Αξιόλογος κληρικός ονόματι π. Παύλος Δημητρακόπουλος, ανήκων στην εν τη καινοτομία του νέου ημερολογίου Μητρόπολη Πειραιώς, σε άρθρο του προ μηνός περίπου υποστήριξε καινοφανή ερμηνεία του ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα της αποτείχισης από αιρετίζοντα προϊστάμενό τους έχουν μόνο οι κληρικοί και όχι οι λαϊκοί. Δεν ξέρω αν πρέπει κανείς να γελάσει ή να κλάψει διαβάζοντας τέτοια πράγματα. Προ ετών και μέχρι προσφάτως, τροχοπέδη στον αντιαιρετικό αγώνα ήταν η αντιπατερική ερμηνεία του πολυδιαφημιζόμενου ως "νέου Ζωναρά" π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου σύμφωνα με την οποία η αποτείχιση από τους αιρετικούς ποιμένες είναι τάχα δυνητική και όχι υποχρεωτική. Ο εν λόγω π. Επιφάνιος συνέγραψε και βιβλίο υπό τον τίτλο "Τα δύο άκρα, οικουμενισμός - ζηλωτισμός", το οποίο θα μπορούσε να πείσει ίσως μερικούς πιο συνετούς αναγνώστες, οι οποίοι όμως απέφυγαν την παγίδα αφού διέγνωσαν πως ο συγγραφέας καταδικάζει δύο άκρα εκ των οποίων είναι κοινωνικός με το ένα!!! Μετά την αποτυχημένη επιφάνειο δυνητική θεωρία, μας προέκυψε εσχάτως και η αναφερόμενη κληρικαλιστική τοιαύτη. Χάριν ωφελείας και διαφωτίσεως των καλοπροαιρέτων αδελφών παραθέτουμε το επίμαχο δεύτερο μέρος (που αφορά την περίπτωση κηρυττομένης αιρέσεως) του ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και την ερμηνεία του από τους εγκρίτους κανονολόγους Βαλσαμών, Ζωναρά, Αριστηνό, και Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη.
Πρωτοδευτέρα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως
Κανὼν ιε’: Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα,
παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας
ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ
ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν
καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς
τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον,
ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.
Η ερμηνεία των
κανονολόγων.
Βαλσαμών[1]: «Εάν δε εξ ευλόγου αιτίας τυχόν προφάσει
αιρέσεως, αποστή τις από της του οικείου αρχιερέως κοινωνία, διά τι
κολασθήσεται; Επάγουσιν οι Πατέρες ως ταύτα πάντα τότε γίνονται, όταν προφάσει
εγκληματικής τινός υποθέσεως καθ’ εαυτόν τις του οικείου ποιμένος καταγνώσεται,
και αποσχίση εαυτόν εκ τούτου, και τοιουτοτρόπως διαρρήξη την ένωσιν της
Εκκλησίας. Ει γαρ μη δι’ εγκληματικήν
αιτίασιν, αλλά δι’ αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του επισκόπου αυτού ή του
μητροπολίτου ή του πατριάρχου, ως επί εκκλησίας διδάσκοντος ανερυθριάστως
διδάγματα τινά απηλλοτριωμένα του ορθού δόγματος, ο τοιούτος και προ εντελούς
διαγνώσεως, πολλώ δε πλέον και μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν αποτειχίση, ήγουν
χωρίση εκ της κοινωνίας του πρώτου αυτού, ου μόνον ου τιμωρηθήσεται, αλλά και
τιμηθήσεται, ως ορθόδοξος. Ου γαρ απέσχισεν εαυτόν από επισκόπου, αλλά από
ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. Και το παρά τούτου γεγονός επαίνου άξιον εστίν,
ως μη κατατέμνον την Εκκλησίαν, αλλά μάλλον συνάπτον αυτήν και του μερισμού
απαλλάττον».
Ζωναράς[2]: «Ει δ’ ο πατριάρχης τυχόν ή μητροπολίτης, ή ο επίσκοπος αιρετικός είη, και
τοιούτος ως δημοσία, κηρύττειν την αίρεσιν, και γυμνή τη κεφαλή, αντί του, ανυποστόλως
και μετά παρησιάς, διδάσκει τα αιρετικά δόγματα, οι αποσχίζοντες αυτού, όποιοι αν είεν, ου μόνον κολάσεως άξιοι
ουκ έσονται διά τούτο, αλλά και τιμής, ως ορθόδοξοι, αξιωθήσονται, χωρίζοντες εαυτούς
της των αιρετικών κοινωνίας. Τούτο γαρ δηλοί το αποτειχίζοντες. Το γαρ τείχος των
εντός αυτού προς τους εκτός χωρισμός εστίν. Ου γάρ επισκόπου απέστησαν, αλλά
ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. Ουδέ σχίσμα τα της Εκκλησίας εποίησαν, αλλά
μάλλον σχισμάτων την Εκκλησίαν απήλλαξαν όσον το επ’ αυτοίς».
Αριστηνός[3]: «Ει δε τινές, αποσταίεν τινός, ου διά πρόφασιν εγκλήματος, αλλά διά αίρεσιν,
υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων κατεγνωσμένην,
τιμής και αποδοχής άξιοι, ως ορθόδοξοι».
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης[4]: «εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι ήναι
αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και διά τούτο χωρίζονται οι
εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσης περί της αιρέσεως
ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον διά τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά
και τιμής της πρεπούσης ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα
επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν
την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Όρα και
τον λα'. Αποστολικόν».
Βλέπετε πώς δεν έχουν καμία σχέση οι
ερμηνείες των κανονολόγων με την νέα ερμηνεία του πατρός
Παύλου; Και ενώ μιλούν περί πρεσβυτέρων, επισκόπων και γενικώς κληρικών, όταν αναφέρονται στον ΙΓ΄, ΙΔ΄ και στο πρώτο μέρος του ΙΕ΄ Κανόνος, αντιθέτως στο δεύτερο μέρος αυτού που αναφέρεται η ορθόδοξη στάση σε περίπτωση κηρυττομένης αιρέσεως δεν γίνεται καμμία διάκριση, αλλά οι κανονολόγοι είναι σαφέστατοι.
ΌΠΟΙΟΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΣ ΑΥΤΟΥΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΙ.
ΚΑΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΕ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ!
Και βεβαίως εννοείται ότι το μέρος του Κανόνος τούτου αναφέρεται και στους κληρικούς αφού αυτοί μνημονεύουν το όνομα του επισκόπου κατά τις Ιερές Ακολουθίας, μα σαφώς εξυπακούεται ότι στην περίπτωση αιρέσεως και ο κάθε πιστός είναι υποχρεωμένος να σταματήσει να εκκλησιάζεται σε ναό που μνημονεύεται εκφώνως ή στα δίπτυχα αιρετικός επίσκοπος.
Ειδάλλως στην περίπτωση που σε έναν τόπο όλοι οι κληρικοί έπεφταν στην αίρεση ή παραμέναν στην κοινωνία με τον αιρετικό τί θα έπρεπε να πράξουν οι πιστοί τη στιγμή που ο Μέγας Αθανάσιος εκφράζοντας την ορθόδοξη θέση λέει ξεκάθαρα: "’Εάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός"[5];
Τί θα έπρεπε να πράξουν π. Παύλε;
ΌΠΟΙΟΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΣ ΑΥΤΟΥΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΙ.
ΚΑΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΕ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ!
Και βεβαίως εννοείται ότι το μέρος του Κανόνος τούτου αναφέρεται και στους κληρικούς αφού αυτοί μνημονεύουν το όνομα του επισκόπου κατά τις Ιερές Ακολουθίας, μα σαφώς εξυπακούεται ότι στην περίπτωση αιρέσεως και ο κάθε πιστός είναι υποχρεωμένος να σταματήσει να εκκλησιάζεται σε ναό που μνημονεύεται εκφώνως ή στα δίπτυχα αιρετικός επίσκοπος.
Ειδάλλως στην περίπτωση που σε έναν τόπο όλοι οι κληρικοί έπεφταν στην αίρεση ή παραμέναν στην κοινωνία με τον αιρετικό τί θα έπρεπε να πράξουν οι πιστοί τη στιγμή που ο Μέγας Αθανάσιος εκφράζοντας την ορθόδοξη θέση λέει ξεκάθαρα: "’Εάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός"[5];
Τί θα έπρεπε να πράξουν π. Παύλε;
[1] P. G. 137, σελ. 1068-1069
[2] P. G. 137, σελ. 1069
[3] P. G. 137, σελ. 1070
[4] Πηδάλιον (4η έκδ. 1886), σελ. 292
[5] P. G. 27, σελ. 1369
[3] P. G. 137, σελ. 1070
[4] Πηδάλιον (4η έκδ. 1886), σελ. 292
[5] P. G. 27, σελ. 1369
Πράγματι, είναι ώρα ορισμένοι, που τόσο επιμένουν, νά λάβουν απαντήσεις στις " δήθεν" ενστάσεις τους, εναντίον των Αποτειχισμένων. Εάν πράγματι επιθυμούν τις αυθεντικές ερμηνείες του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου θα τις διαβάσουν στα κείμενα τα αντίστοιχα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και των σοφών των Θείων και Ιερών Κανόνων ερμηνευτών Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, που δημοσιεύνται στο άρθρο σας. Όσο για την " δυνητική" ερμηνεία εφαρμογής του Κανόνος, ότι δηλαδή, δήθεν δεν είναι υποχρεωτικός, ακόμη και στις ημέρες μας, που η Αίρεση είναι προφανής και ξεκάθαρη και η ανοχή των υπευθύνων Εκκλησιαστικών Προϊσταμένων ομοίως προφανής και ξεκάθαρη, η απάντηση είναι απλή. Ο Κανόνας ομιλεί και επαινεί αυτούς που Ορθοδόξως Αποτειχίζονται δεν αναφέρεται πουθενά για εκείνους που μονίμως αναβάλουν και ανέχονται την Αποστασία, όχι πλέον προσωρινά, αλλά μόνιμα, γι αυτούς, τους εν πλήρη γνώσει δηλαδή κοινωνούντες με Αιρετικούς ομιλούν άλλοι κανόνες και επιβάλουν αυστηρά επιτίμια. Κανένας μα κανένας από τους γνωστούς και παραδεκτούς ιστορικά Ορθοδόξους Κανονολόγους ή Πατέρες δεν έχει πουθενά υποστηρίξει την " δυνητική ερμηνεία" και μάλιστα σαν μόνιμη πλέον κατάσταση και πράξη. Ο αληθινός πατέρας αυτής της "δυνητικής" ερμηνείας είναι ιστορικά άγνωστος. Η ιστορική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας άλλα διελάμβανε, εντελώς αντίθετα της ερμηνείας αυτής. Ισως να ξεπήδησε αυτή η παρερμηνεία σε παρελθόντες αιώνες από το στρατόπεδο των φιλενωτικών και παρέσυρε, δυστυχώς, και αξιόλογους ανθρώπους στις ημέρες του Οικουμενισμού. Αλλά και αν ακόμη δεχθούμε, σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Οικονομία, μία χρονική ανοχή έναντι μίας Αιρέσεως, το περιβόητο ρήμα " άχρι καιρού", νομίζω, όχι μόνο εγώ, αλλά κάθε καλοπροαίρετος, ότι η ανοχή παρατράβηξε και έγινε πλέον γι αυτούς που γνωρίζουν και έχουν τις κυριώτερες ευθύνες ενοχή, αλλά και για όσους εν γνώσει τους ακολουθουν ή το χειρότερο ακόμη τους υποστηρίζουν
ΑπάντησηΔιαγραφή