας, ἀλλὰ ἐπιτακτικός, ἐὰν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τὸν ἀπρεπῆ καὶ ἀναιδῆ γυναικεῖον συρμὸν τῆς σήμερον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος διὰ χριστιανὰς γυναῖκας.
Ἀρκοῦν αὐτὰ διὰ νὰ ἴδωμεν τί σκοπεύει ἡ προαναφερθεῖσα «μεταρρύθμισις» εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, μὲ ποῖον σκοπὸν προτείνεται ἡ σύγκλησις Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν ὁποίαν τόσον πολὺ ὀνειρεύονται ὅλοι οἱ «μοντερνισταί», ἔχοντες ἤδη πρόγευσιν τῆς «ἀμερίμνου ζωῆς», ἡ ὁποία τότε δημοσίᾳ θὰ ἐπιτραπῇ καὶ νομιμοποιηθῇ δι’ ὅλους!
Ἀλλ’ ἄς ἐμβαθύνωμεν ἐπὶ τῆς οὐσίας ὅλων αὐτῶν τῶν ἀπαιτήσεων πρὸς κατάργησιν τῶν δῆθεν «ἀπηρχαιωμένων» Κανόνων. Εἶναι τοῦτο: αὐτοὶ οἱ σύγχρονοι ἐκκλησιαστικοὶ «μεταρρυθμισταί», οἱ ὁποῖοι τώρα ὑψώνουν ἀναιδῶς τὰς κεφαλάς των καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας (καὶ εἶναι φοβερὸν νὰ εἴπωμεν ὅτι εἰς αὐτοὺς περιλαμβάνονται ὄχι μόνον ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ διαπρεπεῖς ἱεράρχαι!), παραδέχονται τὴν σύγχρονον ζωὴν μὲ ὅλας τὰς τερατώδεις ἀνηθίκους ἐκδηλώσεις της ὡς μίαν ἀδιάσειστον πραγματικότητα (τοῦτο καθὼς εἴδομεν ἀνωτέρω δὲν εἶναι καθόλου Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἑτερόδοξος, Δυτικὴ ἀντίληψις!) καὶ θέλουν νὰ καταργήσουν ὅλους τοὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς χαρακτηρίζουν τὴν Ὀρθοδοξίαν ὡς ἀσκητικὴν πίστιν, ἥτις καλεῖ εἰς ἄσκησιν πρὸς ἐκρίζωσιν τῶν ἐφαμάρτων παθῶν καὶ ἐμφύτευσιν τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Αὐτὴ εἶναι μία φοβερὰ κίνησις, ἐπικίνδυνος διὰ τὴν Πίστιν μας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν· προσπαθεῖ νὰ ἐπιφέρῃ, κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὴν μωρίαν τοῦ ἅλατος· εἶναι κίνησις πρὸς ἀνατροπὴν καὶ ἐκμηδένισιν τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς πονηρᾶς ὑποκαταστάσεως αὐτῆς ὑπὸ μιᾶς ψευδοῦς ἐκκλησίας.
Τὸ ὡς ἄνω ἀναφερόμενον ἄρθρον τοῦ Σερβικοῦ Θεολογικοῦ περιοδικοῦ εἶναι ἀκόμη ἐπιφυλακτικὸν καὶ ἀποφεύγει τὴν πλήρη σαφήνειαν. Ὁμιλεῖ περὶ τοῦ κατ’ ἀρχὴν ἐπιτρεπτοῦ τοῦ γάμου τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καθημερινῶς ἀκούομεν ὁλονὲν καὶ συχνότερον συζητήσεις περὶ χειροτέρων – δηλαδὴ ὅτι εἶναι δῆθεν ἀνεφάρμοστοι εἰς τὴν ἐποχήν μας ὅλοι οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ἐκ μέρους τῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν Ἱερωσύνην καὶ τῶν Ἱερέων καθαρὸν καὶ ἀκηλίδωτον ἠθικὸν βίον· ἤ διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν ἁπλούστερον, περὶ τοῦ ἐπιτρεπτοῦ δι’ αὐτοὺς τῆς διαφθορᾶς, εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς ὁποίας βυθίζεται ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἡ σύγχρονος ἀνθρωπότης.
Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ μετάνοια διὰ τῆς γνώσεως καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνάγκης τῆς μετανοίας καὶ διορθώσεως τοῦ βίου· καὶ εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸν ἡ νομιμοποίησις τῆς ἀνομίας, ἡ ἐπικύρωσις τῆς ἁμαρτίας, ἡ καθησύχασις τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ κατάργησις αὐτῶν τούτων τῶν θεμελίων τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχομεν τοιοῦτον δικαίωμα καὶ εἶναι βαρύτατον ἔγκλημα ἐνώπιον Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ ἐνώπιον τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν τὴν αἰώνιον σωτηρίαν των.
Καὶ ἐπὶ πόσον, μέχρι ποίων ὁρίων θὰ ἐπιτρέπωμεν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας τὴν πορείαν ἐπὶ τῆς ὀλισθηρᾶς ὁδοῦ τῆς καταργήσεως τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν τὴν χριστιανικὴν ἠθικήν; Τώρα εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ καθὼς ἀκούομεν καὶ εἰς ἄλλας χώρας, αἱ ὁποῖαι ἐδέχθησαν τὸν σύγχρονον «πολιτισμόν», ἐπιτείνεται ἡ προπαγάνδα διὰ τὴν ἐπίσημον κατάργησιν τοῦ γάμου καὶ τὴν νομιμοποίησιν τοῦ «ἐλευθέρου ἔρωτος» ἀντ’ αὐτοῦ· ἐπικυροῦται ἡ χρῆσις τῶν ἀντισυλληπτικῶν καταποτίων διὰ τοὺς ἐγγάμους, καὶ ἀκόμη διὰ τοὺς ἀγάμους, ἐπειδὴ δῆθεν ὁ γάμος δὲν ἔχει ὡς σκοπὸν τὴν τεκνοποιΐαν ἀλλὰ τὸν «ἔρωτα»· προετοιμάζεται νομικὴ ἀναγνώρισις τοῦ ἀποτροπαίου παρὰ φύσιν πάθους τῆς ὁμοφυλοφιλίας μέχρις ἀκόμη τῆς καθιερώσεως εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς γάμου διὰ τοὺς ὁμοφυλοφίλους (πρότασις ὑπὸ ἀγγλικανοῦ ἐπισκόπου) κλπ. κλπ.
Λοιπόν; Πρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἀκολουθήση τὴν «μοντέρναν» ὁδὸν τῆς συμμορφώσεως πρὸς τὴν ἐποχήν, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ὀπίσω εἰς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς; Ἀλλὰ τί εἴδους «Ἐκκλησία» θὰ εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία θὰ ἐπιτρέπῃ ὅλα αὐτὰ εἰς τὸν ἑαυτόν της ἤ ἀκόμη ἁπλῶς θὰ τὰ βλέπῃ μὲ παν-συγχωρητικὴν συγκατάβασιν; Δὲν θὰ πρόκειται πλέον περὶ Ἐκκλησίας, ἀλλὰ περὶ γνησίων Σοδόμων καὶ Γομόρρων, τὰ ὁποῖα ἀργὰ ἤ γρήγορα δὲν θὰ ἀποφύγουν τὴν φοβερὰν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ.
Δὲν πρέπει νὰ ἀφήσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας νὰ πλανηθοῦν. Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην μιᾶς τοιαύτης «Ἐκκλησίας» ἤ μᾶλλον «ψευδο-Ἐκκλησίας». Ἴσως εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ συχνὰ ἁμαρτάνομεν, δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν ὅμως τὴν κατάργησιν τῶν Κανόνων, διότι τότε θὰ καταστῇ ἀναγκαῖον νὰ ἀναγνωρίσωμεν αὐτὸ τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, «ὡς ἀπηρχαιωμένον» καὶ «ὅτι δὲν δίδει ἀπαντήσεις εἰς τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς» καὶ νὰ καταργήσωμεν καὶ αὐτό.
Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ αἱ ἐκκλησιαστικαὶ διατάξεις, περιγράφουν δι’ ἡμᾶς τὸ Χριστιανικὸν ἰδεῶδες πρὸς τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ τείνωμεν, ἐὰν ἐπιθυμῶμεν τὴν αἰώνιον σωτηρίαν μας. Δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν νὰ ὑποβιβασθῇ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες πρὸς ἱκανοποίησιν ἐφαμάρτων παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ τὴν βλάσφημον κατάχρησιν τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων.
Ἡ ἀληθῶς πιστὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις δὲν θὰ δεχθῇ ἤ ἀναγνωρίσῃ οἱασδήποτε «μεταρρυθμίσεις», τὰς ὁποίας ἴσως ἐπιθυμοῦν οἱ σύγχρονοι ἐγκληματίαι «μεταρρυθμισταί». Καὶ ὁ,τιδήποτε καὶ ἐὰν πράξουν οἱ ἀποστάται τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀσκητικῆς Πίστεως, δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν τὸν ἐκμοντερνισμὸν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ΔΕΝ θὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου