"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Περί Παπικῶν καί Οἰκουμενιστῶν ὁ λόγος

ΣΗΜΕΙΩΣΗ "ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ": ΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
ΑΠΕΣΤΕΙΛΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ 

(Τό παρόν κείμενο γράφεται μέ ἀφορμή τῶν γεγονότων πού ἔλαβαν χῶρα στήν Γερμανία τήν «Ἠμέρα τῆς Οἰκουμένης»).

  Δυστυχῶς, ἐκείνοι οἱ ὀποίοι εἶναι ὑπέρμαχοι τῶν «Διαλόγων» μέ τοῦς ἐτεροδόξους ἀλλά καί τοῦς ἀλλοθρήσκους εἶναι στήν πράξη ἀρνητές κάθε διαλόγου μέ τοῦς ὀμοδόξους(;) τους.
Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτο τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί αὐτά τά οἰκουμενιστικά ἄρθρα τους εἶναι γυμνά ἀπό θεολογικό λόγο καί ἐπιχειρήματα. Γράφουν ἀπλῶς γιά νά ὑποστηρίζουν τά συμφέροντα τῶν ἀνωτέρων τους. Τίποτε περισσότερο. Οὔτε κἄν μία τυπική θεολογική τοποθέτησις. Αὐτό πού χαρακτηρίζει κατά κόρον τά γραπτά τοῦς εἶναι ἡ εἰρωνεία καί ἡ «κατινίστικη» διάθεση. Αὐτά θά τά διαπιστώσει εὔκολα ὁ ἀναγνώστης ἐάν κάνει μία γρήγορη ἀνάγνωση σέ φιλο-οἰκουμενιστικά blogs.
Θέλω νά τονίσω, ἐξ’ἀρχῆς, ὅτι δέν εἶμαι ἐνάντια στοῦς «Διαλόγους» μέ τοῦς ἐτεροδόξους ἀλλά εἶμαι ἐνάντια στόν ἀπροϋπόθετο-ἀθεολόγητο διάλογο καί στίς προδοτικές ἐνέργειες πού γίνονται μέ ἀφορμή αὐτῶν.
Παράλληλα, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω ὅτι ὅντως ὑπάρχει σέ πολλούς καί ὁ ζῆλος ὁ οὔ κατ’ἐπίγνωσιν. Τέτοιες φωνές πιστεύω πώς δέν ἐκφράζουν τοῦς ὑγιῶς σκεπτόμενους Ὀρθοδόξους Χριστιανοῦς. Ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά δίνετε καί ἀφορμή γιά γελοιοποίηση κάθε ὑγιοῦς ἀντιδράσεως. Ἐμεῖς, κόντρα σέ ὅλα αὐτά, ἀθεολόγητο οἰκουμενιστικό παραλλήρημα καί ζηλωτικό ἄνευ ἐπιγνώσεως καί γνώσεως «ἀγῶνα», ἀντιτάσσουμε καί προτείνουμε σοβαρό θεολογικό διάλογο, μέ ὅλες τίς πλευρές, μέ ἐπειχηρήματα ἰστορικά καί θεολογικά. Πιστεύω, πώς ἐάν κάποιος, οἰκουμενιστής ἤ μή οίκουμενιστής, σκεπτόμενως ὑγιῶς καί ἔχοντας πραγματικό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη γιά τήν Ἀλήθεια δέν θά ἀρνηθεῖ ἕναν τέτοιον διάλογο. Ἐάν ἀρνηθεῖ εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὑπάρχουν στή μέση συμφέροντα τά ὀποία πρέπει νά ἐξυπηρετηθοῦν πᾶσῃ θυσίᾳ.
Παρ’ὅλη τήν καλή διάθεση πού ἔχω, πιστεύω ὅτι κανείς ἐκ τῶν φιλο-οἰκουμενιστῶν θά ἀπαντήσει στά γραφόμενα μου. Ἐλπίζω νά διαψευστῶ.
Τό θέμα μέ τό ὁποίο θά ἤθελα νά ξεκινήσω εἶναι αὐτό τῆς Παπικῆς λεγομένης ἐκκλησίας, διότι ἡ ἐκκλησία αὐτή βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς δράσεως τῆς «Οἰκουμενικῆς Κινήσεως».
Τήν οἰκουμενιστική ἄποψη περί τῶν Λατίνων ἐκφράζει ἀπόλυτα τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ἄρθρο τοῦ κ. Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου:
«…εφόσον καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν έχει ακόμα συνεδριάσει για να μελετήσει την «αίρεση» των καθολικών και των άλλων, δεν μπορεί ο καθένας να λέει στην Εκκλησία ό,τι «φωτίζεται».

  Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει, σύν τοῖς ἄλλοις, καί ἡ πεπλανημένη ἄποψη γιά τόν ρόλο τοῦ Θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε, τί ἦταν ὁ θεσμός αὐτός καί ποιός ὁ ρόλος του στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀς ἀφήσουμε τόν κορυφαῖο Ἕλληνα, μακαριστό, θεολόγο π.Ἰωάννη Ρωμανίδη νά μᾶς ἐξηγήσει:
  «Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι (εἶναι) ἕνα ἄθροισμα τῶν Τοπικῶν Συνόδων σέ αὐτοκρατορική βάση, δηλαδή εἶναι ὁ αὐτοκράτορας πού καλύπτει τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, ὥστε οἱ Τοπικές Σύνοδοι νά ἐνημερώσουν τό Κράτος, τήν Αὐτοκρατορία περί πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας. Καί τότε ἦταν εὐκαιρία ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο ἤ οἱ Ἐκκλησίες κατά τόπους νά συνέρχονται καί νά ἐνημερώνουν τό Κράτος περί τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας…» (π.Ἰωάννης Ῥωμανίδης, ἀπό «Ἐμπειρική Δογματική», τόμος Β΄ σελ. 435 τοῦ Σεβ.Ναυπάκτου Ἱεροθέου).
«…δέν ὑπῆρχε διάκριση μεταξύ τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς κατωτέρων τῶν μέν καί ἀνωτέρων τῶν… ἀλλά οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἦταν προέκταση τῶν Τοπικῶν Συνόδων». (ἐνθ. ἀν. σελ. 437)
Τί θα γινόταν ὅμως ἐάν οἱ Αὐτοκράτορες δέν εἶχαν ἀποφασίσει ἡ Ὀρθόδοξία νά εἶναι ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους; Θά γινόντουσαν Σύνοδοι ἤ ὄχι; Κί ἐάν γινόντουσαν θά εἶχαν Πανορθόδοξο Κύρος καί θεοπνευστία;
«Τώρα, ἐάν δέν ὑπῆρχε Χριστιανός Αὐτοκράτωρ καί ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ θέλησις ὁρισμένων ἀρχηγῶν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νά θεμελιώσουν τόν Χριστιανισμό ὡς θρησκεία τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, δέν θά εἴχαμε Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο οὔτε Β΄ οὔτε Γ΄ οὔτε Η΄ κλπ. Θά εἴχαμε τοπικάς Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τήν αἵρεση, κοινοποιοῦν τήν ἀπόφαση σέ ὅλες τίς ἄλλες Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἄλλες Σύνοδοι ἀμέσως ἀναγνωρίζουν ὅτι αὐτός ἦταν αἱρετικός καί καλῶς καταδικάσθηκε». (ἐνθ. ἀν. σελ. 431)
«Πάντως γενικά, ἐκεῖνο πού κανείς ἀβίαστα συμπεραίνει ἀπό τήν μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τουλάχιστον ὅσων σώζονται, εἶναι ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι μία ἐπέκταση, εἶναι μία συγχώνευση ὅλων τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί δέν κλήθηκε ἡ Σύνοδος γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό καμμία Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὅλες οἱ αἱρέσεις πού ἔχουν καταδικασθεῖ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, εἶχαν ἤδη καταδικασθεῖ στίς Τοπικές Συνόδους. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή. Τό Κράτος εἶχε ἀνάγκη τῆς Συνόδου, γιά νά μπορεῖ νά θεσπίση τήν Ὀρθοδοξία καί τό Κανονικό Δίκαιο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς νόμους τοῦ Κράτους». (ἐνθ. ἀν. σελ. 433)
Τί γίνεται ὅμως μετά τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας;
«Μετά τή πτώση τῆς Ρωμαϊκής Αὐτοκρατορίας καί τοῦ αὐτοκράτορα, τό 1453 τά τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων συνέχισαν νά συγκαλοῦν Συνόδους μέ τίς ὀποίες συνέχισαν τή παράδοση τῶν Οἰκουμενικών Συνόδων. Ὁ μόνος λόγος πού αὐτές οἱ Σύνοδοι δέν ὀνομάστηκαν "Οἰκουμενικές" εἶναι ἀπλά γιατί ὁ τίτλος αὐτός σημαίνει "Αὐτοκρατορικές" ἐπειδή οἱ ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν Συνόδων γίνονταν τμήμα τοῦ Ρωμαϊκού Δικαίου. Μέ ἄλλα λόγια οἱ ἀποφάσεις τῶν ρωμαϊκῶν Συνόδων μετά τό 1453 εἶναι τμήματα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ἀλλά ὄχι πλέον τοῦ αὐτοκρατορικού Δικαίου. Δέν ὐπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί ρωμαίος αὐτοκράτορας νά ἐκδίδει ρωμαϊκοῦς Νόμους. Ἔτσι αὐτές οἱ Ἐννέα Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἦταν ταυτόχρονα καί ἐκκλησιαστικοί Νόμοι καί ρωμαϊκοί Νόμοι. Οἱ Σύνοδοι πού συνήλθαν μετά τό 1453 εἶναι τμήματα τοῦ Ἐκκλησιαστικού Δικαίου μέ ὄχι μικρότερο κύρος ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἐκτός ἀπό τή φαντασία τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων πού ἔχουν ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ρωσική Ὀρθοδοξία τοῦ Μέγα Πέτρου.
Ἔτσι ὑπάρχουν σήμερα Ὀρθόδοξοι πού αὐτοαποκαλούνται Ἐκκλησία τῶν Ἐπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πολλοί Ὀρθόδοξοι ἀγνοοῦν τήν Ὀγδόη καί τήν Ἐνάτη Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 879 ἀπλά καταδίκασε αὐτοῦς πού "προσθέτουν" ἤ "ἀφαιροῦν" ἀπό τό Σύμβολο τοῦ 381 καθῶς καί ὅσους δέν ἀποδέχονται τή διδασκαλία περί Εἰκόνων τῆς ἐβδόμης Οἰκουμενικής Συνόδου. Οἱ Φράγκοι πού καταδικάζονται πρός τό παρόν δέν ἀναφέρονται καθαρά μέ σκοπό νά τοῦς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά ἀναθεωρήσουν». (ἐκ τῆς ἱστοσελίδος romanity.org)

Ἀς πᾶμε καί σέ πιό συγκεκριμένα πράγματα. Στόν Παπισμό. Οἱ Οἰκουμενιστές ὅπως εἴδαμε ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Παπισμός δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο καί ἄρα δέν εἶναι αἱρετικοί. Τό ἐρώτημα λοιπόν πού ἀναφύεται εὐθύς ἀμέσως εἶναι τό ἐξής: Ἄρα οἱ Παπικοί εἶναι Ὀρθόδοξοι; Ἐφ’ὅσων δέν εἶναι αἱρετικοί σημαίνει ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἤ Ὀρθόδοξος θά εἶναι κάποιος ἤ Αἱρετικός! Δέν ὑπάρχει κάτι ἐνδιάμεσο!
Βέβαια, ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Παπισμός δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό Ὀρθόδοξη Σύνοδο εἶναι ἐντελῶς ἀνιστόρητη, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, οἱ Οἰκουμενισταί ὀνομάζοντας τοῦς Παπικοῦς ἀμμέσως ἤ ἐμμέσως Ὀρθοδόξους κάνουν κάτι ἐντελῶς ἐξωφρενικό. Διότι κατά τόν Πατριάρχη Κων/πόλεως Γεννάδιο τόν Σχολάριο: «Ὅποιος ὁμολογήσῃ, ὅτι ὁ πάπας ὀρθοτομεῖ τώρα τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ὁμολογεῖ ὅτι οἱ δικοί μας πρόγονοι εἶναι αἱρετικοί». (Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, Ἅπαντα τά εὐρισκόμενα, τόμος γ΄, σελ 168)
Ἐπίσης πρός ἀπογοήτευσιν τῶν λατινοφρόνων, ὁ Παπισμός ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τουλάχιστον 21 Συνόδους ἐκ τῶν ὁποίων τουλάχιστον οἱ δύο ἔχουν τό κύρρος Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 879-880
Σύνοδος 1009 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1054 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1089 ἐν Κων/πόλει
Ἐνδημοῦσα Σύνοδος 1170-1178
Σύνοδος 1273 ἐν Κων/πόλει
Α΄ Σύνοδος ἐν Βλαχέρναις Κων/πόλεως
Β΄ Σύνοδος ἐν Βλαχέρναις Κων/πόλεως
Σύνοδος 1324 ἐν Νυμφαίῳ
Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος 1341-1351
Σύνοδος 1441 ἐν Ρωσίᾳ
Σύνοδος 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις
Σύνοδος 1484 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1642 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1672 ἐν Ἱεροσολύμοις
Σύνοδος 1722 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1727 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1838 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1848 ἐν Κων/πόλει
Σύνοδος 1895 ἐν Κων/πόλει
Πανορθόδοξον Συνέδριον ἐν Μόσχᾳ τό 1948

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ἡ ἰστορική καί θεολογική πραγματικότητα ἀπέχει ἔτη φωτός ἀπό ὅσα ἀθεολόγητα καί ἀνιστόρητα ἐκσφενδονίζουν ὁ κ.Ἀνδριόπουλος καί οἱ σύν αὐτῶ.
Δυστυχῶς, ἀκόμη καί σέ αὐτό, τοῦτο τό θέμα τοῦ Σχίσματος, ἐπιτελεῖται αἰῶνες τῶρα φοβερή προπαγάνδα ἀπό τοῦς «σπεσιαλίστες» τοῦ Βατικανοῦ σέ συνεργασία μέ τοῦς «Ὀρθοδόξους». Οἱ περισσότεροι, ἄν ὄχι ὅλοι, τῶν Ὀρθοδόξων θεωροῦμε ὅτι ἔγινε σχίσμα μεταξύ τῶν Ἀνατολικῶν καί τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν τό 1054. Κατ’ἀρχᾶς, νά τονίσω τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι σχίσμα δέν ἔγινε ποτέ μεταξύ Ῥωμαίων Ἐλλήνων καί Ρωμαίων Λατίνων ἀλλά μεταξύ Φράγκων καί Ἀνατολικο-Δυτικῶν Ῥωμαίων. Ὅταν λοιπόν τά φραγκικά φύλα εἰσέβαλαν στήν Ῥωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἐπροσπάθησαν νά κατακυριεύσουν τό Πατριαρχεῖο τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης δι’ ἑνός θρησκευτικοῦ-δογματικοῦ πολέμου.
Τὰ στάδια τοῦ «πολέμου» αὐτοῦ ἦτο:
1) Ἀρχικῶς, κατεδίκασαν τήν Ἀνατολικήν Ῥωμαϊκήν Αὐτοκρατορίαν ὡς αἱρετικήν καί «γραικικήν» καί κατεδίκασαν καί τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον τό 794 στή Σύνοδο τῆς Φρανκφούρτης.
2) Εἰσήγαγαν τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Filioque, δηλαδή τῆς ὑποστατικῆς ὐπάρξεως-ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ. Τήν διδασκαλία αὐτή ἀνήγαγον σέ δόγμα, ὅταν τό 809 στή Σύνοδο τοῦ Ἀκυϊσγράνου, προσέθεσαν αὐτήν εἰς τό Σύμβολο τῆς πίστεως τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου παρά τάς διαμαρτυρίας τοῦ πάπα Ῥώμης καὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Ὁ δὲ πάπας Ῥώμης Λέων ὁ Γ΄ ἀπήντησε εἰς τάς κακοδοξίας τῶν κατακτητῶν τῆς χώρας τοῦ διὰ τῆς χαράξεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἄνευ τῆς προσθήκης τοῦ filioque, ἐπί δύο ἀργυρῶν πλακῶν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Πέτρου μετά τῆς ἐπιγραφῆς: «Ταῦτα Λέων ἔθηκα δι’ ἀγάπην καὶ φύλαξιν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
Ἐπί δύο αἰῶνας οἱ Ῥωμαῖοι Ὀρθόδοξοι Πάπαι ἀρνήθησαν σθεναρῶς νά ὑποταχθοῦν εἰς τοῦς Φράγκους κατακτητάς τους εἰς τά θέματα τοῦ filioque καί τῶν εἰκόνων, τίς ὀποῖες οἱ τελευταῖοι κατεδίκασαν, καταδικάζοντας τήν Ζ΄ Ὀἰκουμενικήν Σύνοδον.
Ἐφ’ ὅσων οἱ κατακτηταὶ ἔβλεπον πὼς δὲν γινόταν τίποτε διὰ τοῦ «δογματικοῦ» πολέμου αὐτοῦ, ἄρχισαν οἱ Φράγκοι «ἐπίσκοποι» νά λαμβάνουν τήν «ἀποστολικὴ» τους διαδοχὴν μαγικῷ τῷ τρόπῳ, τουτέστιν, σφάζοντας τοῦς Ῥωμαίους προκατόχους τους! Ἐπέβαλον δηλαδή, κατά διαστήματα, διά τῆς βίας, φράγκους ἤ φραγκόφιλους (κατά τό σημερινό «Λατινόφρονες») πάπες, ὅπως ἤταν ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α΄ (858-867). Τό σπουδαῖον εἶναι ὅτι κατά τά διαστήματα αὐτά τά Πατριαρχεῖα, διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τοῦς Φραγκόφιλους Πάπας.
Ἕνα πολύ σπουδαῖο γεγονός, διά τήν Ὀρθοδοξία, ἤταν ἡ καταδίκη τῶν μή ἀποδεχομένων τήν Ζ΄Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καί ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Φράγκικου filioque ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τότε Πατριάρχου Νέας Ῥώμης, τὸ 879-880. Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού ἔγινε εἰς τόν Πάνσεπτο Ναὸ τῆς του Θεοῦ Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, θεωρεῖται ἀπό ὅλους τοῦς μεγάλους Ὀρθοδόξους θεολόγους ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἔγινε διὰ τῆς συμμετοχῆς καί τῶν 5 Πατριαρχείων, συμπεριλαμβανωμένου καί τοῦ τότε, Ὀρθοδόξου Ῥωμαίου Πάπα, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Η΄ (872-882). Κὶ ὅλα αὐτὰ δὺο, καὶ κάτι, αἰῶνες πρὸ τοῦ λεγομένου Σχίσματος τοῦ 1054.
«Δηλαδὴ, ἔχομεν τρία στάδια αὐτοῦ τοῦ σχίσματος:
1) Πρώτα ἔχομεν σχίσμα μεταξύ ὅλων τῶν Ῥωμαίων καί τῶν Φράγκων πού οὐσιαστικά ἀρχίζει τό 794 μέ καθυστέρησιν τῆς καταδίκης τῶν αἱρετικών Φράγκων διά 85 χρόνια. Τοῦτο ἔγινε τελικά στήν Η' Οἰκουμενικήν Σύνοδον ὑπό τήν ἠγεσίαν τοῦ Πάπα τῆς Ῥώμης Ιωάννου Η' (872-882) καί τοῦ Πατριάρχου τῆς Κων/πόλεως Νέας Ῥώμης Μεγάλου Φωτίου (858-867, 877-886) τό 879. Εἰς τήν Σύνοδον αὐτήν οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοί (Φράγκοι) δέν κατονομάζονται ἀπό φόβον ἀντιποίνων κατά τῶν ὑποδούλων εἰς τοῦς Φράγκους Δυτικών Ῥωμαίων.
2) Μετά ἔχομεν σχίσμα κατά διαλλείματα μεταξύ αἱρετικῶν Φραγκο-Λατίνων Παπῶν (983-984, 996-1000, 999-1003), τοῦς ὀποίους ἐπέβαλαν Φράγκοι-Λατίνοι Αὐτοκράτορες, καί τῶν τεσσάρων Ῥωμαίων Πατριαρχῶν στά ἐνδιάμεσα τὸ 985-996, 997-998, 1003 καὶ 1003-1009.
3) Ἐν συνεχείᾳ ἔχομεν διά πρώτην φορά σχίσμα μεταξύ αἱρετικῶν Ῥωμαίων παπῶν, τοῦς ὀποίους ἐπέβαλαν Φραγκο-Λατίνοι Αὐτοκράτορες, καί τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων ἀπό τό 1009 μέχρι τό 1046.
4) Ἐν συνεχείᾳ ἔχομεν σχίσμα μεταξύ αἱρετικῶν Φραγκο-Λατίνων Παπῶν καί τῶν τεσσάρων Ῥωμαίων Πατριαρχῶν μέχρι πού τό 1054 ἔγινε μία σφοδρή ἐκδήλωσις ἑνός ἤδη ὑπάρχοντος σχίσματος 300 ἐτῶν μεταξύ αἱρετικῶν Φράγκων καί Ὀρθοδόξων Ῥωμαίων.» (π.Ἰωάννου Ῥωμανίδη, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας», σελ.4)
Τό παραμυθάκι λοιπόν περί σχίσματος τοῦ 1054, μπορεῖ νά πάει ἕναν καλό περίπατο καί νά μάς ἀδειάσει τήν γωνιά…
«Διά τοῦτο ἀπό τήν ἐποχήν αὐτήν οἱ Ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι ὀνομάζουν τόν πάπα αἱρετικόν, Φράγκον καί Λατίνον καί τήν «ἐκκλησίαν» του Φραγκικήν καί Λατινικήν. Παραταῦτα, οἱ καθηγηταί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Χάλκης, Ἀθηνῶν καί τῆς Θεσσαλονίκης βάπτισαν τόν Φραγκο-Λατίνον πάπα μέ τό ὄνομα "Ῥωμαίον" καί τήν «ἐκκλησίαν» του "Ῥωμαϊκήν". Τοῦτο διότι οἱ Φραγκο-Λατίνοι Πᾶπες συνέχισαν νά χρησιμοποιοῦν τά Ρωμαϊκά ὀνόματα τῶν Ῥωμαίων παπῶν γενόμενοι πάπες, ὡς καί ὀνόματα Ῥωμαίος πάπας καὶ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία, διά νά συνεχίζουν οἱ ὐπόδουλοι Δυτικοί Ῥωμαίοι νά νομίζουν ὅτι ἔχουν ἀκόμη τόν ἐθνάρχήν τους στήν Ῥώμην. Γενόμενοι οἱ Νεο-Ἕλληνες κί αὺτοί ὐπόδουλοι στήν Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν ὀνομάζουν καί αὐτοί τόν πάπα μέ Ῥωμαϊκά ὀνόματα.» (ἐνθ. ἀν. σελ.6)
Τά ἀναθέματα τοῦ 1054 δέν ἦσαν λοιπόν οὔτε ἡ ἔναρξις, οὔτε ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος, ὡς ἰσχυρίζονται πολλοί, οἴτινες διατείνονται ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι Δύσεως καί Ἀνατολῆς ἦσαν ἡνωμέναι παρά τό ἐν τῇ Δύσει Filioque τό ὁποῖον ἔγινεν ἡ πρόφασις καί οὐδέποτε ὑπήρξεν, ὡς ἰσχυρίζονται, ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος. Μάλιστα διατείνονταί τινές τῶν Δυτικῶν καί τῶν ἡμετέρων ὅτι τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων δέν μετεῖχον εἰς τά ἀναθέματα τοῦ 1054 μεταξύ Ῥώμης καί Κωνσταντινουπόλεως καί ἄρα τό τότε ἐπιτελεσθέν σχίσμα δέν ἀφεώρα παρά μόνον τήν Κωνσταντινούπολιν καί τήν Ῥώμην. Μάλιστα ἰστορικοί τινές ἰσχυρίζονται, βάσει ἐσφαλμένων μεταφράσεων *(βλέπε π.Ἰωάννου Ρωμανίδου «Ρωμηοσύνη», σελ. 350, ὑπ. 22), ὅτι ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας διεφώνησε μέ τόν Μιχαήλ Κηρουλάριον καί δέν ἀπεδέχθη τήν διαγραφήν τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀντιοχείας. Βάσει τούτου ἰσχυρίζονται ὅτι τό ἴδιον συνέβη μάλλον καί εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν καί τά Ἰεροσόλυμα.
Ἰδού ὅμως ἡ ἰστορική περί τοῦ θέματος πραγματικότης:
Μετά τά γεγονότα τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ 1054 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος περιέγραψε τά συμβάντα εἰς δύο ἐπιστολάς του πρός τόν Πατριάρχην Ἀντιοχείας Πέτρον τόν Γ'. Ἐπειδή πρό τῆς πατριαρχείας του ὁ Κηρουλάριος ἦτο ἐν δημοσίᾳ ὑπηρεσίᾳ καί οὐχί ἐντρυφής περί τά τῆς ἐκκλησίας ἰστορικά ἐνόμιζεν ὅτι τό ὄνομα τοῦ Πάπα διεγράφη τῶν διπτύχων ἀπό τόν 7ον αἰώνα καί εἰς τό σημεῖον αὐτό ὁ Πέτρος τόν διορθώνει.
Πάντως εἶναι σαφές ὅτι ὁ Κηρουλάριος δέν διέγραψε τό ὄνομα τοῦ Πάπα ἀπό τά δίπτυχα, ἀλλ' ἐκληρονόμησε τό σχίσμα, διά τό ὁποῖον εἶχε τήν ἐντύπωσιν ὅτι ἦτο πολύ παλαιόν. Ὅτι πρόκειται περί πραγματικοῦ σχίσματος φαίνεται σαφῶς ἀπό τήν ἐξής πρός Πέτρον ἔντονον φράσιν, «καί ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ νῦν ἀποτμηθῆναι τῆς καθ' ἡμάς ἁγιωτάτης καί Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόν Πάπαν».
Ἀφοῦ πρῶτον διορθώνει τόν Κηρουλάριον εἰς τήν ἀναφερθεῖσαν ἰστορικήν παραδρομήν ὁ Πέτρος διαβεβαιοί ὅτι καί ἐν Ἀντιοχείᾳ δέν μνημονεύεται ὁ Πάπας ἀπό πολλῶν ἐτῶν. Μάλιστα κατά προσωπικήν τοῦ γνωριμίαν μέ τὸ θέμα πληροφορεῖ ὅτι κατά ἀκριβῶς τήν ἰδίαν ἐποχήν διεκόπη τό μνημόσυνο τοῦ Πάπα καί ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ὁ Πέτρος γράφει, «ἐπί δὲ τούτοις κἀγώ μάρτυς ἀπαράγραπτος, καί ἄλλοι σύν ἐμοί τῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐλλογίμων πολλοί, ὅτι ἐπί τῷ μακαρίτῃ Πατριάρχῃ Ἀντιοχείας κυρῷ Ἰωάννη, ὁ Πάπας τῆς Ῥώμης Ἰωάννης καί αὐτός ἀκούων, ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις ἀνεφέρετο». Πρόκειται δηλαδή περί τοῦ Πάπα Ἰωάννου τοῦ ΙΗ' τοῦ τελευταίου Ῥωμαίου καί ἐλληνοφίλου ὀρθοδόξου Πάπα τοῦ παραιτηθέντος δι' ἄγνωστον σήμερον αἰτίαν καί εἰς μοναστήριον ἀποσυρθέντος τῷ 1009. Ὁ Πέτρος συνεχίζει, «καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει δέ πρό χρόνων τεσσαράκοντα καί πέντε εἰσελθῶν, εὗρον ἐπί τοῦ μακαρίτου Πατριάρχου κυροῦ Σεργίου τόν δηλωθέντα Πάπαν ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μετά τῶν ἄλλων Πατριαρχών ἀναφερόμενον. Ὅπως δέ ὕστερον ἡ αὐτού ἐξεκόπη ἀναφορά, καί δι' ἥν αἰτίαν ἀγνοῶ». Δηλαδή, ὁ Πέτρος δέν γνωρίζει διατί διεκόπη τό μνημόσυνον τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΙΗ', ἐνῷ ἐμνημονεύετο. Ἐξ ἄλλων πηγῶν γνωρίζομεν ὅτι παρητήθη καί ὅτι ὁ διάδοχος αὐτοῦ ὁ Τοσκανός Πάπας Σέργιος Δ' δέν συμπεριελήφθη εἰς τά δίπτυχα, ἐπειδή εἰς τήν ἐπί τῇ ἐνθρονίσει αὐτοῦ συστατικήν ἐπιστολήν πρός τοῦς τῆς Ἀνατολής Πατριάρχας συμπεριέλαβε τό Filioque.
Εἰς τήν πρώτην πρός Πέτρον ἐπιστολήν του ὁ Κηρουλάριος ἠρώτησεν, ἐάν ἀληθεύη ἡ φθάσασα εἰς τήν ἀκοήν του φήμη ὅτι μνημονεύει τόν Πάπαν εἰς τά δίπτυχα. Παραπονούμενος ὁ Πέτρος ἀπήντησεν, «ὅτι πρό ἐξετάσεως καί τελείας καταλήψεως τό μὴ γεγονός ὡς γεγονός ἐξ ἀκοῆς ματαίως παρέστησας. Πῶς γάρ καί ἔμελλον τέως αὐτόν ἐγώ ἀναφέρειν τόν Πάπαν, μή τῆς κατά σέ ἁγίας Ἐκκλησίας ἀναφερούσης αὐτόν, τρόφιμος ὤν ταύτης καί ζηλωτής εἰ καί τίς ἄλλος, ἔργῳ καί λόγῳ τά ταύτης πρεσβεῖα σεμνύων καί μεγαλύνων ἀεί»; Διά τοῦτο παρακάτω παραγγέλλει εἰς τόν Κηρουλάριον, "ἀλλά περί μέν τούτων οὖτως ἔχων, πλείον οὐδέν σέ βούλομαι περί τῆς τοῦ Πάπα ἀναφοράς προσεξεργάσασθαι".
Τά γραφόμενα ταῦτα τοῦ Πέτρου ἀπαντοῦν εἰς τοῦς ἐμφανίσαντας τόν Πατριάρχην Ἀντιοχείας ὡς διαφωνοῦντα πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Κηρουλάριον περί τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πάπα καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ σχίσματος καί ἰσχυριζομένους ὅτι τά ἀναθέματα τοῦ 1054 εἶναι ναί μέν ἡ ἀρχή τοῦ σχίσματος ἀλλά ἀφοροῦν μόνον εἰς τάς Ἐκκλησίας Ῥώμης καί Κωνσταντινουπόλεως καί ὅτι τά ἄλλα Πατριαρχεία παρέμειναν ἡνωμένα μετά τοῦ Πάπα μή δίδοντα οὔτε εἰς τό Filioque σημασίαν. Ἀλλά καί διά τό Filioque ὁ Πέτρος παραμένων πιστός εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Η' Οἰκ. Συνόδου γράφει, «κακόν δέ, καί κακῶν κάκιστον, ἡ ἐν τῷ ἀγίῳ Συμβόλῳ προσθήκη... Τοῦς δὲ προστιθέντας τὶ ἤ ἀφαιροῦντας τὶ, ἀναθεματίζομεν". (βλέπε π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία», τόμ.Α΄ σελ. 78-81 καί τόμ. Β΄ 156-183).

  Ἐπίσης πολλοί Οἰκουμενισταί γιά νά δικαιολογήσουν τίς Οἰκουμενιστικές «εὐλογίες» Ὀρθοδόξων πρός Ἐτεροδόξους καί τό ἀντίστροφο, τί κάνουν; Λένε πώς ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ὁ μέγας αὐτός, Ἀντι-Λατίνος Πατριάρχης, μοίραζε ἀντίδωρο σέ Λατίνους μετά τήν Θεία Λειτουργία. Πράγματι αὐτό εἶναι γεγονός. Ἀλλά ὁ Πατριάρχης δέν τό ἔκανε αὐτό ἐπειδή θεωροῦσε τοῦς Παπικοῦς ὡς σχισματικοῦς μόνον καί ὄχι ὡς αἱρετικοῦς, ὅπως οἱ σημερινοί Λατινόφρονες ὑποστηρίζουν. Εἶναι ἔτσι ὅμως; Ἀς δοῦμε τί ἔλεγε ὁ Σχολάριος γιά τούς Λατίνους:
Ἡ ἔνωσις μέ τοῦς λατίνους, ἔγραφε, «εἶναι χωρισμός ἀπό τό Θεό…Ὅποιος θά μνημονεύσει τόν Πάπα ἤ θά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς πού τόν μνημονεύουν ἤ θά συμβουλεύσει ἤ θά παραινέσει κάποιον νά μνημονεύσει, θά τόν θεωρήσω ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἁγία μεγάλη Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐξέτασε τό λατινικό δόγμα καί καταδίκασε ὅσους τό πίστεψαν, τόν Βέκκο δηλαδή καί τοῦς ὁμόφρονές του…Μή γένοιτο νά κάνω αἱρετική τήν ἐκκλησία μου, τήν ἁγία μητέρα τῶν Ὀρθοδόξων, δεχόμενος τό μνημόσυνο τοῦ πάπα, ἐφόσων ὁμολογεῖ καί πιστεύει ἐκεῖνα, γιά τά ὁποῖα δέν τόν δέχεται ἡ ἐκκλησία μας. Ὅποιος ὁμολογήσῃ, ὅτι ὁ πάπας ὀρθοτομεῖ τώρα τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ὁμολογεῖ ὅτι οἱ δικοί μας πρόγονοι εἶναι αἱρετικοί. Ἡ γνώμη μου λοιπόν ἦταν καί θά εἶναι αὐτή. Καί θά εἶμαι ὁπωσδήποτε ἀκοινώνητος πρός τόν πάπα καί ὅσους ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μ’αὐτόν, ὅπως οἱ Πατέρες μας. Διότι, πρέπει νά μιμούμαστε τήν εὐσέβειά τους, ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥΣ.
Ὅταν δέ στίς 12-12-1452 Λατίνοι καί Ἕλληνες συλλειτούργησαν στόν ναό τῆς ἁγίας Σοφίας ἐπισφραγίζοντας τήν ἕνωσι, οἱ Ἀνθενωτικοί ἔτρξαν στό κελλί τοῦ Σχολαρίου καί τόν ρωτούσαν τί νά πράξουν. Τότε ὁ Γεννάδιος ἐπικόλλησε στήν πόρτα τού κελλίου του ἐπιγραφή μέ τά ἐξής:
«Ἄθλιοι Ῥωμαῖοι, εἰς τί ἐπλανήθητε καὶ ἀπεμακρύνατε ἐκ τῆς ἐλπίδος τοῦ Θεοῦ καὶ ἠλπίσατε εἰς τὴν δύναμιν τῶν Φράγγων καὶ σὺν τῇ Πόλει, ἐν ᾗ μέλλει φθαρῆναι, ἐχάσατε καὶ τὴν εὐσέβειάν σας; Ἵλεώς μοι, Κύριε· Μαρτύρομαι ἐνώπιόν σου, ὅτι ἀθῶός εἰμι τοῦ τοιούτου πταίσματος. Γινώσκετε ἄθλιοι πολῖται, τί ποιεῖτε; Καὶ σὺν τῷ αἰχμαλωτισμῷ, ὃς μέλλει γενέσθαι εἰς ὑμᾶς, ἐχάσατε καὶ τὸ πατροπαράδοτον σέβας καὶ ὡμολογήσατε τὴν ἀσέβειαν· Οὐαὶ ὑμῖν ἐν τῷ κρίνεσθαι»· V. Grecu, Ducas, Istoria turco-bizantină (1341-1462) (Scriptores Byzantini 1, Bucureşti 1958), XXXVI.3, p. 317.3-9
Ὅσο γιά τήν πράξη τοῦ Γενναδίου νά δίνει ἀντίδερο σέ λαϊκοῦς λατίνους θά βρεῖτε τήν αἰτία στήν σελίδα 56 τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου ἀλλά καί σέ αὐτήν τήν ἱστοσελίδα: http://simeron.wordpress.com/2011/09/21/den-yparxei-agios-pou-na-min-thewrei-tous-rwmaiokatholikoys-airetikoys-i-m-3/
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά τά ἀτράνταχτα, θεολογικά καί ἱστορικά, στοιχεία βλέπουμε τόν λόγο γιά τόν ὁποίον οἱ οἰκουμενισταί δέν χρησιμοποιοῦν εἰς τά ἄρθρα τοῦς κανένα ἀπό τά παραπάνω στοιχεία. Διότι ἀπλούστατα δέν ὑπάρχει κανένα θεολογικό καί ἱστορικό στοιχείο πού νά δικαιολογεῖ τά γραφόμενα καί τά πιστεύω τους. Ἀρκοῦνται μόνον σέ παραλληρήματα «ἀγάπης» καί κυρίως σέ ὔβρεολόγια κατά τῶν ἀντιδρούντων χαρακτηριζοντάς τους ὡς «φονταμενταλιστές», «φανατικοῦς», «φαρισαίους» κτλ. Ὁ εὐσεβιστικός συναισθηματισμός, ὁ ρομαντισμός καί ἡ ἄκρατως ἀγαπολογία δίνουν καί πέρνουν ὅταν γράφονται κείμενα γιά οἰκουμενιστικές ἐκδηλώσεις, («Διερετῶμαι, μάλιστα γιατί οἱ περί τόν Ἀθηναγόρα κύκλοι καταδικάζουν ἐνίοτε τόν ὀργανωσιακό εὐσεβισμό…». π. Γ.Δ.Μεταλληνός). Τό θέμα εἶναι ὅτι, μέ τήν συμπεριφορά τοῦς αὐτή δημιουργοῦν ἕναν ἄλλου εἴδους φονταμενταλισμό καθῶς ἀρνοῦνται ὁποιονδήποτε ἐπιστημονικό διάλογο πάνω στά θέματα αὐτά ἀρκούμενοι σέ ἀθεολόγητες ἀνοησίες, εὐσεβιστικές ἀγαπολογίες καί φυσικά ἀρκετές ὕβρεις πρός τοῦς ἐναντίους. Γι’αὐτό καί ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ ἔλεγε γιά τοῦς θεολόγους:
«Ἐγώ δέν εἶμαι θεολόγος. Οἱ θεολόγοι εἶναι κακοί. Τούς θεολόγους τοῦς ἀπεχθάνομαι, διότι αὐτοί λόγῳ τῶν δογματικῶν τῶν ἀπόψεων, εἰς ἅς ἐπιμένουν, ἐνσπείρουν τήν διχόνοια καί ἐμποδίζουν τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν». (Ὀρθόδοξος Τύπος, (191-192) 1-15.8.1973, σελ. 1)

Ἐλπίζω σύν Θεῷ νά ἐπανέλθουμε πιό ἀναλυτικά.
Εὐχαριστῶ γιά τήν φιλοξενία.
Ῥωμηός

1 σχόλιο:

  1. Προκαλοῦμε τόν κ.Ἀνδριόπουλο καί ὅποιον ἄλλο ὁμοφρονά του σέ δημόσιο διάλογο. Γιά νά δοῦμε! Οἱ ὑπέρμαχοι τῶν «Διαλόγων», θά κάνουν διάλογο ἤ θά συνεχίσουν νά κρύβονται πίσω ἀπό τό δακτυλό τους;
    Ῥωμηός

    ΑπάντησηΔιαγραφή