Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Τὸ ἦθος τὸ θυσιαστικό


ὐπὸ Ν. Β.

Θὰ παραθέσουμε στὴν ἀγάπη σας μία ἱστορία, ποὺ εὐωδιάζει ἀρώματα ἀγάπης, θυσίας καὶ ἡρωϊσμοῦ. Μία ἱστορία, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ σπανίως ἀκούγονται στὰ σχολεῖα, στὰ Μ.Μ.Ε., στὶς συζητήσεις μας. Ἂς προβληματισθοῦμε, πατέρες καὶ ἀδελφοί: θὰ ἐνεργούσαμε σὰν τοὺς ἥρωες τῆς ἱστορίας αὐτῆς σὲ παρόμοιες καταστάσεις; Ἐὰν βροντοφωνάζῃ ἡ συνείδησί μας ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι γιὰ τέτοιες θυσίες, ἂς βάλουμε ἀρχὴ μετανοίας, διότι ἡ ὁδὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁδὸς θυσιαστική, ἀσκητικὴ καὶ μαρτυρική. Δὲν εἶναι δὲ καθόλου ἀπίθανο νὰ ξημερώσουν παρόμοιες ἢ καὶ χειρότερες ἡμέρες.
Ἡ ἱστορία εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρωμηοὶ καὶ Γραικύλοι», τοῦ ἀγαπητοῦ δασκάλου Δημητρίου Νατσιοῦ, ποὺ τὴν παραθέτει ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Λότης Πέτροβιτς, «Ὁ καιρὸς τῆς σοκολάτας», ἐκδόσεις «Πατάκη»:
«… Τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1943, ἀρχὴ ἑνὸς ἀκόμα χειμῶνα πείνας καὶ παγωνιᾶς, ἄχνισε κάτι ζεστὸ ξαφνικὰ στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου μας. Ἦταν ἕνα μεγάλο καζάνι καὶ μέσα εἶχε συσσίτιο γιὰ τὰ παιδιά. Γύρισα στὸ σπίτι περήφανη, κρατώντας μὲ προσοχὴ ἕνα τενεκαδάκι γεμάτο σούπα πηχτή.
«Γιατὶ δὲν τὴν ἔτρωγες στὸ σχολεῖο, καρδούλα μου;», λαχτάρισε ἡ μάνα μου. «Ἂν σοῦ χυνόταν στὸ δρόμο;». «Θὰ φάτε λίγη σούπα κι ἐσεῖς, ἀλλιῶς δὲν τρώω καθόλου», δήλωσα ὀρθὰ κοφτά. «Τὸ ἴδιο κι ἐγώ», φώναξε ὁ Μάνος, ὁ ἀδελφός μου. Κι ἔτσι γινόταν ἀπὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κάθε συσσίτιο ποὺ κουβαλούσαμε οἱ δυό μας ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Ἡ σούπα ἐρχόταν τακτικά, πάντα ἡ ἴδια, ἄνοστη καὶ πηχτή.
Ὥσπου μιὰ μέρα, μᾶς μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στὴ γραμμὴ καὶ μᾶς ἔβαλαν στὰ τενεκεδάκια κάτι σὰ μέλι, ἀλλὰ σκοῦρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» τὸ εἶπαν. Βουτοῦσαν τὰ παιδιὰ τὸ δάχτυλο στὴ γλυκόζη, τὸ ἔγλειφαν μὲ ἀπόλαυση καὶ γελοῦσαν εὐτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. Ἕνα μεσημέρι, γυρίζοντας ὁ ἀδελφός μου ἀπὸ τὸ σχολεῖο, δὲν ἤθελε νὰ βάλει μπουκιὰ στὸ στόμα του, οὔτε ἀπὸ τὴ σούπα οὔτε ἀπὸ τὴ γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, ἕτοιμος νὰ βάλει τὰ κλάματα. «Τί συμβαίνει, παιδί μου;» ἀνησύχησε ἡ μαμά. Ἐκεῖνος δὲν ἔβγαζε λέξη. Κι ὅσο δὲ μιλοῦσε, τόσο ἐπέμενε ἡ μάνα μου νὰ μάθει, τόσο μεγάλωνε καὶ ἡ δική μας ἡ περιέργεια. Μὲ τὰ πολλά, ἀποφάσισε τελικὰ νὰ μιλήσει. Κι αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε γράφτηκε στὴν μνήμη μου ἀνεξίτηλα.
Στὴν αὐλὴ γιὰ τὸ συσσίτιο βρισκόταν μὲ τῆς τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» ἄκουσε ἕναν ἀπὸ τοὺς συμμαθητές του - «πειραχτήρης» ἦταν τὸ παρατσούκλι του - νὰ ψιθυρίζει στὸν διπλανό του, μόλις πῆρε τὴ γλυκόζη στὸ τενεκεδάκι του. Ὁ ἄλλος ἔγνεψε «ναί». Τότε ὁ πειραχτήρης κάτι τοῦ εἶπε στὸ αὐτί, κρυφογέλασαν οἱ δυό τους πονηρὰ κι ἐξαφανίστηκαν στὴ στιγμή. Σὲ λίγο χτύπησε τὸ κουδούνι νὰ μποῦνε στὴν τάξη. Πρώτα ἔμπαιναν τὰ κορίτσια. Ὕστερα τ’ ἀγόρια. Τελευταία ἡ δασκάλα, ποὺ κόντευε νὰ μὴ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ παιδιά, ἔτσι ποὺ εἶχε ἀπομείνει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Καταλάβαινες πὼς ἦταν μεγάλη ἀπὸ τὰ μάτια της μόνο, ποὺ τὰ σκοτείνιαζαν ὁλόγυρα δύο μαῦροι κύκλοι. Ὅταν μπαίνανε ὅλοι στὴν τάξη, ἔκλεινε τὴν πόρτα, μετροῦσε τὰ παιδιὰ σειρὰ σειρά, ἔλεγε «ἐντάξει, φρόνιμα τώρα, μὴν ἀκούσω μιλιά» κι ἀρχίζανε ἀμέσως τὸ μάθημα. Τὸ «ἐντάξει, φρόνιμα τώρα, μὴν ἀκούσω μιλιά» τὴ φορὰ ἐκείνη δὲν τὸ εἶπε. Οὔτε νὰ τοὺς μετρήσει τὴν εἴδανε. Κοντὰ στὴν πόρτα τῆς τάξης στεκόταν σκυφτή, σὰν νὰ ψαχούλευε κάτι. «Μὰ τί κάνει ἡ κυρία ἐκεῖ;», ρώτησε παραξενεμένος ὁ Μάνος ποὺ δὲν καλόβλεπε, διότι τὰ περισσότερα παιδιὰ ἦταν ὄρθια ἀκόμα. «Πασαλείψαμε τὸ χερούλι μὲ γλυκόζη», χασκογέλασε ἀπὸ δίπλα ὁ πειραχτήρης, «γιὰ νὰ κολλήσουν τὰ χέρια της καὶ νὰ γελάσουμε!». Δὲ γελάσανε. Καθίσανε τελικὰ στὰ θρανία τους καὶ δὲ μιλοῦσε κανείς. Βλέπανε τὴ δασκάλα τους τώρα ὅλοι βουβοί, σαστισμένοι. Εἶχε σκύψει κι ἔγλειφε μὲ λαχτάρα μιὰ τὸ χερούλι τῆς πόρτας, μιὰ τὴν παλάμη της… Ὕστερα γύρισε καὶ τοὺς κοίταξε μὲ παράπονο. Στὰ μάγουλά της ἔτρεχαν δάκρυα. «Μὴν τὴ σπαταλᾶτε τὴ γλυκόζη, χρυσά μου, γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!», εἶπε ξέπνοα. «Σᾶς τὴ δώσαμε ὅλη, οὔτε μιὰ σταγονίτσα δὲν κρατήσαμε ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, γιὰ νὰ τὴ φᾶτε νὰ δυναμώσετε ἐσεῖς τὰ παιδιά. Μὴν τὴ σπαταλᾶτε, σᾶς παρακαλῶ, εἶναι κρίμα! Εἶναι ἁμαρτία!». Τὴν πήραν πάλι τὰ δάκρυα. Κι ἔκλαιγε, ἔκλαιγε…
Μαζεύτηκαν ὅλοι τριγύρω της. Μονάχα ὁ πειραχτήρης ἔμεινε στὸ θρανίο του μὲ τὸ κεφάλι κατεβασμένο. Οἱ ἄλλοι σπρώχνονταν ποιὸς πρῶτα νὰ τὴν ἀγκαλιάσει, ποιὸς νὰ τῆς πρωτοπεῖ «ἀπὸ τὸ δικό μου, ἀπὸ τὸ δικό μου, κυρία, νὰ πάρετε λίγο!».
Οὔτε ἕνα τενεκεδάκι δὲν ἄγγιξε ἡ δασκάλα. Μόνο ἔκλαιγε, ἔκλαιγε…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου