ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί
τη 26η Μαΐου 2014.
Η ΑΙΡΕΣΗ
ΤΟΥ FILIOQUE
ΕΙΝΑΙ ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΗΣΗ Ή ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ;
Στην εφημερίδα των Αθηνών «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (φύλλο 3-5-2014) δημοσιεύτηκε άρθρο του κ. Π. Μπούμη, Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Το πρόβλημα του Filioque και οι λύσεις του. Το μέγα θέμα που διχάζει Ανατολή και Δύση σχετικά με το Άγιο Πνεύμα». Στο άρθρο αυτό ο κ. Μπούμης, επισημαίνει την κυριότερη δογματική πλάνη των Παπικών, την κακόδοξη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως του Filioque, η οποία άνοιξε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της Ορθοδόξου Ανατολής και της Παπικής Δύσεως, που εξακολουθεί να παραμένει δυστυχώς μέχρι σήμερα επί χίλια περίπου χρόνια. Χαρακτηρίζει ο αρθρογράφος την κακοδοξία αυτή ως ένα από τα «λεπτά ζητήματα, τα οποία στη συνέχεια μεγαλοποιούνται και ακολούθως καταλήγουν ακόμη και σε προβλήματα σχέσεων δύο ή και περισσοτέρων πλευρών». Στη συνέχεια τονίζει πως «ορθώς αντιτίθενται οι ορθόδοξοι στην προσθήκη αυτή του Filioque (= και εκ του Υιού), όταν μάλιστα πρόκειται για το ελληνικό κείμενο του Συμβόλου. Και τούτο γιατί στο Ιω.15,26 το “εκπορεύεται” σημαίνει “πηγάζει”, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα έχει την αρχή του, την αφετηρία του, στον Πατέρα ή αλλιώς ότι “γεννάται” από τον Πατέρα. Όπως ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, έτσι και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα». Σε άλλο σημείο γράφει πως «εάν δεχόμασταν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Πατέρα και από τον Υιό, θα κινδυνεύαμε να κατηγορηθούμε ότι δεχόμαστε το εξής παράδοξο: Ότι το Άγιο Πνεύμα έχει δύο αρχές ή δύο γεννήτορες! Δύο “Πατέρες”!». Στη συνέχεια όμως γράφει τα εξής, τα οποία κατά τη γνώμη μας, δεν ευσταθούν: «Αυτή όμως η αντίθεση των ελληνορθοδόξων δεν είναι απολύτως δικαιολογημένη, όταν πρόκειται για το λατινικό κείμενο, το οποίο αντί για το “εκπορευόμενον” πηγάζον λέει “quiprocedit”. Δηλαδή χρησιμοποιεί το ρήμα procedere. Και δεν είναι απολύτως δικαιολογημένη, γιατί το ρήμα αυτό, εκτός από την έννοια του πηγάζειν, έχει προεχόντως και την έννοια του προϊέναι, του προέρχεσθαι και με την κατεύθυνση μάλιστα προς εμάς. Το ρήμα δηλαδή procedere είναι γενικότερο του ρήματος εκπορεύεσθαι – πηγάζειν».
Ο κ. καθηγητής, τον οποίο σεβόμεθα, μεμφόμενος το γεγονός ότι το «λεπτό ζήτημα» του Filioque κακώς «μεγαλοποιήθηκε», προσπαθεί να το σμικρύνει και να το αξιολογήσει στις ορθές, κατά την άποψή του, διαστάσεις. Προσπαθεί να το παρουσιάσει ούτε λίγο ούτε πολύ ως πρόβλημα λεκτικής παρανοήσεως, ως πρόβλημα κακής αποδόσεως στην λατινική μετάφραση του ελληνικού κειμένου με λατινικές λέξεις, που δεν αποδίδουν επακριβώς το ελληνικό κείμενο. Με τον τρόπο όμως αυτό, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, ακολουθών την οικουμενιστική θεωρία του Δογματικού Μινιμαλισμού, ελαχιστοποιεί και υποβιβάζει μια κακόδοξη και αιρετική θεωρία, που συντάραξε Ανατολή και Δύση επί χίλια και πλέον έτη, στο επίπεδο μη ορθής αποδόσεως λατινικών όρων και λέξεων. Το ζήτημα όμως της κακοδοξίας αυτής δεν είναι δυνατόν να το αξιολογήσει κανείς ορθά, αν το θεωρήσει απλώς ως πρόβλημα όρων και λέξεων, αλλά μόνον όταν το θεωρήσει στις ιστορικοδογματικές του διαστάσεις, που είναι και οι πραγματικές του διαστάσεις, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Ας κάνουμε όμως πρώτα μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Κατ’ αρχήν τα πρώτα σπέρματα της αιρέσεως του Filioque πρέπει να τα αναζητήσουμε στον νεοπλατωνισμό και στο θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος ενώ ήταν γνώστης του νεοπλατωνισμού (είχε μάλιστα θητεύσει σε και σε αιρετικές ομάδες, όπως οι Μανιχαίοι), αγνοούσε δυστυχώς την θεολογία των ελλήνων Πατέρων. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής κ. Παν. Τρεμπέλας: «το Filioque εμφανίζεται διά πρώτην φοράν παρά τω Αυγουστίνω». Λέγει ο ιερός Αυγουστίνος στο περί Τριάδος (DeTrinitate) έργο του ρητώς, ότι «δεν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι το Άγιον Πνεύμα δεν εκπορεύεται και εκ του Υιού, επειδή ουχί μάτην το αυτό Πνεύμα και του Πατρός και του Υιού Πνεύμα λέγεται», (Necpossumusdicere, quod Spiritus Sanctus et a Filionon procedat…).[1] Bλέπουμε δηλαδή εδώ ότι ο Αυγουστίνος ομιλεί σαφέστατα για την κακοδοξία του Filioque, και μάλιστα κατά τρόπον, που δεν επιδέχεται καμία λεκτική παρανόηση. Η κακοδοξία αυτή στη συνέχεια διά του Αυγουστίνου μεταδόθηκε, όπως ήταν επόμενο, και εξαπλώθηκε στη Δύση. Πρώτοι οι Ισπανοί περί τα τέλη του 6ου αιώνος άρχισαν να διακηρύττουν δια της τρίτης εν Τολέδω της Ισπανίας (το 589) Συνόδου την καινοτομία της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού «παρά την κατ’ αυτής αντίδρασιν του Αλκουΐνου και του αρχιεπισκόπου Ακυϊλίας Παυλίνου, κατακρίναντος ταύτην και δι’ επαρχιακής Συνόδου, συγκληθείσης εν έτει 791».[2] Στη συνέχεια, ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνος, η κακοδοξία αυτή βρήκε ένθερμους υποστηρικτές τους Φράγκους αυτοκράτορες και κυρίως τον Κάρολο τον Μέγα, ο οποίος ασκούσε «πίεσιν επί του πάντοτε αρνουμένου Πάπα, όπως αποδεχθή το Filioque, όπερ ο αυτοκράτωρ κυρίως εχρησιμοποίει ως παιγνιόχαρτον κατά του ανατολικού κράτους, επιδιώκων ιδίους πολιτικούς σκοπούς».[3] Ο αοίδιμος καθηγητής, πρωτοπρεσβύτερος Ι. Ρωμανίδης, αναφερόμενος στο Filioque, παρατηρεί ότι «διά της καταδίκης της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και διά της δογματοποιήσεως του Filioque, παρά τας διαμαρτυρίας του Πάπα Ρώμης και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ο Φράγκος ηγεμών Κάρολος … εκήρυξε την δογματικήν υπεροχήν των Φράγκων έναντι των λατίνων και ελλήνων και τον δογματικόν πόλεμον, ίνα χρησιμεύση η φραγκική ορθοδοξία διά την εκτόπισιν της δήθεν πλάνης, ή οπισθοδρομικής θεολογίας των ελληνολατίνων και δια την εδραίωσιν και μονιμοποίησιν της φραγκικής επεκτεινομένης κυριαρχίας…».[4] Προς τον σκοπόν αυτόν συγκάλεσε Σύνοδο το 809 εν Ακυϊσγράνω (Άαχεν), στην οποία το Filioque κηρύχθη ως επίσημο δόγμα πίστεως. Συνάντησε όμως την σθεναρά αντίσταση του τότε Ορθοδόξου Πάπα Λέοντος του Γ΄, o οποίος όχι μόνον αποκήρυξε συνοδικώς την γενομένη κακόδοξη προσθήκη, αλλά επί πλέον διέταξε να χαραχτεί το Σύμβολο της πίστεως ελληνιστί και λατινιστί πάνω σε δύο αργυρές πλάκες χωρίς το Filioque σε κεντρική θέση του ναού του αγίου Πέτρου. Είναι αστείο να υποθέσουμε, ότι μετά από μια τόσο μεγάλη θεολογική διαμάχη περί το Filioque μεταξύ Φράγκων και Λατίνων, ο Πάπας Λέων ο Γ΄ δεν απέδωσε με πιστότητα και ακρίβεια την μετάφραση του ελληνικού κειμένου στα λατινικά, έτσι ώστε να γίνει κατανοητή από όλους η δογματική πλάνη των Φράγκων. Και αν ακόμη χρησιμοποίησε το ρήμα procedere στη μετάφραση, οπωσδήποτε θα κατέστησε σαφές, ότι το ρήμα αυτό δεν έχει την σημασία του προϊέναι, αλλά του εκπορεύεσθαι – πηγάζειν. Την ορθή μετάφραση στα λατινικά του ελληνικού κειμένου του Λέοντος Γ΄ επιδοκιμάζων και ο Μέγας Φώτιος, (ο οποίος, ας σημειωθεί, γνώριζε άριστα τα λατινικά, ως καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κων/πόλεως), εγκωμιάζει τον Λέοντα τον Γ΄ σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Ακυηλίας: «Ο μεταγενέστερος Λέων, ο την πίστιν ώσπερ την κλήσιν εφάμιλλος, ούτος δή, ούτος ο της ευσεβείας θερμός ζηλωτής, ως κατά μηδένα τρόπον μηδαμώς παραχαράττοιτο βαρβάρω γλώσση το άχραντον ημών της ευσεβείας μάθημα, ελληνίδι φωνή, ώσπερ δη και κατ’ αρχάς είρηται, τοις εν τη Δύσει δι’ αυτού δοξολογείν και θεολογείν την Αγίαν Τριάδα παραδέδωκε…».[5]
Πέραν αυτών είναι αστείο να υποθέσουμε ότι οι Λατίνοι Πατέρες, που έλαβαν μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), και δογμάτισαν ομού μετά των Ελλήνων Πατέρων το 9ο άρθρο του Συμβόλου της πίστεως, το αναφερόμενο στο Άγιο Πνεύμα, (φυσικά χωρίς το Filioque), δεν κατενόησαν πλήρως και κατά συνέπεια δεν απέδωσαν επακριβώς στη λατινική μετάφραση τη φράση «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», χρησιμοποιήσαντες κάποιο ρήμα, που επιδέχεται διπλή ερμηνεία, δηλαδή και την ερμηνεία του «προϊέναι» και την ερμηνεία του «εκπορεύεσθαι», έτσι ώστε να δημιουργήσουν σύγχυση και ασάφεια. Αργότερα κατά την επί μεγάλου Φωτίου εν Κωνσταντινουπόλει γενομένη Σύνοδο το 879-880 (η φερομένη και ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος), παρόντων και των Λατίνων Πατέρων, (οι οποίοι υπέγραψαν τα πρακτικά ως εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη του Η΄), το θέμα της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος ξεκαθαρίζεται για μια ακόμη φορά, ώστε όχι μόνον να καταδικαστεί η από τους Φράγκους γενομένη κακοδοξία του Filioque, αλλά επί πλέον να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενη παρερμηνεία, ή λεκτική παρανόηση.
Με το Filioque έχουμε διαστροφή της Θεολογίας[6]. Καταργείται η ισότητα και εισάγεται η ανισότητα στην Αγία Τριάδα[7]. Εξορίζεται το Πνεύμα από την κυριότητα και την ισοδύναμη εξουσία, με αποτέλεσμα την κολόβωση και διαβολή του. Αποδίδεται ετεροβαρής εύνοια («ετεροκοινής φιλοτιμία») στον Υιό, με ταυτόχρονη υποβάθμιση του Πνεύματος («αποστέρησις των ίσων»)[8]. Προσβάλλεται η αδιαίρετος κοινωνία των προσώπων[9]. Η Τριάδα εικονίζει το άτρεπτο και αδιάχυτο και ό, τι άλλο υποστηρίζει την αδιαίρετη και αδιάχυτη φύση. Γι’ αυτό το Θείον αξιώνει να αναγνωρίζεται με την Τριάδα. Η δυάδα φέρει μαζί της τα ίχνη του μη όντως. Είναι η πηγή της διάλυσης, της τομής, της διάχυσης. Στην ουσία προκύπτουν δύο Πνεύματα, ένα εκπορευόμενο εκ του Πατρός και ένα εκ του Υιού[10].
Για μία ακόμη φορά ανακύπτει το ζήτημα του Filioque το 1054 στην τότε γενομένη σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, που αποτέλεσε την κυριότερη αιτία του τελευταίου και μεγάλου σχίσματος, που έκτοτε παραμένει μέχρι σήμερα. Όπως παρατηρεί ο μακαριστός αρχ. π. Σ. Μπιλάλης «αντί να αποκηρύξη ο (τότε) Πάπας Λέων ο Θ΄ το ‘βλάσφημον δόγμα’ του Filioque, το εχρησιμοποίησεν ως σημαίαν, δια να καταπολεμήση και αφορίση, διά των απεσταλμένων του ως αιρετικήν την Ανατολικήν Εκκλησίαν, την μη δεχομένη το Filioque…Το 1014 το Filioque προστίθεται εις το Σύμβολον Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως εν τη Ρώμη, τη πιέσει του αυτοκράτορος Γερμανίας Ερίκου, και, μετά τεσσαράκοντα μόλις έτη, τω 1054, οι παραχαράκται του Συμβόλου, του επικυρωθέντος υπό πασών των Οικουμενικών Συνόδων, κατηγορούν ως αιρετικούς τους Ορθοδόξους, διότι απέκοψαν δήθεν εκ του ιερού Σύμβολου το αιρετικόν νεόπλασμα του Filioque».[11] Οι παρά πάνω επισημάνσεις μαρτυρούν πλέον ξεκάθαρα, ότι οι Παπικοί, προκειμένου να κρατήσουν πάση θυσία την βλάσφημη αυτή κακοδοξία, δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόμη και στη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων.
Μετά το σχίσμα του 1054, όλες οι μεταγενέστερες ενωτικές προσπάθειες μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών και οι κατ’ αυτούς γενόμενοι διάλογοι περί το ζήτημα του Filioque, δεν έφεραν δυστυχώς κανένα αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε βέβαια στους διαλόγους αυτούς από την πλευρά των Ορθοδόξων, κατ’ επανάληψη, τονίστηκε η διαφορά της εκπορεύσεως από την εν χρόνω πέμψη και ότι ο όρος εκπόρευση αποδίδεται μόνο στον Πατέρα ενώ ο όρος πέμψη στον Υιό. Όπως επίσης διασαφήθηκε πλήρως η διαφορά των προθέσεων «εκ» και «διά» στην φράση «εκ του Πατρός δι’ Υιού», ώστε να μην χωράει πλέον κανένα περιθώριο λεκτικής παρανοήσεως, ή μη χρησιμοποιήσεως των ορθών λατινικών όρων. Παρά τις διασαφήσεις λοιπόν αυτές οι Παπικοί εξακολουθούσαν πεισματικά να επιμένουν αμετακίνητοι στην πλάνη τους και να επαναλαμβάνουν την κακοδοξία αυτή σ’ όλες τις μεταγενέστερες παπικές Συνόδους μέχρι σήμερα.
Κατόπιν αυτών λυπούμεθα για την άστοχη, κατά την γνώμη μας, θεώρηση του εν λόγω θέματος, από τον κ. καθηγητή, η οποία πιστεύουμε ότι οφείλεται στην παραθεώρηση όλων των ανωτέρω ιστορικών στοιχείων. Η ίδια η ιστορία μας ομιλεί με την ιδική της γλώσσα και μας βεβαιώνει, ότι δεν πρόκειται για λεκτική, ή νοηματική παρανόηση, αλλά για σκόπιμη προσθήκη, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές, ή άλλες σκοπιμότητες του παπισμού. Οι πλαστογραφήσεις πρακτικών συνόδων από τους δυτικούς, η εμμονή τους στην προσθήκη και η ανεξήγητη αδιαλλαξία τους για το μέγιστο αυτό θεολογικό πρόβλημα, φανερώνει ενσυνείδητη επιλογή.
Για μας τους Ορθοδόξους οι αργυρές πλάκες του δίγλωσσου Συμβόλου της Πίστεως, που ανήρτησε ο Πάπας Λέων Γ΄ το 809, και που παρέμειναν στο ναό του Αγίου Πέτρου για διακόσια χρόνια, φανερώνουν περίτρανα, ότι η προσθήκη του Filioque δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία εκκλησιαστική Παράδοση και είναι εμβόλιμη κακοδοξία, φρικτή αίρεση, μια από τις δεκάδες της παπικής «εκκλησίας». Οι μυριάδες αναγνώστες των αργυρών πλακών, στα διακόσια χρόνια, δεν είχαν καμιά παρανόηση, οι σημερινοί παπικοί γιατί έχουν;
Εκ του
Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Ο υπεύθυνος
Αρχιμ. Παύλος
Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
Λάμπρος
Σκόντζος Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου