(ΣΧΕΔΙΟ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΛΥΠΙΟΥ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΥ)
"...Μόλις οι διώκτες των Κολλυβάδων πήραν στα χέρια τους την διακήρυξη του Πατριαρχείου ότι “ουκ υποκείνται κρίματι” έγιναν αχαλίνωτοι. Λησμόνησαν όχι μόνον το σχήμα του μοναχού που έφεραν αλλά και το χριστιανικό τους βάπτισμα, και ακολούθησαν την οδό του Κάϊν. Στην αρχή επιχείρησαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον ασκητικό και ενάρετο Καππαδόκη μοναχό Σίλβεστρο. Την πρώτη φορά του έριξαν πέτρα καθώς περνούσε έξω από την Αγία Άννα. Την δεύτερη φορά, όταν μπήκε σε πλοίο για να φύγει από το Όρος, έπεισαν τον πλοίαρχο να τον σκοτώσει καθʼ οδόν. Όμως ο πλοίαρχος μετάνοιωσε και έτσι ο γέρο Σίλβεστρος γλίτωσε και έφθασε στην Πάρο. Για να γίνουν αποτελεσματικοί οι αββάδες της Αγίας Άννας και της Νέας Σκήτης, προσκάλεσαν τον αρχιληστή καπετάν - Μάρκο, του έδωσαν 700 αργυρά νομίσματα και τα ονόματα ένδεκα μοναχών Κολλυβάδων, που παρέμεναν ακόμη στα όρια των δύο Σκήτεων. “Οι μοναχοί αυτοί, του είπαν, είναι μάγοι και μασόνοι και κάνουν μεγάλο κακό στο Όρος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο τόπος παρά μόνον αν φονευθούν”.
Τα παλικάρια του καπετάν - Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της Άγίας Άννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773, ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Άννης και ήταν καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα - Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά - Παϊσιο και τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον παπα - Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να τους δείξουν “το καλό κυνήγι”. Αυτοί έβγαιναν λίγοι - λίγοι και, όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος “στοχαζόμενοι συνομίλουν. Και ην να εκπλαγή τινας δια την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών... Καθʼ ότι ενώ έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα είπη, τι τούτο εις αυτούς;... ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον”. Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το κελλί του παπα - Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα - Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο και, λέγοντάς τους: “Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;” τους έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες".
Τα παλικάρια του καπετάν - Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της Άγίας Άννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773, ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Άννης και ήταν καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα - Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά - Παϊσιο και τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον παπα - Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να τους δείξουν “το καλό κυνήγι”. Αυτοί έβγαιναν λίγοι - λίγοι και, όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος “στοχαζόμενοι συνομίλουν. Και ην να εκπλαγή τινας δια την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών... Καθʼ ότι ενώ έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα είπη, τι τούτο εις αυτούς;... ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον”. Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το κελλί του παπα - Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα - Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο και, λέγοντάς τους: “Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;” τους έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου